Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2023

Η αποδημία

Στη Νέα Υόρκη ένας
αιμοσταγής έριξε ίσα
στις ακαθαρσίες των
περιστεριών αφού δεν
βρήκε τα ίδια να τα
σκοτώσει.

Αποδήμησαν τα περιστέρια
απ' τις πόλεις του κόσμου
μητέρα και σε άλλη
διάσταση πάνε να ζήσουν.
Τα ορμητήρια τους
έμειναν ορφανά σαν
τα κενοτάφια των ηρώων.
Άδειες οι πλατείες, τα πάρκα
οι αυλές και οι ταράτσες.
Το παιδί με το ποπ κορν
στο χέρι ποιον θα βρει
τώρα να τον ταΐσει;
Κλαίει το παιδί κι η μάνα
φωνή δεν μπορεί να βγάλει
παραμύθι για να του πει
να το καθησυχάσει.

Οι κλάδοι της ελιάς
λυγίζουν το σώμα τους,
πετούν κάτω το καρπό τους
και το μοιρολόι αρχίζουν.
Τελείωσαν οι αποστολές,
τα γέλια, οι κελαηδισμοί
και τα λουλούδια απότιστα
μαράθηκαν και γέρνουν
σαν τα κεφάλια των
κρεμασμένων στρατιωτών.
Μια σιγή εκκωφαντική
απλώθηκε στη γη.
Θέριεψαν τα σύννεφα
κι έφεραν βροχή.
Όχι μια βροχή κανονική
παρά μια βροχή από αίμα.
Σπάνε οι ομπρέλες απ' το
βάρος, τα πόδια γλιστράνε,
πέφτουν τα παιδιά.

Είναι βαρύ πολύ το αίμα
των παιδιών μητέρα και
τα πουλιά εξαφανίστηκαν.
Χιλιάδες που έφυγαν.
Μυριάδες που τραυματίστηκαν.
Εκατοντάδες που αρρώστησαν.
Των μανάδων το μυαλό
έχει σαλέψει από τον πόνο.
Πάνω στα ερείπια
περπατούν λέγοντας
ακατάληπτα λόγια.
Οι στρατηγοί τρίβουν
τα χέρια περιχαρείς
και οι αιμοσταγείς
όπου γης ανενόχλητοι
τραβούν τη σκανδάλη.

Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2023

Η μαριονέτα

Όλη φωταγωγημένη από
τις λάμψεις των ματιών σου
ήρθα απόψε κοντά σου.
Ανοιχτά ήταν τα περάσματα,
μίτο δεν χρειάστηκα, και τα
κλειδιά στην πόρτα βρήκα.
Μυστηριακό ήταν το φως
σου κι εκτυφλωτικό.
Φως αστραπών που πέφτει
στο ελατοδάσος και κατακαίει
τα δέντρα σκίζοντας τα στη μέση.

Σε αυτό το ελατοδάσος
συνηθίσαμε να πηγαίνουμε
παιδιά ακόμα τρελά για να
παίξουμε παιχνίδια.
Έτρεχαν τα πόδια μας ανάμεσα
στα κυκλάμινα και τις φτέρες.
Τρυγούσαμε σαν μέλισσες τις
χαρές και στις πτυχώσεις των
σχολικών ποδιών μας τις αποθέταμε.
Γελούσαν οι μανάδες το βράδυ
κι έκρυβαν τα νήματα απ' το
πλεκτό κάτω από τις μασχάλες.

Από αυτό το δάσος, ένα φεγγάρι,
κόψαμε ένα έλατο για να το
στολίσουμε με τα άστρα που
είχαν περισσέψει από τα όνειρα μας.
Κάθε χρόνο το ίδιο έλατο
στολίζαμε τι κι αν μαραίνονταν
κι έγερνε στην κορυφή
αυτό επιλέγαμε πάντα.

Κορδώνονταν στο σαλόνι κι
εμείς χτυπούσαμε παλαμάκια.
Αδέρφι το χαρακτηρίζαμε
και φίλο πιστό.
Φέτος που λείπεις όσο ποτέ
άλλοτε το έχω ανάγκη.
Στις ρίζες του, που αφήσαμε
πίσω, ξεδιπλώνεται το μπόι μου.
Στον κορμό του σχεδιασμένα
τα αρχικά μας.
Στις βελόνες του περασμένη
η κλωστή για να κεντήσω
τα πουκάμισα σου και τις
χαλαρές γραβάτες σου.

Με τα κεντίδια στο χέρι
θα σταθώ μπροστά σου
κι από το άπλετο φως σου
θα ανάψω τα μανουάλια
των ναών μου.
Ζεις στο φως των αστραπών
και στην καταιγίδα του
μυαλού μου φωλιάζεις.
Αυτόφωτος κι ωραίος
ξεμπερδεύεις την άλικη
κλωστή και κοντά σου
με δένεις, μαριονέτα που
δεν ξέρει να συλλαβίζει
πάρεξ το όνομα της.

Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2023

Ωφέλιμο

Πικραμύγδαλο η καρδιά μου 
κι έμαθα να την ξεπικρίζω 
με το οξύ υγρό των δακρύων μου. 
Βλέπεις πολλά αξιώθηκα
δάκρυα μέσα στη ζήση 
να έχω. 
Πότε πόνου. 
Πότε χαράς ή θυμού. 
Πάντα θα μου περίσσευε 
ένα δάκρυ για να αφεθώ
απερίσπαστη στης λύτρωσης 
το πλούσιο δείπνο. 

Κάτω από την κορομηλιά
παιδί ακόμα βαφτίστηκα
στης αρρώστιας 
την στρεβλή ανακολουθία. 
Οι εφημερίδες το έγραφαν, 
οι αρθρογράφοι το επισήμαιναν 
κι εγώ λιανό κλαδί σαστισμένο
χάιδευα τα χαπάκια στην 
τσέπη μου. 
Η θεία κακιώνε 
κι έμενε ξάγρυπνη 
για να τελειώσει
το προικιό της νεκρής της
κόρης. 
Εγώ έπεφτα σε έναν ύπνο
ελαφρύ, δεν με άφηναν οι
σαΐτες όνειρα για να δω
πολύπλοκα. 
Διακεκομμένες οι στιγμές μου
κι η εφηβεία στο κατώφλι
χτύπαγε κουδουνάκια σαν
αυτά που έχουν οι μάγισσες
και χτυπούν όταν λύνουν 
τα μάγια του έρωτα. 

Πικραμύγδαλο η καρδιά μου
με μόνο μία κοιλία. 
Συνήθισα έτσι, τα κατάφερα. 
Πώς να μεσιάσω τους μήνες, 
τις εποχές και τα χρόνια;
Αδύνατον. 
Η μάνα με πήγαινε στους
πρακτικούς. 
Μου έδεναν τα χέρια με 
πανιά από κάμποτο, εγώ
έκλαιγα απελπισμένα. 
Η πικρία μέσα μου πλάταινε 
σαν θάλασσα γκρίζα κι η 
καρδιά κλωτσούσε δυνατά
σαν όπως κλωτσά την πόρτα
ο πεινασμένος για να κλέψει
το ψωμί. 

Ήθελα να φύγω, λαχταρούσα
να αφεθώ και να ενταχθώ στα
πλήθη απ' τις λάμιες 
που με κυνηγούσαν. 
Με τρόμαζε ο θόρυβος
και τα παγερά χέρια
των κομπογιαννίτηδων 
μού μούδιαζαν το σώμα. 
Το στόμα μου κλειστό με
στυπόχαρτο δεν μπορούσε
να καλέσει σε βοήθεια. 
Έμενα στο γρασίδι ξαπλωμένη
να κοιτάζω τα άστρα. 
Άλλοτε πάλι έπαιρνα
δυο πέτρες και τις μουτζούρωνα. 
Τις μόνες που φρόντιζα
να αφήνω καθαρές
ήταν οι πηγές των ματιών μου. 
Έτσι μες την άρμη των δακρύων
μπήκα κι επέζησα ως σήμερα 
και τις αποκοτιές της
μοίρας διόλου δεν φοβάμαι. 

Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2023

Η έκρηξη

Ο ορός δεν στάζει μαμά
φώναξε τους γιατρούς.
Τους δικούς σου γιατρούς.
Αυτούς του ουρανού.
Φορούν χαβανέζικα ρούχα
και δεν τους φοβάμαι μαμά.
Εδώ στη γη όλα παγώνουν.
Οι γιατροί φορούν άσπρες
μπλούζες σαν τις σελίδες
του τετραδίου που άγραφο
θα μείνει και ξεχασμένο
το ποίημα θα γίνει κατακάθι
που η λύπη το κυβερνά.
Φοβάμαι μαμά τα σχέδια του
φλιτζανιού, τις κλειστές
πόρτες τρέμω κι εκείνο
το στεφάνι στο χείλος
πένθιμο είναι και σε ξόδι
ταιριάζει.

Τους δικούς σου γιατρούς
να φωνάξεις μαμά.
Εδώ οι πιο πολλοί γιατροί
δεν αγαπούν τα ποιήματα.
Έχουν νυστέρια, βελόνες
και ψαλίδια
στα χέρια και αίμα στάζει
από τους καρπούς τους.
Τρομάζω μαμά.
Τα ματωμένα χέρια τους
μαμά τρομάζω πιο πολύ.
Μου σφραγίζουν το στόμα,
δεν μπορώ να αναπνεύσω.
Μου κλείνουν τα μάτια
και στη φαντασία μου
διπλή κλειδαριά περνούν.
Δεν μπορώ την εικόνα σου
να κοιτάζω και απ' την άκρη
της ποδιάς σου να κρατηθώ
σφιχτά με εμποδίζουν.
Μου λερώνουν τα σκισμένα
μου ρούχα και πως θα βγω
στην αλάνα να παίξω μαμά.
Θυμάσαι εκείνη την πάνινη
μπάλα που μου έφτιαξες
τον καιρό της ειρήνης
ακόμα την έχω κάτω από
το μαξιλάρι μου.

Απ' όταν έφυγες όλα άλλαξαν
εδώ μαμά.
Τα νοσοκομειακά σφυρίζουν
διαβολεμένα, οι βόμβες
ανοίγουν τεράστιους κρατήρες,
τα όπλα βγάζουν μαύρο
δηλητήριο και οι άνθρωποι
ακρωτηριασμένοι περπατούν.
Εκεί να έρθω θέλω μαμά.
Εκεί να σου λέω τραγούδια.
Τη μοναξιά σου να ντυθώ.
Μην φωνάξεις τους γιατρούς
ήρθα κοντά σου τώρα.
Είμαι χαρούμενη μαμά, εδώ
οι οροί ζαχαρόνερο κι
ανθόμελο έχουν
και στα κρεβάτια παχιά
στρώματα μας κοιμίζουν.
Το χέρι σου μαμά είναι
στεγνό και καθαρό.
Αγκάλιασε με.
Στο πλάι σου γέρνω.
Από μικρό παιδί αγαπούσα
τα χαβανέζικα ρούχα,
τις λουλουδιασμένες αυλές
και τους ίσκιους των πεύκων
που στρώναμε τα φλοκατά
για να δειπνήσουμε όλοι μαζί.  

Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2023

Αυταπάτες

Πόσο διαφορετικός ήσουν
όταν οι άγγελοι σε κάλεσαν
κοντά τους.
Αλλιώς μιλούσες.
Αλλιώς γελούσες.
Αλλιώς αποπλανούσες τον έρωτα.
Αλλιώτικες φτερούγες
είχες τα παλάτια του
ουρανού να κατακτήσεις.

Στον μυθικό Δαίδαλο
δεν έμοιαζες.
Πελάγη το όνομα σου
δεν πήραν.
Της θάλασσας την αγκάλη
δεν καταδέχτηκες.
Στους βυθούς που
κοιμούνται τα βαπόρια
και οι γοργόνες τούς έχουν
για σπίτι τους δεν εισήλθες
ποτέ.
Εσύ το μέγα ύψος.
Εσύ η ουράνια πόρπη
που τη ζώνη συγκρατεί
Του Θεού.
Εσύ το πυροτέχνημα της
λέξης και το βαρύ λεξικό
που ποιήματα γεννά
αχειροποίητα.
Ποτέ δεν σε διάβασα.
Ποτέ δεν σε αποκωδικοποίησα.
Ποτέ στο μεγαλείο των
λόγων σου κλειδί δεν μου
έδωσες να μπω.

Απέξω ξενυχτάω.
Απέξω της Αρετούσας
τους δισταγμούς μαθαίνω.
Στην κάμερα σου που
χειμάζουν τα αηδόνια
κι οι κορυδαλλοί συντροφιά
σου ποτέ δεν με κάλεσες.
Τα γήινα για σένα άγνωστοι
τόποι ήταν.
Ξεμάκραινες από το χώμα,
από τις πηγές από τα πηγάδια
και τις ασημένιες ελιές.
Στους ουρανούς ταγμένος
ήσουν και προς τα εκεί
πάντα κινούσες.

Τους γνωστούς οβολούς
δεν κρατούσες στα χέρια.
Μόνος σου έκοβες χρυσά
νομίσματα στο αλώνι του
Ιουλίου.
Με αυτά τώρα παραπλανάς
μικρούς θεούς και στα τάγματα
τους μέσα ηγέτης τους γίνεσαι.
Μένω εδώ να εκλιπαρώ
κάποια να μου χαρίσεις δώρα.
Ένα ποίημα.
Ένα νόμισμα.
Ένα κλειδί.
Μία αυταπάτη μήπως και
στο αβέβαιο επιβιώσω.
Διακλάδωση δεν βρίσκω
που να βγάζει σε εσένα.
Το σύμπαν σου μακριά κι
εγώ στις εφιδρώσεις
των δρομέων θυσιάζομαι
και ακινητοποιούμαι.  

Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2023

Παιδικός σπαραγμός

 Πώς να φύγω μαμά τώρα
που το αρκουδάκι μου θάφτηκε
κάτω από τα ερείπια;
Οι διασώστες με έσωσαν
αλλά αγνόησαν τον καλύτερο
μου φίλο.
Στο αριστερό του αυτί
μια βαριά πέτρα και στο
δεξιό του ένα ξύλινο δοκάρι.
Πώς να με ακούσει μαμά
που το καλώ εδώ να επιστρέψει
η καρδιά να ελαφρώσει και
μορφή να πάρει η ευτυχία
στα χείλη μου;

Η καρδιά μου πονάει μαμά
το αρκουδάκι μου καταπλακώθηκε
ένα μέτρο μακριά μου.
Στο στόμα του σωροί από
σοβάδες και στάχτη μαύρη.
Ποιος θα μου διηγηθεί τώρα
ιστορίες και παραμύθια ο
ύπνος ο γλυκύς να με πάρει;
Νυστάζω μαμά και περπατώ
στα τυφλά.
Το αρκουδάκι μου γνώριζε
τα ομορφότερους του κόσμου
μύθους.
Γυμνό και μόνο γυρίζω μαμά
κι ένα αδράχτι τα βλέφαρα μου
δεν τα αφήνει να κλείσουν.

Η ψυχή μου υποφέρει μαμά
το αρκουδάκι μου έμεινε πίσω.
Στα μάτια του σκόνη πολύ
κι εγώ τον δρόμο δεν βρίσκω.
Αυτό με πήγαινε στα ονειρικά
του κόσμου μονοπάτια.
Ανάμεσα από τα πεύκα με
ταξίδευε και τα αρρενωπά
έλατα.
Τώρα τίποτα δεν διακρίνω
μαμά, παντού χαλάσματα και
κίτρινα μανιτάρια.
Πώς να αντικρίσω την
πύλη που οδηγεί στην χαρά
και στην ασφάλεια, πώς να
μπω εκεί μέσα να κοιμηθώ λίγο
πλάι στα γαλήνια όνειρα.

Το κορμί μου πονάει μαμά
το αρκουδάκι μου σταμάτησε
να γελάει πριν ακριβώς μία ώρα.
Αποζητώ τα χέρια του να με
αγκαλιάσουν.
Στα χέρια του πληγές πολλές,
ραγίσματα από τα μαυρισμένα
μπαλκόνια που κατέπεσαν.
Απάγκιο έβρισκα και ζεστασιά
εκεί μαμά.
Κρυώνω πολύ, οι φλέβες
μου πάγωσαν και το αίμα δεν
ρέει.
Δεν κινούμαι.
Δεν αναπνέω.
Δεν υπάρχω.
Στα χέρια του το αρκουδάκι
κρατούσε ένα κλάδο ελιάς
και ένα περιστέρι.
Καταπλακώθηκαν μαμά
κι οι αιμοσταγείς στρατηγοί
τρίβουν τώρα τα χέρια τους
ικανοποιημένοι.
Η Ειρήνη κι αγάπη ένα χλωμό
αρκουδάκι που δεν το άφησαν να ζήσει.

Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2023

Για μια μικρή τσιγγάνα

Αν ποτέ έρθεις αγάπη
εγώ θα φοράω το μαύρο
ημίκοντο φόρεμα μου. 
Ακριβό ρούχο με τέσσερις
πιέτες μεταξωτές στο 
τελείωμα να μπαίνει
ο ήλιος σάρκα να παίρνουν
τα όνειρα κάθε ξωμάχου. 
Ένας ραφτάκος αριστερόχειρας
μου το  έραψε πάνε χρόνια τώρα. 
Πώς να τα υπολογίσω;
Προσεκτική δουλειά, τίμια
Φρόντισε στις κουμπότρυπες 
της ράχης να βάλει 
την περίσσεια του τέχνη του
έτσι που τα κουμπιά να
θηλυκώνουν σφιχτά το γυμνό
τοπίο των σπονδύλων. 

Καλό ρούχο φολιδωτό με την
λεβάντα να έχει διαπεράσει
τις ραφές του μπούστου 
και το γιορτινό γιακαδάκι
με την χειροποίητη δαντέλα. 
Το συντηρώ αγάπη για σένα. 
Μία και μόνη φορά
το φόρεσα σε μια τελετή
αφιερωμένη σε ένα αδούλωτο 
πνεύμα απ' το χώρο της τέχνης. 
Ξεχνώ το όνομα του. 
Δεν τσαλακώθηκε καθόλου
μόνο με λίγο ιδρώτα
λερώθηκε στις αμασχάλες. 
Το έπλυνα αγάπη
με το παλιό σαπούνι της μαμάς. 
Μοσχομύριζε ελιά, σπίτι, 
χέρι φιλικό και ξυλάκι κανελας. 

Αν λοιπόν έρθεις αγάπη
αυτό θα βάλω. 
Ξέρεις, νομίζω 
πως θα με αγαπήσεις 
μέσα από αυτό
το ρούχο, εσύ που 
πάντα κατέλυες στης 
ομορφιάς τα φιλήδονα χείλη. 
Α! δεν σου είπα:
Κάποτε πήγα να το χάσω. 
Μια τσιγγανοπούλα πολύ
το λάτρεψε κι ήθελε
να μου το πάρει. 
Ταίριαζε λέει με τις
δέκα σειρές χρυσά βραχιόλια
που είχε και με τους δυο
πλατινένιους κυνόδοντες της
που φάνταζαν όταν χαμογελούσε. 
Δεν με έπεισε. 
Έφυγε κακιωμένη κρατώντας
μία τράπουλα στο χέρι. 
Πάνε χρόνια που δεν φάνηκε
πάλι προς τα εδώ. 
Ίσως και να μετακόμισε
στις πολιτείες του βορρά. 
Ποιος ξέρει. 

Αν δεν έρθεις εδώ να ξέρεις
πως το φόρεμα αυτό 
που τόσο αγαπούσες 
θα το χαρίσω. 
Αν φανεί η τσιγγανοπούλα
να μου μιλήσει ξανά για
μεγάλες πόρτες, για δρόμους
ανοιχτούς και για
τα μελλούμενα δεν θα αντισταθώ. 
Της πάει άλλωστε γάντι 
αυτό το φιδίσιο φόρεμα 
κι έτσι ψηλή που είναι 
ως το γόνατο θα της πέφτουν
οι φραμπαλάδες του και
θα σείονται ρυθμικά κάτω 
από τον ήχο των βραχιολιών. 

Σομόνκα

Ερωτικό ποίημα ανάμεσα σε δύο εραστές αποτελούμενο από δυο τάνκα και με 5/7/5/7/7  5/7/5/7/7 συλλαβές δεδομένη η λέξη πέλμα. 

Συνάντηση

Πέλματα κρύα
σταλαγματιές της βροχής
έρημος τόπος
αποζητώ τα φιλιά
κορμί μοσχοβολιστό. 

Αράχνης ιστός
σπίτι ερειπωμένο
ο χρόνος περνά
αγάπη επηρμένη 
πλούσια τα στολίδια.

*
Αναμονή

Αγάπη μικρή
ζωγραφιστά πέλματα
κότσος τα μαλλιά
λατρευτή η εικόνα
σφάζει η αναμονή. 

Άσπρος ο κρίνος
αγαλματένιο σώμα
κήποι της πόλης
κοντά σου θέλω να 'ρθω
τα φιλιά πεθύμησα. 

*
Το δώρο

Πρώτος έρωτας
η καρδιά σπαρταράει 
τρέχουν σύννεφα
ακουμπώ στα πόδια σου
τα πέλματα χαϊδεύω. 

Καρδιοχτύπημα
ομορφαίνει ο κόσμος
ανάσες καυτές
λουλούδια στα χέρια μου
την μορφή σου στολίζω. 

*
Χειμώνας

Κρύα η μέρα
παγωμένα πέλματα
χειμώνας βαρύς
την αγκαλιά σου θέλω
νεανική αγάπη. 

Στιβαρά χέρια
καμαρωτό το κορμί
φύσης χάρισμα
διαλαλώ τα κάλλη σου
την ζεστασιά σου ποθώ. 

*
Κεράσματα

Άγουρος καρπός
σταφύλι μεστωμένο 
απαλά χείλη
οίνο κρατώ στα χέρια
το ποτήρι τσουγκρίζω. 

Σπίθες στα μάτια
μεθυσμένο κορίτσι
κυρτό το πέλμα
φυλακή η αγκαλιά
τα κλειδιά της σου δίνω. 

Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2023

Η φωταγώγηση

Το θεοσκότεινο σημείο
που η μοίρα σου έταξε
να ζεις ήρθα και το φώτισα.
Πήρα λυχνίες από το
παιδικό μου δωμάτιο
και στα σκαλιά σου
πλάι στα γαριασμένα ρούχα
ήρθα και τις απέθεσα.
Φωτίστηκαν τα πόδια σου,
τα αραιά μαλλιά σου,
τα πονεμένα ισχία σου
και το κουδουνάκι
που κρατούσες στα χέρια σου
και που μου διέκοπτε
χρόνια τώρα
τα όνειρα, ούτε μια στιγμή
δεν παραμέλησα.

Το φως αμυδρό ήταν,
δεν σου έφτασε κι εγώ
σε άλλες λύσεις κατέφυγα.
Ζώστηκα μια σειρά
από πυγολαμπίδες
και στους ναούς σου
πλάι στα κατακερματισμένα
ειδώλια ήρθα τις άφησα.
Έλαμψαν για λίγο τα περιστύλια,
οι εσοχές, τα σπασμένα
σου γόνατα και τα φτερά
του κορυδαλλού που
για θυσία τον προόριζες
την προσήνεια των θεών
για να έχεις.
Γέλασες δυνατά και
τις πυγολαμπίδες έσβησες.
Τριγμοί παντού και σκότος
και μια τεράστια αράχνη
να υφαίνει τους ιστούς της.

Το θεοσκότεινο σημείο
που ζεις ήρθα να φωτίσω.
Σώμα ζητούσες και αίμα
κι εγώ τα σεντούκια
άνοιξα διάπλατα των
στίχων τις αστραπές
να αφαιρέσω.
Μέσα τους ξεδιπλώνονταν
ο έρωτας, ο θάνατος,
οι ρήσεις των αγγέλων
και τα σπάταλα λόγια
των απατημένων εραστών.
Έλαμψες ολάκερος
κι εγώ παροπλισμένη
σε παρακολουθούσα.

Τώρα σε θεοσκότεινα
με οδηγείς καταγώγια
να υπομένω τη ζωή.
Ευτύχημα για μένα
ένας μόνο στίχος
που κράτησα και
στο λαιμό μου τον
έδεσα για μενταγιόν.
"Σε αγαπώ αφού."
Προζύμι τον κάνω
για να συνθέσω στο μέλλον
των στίχων τα δεμάτια
που άπλετα τα μονοπάτια
θα φωτίσουν εδώ για να 'ρθεις.
 

Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2023

Τάνκα απαραίτητη η λέξη γράμμα και με 5/7/5/7/7 συλλαβές

Κλειστό το γράμμα
μυρίζει αγιόκλημα
αγάπη αγνή
αργεί ο ταχυδρόμος
τον κόρφο μου μυραίνω.

*
Λευκό το χαρτί
γράμματα στον φάκελο
ψηφία μικρά
ρέει μαύρο μελάνι
εσώκλειστο το φιλί.

*
Ύμνοι αγάπης
ερωτικό το γράμμα
ποίησης οίστρος
μικραίνουν αποστάσεις
πυρπολούνται οι καρδιές.

*
Άνοιξης μέθη
ανθίζουν τα λουλούδια
το γράμμα αργεί
κόβω ροδοπέταλα
τον λόγο μου στολίζω.

*
Θάλασσα πλατιά
πηγενέλα των γλάρων
ήχος κυμάτων
αγάπης στέλνω γράμμα
διώκτης η αρμύρα.

*
Ανάσες κοφτές
πανούργος ο έρωτας
μελάνι υγρό
καλώ τον ταχυδρόμο
εωθινό το γράμμα.

*
Ανοιχτό γράμμα
δάκτυλα τρεμουλιάζουν
τρέχει η γραφή
φτερά βγάζω πετάω
μυστικός ο έρωτας.

*
Έρωτος γράμμα
καρδιά πυρπολημένη
το αίμα στάζει
αποστατεί το σώμα
θερμή γραφή σου στέλνω.

*
Χωρισμού γράμμα
τρέχει καυτό το δάκρυ
τρέμει η καρδιά
έχασα το ταίρι μου
λίγος ο έρωτάς σου.

*
Φρουρός συνόρων
χέρια κρατούν το γράμμα
το όπλο βαρύ
σκίζεται η καρδιά του
μπότα εχθρού δεν βλέπει.

*
Άπιστος έρως
ανεπίδοτο γράμμα
γραφές της καρδιάς
απών ο παραλήπτης
νερό της λήθης πίνει.

*
Δάκρυα τρέχουν
εμποτισμένο γράμμα
μελάνι ρευστό
σπαρταράει η καρδιά
αδιάβαστος ο λόγος.

*
Αγάπης καημός μικρές ψηφίδες πέφτουν σκισμένο γράμμα το νόημα δεν βγάζω ακροβατώ στις λέξεις. * Ανέμου πνοή τσαλακωμένο γράμμα η τσέπη στενή τις ξόβεργες ξεπλέκω γυρίζω τη σελίδα.
 

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023

Θαμπά είδωλα

Μέσα μου ξαγρυπνά
μια φουρτουνιασμένη
θάλασσα.
Το κορμί μου χρόνια
πολλά φθείρεται από
την αρμύρα.
Αλατίζω το φαΐ μου,
την σκορπίζω στα μαλλιά
μου κακό να μην με βρει.
Ανάμεσα σε δύο κύματα
κοιμάμαι κι όνειρα
βλέπω με πειρατές
σκληροτράχηλους.
Ψάχνουν τα τιμαλφή μου,
φτωχαίνω.
Σταγόνες αίμα μού
αποσπούν, ζαλίζομαι.
Μια κλεφτή ματιά
ρίχνουν στα ποιήματα μου,
υπερηφανεύομαι.
Φορούν φαρδιές βράκες,
μαύρα πουκάμισα και στα
χέρια τους κρατούν λάβαρα.
Κατά σμήνη έρχονται,
με κουρσεύουν,
αποδημώ σε χώρα ξένη
και λευκή ξεδιπλώνω
σημαία.
Άρματα δεν έχω μόνο
μια πλατιά αγκαλιά από φιλιά.

Μέσα μου κοιμάται
μια γαλήνια θάλασσα.
Τις ημέρες την ξεχνώ,
μα τις νύχτες μάτι δεν
με αφήνει να κλείσω.
Κοπάδια από γλάρους
κάνουν χαμηλές πτήσεις.
Το χρυσόψαρο στην γυάλα
μου φοβάται.
Τα κοράλλια στην
κοσμηματοθήκη μου
χάνουν την γυαλάδα τους.
Το ψωμί στην ψωμιέρα
ξεραίνεται.
Χάνω τους φίλους μου,
την λάμψη μου, την
επιούσια τροφή μου.
Ένα δελφίνι με κοιτάει
στα μάτια, παρηγοριέμαι
προς στιγμή.
Γύρω από την φούστα μου
πεθαίνουν τα μελτέμια.
Σε ένα θερμό κλοιό ζω,
ξεχνώ τις προσευχές,
αδυνατίζω κι η χλωμάδα
μαρτυρά τις λίγες
που μου μένουν ώρες.
Τα παράθυρα μου φινιστρίνια
φέγγουν ένα φως επιθανάτιο.
Χάνω τους ένδοξους χειμώνες
μου, τα κρύσταλλα στα
δάκτυλα μου λιώνουν,
η ενθύμηση του έρωτα
χαλαρώνει, σωπαίνω
και τα θορυβώδη φτερά
σκεπάζουν τους παλμούς
μου, δεν υπάρχω.

Θυμάμαι τον ποιητή
κάτω από το δέντρο
(βελανιδιά ήταν ή πεύκο;)
με το χέρι στην σκανδάλη.
Του προσφέρω ένα λουλούδι.
Με αγνοεί και τις νουθεσίες
μου δεν ακούει.
Σε στενά σοκάκια τριγυρνάω,
παλιώνουν τα ρούχα μου,
τρίβονται τα μανίκια μου
κι η καρδιά μου σκεπάζεται
με βλέννες.
Περιτριγυρισμένη από
τις θάλασσες εξοβελίζομαι
σε μια άγονη νησίδα.
Χνωτισμένος καθρέφτης
με θαμπό το είδωλο μου
στον επέκεινα ζω χρόνο. 

Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2023

Οι μεταμορφώσεις ή ο ταγός του ουρανού

Ανάμεσα σε δύο διπλά
ουράνια τόξα ζεις και
μάχεσαι το μαύρο. 
Εκεί το σπίτι σου
Εκεί ο κόσμος σου
Εκεί κι οι τερμίτες
που σε συντροφεύουν. 
Ολόγιομος χρώματα 
σαν τους παλιάτσους
των επαρχιακών τσίρκων
κινάς και φτάνεις στις
δίπλες του χορού. 
Πολύχρωμα μαντήλια 
κρατάς στα χέρια
και ντρίπλες κάνεις
στον αέρα. 
Αδύναμη εγώ πώς να σε
συγκρατήσω και στο 
ανέμισμα των φιγούρων
σου πώς να ανταποκριθώ;
Ιδρώτα στάζω και καλώ
τους αγγέλους μου
για βοηθούς. 
Σε χειροκροτώ και χαμογελάς
σαν το μικρό παιδί στο
πανηγύρι με τα συγκρουόμενα. 

Ανάμεσα σε δύο νέφη ζεις
και με δρόσο ραίνεις τη γη. 
Εκεί το σπίτι σου. 
Εκεί ο κόσμος σου. 
Εκεί κι η σαλαμάνδρα που
σε συντροφεύει. 
Ορειχάλκινο ποτιστήρι κρατάς
και καταβρέχεις τα λουλούδια, 
τα φυτά και τα δέντρα. 
Απλώνει κλώνους ο βασιλικός, 
βγάζει άνθη η ντάλια, τα
γαρύφαλλα πέτα στολίζουν
κι ο περήφανος έλατος 
φουντώνει. 
Όμορφη εγώ σε παρακολουθώ
τα μαλλιά μου σαν λούζεις
με το νερό της αθανασίας. 
Άτρωτη γίνομαι και το σώμα
μου όμοια τανάλια
σε αγκαλιάζει σφιχτά. 
Εκστασιασμένη ποιήματα 
γράφω που μιλούν για
ποταμούς και για ιστορικές
λίμνες. 
Σε θαυμάζω και μου δίνεσαι
σαν το έμπιστο σκυλί στις
διαταγές του αφεντικού του. 

Ανάμεσα σε δύο αστερισμούς
ζεις και με το φως σου 
φωτίζεις τις κάμαρες
των ερωτευμένων. 
Εκεί το σπίτι σου. 
Εκεί ο κόσμος σου. 
Εκεί κι η πυγολαμπίδα
που σε συντροφεύει. 
Δεμάτια από αχτίδες κρατάς
και μπαίνεις στις ονειρώξεις
των εφήβων. 
Αδύναμη εγώ πώς να 'ρθω
κοντά σου;
Με κατανοείς και βροχή
των άστρων γίνεσαι και
το σώμα μου με βέλη πυρπολείς. 
Την καρδιά μου ξυπνάς 
και στο θυσιαστήριο
την οδηγείς. 
Αμνός εγώ με κομμένο τον
λαιμό αίμα παίρνω και γράφω
τα αρχικά μας στα
αιγαιοπελαγίτικα πεζούλια. 
Σε ακολουθώ και πάνω
στα κάρβουνα της λήθης
πατώ κι ανάμεσα σε δύο
αχτίδες σου κοιμάμαι. 

Δεν πονώ, δεν καίγομαι
και μικρός γίνομαι πυροβάτης
και με γυμνά τα πέλματα
αφήνομαι να βαδίζω 
στις ιερές τελετές
των αρχαγγέλων
και πλούσιο άρτο 
να μοιράζω στους 
επαίτες και στα
πρησμένα από την πείνα
παιδιά. 

Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2023

Οι οδηγοί μας

 Ήρθε η θάλασσα
και μας καθέλκυσε
πάνω σε χοντρά βότσαλα.
Κάποια ήταν τόσο μυτερά
που την καρδιά μας κάρφωσαν
Επιζήσαμε.
Αγαπήσαμε τις πληγές μας
και τις ματίσαμε με καραβόσκοινο.
Λίγες οι επιλογές μας.
Κοιτάζαμε το μέλλον
με τους οφθαλμούς
του παρελθόντος.
Σηκωθήκαμε στα πόδια μας.
Πήραμε δυο βότσαλα
και ζωγραφίσαμε πάνω
σε αυτά με το αίμα μας
της ζωής τα ξαφνιάσματα.

Στο πρώτο φτιάξαμε
ένα ακάνθινο στεφάνι
από την εποχή του
σταυρωμένου έρωτα.
Η σελήνη με φλόγες μας έντυσε.
Τσουρουφλίστηκαν τα μαλλιά
μας, κάηκαν τα χέρια μας,
τα πόδια καρφωμένα στη γη
τη σπαρμένη με κάρβουνα.
Αλειφτήκαμε με λάδι,
μέρωσε ο πόνος.
Βαρύ το φορτίο δυσβάσταχτο
μα εμείς ακολουθήσαμε
τον δρόμο των επίορκων
εραστών.
Οι γραφές μας μνημόνευσαν,
χαμογελάσαμε.

Στο δεύτερο βότσαλο
σχηματίσαμε τη μορφή
της μάνας και δυο φρατζόλες
ψωμί.
Πεινούσαν τα όνειρα μας
αγάπη, στοργή, χαμόγελα
και ζεστή αγκαλιά.
Δεν χρειάστηκε να τα ψάξουμε
πολύ όλα μπροστά μας.
Όλα του χεριού μας.
Χορτάτοι ξεκινήσαμε
το ταξίδι προς την πολιτεία
με τους αραχνιασμένους
φανοστάτες και τα
στραβοπατημένα σανδάλια.

Βρυχιόνταν η θάλασσα μακριά μας.
Δεν μας αποπλάνησε.
Είχαμε τη μάνα μας μαζί,
το ψωμί και τον έρωτα.
Είχαμε κι ένα κοχύλι
για να μας εξηγεί τους χάρτες.
Στα καμένα χέρια μας
ένας αστερίας φακός έγινε
για να φωτίζει τους ατραπούς
μέσα στη θεοσκότεινη
νύχτα μας.
Βρεθήκαμε στο έμπα της
πόλης και δώσαμε τα χέρια.
Αργά άρχισε να ξημερώνει.

Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2023

Οι οχυρώσεις

Τις νύχτες βγαίνω
και κλαδεύω τα γιασεμιά
της πόλης.
Οι αυλές με καλοδέχονται.
Τα σκυλιά δεν γαβγίζουν.
Τα φαντάσματα κρύβονται
κάτω από τα λινά τους σεντόνια,
δεν με πειράζουν.
Επίπονη δουλειά, μα τα καταφέρνω
μια χαρά.
Άνθη δεν κόβω, χάθηκε
δια παντός εκείνο το κορίτσι
που τα πουλούσε στα εξοχικά
κέντρα αντί μιας δραχμής.

Λίγο με παιδεύουν αυτά
που πολύ ψηλά έχουν
αναρριχηθεί και δεν τα φτάνω.
Πάντα όμως μια σκάλα
θα κρατώ μαζί μου
κι άλλοτε πάλι εκείνα
τα ξυλοπόδαρα που έκλεψα
μια βραδιά από ένα
περιπλανώμενο τσίρκο.
Δεν με είδαν ήταν πολύ
απασχολημένοι με τους
κρίκους των αρκούδων
και με των πιθήκων τις ουρές.
Ήταν η μόνη κακή μου πράξη
στο ορκίζομαι.

Στο σπίτι μου φέρνω
τα κλαδιά που κόβω.
Τα βάζω στο σαλόνι δίπλα
στις βαριές κουρτίνες.
Ευωδιάζει το δωμάτιο.
Ένας κήπος με οργιώδη
βλάστηση γίνεται.
Κοιμάμαι μαζί τους.
Τα στρώνω πάνω στο τραπέζι
και κολατσίζω.
Μερικά που είναι ανθισμένα
στεφάνια τα κάνω
και στολίζω τα αραιά μαλλιά μου.
Όμορφη δείχνω.

Σε όλα τα σπίτια φροντίζω
να πηγαίνω.
Ανοιχτές οι κλειδαριές.
Χαμηλές οι περιφράξεις.
Μόνο στη δική σου αυλή
δεν κατάφερα ως σήμερα
να μπω.
Το προσπάθησα πολλές φορές.
Ψηλή έχεις περίφραξη
κι αγκαθωτά έχεις βάλει
συρματοπλέγματα.
Ματώνω, δεν μπαίνω.
Γρατζουνιέμαι, σταματώ.
Πληγώνομαι, τα παρατάω.
Τα γιασεμιά ακλάδευτα όπως
είναι γιγάντωσαν και σε κρύβουν.
Η εικόνα σου ολισθαίνει.
Τα λόγια σου σκόρπια πουλιά
δεν τα πιάνω.

Κόφτης δεν μου βρίσκεται
για να ξεπεράσω τα εμπόδια.
Εντούτοις κάθε νύχτα περνώ
από εκεί, δοκιμάζω μάταια
τα αντικλείδια.
Κάποτε θα σε συναντήσω,
δεν θα μπορέσεις χρόνους
ολόκληρους να ζεις
πίσω από τον ήλιο.
Τα γιασεμιά τα δικά σου είναι
τα πιο εύοσμα και διαρκώς
με προκαλούν.
Νισάφι πια οι οχυρώσεις σου,
τα κωδικοποιημένα ποιήματα
και η απροσπέλαστη ζωή σου.  

Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2023

sedoka

Άνθη γαρδένιας
γυαλιστερά τα φύλλα
δώρα ακριβά

Άρωμα φίνο
γεμάτο το πανέρι
καλούδια της γης.

*
Φύλλο κομμένο
ανοιχτή η θυρίδα
σπαρταρά το φως.

Άρωμα βαρύ
το κορμί σου μυρίζω
δέντρο του κέδρου.

*
Φύλλα στο χώμα
λασπωμένη η μπότα
το βλέμμα βουβό.

Χρυσός καθρέφτης
τη μορφή σου κοιτάζω
απαρχή φωτός.

*
Έπεσαν φύλλα
οι υπόνομοι κλείσαν
λίμνες στο χωριό.

Πράσινη χλόη
απειλητική βροχή
σπίτια χαμηλά.

*
Μικρό χαγιάτι
χτενίζεται η κόρη
φύλλα στα μαλλιά.

Κοπάδι περνά
κουδούνια ακούγονται
πεταχτά φιλιά.

*
Κίτρινα φύλλα
ισχυρός ο άνεμος
γυμνά τα κλαδιά.

Εικόνα σιωπής
έφυγε το μπουρίνι
ήλιος προβάλλει.

*
Γόνιμος κήπος
όρνιθες ξεσκαρίζουν
τα φύλλα πέφτουν.

Πνοές αγέρα
κιτρινωπό το χαλί
χορός της φύσης.

*
Πράσινα φύλλα
άνοιξη ξεπροβάλλει
τρέμουν τα κλαδιά.

Άνθη στον κήπο
μαζεύω δυο μπουκέτα
λαμπρή η κόμη.

*
Κλειστή η πόρτα
τα φύλλα στοιβαγμένα
αέρας φυσά.

Ψάθινη σκούπα
στρωμένα τα πλακάκια
χλωμό πρωινό.

*
Πτώση των φύλλων
φοβισμένα τα σκιάχτρα
τάπητας παχύς.

Πρωινή βόλτα
βουλιάζουν τα τακούνια
ξύλινος κρότος.  

Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2023

Ο πλαστουργός

 Με διασταλμένη την κόρη
παρακολουθώ με αγωνία
τις αναπνοές σου.
Κοντανασαίνεις.
Αφοπλιστικά με κοιτάς.
Το οξυγόνο δεν σου φτάνει.
Μπλαβίζει το μικρό σου νύχι.
Το σώμα σου κανάτι που πλάθει
ο αγγειοπλάστης και μισοτελειωμένο
μένει στους αιώνες.
Στους Θεούς των ανέμων
προστρέχω κι αρχαϊκούς
θυμάμαι μύθους.
Καλώ τον Πουνέντε, την Όστρια,
τον Λεβάντε, τον Μαΐστρο.
Δεν εισακούγομαι.
Σε βωμούς μαρμάρινους καταφεύγω
και παχυλά σφάζω αρνιά.
Τα πανιά μου ανοίγω και σαν
τριήρης πολεμική ταξιδεύω
σε πελάγη νέα και σε ποταμούς.

Κοντά σου φτάνω λαχανιασμένη.
Απ' τους ανέμους μου πιάνεσαι
τρέμοντας σύγκορμος.
Αρχίσεις να αναπνέεις.
Η λεπτή φλεβίτσα του λαιμού
σου πάλλεται.
Τα πόδια σου όμοια κουπιά
του Αη Λία αρχίζουν προς
τα βουνά να κινούνται.
Μικρός γίνομαι Θεός και σε
ξαναπλάθω.
Στο σώμα σου ζωή εμφυσώ.
Μια πανσπερμία σου φέρνω
από λέξεις, τα τραγούδια μου
να θυμάσαι κι αγιασμό απ' τους
στίχους να παίρνεις.

Αρχίζεις να ανασαίνεις με
αναπνοή βρέφους.
Τον αέρα με γροθιές χτυπάς.
Σε πλένω, σε ταΐζω, το γάλα
του γαλαξία σου φέρνω.
Πένα σου δίνω στα χέρια
πάνω στου ουρανού την πλάκα
να γράφεις ποιήματα.
Ανοίγεις την παλάμη σου
και με χαιρετάς.
Ωραίος ωσάν τους ερωτιδείς
προτάσσεις τα φτερά σου
κι έρχεσαι μπροστά στην
πόρτα μου.
Χτυπάς το ρόπτρο.
Σου ανοίγω.
Στις μάχες σε πηγαίνω
του σώματος και σε κλίνες
σε κοιμίζω.

Με βάγια στολίζω την κόμη σου.
Πλαστουργός σου γίνομαι και τα
κλειδιά σου φανερώνω
να μην χαθείς στα μεγάλα
πεντάγραμμα των τραγουδιών.
Ανυπόδητος στον κόσμο
μπαίνεις των αιωνίων κι εγώ
μικρός χαρταετός σε ακολουθώ
κατά πόδας με το σκοινί
τεντωμένο σαν το τόξο της
Αρτέμιδος στα βουνά της Θεσσαλίας.

Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2023

Τα μήκη της νυκτός

Αγαπώ την νύκτα όπως
ο σακάτης αγαπά το
ξύλινο του πόδι που
στην ακροποταμιά το
αφήνει και πέφτει στα
κρουστά νερά και μες στη
δίνη τους αντιστέκεται. 
Ειδικά όταν έχει κατεβασιά 
μεγάλη δεν είναι 
ανυπεράσπιστος πάντα 
μια καλαμιά  θα τον σώσει 
ή ένα βατράχι
θα του συμπαρασταθεί. 

Αγαπώ το σκοτάδι όπως
μια γυναίκα αγαπά το
στενό βελούδινο της ρούχο
που το βάζει τα βράδια
για να βγει στα κλαμπ
της πόλης με την μοναξιά
να αναμετρηθεί. 
Ακριβό ρούχο με μια σειρά
από παγιέτες στο τελείωμα. 
Πίνει το ποτό της και μια
κόπιτσα πάντα θα την στενεύει.
Συνηθίζει στο τρίτο ποτό
να σταματά και ζαλισμένη
να μετρά τους εραστές της. 

Αγαπώ τα αστέρια όπως
το μικρό παιδί αγαπά το
ξύλινο του άλογο και το
ιππεύει. Χιλιόμετρα κάνει
με την φαντασία του και
σε χώρες άγνωστες πάει
με χαμογελαστό πρόσωπο
και με τις αντένες του 
προσαρμοσμένες στην αγάπη. 
Καθηλωμένο στο ίδιο σημείο
ταξιδεύει και δυνατά
τραγουδά κι η μάνα του
το χειροκροτά ενθουσιασμένη. 

Αγαπώ τη σελήνη όπως
ο δρομέας αγαπά τα βήματα
του. Στιγμή δεν ξαποσταίνει
κι ο τερματισμός μακριά πολύ
βρίσκεται. Ιδρώνει, οι γάμπες
του μια σφιχτή μπάλα
γίνονται και το στήθος του
αρπακτικό πουλί που
πετάει με κόντρα άνεμο. 
Ξεχωρίζει από τους 
υπόλοιπους δρομείς τόσο
στην ταχύτητα όσο και στην
τόλμη. Πίσω τους αφήνει
κι απρόσκοπτα προχωρά. 
Το πέλμα του ακούραστη
μηχανή που ποτέ δεν σταματά. 
Φτάνει στο τέρμα και
πάλι ξεκινά την αέναη
πορεία του προς τα μπρος. 

Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2023

Katauta

ποιήματα με τη λέξη πηλός

Πηλός μαλακός
λερωμένα τα χέρια
πλούτος στην καρδιά. 
*
Σπίτι του πηλού
η βροχή το απειλεί
ξάφνου συντρίμμια.
*
Πέτρινο σπίτι
διαιρέσεις με πηλό
θύμα του σεισμού.
*
Πόδια του πηλού
το σκιάχτρο δεν αντέχει
σωριάζεται στο χώμα. 
*
Μπάλα του πηλού
χέρια μικρά τον πλάθουν
στόλος καραβιών.
*
Βάζα του πηλού
λαμπρός αγγειοπλάστης
χαρά ανεκτίμητη. 
*
Εύπλαστος πηλός
επιδέξια τα χέρια
στάμνες του νερού. 
*
Ρούχο βραδινό
πήλινη η κονκάρδα
χαραγμένα τα σχέδια. 
*
Πήλινα πόδια
ψεύτικες οι ειδήσεις
παλμός στο κοινό.
*
Άγος του πηλού
περιστροφές μηχανής
τρέχουν τα χέρια. 
*
Πηλού στολίδια
λήκυθες και αγγεία
ευρήματα αξίνας. 
*
Κούκλα του πηλού
απρόσεκτη η γάτα
θραύσματα παντού. 
*
Πλάστες τα χέρια
ψηλόλιγνα αγγεία
πηλός και νερό. 
*
Ξαφνική βροχή
αυλακιές στα λιόδεντρα
πηλός το χώμα. 

Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2023

Τελική έκβαση

Στο γόνατο σφάζουν αστέρια 
λιγοστεύει το φως, θρηνεί ο ουρανός.
Χάθηκε η Ανδρομέδα, 
ο Ωρίωνας, η Πούλια, 
η μικρή και η μεγάλη Άρκτος, 
ο Αιγόκερως, ο Ηνίοχος κι ο
Ηριδανός.
Στυγνοί δολοφόνοι κάνουν
περατζάδα εκεί ψηλά.
Σηκώνουν μανίκια.
Στους βωμούς στέκονται.
Το σκότος επιλέγουν.
Παίρνουν και βάφουν
με μαύρη ανεξίτηλη μπογιά
μεγάλα κουβάρια από νήμα.
Στον ουράνιο θόλο τα τοποθετούν 
και σαρδόνιο έχουν χαμόγελο.
Απλώνεται παντού το
αδιαπέραστο μαύρο.
Σβήνει κι αυτή ακόμα
κι η σελήνη, ξεψυχούν οι αστερισμοί.

Οι άνθρωποι φοβούνται,
δεν βλέπουν, σκοντάφτουν, 
τυφλοί μένουν.
Πέφτουν σε ύπνο βαθύ.
Ξεχνούν να μετρούν με τα
δάκτυλα.
Τους νεκρούς άταφους
τους αφήνουν.
Έρχεται το παιδί με το
ποδήλατο για να τους
ξυπνήσει.
Μόνο τα σκυλιά πετάγονται
πάνω με τα αυτιά όρθια
σαν κεραίες.
Αλυχτούν, γλύφουν τις πληγές,
συδαυλίζουν τα αστέρια, ουρλιάζουν, 
συμμαζεύουν τα κουτάβια τους, 
κουνούν ουρές, δεν φοβούνται.
Τα σκυλιά είναι φίλοι του.

Το παιδί του μεροκάματου 
χαμογελάει προς τα μέσα.
Έχει ένα συννεφιασμένο
βλέμμα και στα χέρια του
κρατά μια λευκή σημαία.
Φωνάζει.
Εκλιπαρεί.
Οι άνθρωποι δεν το ακούν,
εξακολουθούν να κοιμούνται
έναν ύπνο με εφιάλτες.
Μόνο οι στυγνοί δολοφόνοι
το πλησιάζουν, το σπρώχνουν,
το πετούν, το λιντσάρουν,
το σημαδεύουν με την μαύρη
μπογιά ίδια με αυτή των νερών
του βρώμικου λιμανιού.
Ίδια με τα νήματα που
τύφλωσαν τ' αστέρια και
στέρεψαν το φως απ' τον κόσμο.

Το παιδί με το ποδήλατο
εκεί ψηλά κυνηγάει τους
φονιάδες του, πατάει πετάλι
χτυπάει το κουδουνάκι,
ορθώνει ανάστημα, μάχεται.
Οι άνθρωποι ξυπνούν.
Του δίνουν μια σανίδα
να κρατηθεί.
Το φιλεύουν τσικουδιά.
Του δίνουν φιλιά, το προσέχουν.
Δυο τρεις μόνο εξακολουθούν
να το καταδιώκουν.
Ο λαός τους πνίγει στα θολά
νερά, τους καταριέται,
τους αποσπά τα κουβάρια.
Λάμπει ξανά ο ουρανός.
Η σελήνη προβάρει 
το καινούργιο της φόρεμα.
Τα αστέρια επανέρχονται.
Το παιδί δεν κρυώνει πια
στη χόβολη του γαλαξία
ζεσταίνει τα χέρια του,
λειαίνει τη λεπίδα της μνήμης
και χαμογελάει πίσω από τα πανό. 

Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου 2023

haibun

Η πεταλούδα

Ο χωρικός αφού ήπιε το τσάι του στην φθαρμένη πορσελάνινη κούπα, ανέβασε τις πεσμένες τιράντες του, κατέβηκε τα σκαλιά και βαριεστημένα προχώρησε προς το στάβλο. Οι κατσίκες κοιμούνταν ακόμα, οι κότες έκαναν ένα δαιμονισμένο θόρυβο και το καλόβολο του γαϊδουράκι είχε πέσει μέσα στο παχνί με τα άχυρα και έτρωγε λαίμαργα.

Φέγγει η μέρα
ξύπνησαν τα τζιτζίκια-
ύμνοι του θέρους.

Πλησίασε το ζωντανό του και το χάιδεψε στην τουρλωτή του κοιλιά. Του φόρεσε το καπίστρι με την τριχιά και το τράβηξε κοντά του. Έπειτα του έστρωσε το σαμάρι κι ανέβηκε πάνω του. Βγήκαν στο δρόμο που οδηγούσε στο χωράφι με τα κηπευτικά. Δεξιά αριστερά πυκνά δέντρα και κάπου κάπου ακούγονταν τα πρώτα τιτιβίσματα των πουλιών. Σε λίγο θα ξημέρωνε.

Ζεστή η νύχτα-
άνθισαν τα γιασεμιά
το χώμα υγρό.

Έφτασαν στον προορισμό τους γρήγορα. Ένας λαμπρός ήλιος πρόβαλε πίσω από το βουνό. Καταγάλανος ο ουρανός, πουθενά ούτε ένα ίχνος σύννεφου . Ο χωρικός άρχισε να μαζεύει τα κηπευτικά του μέσα σε δύο καλαθούνες που είχε φέρει μαζί του. Ντομάτες ώριμες, κολοκυθάκια, αγγούρια, πιπεριές, μελιτζάνες και τις αγαπημένες του μπάμιες.

Ζεστή η φωλιά-
κούρνιασαν τα αηδόνια
το βράδυ φτάνει.

Έδυσε ο ήλιος κι έφυγαν. Ο γάιδαρος του πήγαινε γρήγορα και που και που έσκυβε για να βοσκήσει. Φτάσανε σπίτι, κατέβασε τα κηπευτικά και τα έβαλε στο τραπέζι της αυλής. Ξάφνου είδε μια πεταλούδα να βγαίνει μέσα από την καλαθούνα. Έκανε κάποιες απαλές κινήσεις και κατέληξε στο γιασεμί. Ο γαιδαράκος ξεχύθηκε να την φτάσει γκαρίζοντας δυνατά. Τρομαγμένη αυτή κρύφτηκε στο χωνάκι του ιβίσκου. 

Πέφτει ο ήλιος
αγιόκλημα και κρίνα
λεπτές μυρωδιές. 

Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2023

haibun

Ο θησαυρός

Ξύπνησε αχάραγα. Όλη νύχτα έβλεπε ότι έβρεχε. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα για να δει έξω. Ξαστεριά καντήλι κι ένα ολοστρόγγυλο φεγγάρι, ούτε μια ιδέα σύννεφου. Ο χωρικός βιαστικά φόρεσε τα τριμμένα του ρούχα. Το παλιό ντρίλινο παντελόνι του που είχε φθαρεί στα γόνατα, την βαμβακερή μπλούζα και στο τέλος τα άρβυλα του και το κασκέτο και βγήκε από το δωμάτιο σκουντουφλώντας.

Υγρή η νύχτα
σειρές τα κυκλάμινα-
πρωινή δροσιά.

Έψησε καφέ και έφαγε πρόχειρα τρία κρίθινα παξιμάδια και μια καλή φέτα χλωροτύρι που είχε πήξει η κυρά του. Τον είδε ο κανελής γάτος κι άρχισε να νιαουρίζει και να τρίβεται στα πόδια του. Του πέταξε λίγο ψωμί και τον χάιδεψε στη ράχη. Το ένα άρβυλο τον ενοχλούσε. Το έβγαλε και πέταξε ένα μικρό χαλίκι από μέσα του. Στην κρεμάστρα της εισόδου το πανωφόρι του τον περίμενε.

Καρπός της μηλιάς
απότιστο το δέντρο-
φύλλα πράσινα.

Θα πήγαινε στον μπαξέ. Οι πορτοκαλιές διψούσαν. Πήρε την αξίνα, τον κασμά, το φτυάρι και ξεκίνησε. Βάδιζε βιαστικά πάνω στο χωματένιο μονοπάτι με κατεύθυνση το χωράφι. Τα πουλιά είχαν ξυπνήσει και καλαηδούσαν. Στάθηκε και πήρε μια βαθιά ανάσα. Ένας δροσερός άνεμος τον μπάτσισε ελαφρά. Από μακριά ακούγονταν ο ποταμός.

Ξυπνά η φύση-
κοάσματα βατράχων
λάδι η λίμνη.

Άρχισε να ποτίζει τα δέντρα ένα ένα. Με την αξίνα και το φτυάρι άνοιγε αυλάκια να περάσει το νερό. Ίδρωσε κι έβγαλε το χοντρό πανωφόρι. Στην τελευταία σκαψιά είδε κάτι να γυαλίζει. Έσκυψε και το πήρε στα χέρια του. Ήταν ένα αρχαίο χρυσό νόμισμα. Το κοίταξε έκπληκτος και το παράχωσε βιαστικά στην τσέπη του. Συνέχισε να σκάβει κι ευθύς βρέθηκε μπροστά σε έναν μεγάλο αμφορέα γεμάτο με χρυσά νομίσματα.

Βγήκε ο ήλιος-
κιτρίνισαν τα φύλλα
φθινοπώριασε.

Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2023

Επ' αφορμή ενός έρωτα

Φορούσα μια καφέ γούνα
και βάδιζα μέσα στη 
χειμωνιάτικη νύχτα. 
Όμορφη ήμουν μέσα
στην τεχνητή της πλούσια
τρίχα. 
Έβρεχε και φορούσα 
από μέσα ένα κρινολίνο. 
Ξέχασα την ομπρέλα μου
είπα σε ένα μπαρ. 
Γύρισα πίσω, το μπαρ
είχε κατεβάσει ρολά. 
Στην είσοδο ένας σακάτης
πουλούσε κάστανα. 
Με κέρασε ένα από αυτά. 
Ψάχνω την ομπρέλα μου
είπα. 
Έλα εδώ να ζεσταθείς
μου απάντησε. 
Δεν έχω τίποτα άλλο
παρά μόνο αυτή τη φουφού. 
Μεταχειρισμένη είναι
μια σειρά από βαριά
παλιοσίδερα. 

Ζητάω την ομπρέλα είπα
καθώς με κερνούσε ένα
δεύτερο κάστανο. 
Κάθισε κάτω από την
μαρκίζα μου είπε και
δεν θα βραχείς. 
Εδώ κάθε βράδυ στεγάζονται
πολλοί αμαρτωλοί έρωτες. 
Άρχισα να τον γνωρίζω 
καλά. 
Στο τρίτο κάστανο τον
ήξερα τόσο πολύ που 
δεν το έφαγα. 
Το πήρα μαζί μου όταν
σταμάτησε η βροχή
κι έφυγα. 
Χαλάλι η ομπρέλα 
ψιθύρισα όταν γνωρίζεις
την γλυκιά ψίχα μιας ψυχής
όμοια με αυτή του τρίτου
κάστανου. 
Έσφιξα την γροθιά μου
κι απομακρύνθηκα όλο
και πιο πολύ. 
Το πρόσωπο μου ήταν
ξαναμμένο ακόμα από
το καύμα της φουφούς. 

Την επόμενη γύρισα πίσω
ο φίλος μου είχε εξαφανιστεί. 
Η ομπρέλα κάτω από την
μαρκίζα σκισμένη. 
Όταν την άνοιξα βρήκα
μέσα της μία μεγάλη
σακούλα με ζεστά κάστανα. 
Έτσι τον αγάπησα. 
Μασώντας το πρώτο 
κιόλας κάστανο έγινε 
δικός μου. 
Πουλάω κάστανα φώναξα
αντί αυτού, ελάτε. 
Εδώ θα βρείτε την άλλη
μισή σας καρδιά. 
Κανείς δεν αγόρασε μόνο
που μία σκιά με ακολουθούσε
όπου κι αν πήγαινα. 

Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου 2023

Το σμάλτο της νύχτας

Από τα μακριά νύχια
της νύχτας κρατιέμαι. 
Εκεί στήνω την αιώρα μου. 
Άγρυπνη τραμπαλίζομαι
μια δεξιά μια αριστερά. 
Εδώ ο χώρος μου
κι η σκοτεινή κλίνη μου. 
Δεν μιλάω. 
Δεν ζαλίζομαι καθόλου. 
Λίγο κρυώνω μα δεν με νοιάζει. 
Τα μεγάλα τόξα
των κινήσεων μου 
τα παρακολουθούν οι νεκροί μου 
μέσα από των αστεριών
τα τηλεσκόπια όπου διαμένουν. 

Δεξιά του τόξου τοποθετώ 
τα ανεκπλήρωτα όνειρα
που ποτέ δεν θα πραγματωθούν. 
Συνεχείς οι κινήσεις μου
κι εγώ τα βλέπω συνεχώς
να ξεμακραίνουν. 
Δεν θλίβομαι παρά
μονάχα καρτερώ αίολη 
τον άνεμο να τα τραβήξει
στους ουράνιους αμπελώνες
οι νεκροί να τα παραλάβουν
για να μην ξεχνούν τα επίγεια. 

Αριστερά βάζω τα μεγάλα
ιδανικά μου και ένα ξερό
κρίθινο ψωμί. 
Οπαδούς δεν έχω και στα
πτυχωτά ρούχα της ουτοπίας
κρύβομαι.
Στα περιθώρια ζω μιας
ιστορίας προδομένης. 
Εκεί οι άγονοι τόποι
της εξορίας κι οι φυλακές. 
Εκεί κι ο φωτογράφος 
που πούλησε τα φιλμ του
στους βασανιστές του αντί
μικρής αμοιβής. 
Μπερδεύομαι λίγο μα
δεν λιποτακτώ. 
Μένω μόνο να ακούω
το τραγούδι των γρύλων
και το ερωτικό κάλεσμα
των τζιτζικιών σε έναν
τόπο άγνωρο μα και φιλικό. 

Η νύχτα με παρηγορεί
και με αφήνει στο μαύρο
σμάλτο των νυχιών της
να γράφω αδιαλείπτως ποιήματα. 
Αναγνώστες δεν έχω. 
Μέντορες δεν με στηρίζουν. 
Παχυλά βιβλία δεν βγάζω. 
Καλλιγράφος δεν είμαι 
τους στίχους μου μόνο
εγώ κι εσύ μπορούν να
αποκρυπτογραφήσουν
και στα σκοτεινά τους
να μπουν δώματα με το
καντήλι των άστρων στα χέρια. 

Μεγάλοι ποιητές 
με συντροφεύουν που 
τη δόξα δεν γνώρισαν. 
Εκείνους εμπιστεύομαι. 
Εκείνοι προωθούν τις 
λέξεις μου σε πλανήτες
μακρινούς και ξένους. 
Αν τις βρεις χάιδεψε τες. 
Εσύ ο μόνος τους παραλήπτης. 
Εσύ το ατελές ποίημα 
που αέναα θα γράφω 
με την άοκνη συνδρομή
της νύχτας. 

Δευτέρα 28 Αυγούστου 2023

Η αιώνια άνοιξη

Αγιασμένο το χώμα
που σε σκέπασε αγάπη. 
Μέσα του ζει μια πληθώρα
σπόρων από αγριολούλουδα. 
Εδώ η λαβανιά, η ερωτιάρα
μαργαρίτα, το ταπεινό
χαμομήλι κι ο ασφόδελος. 
Λιβάδι γίνεσαι κι ανθίζεις. 
Παιδιά έρχονται και παίζουν
μαζί σου κλέφτες κι αστυνόμους. 
Μελισσάκια σε πλησιάζουν
και διαλεχτή σου ετοιμάζουν
τροφή. 
Δεν πονάς, δεν πεινάς, 
δεν πλήττεις μόνο χαίρεσαι. 

Ιερό το χώμα 
που σε κρύβει αγάπη. 
Μέσα του ζουν οι διακλαδωτές
ρίζες του σφενδάμου, 
του πεύκου, του μαύρου 
έλατου και της αγριοσυκιάς. 
Δάσος γίνεσαι και μας  δροσίζεις. 
Στα κλωνάρια σου άπειρα
πουλιά συνθέτουν εαρινές
συμφωνίες. 
Πολλές οι πηγές που 
σε περιστοιχίζουν. 
Εκεί να πλένεσαι, να ξεδιψάς, 
να καθρεφτίζεσαι και να
ομορφαίνεις. 
Δεν λυγίζεις, δεν διψάς, 
δεν φοβάσαι μόνο χαίρεσαι. 

Καρπερό το χώμα
που σε τύλιξε αγάπη. 
Μέσα του ζουν 
κι αναπτύσσονται μυριάδες
φυτά και βότανα. 
Εδώ το καλαμπόκι, η φασολιά,
η καρπουζιά και τα αρώματα
της μέντας. 
Κήπος γίνεσαι και μας τρέφεις. 
Στις βραγιές σου πετούν 
πεταλούδες, λιβελούλες
κι όμορφοι
χρυσομπούρμπουνες. 
Έρχεσαι και μαζί τους παίζεις 
κρυφτό και κυνηγητό. 
Φτερά ανοίγεις κι εξυμνείς
τα ουράνια πλάτη. 
Δεν πιάνεσαι, δεν κοιμάσαι, 
δεν δειλιάζεις μόνο χαίρεσαι. 

Σε μια αιώνια ζεις Άνοιξη
και καμιά άλλη εποχή 
δεν σε επισκέπτεται. 
Έρωτας γίνεσαι του Απρίλη. 
Μαστίγιο κρατάς 
και μια λήκυθο
έχεις στα χέρια. 
Τις μικρές λαβώνεις 
κορασίδες και τα αμούστακα
μυρώνεις αγόρια. 
Τίποτα δεν σου ξεφεύγει. 
Αερικό γίνεσαι 
και υπάρχεις παντού. 

Κυριακή 27 Αυγούστου 2023

Ο επιστολογράφος

Τα μάγουλα σου όταν
βρέχονται με δάκρυα
γίνονται δυο λίμνες
απάτητες. 
Σε αυτές καταφεύγω
ερημίτης που λαχταρά
λίγη δροσιά κι ανάσα ζωής. 
Εσύ μου δίνεις το 
καλοτάξιδο σκαρί
με το αρχαίο όνομα. 
Εσύ μου δίνεις τα
κουπιά για να κωπηλατώ
ανάμεσα στα νούφαρα
και τις χαμηλές λυγαριές. 
Εσύ μου προσφέρεις τα
δίχτυα να τα ρίχνω βαθιά
και μια πλούσια να πιάνω
ψαριά. 

Η καθιστή ελιά που
έχεις στην αριστερή
σου παρειά νησάκι
γίνεται ξεκούραση
να μου προσφέρει
και παρέα όμορφη
στη μοναξιά μου. 
Εκεί τα βατράχια
κι οι κορμοράνοι. 
Εκεί οι λιβελούλες, 
οι σκνίπες κι οι
άμορφοι γυρίνοι. 
Πετώ μαζί τους, 
τραγουδώ και σάλτο 
κάνω από λειχήνα 
σε λειχήνα πριν
στο νερό καταλήξω
γυμνή από έγνοιες. 

Τα γυριστά ματόκλαδα σου
καλαμιώνες γίνονται
που διαρκώς θροίζουν. 
Το τραγούδι τους ζηλεύω. 
Με κοφτερό μαχαίρι
κόβω και φτιάχνω 
τα δικά μου πνευστά  
όργανα. 
Γεμίζει ο τόπος μουσικές
κι αντίλαλους. 
Μαγεύονται τα ψάρια. 
Τα νερά κυματίζουν
και τα πλατάνια της
όχθης ξυπνούν τα
αηδόνια ορχήστρα 
για να φτιάξω μαζί τους
τα πρωινά να
ακουστούν ορατόρια. 

Η καθάρια λίμνη μου εσύ. 
Το αγιασμένο νερό
εσύ κάθε που πέφτει
ο σταυρός πάνω του
και στο κύμα επιπλέει. 
Βουτηχτής γίνομαι
και τον πιάνω. 
Τα πλήθη γύρω
χειροκροτούν και
με επευφημούν. 
Ένα περιστέρι έρχεται
και κάθεται στο χέρι μου. 
Το χαϊδεύω. 
Το φροντίζω. 
Το ηρεμώ. 
Φίλο το κάνω και
ταχυδρόμο μου. 
Αυτό είναι που
θα μου φέρει την
είδηση που χρόνια πολλά
υπομονετικά περιμένω. 
Τη δική σου πολυπόθητη 
επιστολή με τις δύο
ζωγραφισμένες μας καρδιές 
στο περιθώριο. 

Σάββατο 26 Αυγούστου 2023

Οι πλούσιοι του κόσμου τούτου

Τα ακριβά των τάφων 
κτερίσματα από την χώρα 
του ήλιου τα πήραμε. 
Τι κι αν κάηκαν τα χέρια μας. 
Τι κι αν σταφίδιασε το δέρμα μας 
και τα ατίθασα μαλλιά μας 
με γενειάδα καλαμποκιού 
πήραν να μοιάζουν, εμείς στιγμή 
δεν διστάσαμε θησαυρούς 
να κορφολογούμε κι έπειτα 
αμίλητοι σε προθήκες μυστικές 
δίπλα στα στέφανα του γάμου 
να τους αποθέτουμε ευλαβικά. 

Τον ξέραμε καλά το δρόμο 
ως εκεί πέρα. 
Δεν χρειαστήκαμε χάρτες διόλου 
μήτε βιβλία ονείρων
συμβουλευτήκαμε. 
Γνώριμη η διαδρομή 
σαν κι εκείνη του παράδρομου 
που παίρναμε παιδιά ακόμα 
για να φτάσουμε στα ξωκλήσια 
-όμοιοι ταπεινοί προσκυνητές-
με το αριστερό μας χέρι να 
χτυπήσουμε την σκουριασμένη 
από τον χρόνο καμπάνα σάμπως
φωτιά μέγιστη να μας κυνηγούσε. 

Ο ήχος έφτανε στα χωριά μας. 
Ξυπνούσαν οι μανάδες και
έτρεχαν έντρομες για να μας 
φέρουν πίσω με μια βέργα 
μυρτιάς στο χέρι. 
Ανυπάκουοι εμείς δεν τις ακολουθούσαμε, 
φτερά βγάζαμε, φεύγαμε κλέβοντας τους 
τα τσεμπέρια μέσα τους  
για να κρύψουμε 
παπαρουνόσπορους μαζί με δυο 
σπυριά διαλεχτού σταριού. 
Γελούσαμε έτσι όπως ήταν 
αναμαλλιασμένες και ξοπίσω μας έτρεχαν. 

Μεσημέρια πάντα τις κάναμε
αυτές τις διαδρομές. 
Τότε που ο ήλιος, 
μέγας αντάρτης του ουρανού, 
γυάλιζε τις κοντόκανες 
του καραμπίνες με λάδι απ'
το καντήλι των αδικοχαμένων
ναυτίλων. 
Τον παρακολουθούσαμε 
εκστασιασμένοι κι αυτός
πειθήνια μας παρέδιδε
στα πόδια τα κλειδιά με
τον σπάνιο θυρεό. 

Στη χώρα του μπαίναμε. 
Βοηθούς του μας έχριζε. 
Σε κολυμπήθρα βαθιά μας έχωνε 
και αρχαία μας έδινε ονόματα. 
Τέκνα του εμείς εκλεκτά 
κτερίσματα υφαρπάζαμε απ' 
τους κοιτώνες του πολλά. 
Πλούσιοι του κόσμου τούτου 
κατά το δείλι επιστρέφαμε
στο σπίτι με τις τσέπες 
παραγεμισμένες με θησαυρούς. 
Οι μανάδες γέλαγαν και με τα 
καινούργια μας προσφωνούσαν 
ονόματα.
Τους απαντούσαμε με ένα νεύμα  
συνωμοτικό και σε ένα γαλήνιο 
πέφταμε ύπνο χωρίς όνειρα.