Είναι η εποχή των υακίνθων σου λέω
Νιώθω τη ρόδινη μορφή της Άνοιξης
Από μακριά να βγάζει τον πρώτο της νεογιλό
Τι κι αν θεριεύει ο χειμώνας στις στέγες
Τι κι αν οι μέρες κλαίνε σε αίθουσες σκοτεινές
Για μένα στα κατώφλια ανθίζουν δέσμες ελπίδας
Για μένα τα αρώματα γλυκαίνουν το λάθος του μισεμού
Και τα τραγούδια πάνω σε χείλη εφηβικά
Αμαρταίνουν χάδια πρώιμα
Σε χείλη που ξεστόμισαν θεατρικά
Το πρώτο "σ' αγαπώ" κάτω από τις φιλύρες
Κι αυτό τώρα κοσμεί διστακτικά παλίμψηστες γραφές
Στα όνειρά μου έρχεται το απύθμενο γαλάζιο
Θάλασσες μικρές και μεγάλες με καθελκύουν
Θα στις γνωρίσω
Είναι κήποι οι θάλασσες στην πατρίδα μου
Χωρίς καν ούτε μια σχεδία τις ταξιδεύεις
Σαν ιερέας μεταλαβιά τις κάνεις
Να κοινωνήσει ο κόσμος του κοραλλιού το δάκρυ
Κι οι υάκινθοι στον κήπο μου
Μενεξελιές ακτές θα γίνουν κι αποβάθρες
Εκεί να φτάσω άσπιλη σαν αιθέρας
Της Άνοιξης παραγγελιά να δώσω
Να' ναι η πνοή της σαν τη σκέψη της μάνας καθάρια
Να βρει στη μακριά σου απουσία έναν έστω λόγο
Παραμύθι να τον κάνω, με συστολή μεγάλη
Να τον ιστορήσω στα πουλιά πριν φύγουν
Ταξιδιάρικα όπως είναι δεν θα απαιτήσω απ' αυτά
Ζεστές φωλιές να στήσουν
Ούτε κλαράκι μόνιμο για να υμνούν τον στρατηλάτη ήλιο τα πρωινά
Είναι η εποχή των υακίνθων σου λέω
Αν θέλεις ανέβα στο πηδάλιο της λήθης
Εκεί που ο έρωτας αντιμάχεται την αρμύρα
Να μπεις κατακτητής
Ανερμάτιστα ν' αγαπήσεις της φυγής την κόρη
Έχει πλούσια και μαύρα τα μαλλιά
Και το λαιμό στητό στον άνεμο σαν τόξο φλέγον
Αν σου βρεθούνε βέλη φονικά
Μην τοξεύσεις τον κήπο μου
Πονούν οι θάλασσές μου και δεν πεθαίνουν
Κι έτσι όπως κάποτε τις αρμένισες θα σε ξαναζητήσουν
Όσο φαρμάκι κι αν βάλεις στις αιχμές σου
Αυτές θα σε καλούν
Γι αυτό εμμένω στους υακίνθους
Αυτοί τουλάχιστον -καθώς από τα σπλάχνα
Της πατρίδας μου βγήκαν-
Πιστοί θα μείνουν στο φιλί
Τους χάρτες των πορθμών μου
Ιχνηλατώντας θα διατρέξουν
Χνάρια να βρουν δικά σου κι εκεί να χαραχτούν!
Ζώντας την απουσία σου
Μικρό γίνομαι κοχύλι
Στις βυθισμένες πολιτείες
Εκεί που ο λόγος σου ανθεί
Να πάω
Δίπλα στα ηχηρά σου φωνήεντα
Αποσιωπητικά να προσθέσω
Μήπως και κάποια στιγμή
Το ακατάληπτο διαβάσεις γράμμα
Κοντά σου να φέρω
Ερωτικά κελεύσματα
Απ' τον γόο των ωκεανών
Τις λέξεις που χήρεψαν
Με στοργή να στρογγυλέψω
Γιατί τις φροντίζω τις λέξεις
Διαβατικές
Απείθαρχες
Κλονισμένες
Ιδιαίτερα εκείνες που στις λεύκες ξεστόμιζες
Κι ήταν σαν να συνομιλούσες
Με την άγραφη σοφία των δρόμων
Τσιγγάνος - δρόμος κι εσύ!
Κι αν όπως τότε
Αγαπάς τα βάθη των τραγουδιών
Θα σου σφυρίζω σκοπούς
Απ' τα λάγνα μιλήματα
Της άγκυρας στην πλώρη Αρώματα ακριβά
Από ναυάγια φοινικικά θα σου φέρνω
Να αρωματίζεις τις σελίδες των ποιημάτων
Που αστόχησαν σε χείλη ξένα
Κι εκείνα τα τρύπια ρούχα να βγάζεις
Που συνήθιζες να φοράς
Πριν αφεθείς στις φλόγες μου
Ρούχα με ύποπτες ραφές σκονισμένα
Που εγώ τα φύλαξα βαθιά
Στου έρωτα το εργαστήρι
Κι όταν ο νους σ' αποζητά
Και πόθους στραγγίζει το σώμα
Σ' αυτά καταφεύγω, ιστία τα κάνω
Να περάσω τις ηράκλειες στήλες της μόνωσης!
Έπειτα μη νοιαστείς
Θα φύγω ακροπατώντας
Μου φτάνει μόνο
Που ένωσα τα δευτερόλεπτα
Μου αρκεί
Που αφαίρεσα απ' την κλεψύδρα σου
Το φευγαλέο μαζί
Και μάρτυρας έγινα των βυθών
Ο σπασμένος καθρέφτης
Που τα είδωλα σου πολλαπλασιάζει
Στο απέραντο γαλάζιο
Αν θα ξανάρθω δεν το ξέρω
Είναι που με γοητεύουν τα ουράνια
Που με δονεί η λάβα των ηφαιστείων
Και τη βαρύτητα απωθώ των γραμμών
Μείνε εκεί
Κι όταν στην Αχερουσία θα εισέλθω λίμνη
Κι όταν οι σφένδαμοι περίλυποι
Στις όχθες μου θα στέκουν
Θα σου δώσω ό,τι σου χρωστώ:
Το σώμα του κοχυλιού που ονειρεύτηκες
Κοντά σου θα ζήσω
Με συστολή να σε κοιτώ κατάματα
Όλη μια υδρία με κομματιασμένα όστρακα μέσα
Να απαριθμείς εκείνες τις νύχτες
Που η φωτιά επίλεκτο με έχρησε συνοδό της!
Ήταν κάποτε ένας ανηφορικός δρόμος
Ένας δρόμος πλάι στο ακροθαλάσσι
Όχι ένας απλός δρόμος
Όπως τον φαντάζεσαι και τον ξέρεις
Δεν ήταν καθόλου επίπεδος
Αλλά ολούθε στρωμένος με σκαλοπάτια
Λαξευτά σκαλοπάτια της πέτρας
Και στο πλάι του φύτρωναν λουλούδια πολλά
Όχι λουλούδια κοινά
Όπως στα λιβάδια την άνοιξης βλέπεις
Αλλά θαλασσολούλουδα αθάνατα
Με κοραλλένια τουρκουάζ
Και χρυσαφί χρώματα
Λουλούδια όμορφα που οι γοργόνες
Τα είχαν ραντίσει με αρώματα θυσίας ακριβά
Στον δρόμο αυτό
Που ήταν απαγορευμένος στους θνητούς
Ήρθε τυχαία μια μέρα
Ένα μικρό κορίτσι δώδεκα χρονών
Έτρεξε στα λαξευτά σκαλοπάτια
Έπαιξε ξένοιαστο κουτσό
Θαύμασε τη θέα μα και τα λουλούδια
Αλλά μαγεμένο καθώς ήταν από την ομορφιά
Δεν πρόσεξε την εγχάρακτη γραφή
Πάνω στο δεύτερο πλατύσκαλο "Τα άνθη γύρω σου είναι τα πνιγμένα παιδιά της θάλασσας κι όποιος τα κόψει στο ουράνιο βασίλειο της σιωπής θα κλειστεί κι αντάμα με τις ψυχές τους θα μείνει"
Έσκυψε λοιπόν κι έκοψε ένα θαλασσόκρινο
Και μόλις το έφερε στα ρουθούνια της να το μυρίσει
Ο δρόμος ξάφνου μετακινήθηκε, αλλάξε φορά
Ξέσπασαν γοερά σε κλάματα τα λουλούδια
Σκλήρυνε η φλέβα της πέτρας
Τραβήχτηκαν στους βυθούς οι γοργόνες το κακό να μην δουν
Ο δρόμος της θάλασσας
Απομακρύνθηκε λοιπόν απ' τη γη
Και σαν διπλό πλοκάμι ανέμου
Αναχώρησε για τ' ουρανού τα βασίλεια
Εκεί που η σιωπή κατοικεί
Εκεί που οι νεφέλες σκεπάζουν τις γήινες χαρές με γκρι μπέρτες
Εκεί που ο ήλιος σαν καυτό σίδερο
Καίει και διαπερνά πέρα ως πέρα τα σώματα των μίσχων
Τρόμαξε το κορίτσι πολύ
Έκανε να γυρίσει πίσω
Ακατόρθωτο
Ώσπου ένας αιωνόβιος γέροντας στρυφνός
Το διπλοκλείδωσε
Σ' ένα παγερό κελί
Να αγναντεύει μόνο του από ψηλά σπαράζοντας
Τη γη τη θάλασσα κι αυτήν τη μάνα του
Μαυροφορούσα
Αλλόφρονα να ψάχνει πλάι στο κύμα
Το μονάκριβό της πνίγοντας τα καράβια με τα χέρια της!
.............................................................................................
Ποιος ξέρει αν αυτός ο δρόμος ξαναεπιστρέψει στη γη
Μαζί με το δωδεκάχρονο κορίτσι και τα λουλούδια των ψυχών
Ίσως περάσουν χρόνια πολλά αλλά ίσως κι απόψε να φανεί!
Σήμερα εκλιπαρούσα
Να 'ρθει η βροχή
Κι ήρθε
Παρότι δεν είχα στέγαστρο
Κίτρινο πανωφόρι
Φιδίσια χέρια να γλιστρώ
Ήρθε να με δαμάσει
Με σφύρα κι άκμονα να με γνοιαστεί
Σύριγμα πρωινό
Πριν σπάσει ο ιμάντας
Μια μολυβένια μπόρα ορμητήριο της ψυχής
Δική μου πιστή μου αδερφή
Βροχούλα της πέτρινης θλίψης!
Μάλωσα με τον ήλιο σήμερα
Εγώ που τα σκαλοπάτια του
Γυάλιζα ασταμάτητα
Τώρα τον αποδιώχνω
Ίσως οι αχτίδες του καυτές
Ίσως το μεθύσι του πλάνο
Ζητώ το σύννεφο
Του αρχάγγελου το τόξο
Βυθίζομαι στα νερά σήμερα
Κι είναι μια αναβάπτιση αυτή
Ένας δρόμος που με διασταυρώνει
Με τα δάκρυα των πουλιών
Δικά μου πιστά μου αδέρφια
Οδηγοί του ανεξερεύνητου!
Τραβάω τις κουρτίνες
Ανοίγω τα στόρια
Τα βουνά χαμογελούν
Τα δέντρα επαίρονται
Κλείνει θριαμβικά
Η χλόη το στόμα
Καταπιόνας δροσιάς
Τρίζει το πόδι της μάνας
Τι ευτυχία να υπάρχεις ακόμα
Τι ευτυχία ν' απλώνεις το χέρι
Και βουβό ένα χνούδι να σε χαϊδεύει
Δικά μου πιστά μου σημάδια
Συμβουλάτορες της νύχτας!
Κοίτα το δίχτυ
Απ' τη χρήση τρύπησε
Χωράω να βγω
Αγαπώ τα σύννεφα
Που τα διαπερνάει το φως
Όμοια με τούτο το δίχτυ
Εδώ στο νότο
Περισσεύουν τα παράθυρα
Αλλά τα τείχη βαριά
Κι αδιαπέραστα
Ήξερε ο ποιητής
Μαθαίνω να περιγράφω
Μαθαίνω την ανάσα να κρατώ
Μια ανάσα ακόμα κι αναδύομαι
Στον κόσμο μου φραγμένες ως χτες οι ακτές
Στολίστηκαν βλέμματα
οι τοίχοι
Έλα καρδιά μου
να βρεις το φως
το ανέσπερο
Το σκότος της ψυχής
να λεπτύνεις
Τα μοσχοκάρφια
της ευτυχίας
καρπίζουν εδώ!
*
Χέρια και μάτια
περιστοιχίζουν μια καρδιά
Ολοπόρφυρη καθώς είναι
τραβάει ίσα τα βέλη
τους ίσκιους
και τα τελώνια
Κορμοί κλώνοι και φύλλα
και στο εικονοστάσι
του δρόμου
μια καρδιά υμνωδός
κλυδωνίζεται!
Το πρώτο ολιγόλεκτο έλαβε μέρος στο δρώμενο
της φίλης Μαρίας Νικολάου "25 λέξεις"
το επόμενο ήταν η δεύτερη μου επιλογή κι είπα
μην στην αφάνεια ατυχήσει!
Στις αλάνες χορεύουν
Τα τραγούδια που δεν ειπώθηκαν
Τραβάνε ψηλά
Κι οι άγγελοι ζηλεύουν
Τα σώματά τους
Επιπλέουν στα ουράνια
Σαν πειρατές μ' άμορφα πρόσωπα
Τα σύννεφα κουρσεύουν
Απλώνουν την πραμάτεια τους
Στις πόλεις με τους χρυσούς εξώστες
Τα τραγούδια των εραστών
Όμοια έμβρυα μιας κύησης άχρονης
Που οι μύστες στα όνειρα τους
Υπογράφουν την έλευσή τους
Με μάγμα πύρινο απ' τις φωτιές των πλανητών
Σε περγαμηνές γράφουν οι ανάσες
Τους άγραφους στίχους
Και τις μελωδίες κεντούν στα νερά
Παίρνουν αυλούς καλαμιάς
Και άρπες αρχαίας γιορτής
Στα λουλούδια να τα εμπιστευτούν
Στων πλειάδων τα σύννεφα
Να τα βαφτίσουν
Αγάπη τα τραγούδια
Που δεν ειπώθηκαν
Έρωτας σφοδρός που γεμίζει
Τους αμπελώνες με χυμούς ελάτης
Να έρθει ο Διόνυσος με άσπρα τα βλέφαρα
Να παίξει πάνω στους μηρούς των κορασίδων
Ρυθμούς σαγηνευτικούς
Στους αστεροειδείς κατέφυγα
Για να τα βρω
Σε χρόνους υπερβατικούς
Ένα ψήγμα τους ζήτησα μικρό
Τα ακολούθησα
Σαν ο γητευτής τις οπλές των άστρων
Κι εμβρόντητη μια νύχτα
Σε πανωφόρι αγαπημένο
Στην τσέπη της καρδιάς
Απόκριση πήρα και μήνυμα
Δικό τους
Τα κέρδισα!
Επηρμένα ήρθαν κοντά μου
Με δίκοπα μαχαίρια στους ιστούς
Δεν φοβήθηκα
Τι είχαν τη ζέστα σου
Δεν απόρησα
Τι είχαν το αίνιγμά σου
Κι ένα μεγάλο στόμιο στο μέτωπο
Απ' όπου μια φωνή με καλούσε
Στα νυχτέρια να πάω των ερωτιδών
Με βέλη να νικήσω
Του σκοταδιού τον οστέινο γίγαντα
Αγάλματα ιερά να στήσω στο όνομά σου
Κιθαρωδούς μαυλιστικούς
Στους κήπους σου να φέρω να γελαστείς!
Έλαβε μέρος στο10ο Συμπόσιο ποίησης που διοργάνωσε καθ' ομολογία
τόσο άψογα η φίλη Αριστέα μαζί με άλλες 31 υπέροχες συμμετοχές!!!
Σήμερα έμαθα γιατί ανθίζουν οι λεμονιές
Είχα χρόνια που θήτευα στη φύση τους
Περιπλανήθηκα
Ρώτησα
Άκουσα προπαντός άκουσα
Κι αμφέβαλα τόσο στο δρόμο που σιγά σιγά
Έφτασα στον άτακτο κόσμο των εντόμων
Σαν επιστήθιος φίλος ψηλά να ζυγιστώ
Πήρα πολλά δίνοντας μόνο ανάσες
Πολύτιμες απόχες νοημάτων κρατώντας
Στο μεταίχμιο του χρόνου έφτασα
Και πάνω εκεί τις απαρχές της ιστορίας μου σκάλισα
Ίσως γι αυτό κι αυτή η κιτρινοπράσινη
Πεταλούδα που έρχεται κι επικάθεται συνεχώς
Στης σκέψης μου το νοτισμένο μύλο
Χωρίς ποτέ να ζητά δεσμεύσεις και όρια στενά
Κάτι σαν εξαγνισμό το ένιωσα
Εκείνο το γαντζάκι του έρωτα
Που αναφορικά με οδήγησε στα πανάρχαια μυστικά:
Πως οι χυμοί ανερώτητα τρέχουν σαν κραυγές στο σώμα
Πως τα πέταλα αργά προετοιμάζονται βαθιά μέσα στις ρίζες
Και τα στεφάνια περιμένουν στις πύλες ολάνθιστα
Για να παραστούν στις τελετές των εκλεκτών
Γόνιμα έμαθα το έλασσον
Αποστάζοντας τις ρίμες είδα το μέγιστον
Γιατί
Επικλινής θα πρέπει να σταθείς στο νερό για να καρπίσεις
Έτσι κι εγώ ονομάτισα νύμφη τη στιγμή
Και πικραμύγδαλο σκληρό όλη τη γνώση του πάθους
Έρωτας είναι ο λεμονανθός λαβωμένος
Πηγαίο ρεύμα η άχρονη ομορφιά του
Και τ' αρώματα κρυφά ραβασάκια παράνομων εραστών
Που άμεμπτοι έμειναν στην κλίνη του χρόνου
Κι εγώ γεννημένη μέσα στα λεμονοδάση δίπλα στη θάλασσα
Είχα την τύχη να γυρίζω τους τροχούς
Μέχρι να φτάσω στα κύματα
Εκεί που σε γνώρισα
Όμοιος Πήγασος να δουλεύεις το στίχο
Να σκορπάς ανθούς στα πελάγη
Να γητεύεις τις μέδουσες με το γέλιο σου
Κι απ' το αίμα των οδυρμών να πληθαίνεις τα κάλλη σου
Είσαι ένας κύκλος που περιδινίζεται στα χείλη του Δεκέμβρη
Και κοντά μου έρχεσαι
Ολόκληρος ένα άρωμα γήινο
Που πριν το χαρώ στα φυτολόγια της μνήμης το κρατούσα
Άναρχο
Ηδυπαθές
Ανεξερεύνητο
Μυστηριακό σαν την προαιώνια μήτρα της γης
Που τους μύθους γεννά κι ανασταίνει
Πάντα ήξερα γιατί ανθίζουν της σάρκας οι λεμονιές!
Έλαβε μέρος στο10ο Συμπόσιο ποίησης που διοργάνωσε καθ' ομολογία
τόσο άψογα η φίλη Αριστέα μαζί με άλλες 31 υπέροχες συμμετοχές!!!
Ευχαριστώ που το περιβάλλατε με αγάπη!!!
Κρατάς τα γκέμια
αναφλέγεσαι
Στα καρουζέλ της ψυχής
παίχτηκε
Η τελευταία πράξη
Σ' έναν κύκλο
γίνονται όλα
Κι η ζωή διάσπαρτοι
κύκλοι μικρών θανάτων
Στην κόψη του νήματος
σε κέρδισα!
*
Μ' ένα στρόβιλο η ζωή
ξεπετιέται
Εκεί το φιλί και το άπιαστο
Εκεί το δάκρυ της χαράς
μα κι η οδύνη
του τέλους...
Τα φτερά σε πάνε
Εκεί που εσύ
εξουσιάζεις!
Το πρώτο ολιγόλεκτο συμμετείχε στο δρώμενο
της Μαρίας Νικολάου "25 λέξεις" το δεύτερο
ήρθε συμπληρωτικά!
Χριστούγεννα απόψε, θα ανάψω όλα τα φώτα
Να γιορτάσω κι εγώ
Στο βάζο τα γαρύφαλλα μαραμένα
Κι εκείνη η πράσινη στεφάνη στο μέσο του βάζου
Σαν θηλιά μοιάζει ή μάλλον σαν διάνυσμα
Ονείρων πεθαμένων, μια πύλη που βγάζει
Στη ψυχρή αίθουσα των ειδώλων
Αλλά είναι Χριστούγεννα απόψε
Κι εγώ παρότι μόνη θα γιορτάσω
Άκου το χειροκρότημα των άστρων για εμένα είναι
Με σκέφτηκαν κι αυτά τα ουράνια...
Έτσι θαρρώ πως δεν θα με ανακρίνουν στο μέλλον άλλο οι Θεοί σου!
Θα σταθώ εδώ δίπλα στο οβάλ τραπέζι
Θα ανάψω τσιγάρο κι όπως η στάχτη
Θα πέφτει ένοχα απ' το τρέμουλο
Πάνω στο ξύλο θα κάνω σχέδια πολλά
Γιατί ξέρεις οι πιο όμορφες μορφές μ' αποκαΐδια φτιάχνονται
Η τέφρα δεν πονά τις ρυτίδες, τις θωπεύει
Θα κάτσω εδώ λοιπόν ανήμερα Χριστούγεννα
Κι η γάτα μου αποφασισμένη θα εκλιπαρεί για ένα χάδι
Δεν ξέρω ίσως ενδώσω, ξέφτισε κι αυτή η κουβέρτα
Αλλά παραμένω ζεστή
Είναι που με τη φωτιά διαλέγομαι
Μην παίρνεις εσύ την ευθύνη
Θα έχεις δει άλλωστε κάποιες κρυφές πληγές μου
Εσύ που δρόμους άνοιξες κάποτε στο αβέβαιο
Έλα εδώ στα στενά να με περιγράψεις!
Πολυλογώ το ξέρω, τι άλλο όμως μου έμεινε να κάνω;
Ίσως πάρω το μαχαίρι ν' ανοίξω ένα δυο χρυσούς καρπούς
-Εκείνο το μαχαίρι που το λέπτυνε το χώμα-
Ίσως ζήσω έτσι τ' όνειρο
Κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να κρύβει στο βάθος
Ένα σκληρό περίβλημα
Τι έχω να χάσω;
Αλλά είναι Χριστούγεννα απόψε
Κι εγώ θα σταθώ γυμνή μπροστά στους ουρανούς
Πολλά τα φωτάκια δεν θα φαίνομαι
Το πολύ φως τυφλώνει όπως κι αυτό το μαύρο της νύχτας!
Αν θέλεις έλα, έχω στεριώσει τη σκαλωσιά
Πάντα ανέβαινα σ' αυτά τα δώματα
Εκεί τα πολύτιμα και τ' ακριβά, τα συντηρώ επιμελώς!
Μην ανησυχήσεις ποτέ
Εκεί θα πλανιέμαι φορώντας
Το καρό σου πουκάμισο που ξέχασες προ ετών...
Σ' αυτά τα δώματα
Φυλάω με προσοχή τα μικρά φυλαχτά μου
Μόνο που διαλέγω πάντα ένα
Αυτό δεν θα στο δώσω
Το μόνο δικό μου στολίδι
Ένα χάρτινο φιλί που διαφύλαξε στεγνό η μνήμη
Τώρα κρέμεται στο δέντρο δίπλα στα ξωτικά
Γιατί είναι Χριστούγεννα απόψε και σκοτεινά σ' αναπολώ!
Έλαβε μέρος στο δρώμενο"Παίζοντας με τις λέξεις"
που επιτυχώς διοργάνωσε η me(maria) μαζί με άλλες
πολύ αξιόλογες συμμετοχές!
Ακούστηκε ένα ανεπαίσθητο γρατζούνισμα στην πόρτα, κανείς όμως δεν άκουσε τίποτα... καθώς μετά το οικογενειακό τραπέζι, παραμονή
Χριστουγέννων, όλοι είχαν αποσυρθεί στη μαλακωσιά των στρωμάτων
και στου ύπνου τη γαλανή πλάνη.
Μόνο το χριστουγεννιάτικο δέντρο έμενε ξάγρυπνο συνομιλώντας με τα
βαρύτιμα έπιπλα, με τα κομψά βάζα και με τους περίτεχνους πίνακες κι
ανυποχώρητο -αναλάμποντας- ξεκινούσε έναν αέναο αγώνα με τον κόσμο
του σκοταδιού και του ερέβους, σαν προανάκρουσμα μιας μεγάλης θυσίας!
Δίπλα το τζάκι σκόρπιζε το αντιφέγγισμα του ακούραστα σ' όλες τις γωνιές
του σαλονιού και σαν ανταμοιβή εισέπραττε χιλιάδες επευφημίες κι ένα
παρατεταμένο χειροκρότημα από τα καλά ξωτικά και τ' αερικά του σπιτιού, κανείς όμως δεν άκουσε τίποτα...
Αυτή τη νύχτα όλα στο σπίτι ήταν μαγικά λες κι ένα ουράνιο χέρι να τα είχε
παστρέψει και να τα είχε στολίσει με τα πέπλα της ζεστασιάς της θαλπωρής
και της ασφάλειας.
Έξω στον κήπο, φώτα παντού, γαϊτανάκια χαράς απλωμένα στα δέντρα της
ζωής φώτιζαν μικρούς κόκκινους ιβίσκους και ναρκωμένες τριανταφυλλιές..
Ο ήχος στην πόρτα το ίδιο χαμηλός έκανε πάλι την εμφάνισή του.
Μία παρατεταμένη επίμονη επίκληση λες στο λουστραρισμένο ξύλο της
εξώθυρας.
Κάποιος ν' ακούσει, κάποιος ίσως να γνοιαστεί και να τη συμπονέσει...
Σήμερα είχε αποχωριστεί βίαια το αφεντικό της -που είχε την ευθύνη της -
κι είχε χαθεί στα χαώδη δρομάκια της πόλης σαν ένα νόμισμα που κατρακυλά
σε αρπακτικούς υπονόμους κι αφανίζεται!
Τρόμαξε πολύ, τον έψαξε αδίκως, τραύλισε ήχους θλιμμένους , και τώρα
μπροστά σ' αυτή την πόρτα στο τέλος του δρόμου ζητούσε μια φωλίτσα,
ένα καταφύγιο για να βγάλει απ' τη σκήτη της καρδιάς της το μαχαίρι της
μοναξιάς της στέρησης και της πείνας, κανείς όμως δεν άκουσε τίποτα...
Έκανε προσπάθεια να ζεσταθεί αναπηδώντας ως το ρόπτρο αλλά άδικα,
τέντωσε τη γλωσσίτσα της να πάρει νοστιμιά απ' τον αέρα της χαραμάδας,
μάταια, άνοιξε τα ρουθούνια ν' αγγίξει τα μικρά πλάσματα της αρμύρας
αλλά απογοητεύτηκε κι έγειρε αποκαμωμένη στο πλάι το κεφαλάκι της
να κοιμηθεί.
Μια αχτιδούλα έφυγε απ' τα μάτια της και καρφώθηκε στα δέντρα της
αυλής!
Έλαμψε σαν πυροτέχνημα ο κήπος, κροτίδες ακούστηκαν δίπλα στα
κοιμισμένα ρόδα, κανείς όμως δεν άκουσε τίποτα...
Όταν ξημέρωσε άρχισε απαλά να πέφτει το χιόνι, ξύπνησε το σπίτι και
τα παιδιά έτρεξαν ξετρελαμένα στην πόρτα, στράφηκαν και κοίταξαν
όλο απορία στο χαλάκι της εισόδου...
Ο μικρός Νικόλας πήρε τη ξέπνοη γάτα στην αγκαλιά του και φώναξε
ενθουσιασμένος:
-Γιατί μαμά ξεχάστηκες και δεν μας έδωσες αυτό το όμορφο δώρο;
Έτρεξε η μαμά τους και κοίταξε κάτω σαστισμένη!
....................................................................................................
Εκεί στην άκρια δίπλα στους ιβίσκους θα υπάρχει πάντα ένας μικρός
ξύλινος σταυρός σαν ενθύμηση για εκείνο το πρωινό που όλοι άκουσαν
καθαρά το λυγμό των δυο παιδιών, κόντρα στο σκοτάδι μιας αλλοτινής
νύχτας που κανείς δεν άκουσε τίποτα!
Έλαβε μέρος στο δρώμενο"Παίζοντας με τις λέξεις"
που επιτυχώς διοργάνωσε η me(maria) μαζί με άλλες
πολύ αξιόλογες συμμετοχές!
Κάτω από το μαξιλάρι μου
Κρύβω ένα αστέρι
Με συντροφεύει στα όνειρα
Κι εγώ του εξιστορώ
Κάθε που για μένα φέγγει
Την κρυφή προπαίδεια
Της ζωής μου
Πάντα μ' ακούει
Είναι το δικό μου αστέρι
Που χρόνια πριν
Ένα παιδί με θυμωμένο το αίμα
Μου το χάρισε
Τις γιορτές μ' αυτό στολίζω
Το δέντρο της αυλής
Προσδοκώντας να συναντήσω
Εκείνο το αγόρι
Που η φλέβα του πείσμωσε
Και καλπάζοντας πέρασε
Παραμονές γιορτής
Απ' το ζεστό ποτάμι
Της ζωής
Στο σεντόνι
Των χαμηλών σύννεφων
Γιρλάντες περνώ
Στα χέρια μου
Χαρούμενη να με βλέπει
Και στα σκαλιά ακουμπάω
Κλαδάκια γκι
Και λεπτά φύλλα σφενδάμου
Να γελαστεί απ' την ομορφιά
Και να 'ρθει έστω για λίγο
Στα γιορτινά παράθυρα
Αστέρια να σκορπίσει
Χρυσό και σμύρνα
Γιατί εκεί ψηλά
Μου ψιθύρισαν οι άγγελοι
Παγώνει κι ο Θεός ακόμη
Και τα χεράκια του παιδιού
Σαν κρύσταλλα θα σπάσουν
Σαν κρύσταλλα
Που πάνω τους αντιφεγγίζουν
Οι πλανήτες
Το χλωμό πρόσωπο
Εκείνου του Δεκέμβρη
Που τα πουλιά σίγησαν παγωμένα
Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει από εκατό δρόμους, στα όρια της σιγής... Κώστας Καρυωτάκης
Ήταν σαν σήμερα
Που κάπου στον κόσμο ένας μικρός ακροβάτης
Ξέφτιζε τα δίχτυα διασπαθίζοντας το εφήμερο κενό
Κι εγώ τώρα πιστά τον καλώ και τον ακολουθώ
Αντικρούοντας σκέψεις μιας επισφαλούς ασφάλειας
Σπάζοντας κωδικούς μιας φυλακής οχληρής
Κι έτσι τρωτή σαν γυαλί πλησιάζω
Της αιθάλης τα απάτητα παλάτια
Χρυσά κλειδιά της νύχτας κρατώ
Κι ουρανούς πλέριους χαίρομαι
Ουρανούς που πάνω τους εγχάρακτα ζωγραφίζουν
Οι μύστες κωνικούς περιστερώνες και χαμόγελα Ποιητών
Μην αναρωτιέσαι λοιπόν γιατί τα βράδια σιγώ
Και δεν έρχομαι
Είναι που καταγράφω στο πινακάκι των βράχων
Τις βροχές των άστρων
Δεν συνηθίζω να κάνω ευχές
Απλά συγκεντρώνω σε πουγκιά λίγα γραμμάρια
Απ' την λάμψη των περσείδων
Κι ύστερα τα χαρίζω
Μάλιστα έχω να κάνω τόσες αποστολές
Που απ' τη βιάση μπερδεύομαι
Χάνω το μέτρημα
Πληθαίνουν οι αριθμοί
Κι αφήνομαι να αγαπώ ξανά τις παραλήψεις μου
Αυτές τις παραλήψεις που με κάνουν
Να πολλαπλασιάζω μέσα από μαρμάρινους τροχούς
Τα πλεονάζοντα όνειρα
Των ύπνων τα θαμπά σεντόνια έπειτα απλώνω
Στα φθινοπωρινά μου μπαλκόνια
Να φύγει μακριά η πένθιμη μνήμη τους
Κι εκείνο το άρωμα που μεθάει τα κορίτσια να σκορπίσει
Γιατί σαν σήμερα
Ξαστόχησα και σ' έδωσα στην αγκάλη των θρήνων
Αγνό και πάλλευκο
Μεγεθύνοντας τα όρια της χαράς παρά την απουσία σου
Και μάλλον έτσι θαρρώ πως ξαναερωτεύομαι
Τα αιθέρια βήματα των οδοιπόρων
Κι εκείνες τις ακριβείς κινήσεις των ακροβατών
Πάνω στο σκοινί
Το ίδιο σκοινί που πιο παλιά με έζωνε και με σφιχτόδενε μαζί σου
Μια θηλιά διπλή που τους κόμπους της χαλάρωσε η νεροποντή
Σήμερα στο ποτήρι μου επέπλεε ένα άστρο
Ίσως γι αυτό κι ο λόγος της μαρτυρίας αυτής...
Σε ελευθερώνω μ' ένα φιλί τελευταίο, γλυκό σαν αφιόνι!
Σύρε στα μεγάλα γιορτάσια των στιγμών...
* Φεγγριστό το φως Ανέλπιδο Κλέβω δυο δέσμες να ταξιδέψω στη χώρα των σπονδών Εκεί που οι μούσες κρεμούν στα παράθυρα δαντελωτά κουρτινάκια νοσταλγίας! * Κρύο δωμάτιο Οι τοίχοι ξερνούν απόγνωση Σε περίμενα ολημερίς Μαδώντας της ψυχής το επίχρισμα Κι εσύ έστειλες λαμπρό το φως να με διώκει Το σκούρο της καρδιάς αδρά να τονίζει!
*
Εγκατάλειψη
Χτες πέταξε ένα πουλί
Σήμερα ήρθε πλέριο
το φως
Ξεκίνα από τους τοίχους
Δωσ' τους ανάσες
Ύστερα σπάσε το πλέγμα
Τα χέρια μπορούν
ό,τι το μυαλό
πολύτιμα θυσιάζει...
*
Στα μάτια ένα πλέγμα
Αγκαθωτό
Όμοιο με τα
σκοτωμένα όνειρα
Προλαβαίνεις;
Το παράθυρο
βυθισμένο στο φως
Αρκεί;
Σκέψου τη ψυχή
να λουλουδίζει
σε δωμάτια φθοράς
και βγες στο ξέφωτο
ίδιος Ωρίων!
*
Μακραίνει το φως
Μακραίνει η ζωή
Στενεύουν οι επιλογές
Αύριο θα χρωματίσω
τους τοίχους
Κι αυτό το παράθυρο
θα το ξηλώσω
Πονούν τα σκοτωμένα
σίδερα;
Τα δύο πρώτα ολιγόλεκτα έλαβαν μέρος στο δρώμενο
της Μαρίας Νικολάου "25 Λέξεις"...τα τρία επόμενα
ήρθαν μεταγενέστερα σαν συνέχεια των παραπάνω
κι είπα να μη μείνουν παραπονούμενα....
Ξύλινο πάτωμα
Να τρίζει η απόγνωση
Στους ρόζους
Μαζί με τα καλογυαλισμένα σου
Παπούτσια
Να τρίζει κούφια
Η αγάπη σου στο αόριστο
Σαν βάρκα χωρίς πηδάλιο
Να απομακρύνεσαι
Με τις τσέπες σου να εξέχουν
Στον αέρα
Ποια γραφή;
Ποια υφαρπαγή;
Να τρίζει η απουσία
Στον τελικό σου λόγο
Κι εγώ να συστρέφομαι αμήχανα
Απρόσιτη να παραμένω
Με τους λεπτοδείκτες
Καρφωμένους
Στο στιγμιαίο όλον
Των ωρών μαζί σου
Η πόρτα χάσκει στο κενό
Στο παραμύθι έλειπε το τέλος
Αλύτρωτη γυρνάω
Τη ροή της σκέψης
Στα περασμένα
Σ' εκείνα που δεν είδες
Σ' εκείνα που πέταξες
Και στ' άλλα που θυσίασα
Στο παραμύθι έλειπε το τέλος
Στο εφαλτήριο της σιωπής εγώ
Μ' ένα πικρό φιλί στα χείλη
Να εκτοξεύω
Λόγια σιβυλλικά
Αν έρθεις τώρα να ξέρεις
Πως πίσω απ' το πρόσωπό μου
Κατοικεί ένα αιώνιο παιδί
Μην αδιαφορήσεις!
Κουράστηκε
Να απαριθμεί στα δάκτυλα
Τους φόβους της ματαίωσης
Βαρέθηκε
Του έρωτα το λεπίδι
Να σκιαγραφεί
Με τις σπασμένες του ξυλομπογιές
Ανοικτό το παράθυρο
Να βγαίνει η ζωή
Στους ήχους του δάσους
Ανυπεράσπιστη σαν δειλή σταγόνα
Να πλαγιάζει στο φως
Για να ακούσει
Του κούκου το μονότονο κάλεσμα
Πάνω στο τραπέζι το καπέλο
Το σώμα γυμνό
Από μόνο του το καπέλο
Ένας αντιπερισπασμός
Στην κραυγή που
Αργά φουσκώνει
Τα γιγάντια "γιατί"
Το σώμα βαρύ να περιμένει εσένα
Που χάθηκες βιαστικά
Σαν σφύριγμα τρένου πριν την αναχώρηση
Κι ας ήξερες πως μοναχή
Φυγάδευα στα παρασκήνια
Έναν σκόρπιο θίασο κομπάρσων
Έλαβε μέρος στο επιτυχημένο δρώμενο"Παίζοντας με τις λέξεις"
της me (maria) μαζί με άλλες πολύ υπέροχες γραφές!
Μοιάζει με ψευδαίσθηση μα δεν είναι
Μια μέρα γιορτινή - σαν μια ώρα στην αλάνα -
Που τα κοτσύφια κελάηδαγαν τραγούδια οργιαστικά
Που τα δέντρα ανέπνεαν τους χυμούς της Άνοιξης
Και τα κλαδιά μέλι κι αίμα ζεστό καρποφορούσαν
Στάθηκα να ξεκουραστώ σε πέτρα ριζιμιά
Άκουσα να έρχεται ο ήχος της θάλασσας
Κι ο ήχος των κυμάτων σαν σφοδρός τροχασμός
Θυμήθηκα τότε τα ταξίδια και τα οράματα
Που η ζωή μου αρνήθηκε πεισματικά
Πόθησα την αρχή του νήματος να πιάσω
Σε ματιές λαγαρές ικέτης να αφεθώ
Στη ριζιμιά πέτρα έφερα τον εαυτό μου
Στο ύψος των Θεών και των αγγέλων
Τη δροσιά των φύλλων δρασκέλισα
Σαν γοργή ροή ποταμού μετά τη μπόρα
Δεν ήταν μια αποδόμηση της μοναξιά
Ένα λάκτισμα στο πλαγιοκόπημα της βροχής
Μα ένα απότομο τράβηγμα της καρδιάς στη χαρά
Σαν που τραβιέται η βάρκα απ' τον κάβο γοργά
Για να ερωτευτεί το χιλιόχρονο νερό
Κοίταξα γύρω μαγεμένη
Τα δέντρα μπουμπούκιαζαν όνειρα κλεφτά
Οι φτέρες ψιθύριζαν συλλαβές του έρωτα
Κι ένας χρυσός ήλιος ζέσταινε το χνούδι των νεοσσών
Οργασμός ζωής πολιορκία ομορφιάς
Στη ριζιμιά πέτρα πέρασα βελονιές
Κι έφτιαξα χρυσοπλούμιστα πουκάμισα για να γιορτάσω
Στο δάσος με τις δρυς και τα σφεντάμια
Άρχισε το αίμα ξανά να κυλάει στις φλέβες μου
Ολοπόρφυρο τραγουδιστό θυμωμένο
Ανασκίρτησα σαν παιδούλα στο πρώτο φιλί
Τότε μια κιτρινόμαυρη πεταλούδα
Που της ζωής το άνθος γεμίζει με φως
Στάθηκε στο χέρι μου διπλώνοντας τα φτερά της
Και κάτι σαν ψίθυρο φευγαλέο ν' άκουσα:
"Μέθη είναι η ζωή και θαύμα
Όταν μες στην καρδιά δεν στεγνώνεις τα δάκρυα"
Πήρα τα λόγια της και στους φλοιούς τα χάραξα
Ζωή, φτερούγα ανοικτή στο τρέμισμα του ανέμου
Ζωή, στο ύψος των Θεών και των αγγέλων σκαρφαλωμένη
Έλαβε μέρος στο επιτυχημένο δρώμενο"Παίζοντας με τις λέξεις"
της me (maria) μαζί με άλλες πολύ υπέροχες γραφές!
Τα βράδια χορεύω
Ταραντέλα
Όχι για να ευθυμήσω
Απλά έτσι σε φέρνω
Πίσω στη μνήμη
Αληθινά δικό μου
Τεντώνονται οι μυς
Επίπεδη η κοιλιά
Πάλλεται
Κι οι λαγόνες ηδονικά
Αφήνονται
Στη θέρμη της ανάσας μου
Με κατακτάς ριγώντας
Όπως ξωμάχος
Που ικέτης πέφτει στο χώμα
Για να μονιάσει μαζί του
Πληθαίνω με το αίμα σου
Με τις κραυγές σου τις αντιθέσεις σου
Κι αναρωτιέμαι
Πως και δεν κατακερματίζομαι
Ίδιο φύλλωμα φτέρης ξερής
Πως σαν χώρα επιμένω
Να σε καλώ εδώ εστία να χαρείς
Κρυώνω τις νύχτες
Στριγκά ένα νυχτοπούλι
Με συμβουλεύει
Περίεργα λόγια
Ενσκήπτω
"Μη φοβάσαι"
"Τύλιξε τα πόδια σου στις κουβέρτες"
"Δείξε στον άγγελό σου τις πληγές"
Μην και δεν με αφορούν
Όλα αυτά;
Φυγομαχώ
Τι ξέρει ένα αγριοπούλι άλλωστε
Επιστρέφω στο πρίν
Στην παλαίστρα της γης
Μάρτυρας γίνομαι
Ενός Νοέμβρη μακρινού
Που στο υγρό του χώμα
Ο σπόρος του πάθους
Δεν ευδοκίμησε
Το βράδυ χορεύω
Ταραντέλα
Κι είμαι μόνη
Περνάω δυο βελονιές
Στο κέντημα
Δεν θέλω να τελειώσει
Σχήματα με εκπορθούν
Το ταξίδι ακυρώθηκε
Δεν έφυγα για το νότο
Σ' εκείνα τα μέρη που θα 'θελα να ζήσω
Ονειρεύτηκα
Μια στροφή κλειστή
Πλησίαζα σε έναν ελαιώνα
Το λεωφορείο έτρεχε
Πρόβαλε το ασήμι ένδοξα
Μ' ακολουθούσε
"Δείξε στον άγγελο σου τις πληγές"
Αυτό κρατάω
Και με όσες δυνάμεις μου έμειναν φωνάζω
Ο πόνος μου: το οχυρό μου
Με τα φτερά μου μου διάπλατα ανοιχτά
Στην αξημέρωτη νύχτα γαληνεύω
Φυλάξου καραδοκούν ίσκιοι
Ανύποπτος όπως είσαι θα σε κυκλώσουν
Συμμετέχει στο δρώμενο της φίλης Αριστέας "Ιστορίες της νύχτας"
μαζί με άλλους συνοδοιπόρους της γραφής....
Σκορπιέται η νύχτα
Δεν το βλέπεις;
Είναι σαν να διαμοιράζει
Το μαύρο της πέπλο
Στους ονειροπόλους
Δεν το νιώθεις;
Σκορπιέμαι κι εγώ μακριά σου
Ψάχνω τις πτυχές να βρω
Της ζωής που ντύθηκα
Τις σελίδες του βιβλίου
Που έμεινε ατελές στο πάθος
Με το θέμα του τόσο περιπλεγμένο
Αναζητώ με λαχτάρα
Εκείνα τα πετράδια
Που με κρατούσαν ζωντανή
Μεγάλα πετράδια υποσχέσεων
Αμαζονίτης και χαλαζίας των πηγών
Της φιγούρας σου στολίδια
Που με καλούσαν
Στη δική σου παρτίδα
Με πάντα καλό χαρτί στο χέρι, ανέξοδο
Ήσουν της μοναδικής μου εύνοιας η αύρα
Και πριν ακόμα σε γνωρίσω θήτευσα κοντά σου!
Τραβιέμαι στην πόλη τη νύχτα
Τα στενά με γνωρίζουν
Αποφεύγω τις λεωφόρους
Τα φώτα, τη σκηνή των αγορών
Πως αναπνέεις στο μαύρο;
Έχω συλλέξει
Μικρά ανθρώπινα πάθη
Έχω κοιτάξει πίσω από τα παραβάν
Μοντάρισα στιγμές ακριβών φιλιών
Δεν το έμαθες;
Του ζητιάνου το χέρι φίλησα
Του ξενιστή το δάκρυ ακολούθησα
Του άστεγου το σακάκι συμπόνεσα
Πως αναπνέεις στο μαύρο;
Ήσουν ένα ψυγμένο πετραδάκι στη λίμνη
Κι εγώ μακριά απ' τη ψύχρα σε πήγα να ζεσταθείς!
Επιστρέφω στα πρωτινά
Στο σπίτι φωλιάζει το κρύο
Καλώ τις φωτογραφίες, τα αναμνηστικά μου
Τα παιδικά μου καμώματα
Κι όμως είμαι εδώ
Δεν με βλέπεις;
Σκουπίζω τα σκαλοπάτια
Τακτοποιώ τις πορσελάνες
Κι όταν κουραστώ
Ανοίγω τα σεντόνια και σε κλείνω
Μαζί μ' εκείνο το άρωμα που αγαπούσες
Ξεχνιέμαι στη νύχτα
Κι είναι σαν ν' ακουμπώ μαύρα βελούδινα ρόδα
Δεν προσέχω
Αγκυλώνομαι δεν πονώ
Πώς αναπνέεις στο μαύρο;
Όταν ξανάρθεις να ξέρεις
Πως στην πόρτα έχω αλλάξει την κλειδαριά
Και το κουδούνι μου γράφει: "επιστρέφω στιγμές"
Βέβαια και θα με βρεις πριν η ιστορία κλείσει τα κεφάλαια της!
Συμμετέχει στο δρώμενο της φίλης Αριστέας "Ιστορίες της νύχτας"
μαζί με άλλους συνοδοιπόρους της γραφής....
Μέσα στις θάλασσες οι ανάσες σου
Οι γοργόνες μεθούν με τα φιλιά σου
Παρακαλώ σε πατρίδα μου μη ξεμακραίνεις
Πάνω στα νέφη ανάγερτο το σπίτι σου
Σε παίρνουν οι βροχές στα περιβόλια
Εκλιπαρώ σε πατρίδα μου μη ξεχαστείς
Μέσα στα ηφαίστεια η αγκάλη σου
Πύρινα απογεύματα σε γοητεύουν
Παρακαλώ σε πατρίδα μου μη γελαστείς
Πάνω στα όρη βαθιές οι ρίζες σου
Ο κόρφος σου θυμάρι αναθρέφει
Εκλιπαρώ σε πατρίδα μου μη βυθιστείς
Μέσα στους οπωρώνες χυτά τα μαλλιά σου
Χυμούς αναδύεις απ' τα πλέρια στήθη
Παρακαλώ σε πατρίδα μου μη λαβωθείς
Πάνω στους τρούλους ελεύθερη η σκέψη σου
Αγκαλιασμένη γυρνάς με τους αγγέλους
Εκλιπαρώ σε πατρίδα μου μη μ' αρνηθείς
Μέσα στα πηγάδια οι μαρτυρίες σου
Θυμός δαγκώνει της καρδιάς την πόρτα
Παρακαλώ σε πατρίδα μου μη μ΄αδικείς
Πάνω στα μάρμαρα η ιστορία σου
Σκληρά η κόψη του φεγγαριού σε δοκιμάζει
Εκλιπαρώ σε πατρίδα μου μη φοβηθείς
Μέσα στις πηγές ρέει ο λόγος σου
Ήρωες χαϊδεύουν τα δάκτυλά σου
Παρακαλώ σε πατρίδα μου μνημόνευσέ με!
Πλανιέσαι κι επιστρέφεις σ' άδειο κύκλο Πατρίδα μόνη με τα φτενά σαντάλια Είδα τη ρωγμή σου και φοβήθηκα...
Έλαβε μέρος στο 9ο Συμπόσιο της φίλης Αριστέας
όπου η πατρίδα είδε πολλά θησαυρίσματα και πλούτισε χαμόγελα....