Ο θησαυρός
Ξύπνησε αχάραγα. Όλη νύχτα έβλεπε ότι έβρεχε. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα για να δει έξω. Ξαστεριά καντήλι κι ένα ολοστρόγγυλο φεγγάρι, ούτε μια ιδέα σύννεφου. Ο χωρικός βιαστικά φόρεσε τα τριμμένα του ρούχα. Το παλιό ντρίλινο παντελόνι του που είχε φθαρεί στα γόνατα, την βαμβακερή μπλούζα και στο τέλος τα άρβυλα του και το κασκέτο και βγήκε από το δωμάτιο σκουντουφλώντας.
Υγρή η νύχτα
σειρές τα κυκλάμινα-
πρωινή δροσιά.
Έψησε καφέ και έφαγε πρόχειρα τρία κρίθινα παξιμάδια και μια καλή φέτα χλωροτύρι που είχε πήξει η κυρά του. Τον είδε ο κανελής γάτος κι άρχισε να νιαουρίζει και να τρίβεται στα πόδια του. Του πέταξε λίγο ψωμί και τον χάιδεψε στη ράχη. Το ένα άρβυλο τον ενοχλούσε. Το έβγαλε και πέταξε ένα μικρό χαλίκι από μέσα του. Στην κρεμάστρα της εισόδου το πανωφόρι του τον περίμενε.
Καρπός της μηλιάς
απότιστο το δέντρο-
φύλλα πράσινα.
Θα πήγαινε στον μπαξέ. Οι πορτοκαλιές διψούσαν. Πήρε την αξίνα, τον κασμά, το φτυάρι και ξεκίνησε. Βάδιζε βιαστικά πάνω στο χωματένιο μονοπάτι με κατεύθυνση το χωράφι. Τα πουλιά είχαν ξυπνήσει και καλαηδούσαν. Στάθηκε και πήρε μια βαθιά ανάσα. Ένας δροσερός άνεμος τον μπάτσισε ελαφρά. Από μακριά ακούγονταν ο ποταμός.
Ξυπνά η φύση-
κοάσματα βατράχων
λάδι η λίμνη.
Άρχισε να ποτίζει τα δέντρα ένα ένα. Με την αξίνα και το φτυάρι άνοιγε αυλάκια να περάσει το νερό. Ίδρωσε κι έβγαλε το χοντρό πανωφόρι. Στην τελευταία σκαψιά είδε κάτι να γυαλίζει. Έσκυψε και το πήρε στα χέρια του. Ήταν ένα αρχαίο χρυσό νόμισμα. Το κοίταξε έκπληκτος και το παράχωσε βιαστικά στην τσέπη του. Συνέχισε να σκάβει κι ευθύς βρέθηκε μπροστά σε έναν μεγάλο αμφορέα γεμάτο με χρυσά νομίσματα.
Βγήκε ο ήλιος-
κιτρίνισαν τα φύλλα
φθινοπώριασε.
Ξύπνησε αχάραγα. Όλη νύχτα έβλεπε ότι έβρεχε. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα για να δει έξω. Ξαστεριά καντήλι κι ένα ολοστρόγγυλο φεγγάρι, ούτε μια ιδέα σύννεφου. Ο χωρικός βιαστικά φόρεσε τα τριμμένα του ρούχα. Το παλιό ντρίλινο παντελόνι του που είχε φθαρεί στα γόνατα, την βαμβακερή μπλούζα και στο τέλος τα άρβυλα του και το κασκέτο και βγήκε από το δωμάτιο σκουντουφλώντας.
Υγρή η νύχτα
σειρές τα κυκλάμινα-
πρωινή δροσιά.
Έψησε καφέ και έφαγε πρόχειρα τρία κρίθινα παξιμάδια και μια καλή φέτα χλωροτύρι που είχε πήξει η κυρά του. Τον είδε ο κανελής γάτος κι άρχισε να νιαουρίζει και να τρίβεται στα πόδια του. Του πέταξε λίγο ψωμί και τον χάιδεψε στη ράχη. Το ένα άρβυλο τον ενοχλούσε. Το έβγαλε και πέταξε ένα μικρό χαλίκι από μέσα του. Στην κρεμάστρα της εισόδου το πανωφόρι του τον περίμενε.
Καρπός της μηλιάς
απότιστο το δέντρο-
φύλλα πράσινα.
Θα πήγαινε στον μπαξέ. Οι πορτοκαλιές διψούσαν. Πήρε την αξίνα, τον κασμά, το φτυάρι και ξεκίνησε. Βάδιζε βιαστικά πάνω στο χωματένιο μονοπάτι με κατεύθυνση το χωράφι. Τα πουλιά είχαν ξυπνήσει και καλαηδούσαν. Στάθηκε και πήρε μια βαθιά ανάσα. Ένας δροσερός άνεμος τον μπάτσισε ελαφρά. Από μακριά ακούγονταν ο ποταμός.
Ξυπνά η φύση-
κοάσματα βατράχων
λάδι η λίμνη.
Άρχισε να ποτίζει τα δέντρα ένα ένα. Με την αξίνα και το φτυάρι άνοιγε αυλάκια να περάσει το νερό. Ίδρωσε κι έβγαλε το χοντρό πανωφόρι. Στην τελευταία σκαψιά είδε κάτι να γυαλίζει. Έσκυψε και το πήρε στα χέρια του. Ήταν ένα αρχαίο χρυσό νόμισμα. Το κοίταξε έκπληκτος και το παράχωσε βιαστικά στην τσέπη του. Συνέχισε να σκάβει κι ευθύς βρέθηκε μπροστά σε έναν μεγάλο αμφορέα γεμάτο με χρυσά νομίσματα.
Βγήκε ο ήλιος-
κιτρίνισαν τα φύλλα
φθινοπώριασε.
Αύτη η σύνθεση πεζού-ποιήματος, με συναρπάζει, Ελένη. Είναι κάτι ιδιαίτερο και πολύ όμορφο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή βδομάδα να έχεις.
Είναι ένα απαιτητικό είδος
Διαγραφή