Η πεταλούδα
Ο χωρικός αφού ήπιε το τσάι του στην φθαρμένη πορσελάνινη κούπα, ανέβασε τις πεσμένες τιράντες του, κατέβηκε τα σκαλιά και βαριεστημένα προχώρησε προς το στάβλο. Οι κατσίκες κοιμούνταν ακόμα, οι κότες έκαναν ένα δαιμονισμένο θόρυβο και το καλόβολο του γαϊδουράκι είχε πέσει μέσα στο παχνί με τα άχυρα και έτρωγε λαίμαργα.
Φέγγει η μέρα
ξύπνησαν τα τζιτζίκια-
ύμνοι του θέρους.
Πλησίασε το ζωντανό του και το χάιδεψε στην τουρλωτή του κοιλιά. Του φόρεσε το καπίστρι με την τριχιά και το τράβηξε κοντά του. Έπειτα του έστρωσε το σαμάρι κι ανέβηκε πάνω του. Βγήκαν στο δρόμο που οδηγούσε στο χωράφι με τα κηπευτικά. Δεξιά αριστερά πυκνά δέντρα και κάπου κάπου ακούγονταν τα πρώτα τιτιβίσματα των πουλιών. Σε λίγο θα ξημέρωνε.
Ζεστή η νύχτα-
άνθισαν τα γιασεμιά
το χώμα υγρό.
Έφτασαν στον προορισμό τους γρήγορα. Ένας λαμπρός ήλιος πρόβαλε πίσω από το βουνό. Καταγάλανος ο ουρανός, πουθενά ούτε ένα ίχνος σύννεφου . Ο χωρικός άρχισε να μαζεύει τα κηπευτικά του μέσα σε δύο καλαθούνες που είχε φέρει μαζί του. Ντομάτες ώριμες, κολοκυθάκια, αγγούρια, πιπεριές, μελιτζάνες και τις αγαπημένες του μπάμιες.
Ζεστή η φωλιά-
κούρνιασαν τα αηδόνια
το βράδυ φτάνει.
Έδυσε ο ήλιος κι έφυγαν. Ο γάιδαρος του πήγαινε γρήγορα και που και που έσκυβε για να βοσκήσει. Φτάσανε σπίτι, κατέβασε τα κηπευτικά και τα έβαλε στο τραπέζι της αυλής. Ξάφνου είδε μια πεταλούδα να βγαίνει μέσα από την καλαθούνα. Έκανε κάποιες απαλές κινήσεις και κατέληξε στο γιασεμί. Ο γαιδαράκος ξεχύθηκε να την φτάσει γκαρίζοντας δυνατά. Τρομαγμένη αυτή κρύφτηκε στο χωνάκι του ιβίσκου.
Πέφτει ο ήλιος
αγιόκλημα και κρίνα
λεπτές μυρωδιές.
Ο χωρικός αφού ήπιε το τσάι του στην φθαρμένη πορσελάνινη κούπα, ανέβασε τις πεσμένες τιράντες του, κατέβηκε τα σκαλιά και βαριεστημένα προχώρησε προς το στάβλο. Οι κατσίκες κοιμούνταν ακόμα, οι κότες έκαναν ένα δαιμονισμένο θόρυβο και το καλόβολο του γαϊδουράκι είχε πέσει μέσα στο παχνί με τα άχυρα και έτρωγε λαίμαργα.
Φέγγει η μέρα
ξύπνησαν τα τζιτζίκια-
ύμνοι του θέρους.
Πλησίασε το ζωντανό του και το χάιδεψε στην τουρλωτή του κοιλιά. Του φόρεσε το καπίστρι με την τριχιά και το τράβηξε κοντά του. Έπειτα του έστρωσε το σαμάρι κι ανέβηκε πάνω του. Βγήκαν στο δρόμο που οδηγούσε στο χωράφι με τα κηπευτικά. Δεξιά αριστερά πυκνά δέντρα και κάπου κάπου ακούγονταν τα πρώτα τιτιβίσματα των πουλιών. Σε λίγο θα ξημέρωνε.
Ζεστή η νύχτα-
άνθισαν τα γιασεμιά
το χώμα υγρό.
Έφτασαν στον προορισμό τους γρήγορα. Ένας λαμπρός ήλιος πρόβαλε πίσω από το βουνό. Καταγάλανος ο ουρανός, πουθενά ούτε ένα ίχνος σύννεφου . Ο χωρικός άρχισε να μαζεύει τα κηπευτικά του μέσα σε δύο καλαθούνες που είχε φέρει μαζί του. Ντομάτες ώριμες, κολοκυθάκια, αγγούρια, πιπεριές, μελιτζάνες και τις αγαπημένες του μπάμιες.
Ζεστή η φωλιά-
κούρνιασαν τα αηδόνια
το βράδυ φτάνει.
Έδυσε ο ήλιος κι έφυγαν. Ο γάιδαρος του πήγαινε γρήγορα και που και που έσκυβε για να βοσκήσει. Φτάσανε σπίτι, κατέβασε τα κηπευτικά και τα έβαλε στο τραπέζι της αυλής. Ξάφνου είδε μια πεταλούδα να βγαίνει μέσα από την καλαθούνα. Έκανε κάποιες απαλές κινήσεις και κατέληξε στο γιασεμί. Ο γαιδαράκος ξεχύθηκε να την φτάσει γκαρίζοντας δυνατά. Τρομαγμένη αυτή κρύφτηκε στο χωνάκι του ιβίσκου.
Πέφτει ο ήλιος
αγιόκλημα και κρίνα
λεπτές μυρωδιές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου