Σάββατο 23 Ιουλίου 2022

Αδιαχώριστοι

 Πέταξε το σακάκι του χωρίς να κοιτάξει τις τσέπες.

Αδιόρθωτη, πώς το έκανε;

Κι αν μέσα στην τσέπη είχε κάτι πολύτιμο αλλοίμονο 

πήγε χαμένο.

Και δεν μιλάω για τίποτα μπακιρένια κέρματα απ' τα 

ρέστα μιας Κυριακής στα παλαιοπωλεία.

Μιλάω για την ύπαρξη μιας πλειάδας φιλιών, 

κλεισμένα με τάξη μες την παλιά ατζέντα, 

φιλιά που δεν πρόλαβε να δώσει.

Φιλιά που άγνωστο έχουν τώρα παραλήπτη.


Πώς το έκανε;

Κι αν δεν ήταν τα φιλιά κάτι σίγουρα ολόδικο του θα υπήρχε εκεί:

Το καθρεφτάκι του, ο νυχοκόπτης του, η χτένα του. 

Ναι η χτένα του, δεν παρέλειπε να χτενίζεται, ευπαρουσίαστος 

ήθελε να μάχεται τον καθημερινό θάνατο και τα επερχόμενα.


Ας ανακεφαλαιώσουμε.

Η ατζέντα με τα φιλιά και η χτένα σίγουρα δεν θα έλειπαν.

Πάντα κάτι χρωστούσε, πάντα κάτι στον μαυροπίνακα της καρδιάς 

σημείωνε για το μέλλον, φοβόταν μην εχθροί το πλησιάσουν.

Τραγικό, απόκληρη έμεινε από φιλιά και χάδια 

κι αυτός έτσι αγέρωχος γιατί για κρυψώνα 

βρήκε μια ασήμαντη τσέπη και δεν τα αποκάλυψε, 

πνοή να της χαρίσει;

Πώς το έκανε;

Όχι αυτός, εκείνη η φταίχτρα. 


Μέμφονταν τον εαυτό της αποκλειστικά.

Αυτός διάφανος, ωραίος, αδέκαστος, άτρωτος θα βαδίζει 

ανάμεσα στις λεμονιές με ένα βιβλίο στο χέρι.

Τουλάχιστον αφού έχασε τα φιλιά ας της έμενε η χτένα, 

θα είχε θησαυρίσματα πάνω:

Λίγες τρίχες απ' τα μαλλιά του, λίγη σκόνη απ' το στενό πηλοφόρι, 

λίγο ξεραμένο αίμα απ' τον κρόταφο.

Ναι αίμα, που σε άλλη τώρα ύπαρξη νύχτες πανσέληνες φανερώνει.

Τώρα πώς θα ταυτοποιήσει τα στοιχεία του, την οντότητα του;

Πώς θα πλησιάσει τα χνώτα του, τους κωδικούς του;


Δεν αρκούν τα όνειρα, άσε που ψευτίζουν το πρόσωπο.

Το αίμα είναι δυναμίτης, 

είναι το κιτάπι του καθενός,

είναι ο κρίκος που θα την έδενε μαζί του, 

παρά τα χάη, αδιαχώριστοι να βαδίζουν κάτω από τις λεμονιές. 

Το ταξίδι

Nikki bungakou


Φύσηξε η μπουρού, λύθηκαν οι κάβοι, τραβήχτηκε η άγκυρα, οι μπουκαπόρτες μαζεύτηκαν και ο κατάπλους ξεκίνησε. Η θάλασσα γαλήνια λίκνιζε το πλοίο. Μελίσσι οι ταξιδιώτες καταλάμβανε κάθε ελεύθερο χώρο του. Πανσπερμία φυλών μάστιζε με τις φωνές και τις κιθάρες τους καταστρώματα, σαλόνια, διαδρόμους και τις καμπίνες του πλοίου. 
Σε λίγο είχαν βγει στα ανοιχτά, τα φώτα της ακτής έμοιαζαν με καντηλάκια ενός απέραντου κοιμητηρίου. Τρεμόπαιζαν κι ήταν σαν να εύχονταν οι νεκροί καλό κατευόδιο. Οι πολυκατοικίες έμοιαζαν με ευθυτενή στη σειρά κυπαρίσσια.
Το πλοίο συνόδευε ένα τσούρμο από γλάρους που έκαναν εκκωφαντικό θόρυβο και σμίγοντας με το μελίσσι δημιουργούσαν μια άνευ προηγουμένου οχλαγωγία.
Στην θάλασσα ζευγάρια από δελφίνια είχαν βαλθεί με τις χορευτικές κινήσεις τους να ξεσηκώνουν τους παλαμίζοντες ταξιδιώτες. Έβγαζαν φωτογραφίες, τα τάιζαν κι αυτά σαν ανταπόδοση έκαναν τις χορογραφίες τους όλο και πιο χαριτωμένες.
Κάποια στιγμή το πολύβουο πλήθος κουράστηκε και τεντώθηκε να κοιμηθεί. Ησύχασε ο χώρος μόνο οι γλάροι και τα δελφίνια συνέχιζαν ανενόχλητοι να συνοδεύουν το καράβι με κρωγμούς κι επιδέξιες πιρουέτες.

Γλιστρούν δελφίνια
η θάλασσα σαν λάδι
μαγική πίστα.

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2022

Εξ ουρανού

 Nikki bungakou 


Η ζωή στο χωριάτικο σπίτι ξεκινούσε αχάραγα. Στο πόδι η κυρά Αγγελική κι ο άντρας της ρίχνονταν στην δουλειά. Και τι δεν είχαν να κάνουν. Να ποτίσουν τα ζαρζαβατικά, να καθαρίσουν τα νεκρά φύλλα απ' τα λουλούδια, να ανοίξουν τις κότες και να τους πάνε τροφή και καλαμπόκι.

Ξυπνητήρι τους το κοκόρι που αξημέρωτα ακόμη τους ξυπνούσε. Αγαπούσαν αυτή την ώρα και ποτέ δεν τους διέφευγε να δουν τις πορφυρές γάζες της ανατολής, και φευγιό της πούλιας.

Σήμερα ξύπνησαν αργά. Ο ήλιος είχε βγει στις στράτες. Το κοκόρι δεν λάλησε.

Πετάχτηκαν έντρομοι από το κρεβάτι τους και πήγαν στο κοτέτσι. Φοβισμένες οι κότες κακάριζαν, ένας πανζουρλισμός. Στο έδαφος είδαν διάσπαρτα φτερά και αίματα. Ο άρχος του κοτετσιού είχε γίνει βορά ενός αρπακτικού. 

Άκουσαν φτερουγίσματα, κοίταξαν ψηλά, μια γερακίνα πραγματοποιούσε χαμηλές πτήσεις. Φαίνεται πως η γκούσα της ξερογλύφονταν και για άλλο μεζεδάκι. Χτύπησαν δαιμονισμένα τους γκαζοτενεκέδες, έφυγε. Ένα δάκρυ τους έφερε πίσω στο σπίτι.

Σιγή της πέτρας 

νυχτερινή εισβολή

ράμφος φονικό.

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2022

Η ψαριά

 haibun


Φόρεσε το ψάθινο καπέλο με την σατέν κορδέλα και κατέβηκε τα ασβεστωμένα σκαλοπάτια του σπιτιού της. Το ποδήλατο ήταν αραγμένο κάτω από τη γέρικη μουριά πλάι στο πηγάδι. Σκούπισε την σέλα που η βατομουριά της μάντρας είχε λερώσει. Πήρε μαζί την απόχη της. Πάτησε πετάλι κι έφυγε με προορισμό την κοντινή λίμνη.

Καβούκι λεπτό
τα σαλιγκάρια σέρνουν -
βροχή πέρασε.

Ήταν πρωινή η ώρα και στην βόλτα της δεν συνάντησε κανένα να πει μια καλημέρα. Ο δρόμος ίσιος μόνο στα τελευταία χιλιόμετρα υπήρχε μια κάθετη ανηφόρα. Βάρεσε ορθοπεταλιά. Οι γάμπες της πόνεσαν και η αναπνοή της επιταχύνθηκε. Σταγόνες ιδρώτα λαμπυρίζανε στο μέτωπο της, σκουπίστηκε.

Ξερά τα φύλλα
στριμωχτήκαν στην άκρη-
νεκρές οι ψυχές.

Ένα ελαφρύ αεράκι φυσούσε σαν στροβίλισμα πεταλούδας. Έφτασε στην λίμνη. Τα νερά ακύμαντα την προκαλούσαν να ριχτεί μέσα τους. Ένα ζευγάρι βατράχων είχε πάρει θέση πάνω σε ένα ανθισμένο νούφαρο. Περίμεναν τις πρώτες αχτίδες του ήλιου για να λιαστούν και να διώξουν το πούσι της νύχτας απ' τα σώματα τους.

Κόκκινα σπόρια
κατάμεστη η ροδιά -
ποντικού ουρά.

Έβγαλε τα σαντάλια της και βούτηξε τα πόδια της στο νερό. Ήταν δροσερό μιας και την προηγούμενη μέρα είχε ξεσπάσει καταιγίδα. Δεν άργησε να βρεθεί στα γαλαζοπράσινα νερά. Ένα κοπάδι από γριβάδια της χάιδεψαν τα πόδια. Έπιασε αρκετά στην απόχη της. Λαχταριστός ο τηγανητός μεζές, το μεσημέρι, χόρτασε αυτή και την γάτα της.

Κίτρινη φούστα
ετοίμασαν οι λεύκες -
υψηλής τέχνης.

Τρίτη 19 Ιουλίου 2022

Οι χρυσοί κοπτήρες της γιαγιάς

 Κάθε φθινόπωρο που η σοδειά απ' τα ρόδια 

έμπαινε στα τελάρα για να πουληθούν στην αγορά

έπαιρνα δέκα από αυτά (πάντα δέκα) 

για να τα αποξηράνω στον ήλιο.


Τέχνη να αποξηραίνεις ρόδια, τα κρεμούσα 

σε κορδέλες κόκκινες και διάλεγα τον ήλιο 

του Νοέμβρη που είναι πολύτιμος αλλά και σπάνιος.

Αφού η φλούδα τους ξεραίνονταν κι ήταν έτοιμα 

τα τακτοποιούσα σε ένα ξύλινο κασελάκι 

που είχε πάνω του ανάγλυφο έναν μονόκερω.    


Τα κρατούσα για γούρια της πρωτοχρονιάς.

Βροχή έπεφταν τα ρόδια χρωματίζοντας πατώματα 

και τοίχους μα και τα μάγουλα στην ασπρόμαυρη 

φωτογραφία της γιαγιάς.

Οι ευχές κρυφογελούσαν, τις έβλεπα πίσω 

από την μεγάλη κληματαριά 

που γυμνή την υπομόνευε το ξεροβόρι.


Κάποια φορά, πριν την γιορτή, χαράματα ήταν 

άνοιξα το κασελάκι.

Τα ρόδια αναπαύονταν με ρόδινη την φλούδα τους. 

Πριν κλείσω το κουτί παρατήρησα κάτι να γυαλίζει.

Ένα ρόδι ήταν μισάνοιχτο κι ανάμεσα στους ρουμπινένιους 

σπόρους διέκρινα δυο χρυσούς κοπτήρες.

Ήταν οι κοπτήρες της γιαγιάς (έφεραν το μονόγραμμά της)

απόρησα λίγο μα γρήγορα συνήρθα και κατανόησα.


Η γιαγιά με τις συχνές επισκέψεις της στα όνειρα μου 

φαίνεται πως κάποια νύχτα αποξεχάστηκε ή το ήθελε 

και λησμόνησε να πάρει μαζί της τους μυτερούς κοπτήρες 

που ακόμα και τα αμύγδαλα δεν τους αντιστέκονταν.


'Έκλεισα το κασελάκι αφαιρώντας τους.

Ο χρυσοχόος τους έδεσε, τους έβαλε κρίκους 

κι εγώ τους πέρασα στην βαριά χρυσή αλυσίδα  

απ' τα αρραβωνιάσματα της.

Από τότε μπορώ να ανοίγω φλοιούς από μύγδαλα 

μα προπάντων να σπάω το σκληρό περίβλημα της μοναξιάς.

Η γιαγιά είναι μαζί μου, στον λαιμό μου, στον αγώνα μου. 

Φαινομενικά και στα επόμενα ρόδια που θα αποξηράνω

θαρρώ θα το επαναλάβει. .

Οι τραπεζίτες της μου φέρνουν για πιο πρακτικοί.   

Ο αρωγός

 Nikki bungakou


Το φευγιό του άντρα της άφησε πίσω ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Της έμειναν μόνο δυο τρεις φίλες και τα οικόσιτα ζώα της. Ένα κυνηγάρικο σκυλί και ένας σταχτής γάτος που περιμάζεψε από τους δρόμους. Γύρισε σελίδα κι αφιερώθηκε στα ζώα και δη στα αδέσποτα. Αγαπούσε πολύ όλα τα όντα.
Φέτος γνώρισε μια μεγάλη έκπληξη. Ένα ζευγάρι χελιδόνια ήρθαν να χτίσουν την φωλιά τους στο μπαλκόνι της. Παρακολουθούσε με τι τέχνη έχτιζαν την φωλιά τους κι ευφραίνονταν από τα τιτιβίσματα τους. Δεν άργησαν να φανούν οι νεοσσοί. Θαύμαζε το πήγαινε έλα των γονιών για να τους φέρνουν τροφή.
Μια μέρα συνέβη ένα πρωτόγνωρο γεγονός. Ένας από τους νεοσσούς έπεσε απ' την φωλιά του. Πρώτος τον ανακάλυψε ο σταχτής γάτος που αντί σύμφωνα με την φύση του να τον κατασπαράξει ήρθε στα πόδια της νιαουρίζοντας επίμονα.
Σαστισμένη βγήκε στην αυλή κι είδε το μικρό πουλί κάτω. Προσεχτικά το ανέβασε στα αδέρφια του. Ο γάτος της γουργούριζε ικανοποιημένος. Τον χάιδεψε και σαν ανταμοιβή του έδωσε μια ολόκληρη τσιπούρα που μόλις είχε ψήσει.

Στήσανε φωλιά
μαυρόασπροι άγγελοι
στεγνός ο πηλός.

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2022

Ένας ιδιότυπος κήπος

 Nikki bungakou


Είχε ένα ψαροκάικο ο καπετάν Ανέστης. Λεβεντάνθρωπος, χρόνια χήρος όργωνε τις θάλασσες. Δυο νοματαίοι ήταν, η κόρη του κι αυτός. Η γυναίκα του πέθανε στην γέννα, το κοράσι επέζησε. Δεν ξανάφτιαξε την ζωή του. Μεγάλωσε τη θυγατέρα του και για όνομα της έδωσε το όνομα της αδικοχαμένης. Μαρίνα, έτσι ονομάτισε και την βάρκα του.
Άσπρισε πάνω στο σκαρί κι η βάρκα του χτυπημένη χρόνια από την αρμύρα έμπαζε νερά απ' τα ύφαλα. Δεν του έκανε καρδιά να την αφήσει να σαπίσει. Καλοτάξιδο σκαρί, του έδωσε αφειδώλευτα πόρους για να ζήσει την οικογένεια του.
Την πήρε στην αυλή του. Έφερε χώμα αφράτο, χωνεμένο φουσκί και κάλυψε ως πάνω το σκαρί. Θα έφτιαχνε έναν λουλουδόκηπο. Τι δεν έσπειρε μέσα, εποχικά λουλούδια κι ένα χιώτικο γιασεμί να μοσχοβολά το νησιωτικό σπίτι.
Μεγάλωσαν τα άνθη και το γιασεμί χρειάστηκε πασσάλους για να αναρριχηθεί. Κάθε πρωί έκοβε κι από ένα κλωνάρι γιασεμιού και το πήγαινε στην κυρά του. Δεν την απολησμόνησε στιγμή κι άσβεστο έμενε το καντήλι της. 

Παλιό το σκαρί
παροπλισμένο στέκει
σειρές η μπογιά.

Κυριακή 17 Ιουλίου 2022

Σομόνκα

Λησμονιά


Κίτρινα φύλλα
πλανιόνται μες τον δρόμο
μάγος άνεμος
την υδρία γεμίζω
μαραμένα σ' αγαπώ.

Άπονη καρδιά 
βουητό του ποταμού
λιγοστός ύπνος
νερό της λήθης ήπιες
αρμυρισμένο δάκρυ.

*
Ματωμένος έρωτας

Κόβει η λάμα
λαβωματιές αγάπης
κρουνός ανοιχτός
σφαλνώ πώμα υδρίας 
της γης νερό σου φέρνω.

Άπατα νερά
κολυμπούν τα δελφίνια
κόκκοι αλατιού
διψασμένη καρτερώ
πηγαδίσιο το νερό.

Χειμωνανθός

Nikki bungakou


Τα λουλούδια στο μπαλκόνι απεριποίητα. Το ωράριο εργασίας απαγορευτικό δεν της επέτρεπε να ασχοληθεί. Οι κάκτοι επέζησαν καθώς δεν απαιτούσαν πολλή φροντίδα. Ευαίσθητη, πρώτη η καμέλια ξεκίνησε να δηλώνει παραίτηση. Άρχισαν να καφετίζουν τα φυλλαράκια της και στην συνέχεια έχασε όλα τα λουλούδια.
Όταν πια ο ελεύθερος χρόνος της επέτρεψε άρχισε να δίνει μάχη για να τα επαναφέρει στην ζωή. Η καμέλια ξερή σχεδόν την λυπούσε αφάνταστα. Δεν την παράτησε, τουναντίον την πότιζε, την σκάλιζε και της έβαζε άριες να ακούει.
Με τα πολλά και τα λίγα προς μεγάλη της έκπληξη είδε να πετά καινούργια βλαστάρια. Τα λουλούδια αργούσαν να βγουν μιας και το φυτό άνθιζε τον χειμώνα. Χειμωνανθός με ροδοκόκκινα κυματιστά πέταλα.
Έτσι και έγινε. Η καμέλια στολίστηκε με πολλά άνθη. Την καμάρωνε όπως καμαρώνει η μάνα το παιδί όταν ψηλώνει. Στις παγωνιές την έφερνε μέσα σπίτι. Τα άνθη αν και άοσμα φορούσαν ένα βαρύτιμο ροδοκόκκινο πέπλο. Ο αέναος αυτός αγώνας έμοιαζε με την τέχνη του θαυματοποιού που κάνει μαγικά με τα μαντήλια του.
Βαθιές οι ρίζες
σπέρμα κρατούν στην βάση
γεννά το χώμα.

Οι θησαυροί της γιαγιάς

 Nikki bungakou


Είπε να αλλάξει την διακόσμηση. Οι κουρτίνες είχαν φθαρεί. Τα τραπεζομάντηλα, τα σεμέν, τα καρέ και τα πετσετάκια όλα ευτελούς ποιότητας. Θα έβαζε τα καλά υφάσματα απ' το προικιό της γιαγιάς που φύλαγε τυλιγμένα στα δυο ξυλόγλυπτα σεντούκια. Τα εργόχειρα της γιαγιάς άθικτα απ' τον χρόνο την περίμεναν. Κοφτές κουρτίνες με αγγελάκια, αετούς και παγώνια, σεμέν, καρέ, λινά τραπεζομάντηλα υφασμένα στον αργαλειό και πλεκτές κουβέρτες και πετσετάκια.
Της πήρε μια ολόκληρη μέρα να τα φρεσκάρει, να τα σιδερώσει, να τα κολλάρει. Τελείωσε σχεδόν ξημερώματα. Περιεργάστηκε τους άδειους σχεδόν τοίχους. Το λευκό χρώμα την συνέτριψε.
Ντύθηκε και βγήκε στην αγορά. Θα έπαιρνε πίνακες με θέμα τις θαλασσογραφίες. Διάλεξε έξι πίνακες. Αφού τους τοποθέτησε, το σπίτι έμοιαζε με ορμητήριο πειρατών. Χάρηκε και σαν μια τελευταία πινελιά έφερε μέσα το πιθάρι με τα γεράνια και τα έβαλε μπροστά στο παράθυρο. Θα καλούσε τις φίλες της που για χρόνια είχε χάσει. Αν δεν κατόρθωνε να τις βρει είχε μια άλλη λύση. Θα απευθυνόταν στους προσφιλείς της νεκρούς που επιστήθιοι ήταν φίλοι της για να τους τραπεζώσει.

Λευκό το βλέμμα
αλύγιστος ο χρόνος
νεκρά τα φιλιά.

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2022

Η συνεύρεση

 Nikki


Έκλεισε την βαλίτσα. Κοντά της θα έπαιρνε την Κιάρα την αχώριστη φίλη της. Προορισμός της ένα άγονο νησί. Μετά από πολύωρο ταξίδι και με τον άνεμο να δέρνει το καράβι έφτασε στον προορισμό της.
Το ήξερε το νησί μιας κι εδώ παραθέριζε επί τρία συναπτά έτη.
Παντού η κυριαρχία του ασβέστη, οι αναρριχώμενες βουκαμβίλιες, τα μπουγαρίνια κι οι μυρωδάτοι βασιλικοί. Μαντηλοφορούσες νησιώτισσες στα κατώφλια έπλεκαν με το βελονάκι.
Έφτασε στο σπίτι που ενοικίαζε με την σπιτονοικοκυρά της να την προσμένει ολόχαρη. Έπεσε αμέσως να κοιμηθεί και σαν ξύπνησε προς μεγάλη της έκπληξη είδε πως η Κιάρα το είχε σκάσει. Ανησύχησε και τελικά την βρήκε στο λιμάνι παρέα της έναν κανελί γάτο.
Τρόμαξε να την ξεκολλήσει, έβγαζε νύχια. Με τα πολλά την πήρε αγκαλιά. Στον δρόμο είδε στο μπλουζάκι της λεκέδες. Η Κιάρα το πιο πιθανόν θα γινόταν μαμά. Πιστός ο κανελής και γαλαντόμος της έφερνε μπαρμπούνια. Αυτή χαριεντιζόντανε μαζί του κουνώντας ερωτικά την ουρά της. Ένας μεγάλος έρωτας λάμβανε χώρα με σαφείς προοπτικές συμβίωσης.

Περνούν τα γρι γρι
ολογέμιστα δίχτυα
μελάνια σουπιάς.

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2022

Το αλλιώτικο λουλούδι

haibun

Τα γαρύφαλλα άνθισαν. Πλούσιες ταξιανθίες χόρευαν ρυθμικά με τον άνεμο. Ανθισμένες κόκκινες γροθιές να τις πλησιάζουν οι μέλισσες το γλυκό να τους πάρουν μύρο. Γλάστρες πήλινες σε οριζόντιους σχηματισμούς έδιναν τόνους ομορφιάς δίπλα στους κρίνους και τους πρώιμους βασιλικούς. Μοσχοβολιές παντού καθιστούσαν τον πρωινό καφέ ιεροτελεστία.

Σμάρι τα άνθη
εξωτική γαζία-
χάντρες κίτρινες.

Απολάμβανε το πρωινό ρόφημα της πριν η πούλια δύσει καθισμένη μπρος στο ξύλινο τραπέζι που μαστορικά με σανίδες πεύκου είχε η ίδια φτιάξει. Οι καρέκλες ακατέργαστες, λίγα κούτσουρα μόνο που ακόμα έσταζαν ρετσίνι, έφτιαχναν μια ιδιότυπη τραπεζαρία σαν αυτές που συναντάς στις ράχες και στα πλατώματα των απόμακρων δασών.

Ζεστά χρώματα
πεταλούδες πετούν-
λάμνει ο κήπος.

Απρόσμενα, αξημέρωτα ακόμη την πλησίασε μια νεαρή τσιγγάνα απ' τον διπλανό καταυλισμό. Φορούσε μακρύ εμπριμέ φόρεμα με βολάν, είχε ελιά στο μάγουλο κι έμοιαζε με αγρίμι. Της διάβασε το χέρι και της έδωσε ένα μαντζούνι του έρωτα. Δεν γύρεψε τίποτα σαν αμοιβή παρά δυο κόκκινα γαρύφαλλα για να στολίσει το μπούστο της και το χωνάκι του αυτιού της.

Λαλεί ο κούκος
μοναχικός στο πεύκο-
ήχος διαρκής.

Το σκοτάδι υποχωρούσε και η αυγή με το λικνιστό της βήμα έβαφε τα βουνά πορφυρά. Η τσιγγάνα με το φιδίσιο κορμί άρχισε να χορεύει χορούς της κοιλιάς. Κουδούνιζαν τ' ασημικά στα χέρια της κι οι χρυσές λίρες στο λαιμό της. Ζήτησε κι άλλο ένα διπλό γαρύφαλλο που είχε καταληφθεί όμως από μια μελισσούλα. Στο μπράτσο της η πληγή από το κεντρί έμοιαζε σαν κεντητό γαρύφαλλο.

Σιγή τριγύρω
μαργαρίτες στο δάσος-
μιλούν γι' αγάπη.

Καλημέρα απανταχού.

Σάββατο 9 Ιουλίου 2022

Οι απόντες

haibun


Φόρεσε το μεταξωτό της φόρεμα. Πετρόλ το χρώμα του έδενε απόλυτα με το σμαραγδι των ματιών της, οφειλή ακριβή απ' τον προπάπου της. Το βρήκε στο βάθος της ντουλάπας, όταν έκανε ένα ξεκαθάρισμα, ξεχασμένο και τσαλακωμένο. Μύριζε όμορφα καθώς νοικοκυρικά τοποθετούσε στα συρτάρια της αποξηραμένα άνθη λεβάντας.


Ανοιχτοί κήποι

χρυσάνθεμα μυρίζουν -

κίτρινοι ήλιοι.


Η πολυκαιρία δεν βίασε το ζωηρό χρώμα του αλλά ούτε προδοσε την εξαίσια του γραμμή. Το φρέσκαρε με πράσινο σαπούνι, το στέγνωσε στο λιακωτό και με προσεκτικές κινήσεις το σιδέρωσε. Είχε πολλές πτυχώσεις  και το σίδερο κυλούσε πάνω του τρυφερά σαν χάδι μωρού. Της πήρε πολλή ώρα για να το κάμψει και να το φέρει στην πρωτινή του μορφή.


Φθινοπώριασε

μπουρίνι καταφτάνει-

χορός των φύλλων.


Ζάρα δεν έβλεπες πουθενά, χρησιμοποίησε προστατευτικά ύφασμα για να μην πληγώσει την ευαισθησία του. Της πήγαινε κουτί καθώς διατηρούσε επί χρόνια το ίδιο βάρος. Ανάλαφρα έπεφτε και χάιδευε το σώμα της. Μόνο το πρώτο κουμπί έλειπε που αποκάλυπτε το πλούσιο στήθος της. Έβαλε τα δωδεκάποντα που υπογράμμιζαν το ρούχο αλλά και τις λεπτές της γάμπες.


Μυρίζει η γη

ήρθαν τα πρωτοβρόχια-

γέννα της χλόης.


Είχαν συνάντηση οι παλιοί συμφοιτητές μετά το πέρας μιας εικοσαετίας. Ήρθαν λίγοι οι υπόλοιποι είτε ξεχάστηκαν είτε έφυγαν νωρίς. Ο χρόνος είχε βάλει πάνω τους βαθιά την πατίνα του. Μόνο αυτή διατηρούσε αισθητά την ομορφιά της. Ίσως να βοηθούσε και το φόρεμα που αναδείκνυε το αγέραστο κορμί αλλά και τα βαθυπράσινα μάτια που δεν είχαν χρωματικά σχεδόν καθόλου ατονήσει.


Στέγαστρο σπιτιού

τρύπια τα κεραμίδια -

άντρο σπουργιτιών.

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2022

Ολιγαρκής

 haibun


Έστριψε το τσιγκελωτο μουστάκι του με μεγάλη επιδεξιότητα. Τι δεν έκανε γι αυτό δεν φαντάζεστε. Το γυαλιζε με μπριγιαντινη, το ψαλιδιζε τακτικά, το χτένιζε και δεν άφηνε καμία τρίχα να εξέχει. Στο κεφάλι του είχε δεν είχε τέσσερις πέντε τρίχες μα το μουστάκι του δασυ κι ακμαίο τον ανταμειβε και τον παρηγορούσε.


Φλάουτο παίζουν

νυχτερινοί οι γρύλοι-

ήχους ξοδεύουν.


Κάθε απόγευμα κάτω από την δροσερή κληματαριά έπαιρνε τα απαραίτητα σύνεργα κι άρχιζε την καθιερωμένη ιεροτελεστία. Με πειθαρχία στρατηγού, μπροστά στο καθρεφτάκι, το σαπουνιζε και το ψαλιδιζε ελαφρά. Το σαπούνι γνήσιο από την μουργα της ελιάς που μόνος του το έφτιαχνε σε μεγάλες ποσότητες.


Γλυκό το θέρος

ακούγονται τζιτζικια-

ύπνος ελαφρύς.


Χρόνια χήρος, δεν την πρόδωσε την κυρία Ευτυχία. Άλλη γυναίκα δεν βρέθηκε να αντικαταστήσει ή να προσομοιασει την θρυλική ομορφιά της. Παιδιά σκυλιά δεν είχε μόνο πέντε έξι φίλους από τα χρόνια του σχολείου. Εκεί στραγγιζε τον θυμό του, τον πόνο του και την πέτρα της μοναξιάς του με ατελείωτες αντρικιες συζητήσεις.


Μαγεύουν τ' άστρα

η πούλια σεργαναει-

γεράνια φέγγουν.


Όποτε δεν είχε άλλη ασχολία έπαιρνε την φλογέρα του κι έπαιζε. Οι καρδιές των γειτόνων ανέβαζαν χτύπους. Με χοντρό καλάμι την είχε φτιάξει μετά το φευγο της κυρας του. Ήταν η συντροφιά του τις ώρες που οι φίλοι του έλειπαν σε δουλειές του χωραφιού. Αυτός δεν είχε κλήρο παρεξ ένα κηπάκι, ένα σπιτάκι από πλίνθους και κανά δυο τρία ζωντανά κι όρνιθες για να τον συντηρούν.


Ψηλά έλατα

χαμηλές ορτανσίες-

βουνίσιος τόπος.

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2022

Αισθαντική ομορφιά

 haibun 

Φορούσε ένα μακρύ αστραφτερό φόρεμα με βαθύ μπούστο. Όπως ήταν καθισμένη πάνω στην πέτρα έμοιαζε με γοργόνα που συνομιλεί με τα καράβια. Της έστελνε ο ήλιος μια δέσμη φωτός και διαστέλλονταν οι γαλάζιες ίριδες των ματιών της. Έλεγες πως ήταν ψεύτικη σαν νεράιδα που το έσκασε απ' την τροπική ζώνη με τα παραδείσια πουλιά.


Λυγούν τα στάχυα

καλοκαίρι τα δρέπει-

δρεπανιού κόψη.


Είχε μακριά ξανθά μαλλιά με τους βοστρύχους να φτάνουν ως την πλάτη σαν χείμαρρος. Αλαβάστρινο σώμα που το πότισε η αρμύρα και κρουστό βγήκε στην επιφάνεια να διαφεντεύει τα πλήθη των αγγέλων που παραφυλούσαν παράμερα στην ακτή. Αδερφή τους την ήθελαν στα τάγματα τους αρχάγγελο να την ορίσουν και επιστάτρια στους φάρους.


Άκουσμα γρύλου

ξαγρυπνάει η πόλη-

λευκή η νύχτα.


Μύριζε το νυχτολούλουδο βαριά και το γιασεμί έδινε αγώνα να το ξεπεράσει. Ο κόρφος της αιθέρια έστελνε αρώματα που σκέπαζαν όλες τις  ευωδιές της γης. Τα χείλη της είχαν το χρώμα του βατόμουρου. Κάνιστρα έπαιρναν τα παιδιά γεμάτα με ροδοπέταλα για να την ράνουν. Κάποιος είπε πως κοιμόνταν με τον ήλιο αγκαλιά κι αυτόφωτη ήταν, μια αρχοντοπούλα των αιθέρων που ήρθε την γη να κατακτήσει.


Φυσάει λίβας

ανακατεύει μαλλιά-

θεϊκοί ώμοι.


Στην κόρη μου.

Τρίτη 5 Ιουλίου 2022

dodoitsu

Αναδιπλώσεις


Κύμα δεν τις δαμάζει
κυκλοφορούν στα βράχια
ανεβαίνουν στον αφρό
πλανεύτρες τσούχτρες.

*
Πολιορκία

Αεικίνητες γυρνούν
τρυφερά πόδια ψάχνουν
μωβ και πράσινες τσούχτρες
βεντούζες τρόμου.

*
Πεισματάρα

Πεισματάρικη τσούχτρα
φαρμάκι το σώμα της
στόχο βάζει στ' ανοιχτά
τρυφερούς γλουτούς.

*
Κουτσομπόλα

Φαρμάκι τα λόγια της
τριγυρνά μες τις ρούγες
μακριά η γλώσσα της
τσούχτρα γυναίκα.

*
Εξόρμηση

Χρυσαφένια η άμμος
πλανεύτρα η θάλασσα
κήτη έχει και τσούχτρες
μωβ καμπανούλες.

*
Το κοπάδι

Τρομερά τα πλοκάμια
κοπαδιαστά πηγαίνουν
ζεστή σάρκα γυρεύουν
πονηρές τσούχτρες.

*
Καρτέρι

Κολυμπάνε στα ρηχά
πανούργες δύο τσούχτρες
αμέριμνος βουτηχτής
πέφτει στ' αγκίστρι.

Προχωρημένη ώρα

Έμαθα να ζω με τους νεκρούς μου

Οι νεκροί μου έχουν μακριούς μανδύες από καμποτο κι έρχονται και 

με σκεπάζουν τις νύχτες.

Ξεσκονιζουν τις κορνίζες με τα πορτραίτα τους και δεν ζητούν ποτέ τους φιλοδώρημα.

Μία νύχτα μάλιστα του Γενάρη τότε που το φεγγάρι γύριζε σε πανσέληνο μου χάρισαν όλα τα χρυσαφικά που βρήκαν στις προθήκες του ουρανού.

Έγινα πλούσια ξάφνου και με τα νύχια σκληρά σκάλισα κι άνοιξα τα μνήματα τους καθώς αυστηρά στον ύπνο μου υπαγόρευσαν με λευκό κρασί να πλύνω τρεις φορές τα λευκά οστά τους.

Το ξέρω πως τους έχω κακομαθει μα δεν μπορώ χατίρι να τους χαλάσω.

Δεν ξεχνώ πόσες επίγειες μου έδωσαν χαρές, χωρίς αυτούς ο δείκτης του χεριού μου θα ηταν άδειος και δεν θα είχε το βαθυκόκκινο ρουμπίνι να τον στολίζει.

Άσε που χάριν σε αυτούς υπήρξα και δεν βρέθηκα στους δρόμους να αναζητώ με αναμμένο φακό τους στίχους που είχα γράψει στην εφηβεία μου στα παγκάκια της κοντινής πλατείας.

Δεν χρειάστηκε να δουλεψω για να βιοποριστω καθώς αυτοί έγνοια με είχαν πάντα.

Εδώ το καλό κριθαρένιο ψωμί.

Εδώ ο αστραφτερος κουβάς με το νερό.

Εδώ και τα ψητό της Κυριακής με μπόλικη ανθισμένη ρίγανη.

Εδω και το κιτρινισμενο μου μαντό για να πηγαίνω ευπρεπής στο γειτονικό καφενείο να πίνω τρία ούζα για έναν με συνοδευτικό πάντα παστό βακαλάο και ψωμί μπαγιάτικο.

Έμαθα να ζω με τους νεκρούς μου κι αν κάποτε τους αποχωριστώ θα πει πως έχω πεθάνει θάνατο βασανιστικό.

Δευτέρα 27 Ιουνίου 2022

Κομψοτέχνημα

 haibun


Είχε καιρό να βρέξει. Πέρασε το αποκαλοκαιρο κι ούτε μια σταγόνα δεν δρόσισε τη γη. Σήμερα όμως ένα ισχυρό μπουρίνι μαστίγωσε ανελέητα την πόλη. Ήταν ευκαιρία να κατέβει στο ποτάμι για να συλλέξει λειασμενες πέτρες και ξύλα. Πάνω τους θα ζωγράφιζε τοπία και προσωπογραφίες. Πήρε το ταγαρι της, ντύθηκε ανάλογα και ξεκίνησε.


Οργή της φύσης

ήρθαν τα πρωτοβροχια-

σχισμές γεμίζουν.


Στον δρόμο συνάντησε ελάχιστους διαβάτες. Όλοι τους φορούσαν αδιάβροχα, λαστιχένιες μπότες κι είχαν παραμασχαλα πρόχειρες τις ομπρέλες τους. Το βουητό του ποταμιού έφτανε ως εδώ. Σίγουρα απ' την κατεβασιά του θα είχε ενδιαφέροντα υλικά ξεβράσει. Περνώντας από μικρούς χείμαρρους και λασπόνερα έφτασε στον προορισμό της.


Μπουμπούκια παντού

χρυσάνθεμα θ' ανθίσουν-

φθινοπωριασε.


Όντως στις όχθες του είχαν καταλήξει πολλοί θησαυροί. Λασπωθηκαν τα χέρια της μα άξιζε τη θυσία. Μόλις έκανε να φύγει το μάτι της έπεσε σε μια ασυνήθιστη πέτρα. Ήταν μια λεοντοκεφαλη με καθαρά τα χαρακτηριστικά όπως: χαίτη, μάτια και στόμα. Δεν θα συμπλήρωνε τίποτα. Αριστουργηματικά το νερό την είχε σκαλίσει μες τους αιώνες με το καλέμι του.


Παρυφές βουνού

βγήκαν τα κυκλάμινα -

ροδιζουν βράχια.

Κυριακή 26 Ιουνίου 2022

Χαϊκού ( η περίοδος των βροχών στην Ιαπωνία ξεκινά τον Μάιο κι ολοκληρώνεται μέσα Ιουλίου)


Μέσα στο θέρος
ξεκίνησαν οι βροχές-
χαρά της χλόης.

*
Θερινή μέρα
ομπρέλες υγρασία-
σιμά βεντάλιες.

*
Θερινός κλαυθμος
απογευματινή ώρα-
ποτίζει τη γη.

*
Δάκρυα στάζει
ακάματη η βροχή-
κυρά του θέρους.

*
Στάζουν τα κλαδιά
η εποχή των βροχών-
θάλλει το θέρος.

*
Χτυπά το τζάμι
ανελέητη βροχή-
το θέρος γελά.

*
Πάρε ομπρέλα
θερινή ήρθε βροχή-
οσμή χώματος.

*
Βλασταίνει η γη
ξεπερνά το μπόι σου-
μπόρα του θέρους.

*
Τρέχουν στις φωλιές
βροχή για να γλιτώσουν-
ισχνά πουλάκια.

*
Περνά βροχή
το κατώφλι του θέρους-
θεριεύουν θάμνοι.

*
Φορά η βροχή
φλισκούνι στο πέτο-
μέθη του θέρους.

*
Δροσιά στα άνθη
ορτανσίες βρέχονται-
σιγανή βροχή.

*
Βροχερός καιρός
τα σύννεφα γλεντάνε-
εποχή βροχών.

*
Το ψιλόβροχο
φέρνει οσμές στο χώμα -
θερινή γιορτή.

*
Πρώτη σταγόνα
ξεδιψά την καμέλια-
πηλός το χώμα.

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2022

Τανκα


Ο χρυσαετός

τροχιζει τα νύχια του

πάνω στα βράχια

φτερά πετάει φεύγει

ζυγι μες τον αέρα.


*

Μέσα στον κήπο

πλουμιστο το παγώνι

κραυγή αφήνει

βεντάλια τα φτερά του

σιγανό περπάτημα.


*

Πάνω στον οχτο

φυτρώνει το θυμάρι

φτέρες στο πλάι

μέλισσες τριγυρίζουν

απόσταγμα μαζεύουν.


*

Χτυπούν σήμαντρα

φωτιά καίει το δάσος

τρέμουν τα πουλιά

φωλιές εγκαταλείπουν

πισω τους οι νεοσσοί.


*

Ώρα δειλινού

ματώνουν τα ουράνια

ο ήλιος φεύγει

σειρά παίρνουν τ' αστέρια

δυο ημερών φεγγάρι.


*

Ουρλιάζουν λύκοι

μαλώνουν το φεγγάρι

νύχτα ξεκινά

τρομάζουν τα ελάφια

κρύπτες βρίσκουν και μπαίνουν.


*

Χοντρές οι κάπες 

τσοπάνηδες σκεπάζουν 

γύρω ερημιά

ακούγονται κουδούνια

αμνοί αναχαραζουν.


*

Πέφτουν τα φώτα

θερινά τα σινεμά

μπλε οι καρέκλες

αγιοκλημα τριγύρω

μεθαω στ' άρωμα του.


*

Πλάι στην λίμνη

σειρές οι καλαμιώνες

αέρας φυσά

μουρμουρητο αρχίζουν

βατράχια σιγονταρουν.


*

Λευκοί οι γλάροι

καράβια συνοδεύουν

κατάρτια ψηλά

μες την θάλασσα βουτούν

τρανοί είναι ψαράδες.


*

Άρωμα γύρω

άνθισαν οι γαρδένιες

πρώιμα φέτος

κόβω κλωνί το παίρνω

στολίδι στα μαλλιά μου.


*

Χτυπά το κύμα

ολοχρονίς τον βράχο

όρμους ανοίγει

αμμουδερος ο τόπος

κρινακια ξεπροβάλλουν.


*

Μαύρο το πέπλο 

αστροφεγγη η νύχτα

νυχοπερπατα

νταντευει τα παιδιά της

ολονυχτίς η πούλια.


*

Χαλικοστρωτο

χωριού το μονοπάτι

αμαξάς περνά

τρίζουν τροχοί γυρίζουν

κονιορτος τους πνίγει.


*

Πηδούν τις φωτιές

όμορφα τα κορασια

κοντές οι φούστες

στεφάνια φλόγες βγάζουν

μια σπίθα στο φουστάνι.

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2022

Χαϊκού του θέρους


Ήλιος θερινός

στιλβωνει τα ουράνια-

νέφη πυρπολεί.


*

Αμμουδιάς κρίνα

κουνούν το κεφαλάκι-

μαιστρος φυσά.


*

Κόκκινος ήλιος

ξεπροβάλλει στα βουνά -

σκορπιού ξύπνημα.


*

Το καλοκαίρι

κοντή φούστα φοράει -

σανταλια δένει.


*

Θάλασσα πλατιά

ο ήλιος την χρυσιζει-

θέρος κραταιό.


*

Μέσα στην λίμνη

κοαζει το βατραχι-

καλαμιές γύρω


*

Μύρια τα άνθη

σειρές οι ορτανσίες -

μπορντούρα κήπου.


*

Δεσαν βύσσινα

γλυκάκι κουταλιού -

πηχτό σιρόπι.


*

Γαλάζια νερά

ελαφρύ κυματακι-

απαρχή θέρους.


*

Πρωινή δροσιά

ωρίμασαν τα μούρα- 

γλυκα στο στόμα.


*

Καυτός ήλιος

ξεράθηκαν λεβάντες

μάτσα θα γίνουν.


*

Ψήνει ο ήλιος

ξερα γαϊδουράγκαθα-

σπόροι για τσάι.


*

Μεγάλη μέρα

καρπισαν οι κερασιές

τραγανός καρπός.


*

Φορά εσάρπα

διάφανη στα μπράτσα της -

ρούχο του θέρους.


*

Βιολιά κουρδιζουν

ακαματα τριζόνια-

μεσούντος θέρους.

Κυριακή 19 Ιουνίου 2022

Σομονκα

 Σομονκα


Δώρα αγάπης


Ξυπνούν τα πουλιά 

χρυσό περιδέραιο 

Η ανατολη

αχτίδες θε να κόψω

δακτυλίδια να φοράς.


Έσκασε το φως

άρμα παίρνει ο ήλιος

ξυπνά το πουλί

ανεκτίμητο δώρο

στολίζει τα δάκτυλα.


*

Ξύπνημα 


Λαλεί τ' αηδόνι

τις τριλιες δοκιμάζει

άσμα πρωινό

το τσάι ετοιμάζω

μπαίνεις στα όνειρα μου.


Ελαφρύς ύπνος

η νύχτα δεν τελειώνει

ήχοι τριζονιου

ζητώ να ρθεις κοντά μου

μες τ' άσπρα να σε ντύσω.


*

Δεσμός 


Χρυσή μια βέρα

πέφτει μες το πηγάδι

κύκλοι του νερού

τον σιγλο κατεβάζω

πολλά καράτια πιάνω.


Σφιχτά δεμένο

του γάμου δακτυλίδι

λάμπει η πέτρα

παράμεσο στολίζει

γραμμένο τ' όνομα σου.


*

Έρωτας


Χλωρά τα φύλλα

δροσοσταλιδες πάνω

τρέχουν στο χώμα

πονά ο έρωτας σου

ξάγρυπνη με αφήνει.


Μύρο λεβάντας

κάτω απ'το μαξιλάρι

ζεστό τ' όνειρο

βαριά τα φυλλοκαρδια

η μνήμη μου σε τρέφει.


*

Παινέματα


Μαύρα τα μάτια

η μέση δακτυλίδι

ίσιο το κορμί

ταίρι σου δεν υπάρχει

καμιά άλλη στον κόσμο.


Στήθος στιβαρό

πόδι κουπί που λαμνει

σγουρά τα μαλλιά

τα κάλλη σου μαγεύουν

άφωνη με αφήνουν.


*

Ραβασάκι


Κλειστό το γράμμα

ήρθε ο ταχυδρόμος

λόγια αγάπης

ροδοπέταλα βάζω 

να γλυκαθουν οι στίχοι.


Λεπτό το χαρτί

το σπίτι ευωδιάζει

άρωμα ρόδου

το γράμμα σου ανοίγω

δακρύζω απ' τους στίχους.

Σάββατο 18 Ιουνίου 2022

Πριν το χάραμα

 haibun



Ο ήλιος δεν είχε βγει ακόμη. Η αυγή σαν καλή νοικοκυρά είχε ήδη απλώσει τα ροζ σεντόνια της να αεριστουν και καμαρωνε περήφανα το προικιο της. Αραιά σταχτιά σύννεφα έκρυβαν τα τελευταία εναπομείναντα αστέρια. Αχνό ακόμα το φως διεκδικούσε τα πρωτεία απ'την νύχτα.


Σπαθί κρατάει

του θέρους η αυγουλα-

αίμα στα βουνά.


Γαληνεμενη η θάλασσα με σκούρο γκρι φόρεμα ανυπομονούσε να έρθει ο ήλιος να την ντύσει στα γαλάζια, πανώρια να υποδεχτεί την νέα μέρα. Που και που λευκές και ασημένιες γάζες απλώνονταν στα νερά της αποθωντας το γκρίζο της φόντο που η γκαρνταρόμπα της νύχτας της είχε προσφέρει.


Ξυπνούν οι κρίνοι

το κύμα έχουν πλάι-

πλερια ευωδιά.


Τα ροζ σεντόνια της αυγής πήραν σιγά σιγά να χρυσιζουν. Το φως ολοένα και δυναμωνε και το χρυσό μάτι του ήλιου έστελνε τις αχτίδες του πρόσχαρα στον κόσμο. Ξεχώριζαν πια οι ελιές, τα κυπαρίσσια και τα κοντά αμπέλια. Χρυσισε κι η θάλασσα πριν ντυθεί στα γαλάζια και φιλόξενα υποδεχτεί τις πρωινές τράτες.


Άπλετο το φως

κοιμούνται τα τριζόνια-

βοή τζιτζικιών.


Τα κοκκορια αφού επιτέλεσαν το πρωινό τους καθήκον πήραν να ασχοληθούν με το σκάλισμα της γης προσπαθώντας να βρουν πέτρες και σκουλικακια την γκουσια να γεμίσουν πριν η κυρά τους ξυπνήσει και φέρει χρυσό το καλαμπόκι στις ταιστρες. Ομορφονια η μέρα ξεκινούσε το ταξίδι της βάφοντας με κοκκιναδι τα αισθησιακά της χείλη.


Ροζ ορτανσίες

δροσοσταλιδες κρύβουν-

πάνω στα φύλλα.

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2022

Σομονκα

 


Ερχομός 


Ροζ κυκλάμινο

μπηγει ρίζα στον βράχο

χαρά της πέτρας

ένα άνθος θα κόψω

τ' αυτί σου να στολίσω.


Κάμπος απλωτος

πολλά λουλούδια φέρει

ακμαία χλόη

κόβω κισσούς τους πλέκω

στεφάνι στα μαλλιά σου.


*

Χαμογελιο


Λεπτά πέταλα

κίτρινη μαργαρίτα

έριδες σκορπά

για σε θα την μαδησω

ναι η απάντηση της.


Αέρα σχίζει

φτεράκι χελιδονιού 

φωλιά χτίζει

να έρθεις καρτεραω

πλουμίδια ετοιμάζω.


*

Μισεμος


Πράσινος οχτος

ρίζες κρατούν το χώμα

κυλά μια πέτρα

μακριά μου φεύγεις πάλι

θα λείψουν τα φιλιά σου


Κλειστό το σπίτι

αράχνες γυροφερνουν

τρύπια η στέγη

σε είχα για μια νύχτα

μικροχαρες μου παίρνεις.


*

Αντάμωση


Τρένο σφυρίζει

λευκά μαντήλια βγήκαν

χτυπά η καρδιά

στέκω στην αποβάθρα

άνοιξε την αγκάλη.


Περνά η μέρα

η νύχτα βασιλεύει

τριζόνια ηχούν

νυχτερινή αγάπη

του άστρου περαταρης.


Ύμνος


Γλυκό τραγούδι

ψελλίζουν τα δυο χείλη

φλόγες έρωτα

Γράφω στίχους για σένα

γαλάζια υμνω μάτια.


Πετά τζίτζικας

ήρθε το καλοκαίρι

κύμα απαλό

κιθάρα θε να πάρω

τους στίχους σου να ντύσω.


Φιλί


Χρόνια πέρασαν

καιν ακόμα τα χείλη

τρανός ο έρως

σφραγίδα στην καρδιά μου

το πρώτο φίλημα σου.


Αγάπης μέθη

χτυπά τα φυλλοκαρδια

αίμα κοχλαστο

ακόμα σε γυρεύω

καρπισε το φιλί σου.


Τετάρτη 15 Ιουνίου 2022

Σομονκα

 


Ανατολή


Ροζ ανατολή

μόδιστρου το φόρεμα

σκόρπια σύννεφα

καλπάζει η φαντασία

καμβά αγάπης φτιάχνει.


Ξημερώματα

ζεστό το μαξιλάρι

σβήνουν όνειρα

ο νους σε σενα φτάνει

ξεμυτισε ο ήλιος.


*

Ξύπνημα 


Τρέμουν τα φύλλα

πρωινό αεράκι

ζεστός ο καφές

ψάχνω να βρω καδένα

λευκό λαιμό να ντύσει.


Σκούρα τα μάτια

δροσοσταλιδες λαμνουν

πάνω στα φύλλα

ρίχνω χαρτί μου βγαίνει

θριαμβευτής ο έρως.


*

Αντάμωμα


Λαλούν τζιτζίκια

ο ήλιος άρμα παίρνει

νύχτα χαιρετά

σήμερα που γιορτάζεις 

δώρο φιλιά θα φέρω.


Βγήκε τ' όνειρο

λαμποκοπα η πλάση

χρυσές αχτίδες

καβάλα στ' άλογο σου

κοντά να ρθεις προσμένω.


*

Καλοκαιρινό


Άγρυπνο κορμί

διώχνει έξω τη νύχτα

ήλιο προσκυνά

γαλάζια φέρνω χάντρα

ζεστες οι θάλασσες σου


Μέρα ξεκινά

λευκές οι ορτανσίες

κήπους στολίζουν

μικρό ανθακι κόβω

για σε να λάμπω θέλω.


*

Όνειρο


Πρωινή δροσιά

κάθεται στα κλαράκια

χρυσές σταγόνες

ήρθες μες το όνειρο μου

ολολαμπρη σαν πούλια.


Πρώτο τραγούδι

ξεκίνησε τ' αηδόνι

πάνω στο κλαρί

φεγγω για σένα όλος

ξυπνω ποίημα γράφω.


Το σώμα του έρωτα 


Σχιστή η πέτρα

φλεβιτσες ξεχωρίζουν

ποίημα της γης

ξεστρωνω τα σεντόνια

μύρα κορμιού σκορπίζω.


Ρόδα μυρίζουν

γεμάτο το περβόλι

λεπτές ευωδιές

κοιμήθηκες μαζί μου

οι ώρες δεν μας φτάσαν.


Τετάρτη 8 Ιουνίου 2022

Οι βεντάλιες των μαγισσών

Θα έρθει κάποτε η άνοιξη στην πλάση 

το χαμόγελο να στεριώσει στα χείλη των παιδιών.

Μην θαρρείς πως θα είναι παιδούλα με ξέσκεπο 

κεφάλι, φανταχτερό φόρεμα, κόκκινα σαν φράουλα χείλη 

και ολόξανθα μαλλιά. 

Αντιθέτως μεσόκοπη θα είναι με σκληρά απ' την δούλεψη 

χέρια και μπράτσα όλο μυς απ' το χειρισμό 

της σαΐτας και της στρόφιγγας της πέτρινης αυλής.

Στο κεφάλι θα φορά καπέλο από εφημερίδα καλοτσακισμένη

σαν κι αυτό που φορούν οι εργάτες όταν γυρίζουν τον τροχό.

.Αποσταμένη από τα πένθη, τα αντίο και τους αποχωρισμούς  

μαντήλια στο κεφάλι ή στο χέρι της διόλου δεν θα δεις να φέρει.

Η αρχέγονη μου άνοιξη φυγάδεψε σε καρυδένια σεντούκια

τα καλούδια και τα μεταξωτά της φουλάρια. 

Στα μαντήλια συνήθειο τώρα το έχει να δένει σπόρους 

μαζεμένους ώρα απογευματινή απ' τους αγρούς 

που συγγενεύουν με τον ήλιο εκεί πέρα στα ξερονήσια 

που κι οι πέτρες μήτρα γυναίκεια χαίρουν να έχουν.

Στα πετρωμένα στήθη της έχει πήξει το γάλα των αδύναμων 

ελαφιών και των αναψοκοκκινισμένων εργατριών.

Έτσι και να κάνεις πως την αγκαλιάζεις όλος ο κόσμος θροφή 

και δύναμη γιομίζει καθώς και θερισμένα στάχυα με τον καρπό 

μεστό και πλούσιο. 

Όργιο καρπό σαν του καναρινιού το ράμφος που παιδεύει 

τις μυλόπετρες κι αλεύρι βγάζει αφράτο σαν τους λαγόνες 

της γης πριν τον οργασμό της με τον επιβήτορα ήλιο. 

Η άνοιξή μου κιούπια με χωνεμένο ασβέστη βαστά στα χέρια.

Παραφυλάει να έρθει η ώρα την βούρτσα να πάρει 

την μάντρα που βγάζει στο ποτάμι να ασπρίσει και τον κορμό 

των κερασιών να απ' τα τρωκτικά να προστατέψει και τις αίγες.

Κραταιά έχει υπομονή, δεν γερνά, το σκουλαρίκι στο αριστερό 

της αυτί κόκκινο έχει ρουμπίνι.

Απ' τις ανταύγειες του μεθά και στο εργαστήρι της μπαίνει 

τα ακριβά να φτιάξει φυλακτά, έτσι που σαν έρθει η ώρα 

να κοκκινίσουν τα μάγουλα των παιδιών και η καμπούρα 

των ιερωμένων πλατύ να γίνει αλώνι, απλόχερα να τα μοιράσει. 

Ο μέγας καρπός να βγει απ' το αρμυρισμένο μαντήλι 

και στη γη να φυτευτεί, χρυσά δεμάτια να δώσει και γεμάτα κασόνια.

Να μην θλίβονται οι ξάγρυπνες μανάδες δίπλα στα παγωμένα βρέφη.

τις γεναριάτικες νύχτες, ήρθε καιρός πια να μην τις

περιγελά ο βαρκάρης ανεμίζοντας τα φαιά του κιτάπια 

σάμπως βεντάλιες μαγισσών στα γκρεμισμένα τους κάστρα.   

Κυριακή 5 Ιουνίου 2022

Χαϊκου

Τούφες στον φράκτη
δροσερή ορτανσία -
επιβλητική.

*
Μια ορτανσία
αφράτο χώμα ζητά -
Χλωμή δες στέκει.

*
Η ορτανσία
λύγισε απ' το βάρος-
μίσχος τρυφερός.

*
Ροζ μπλε τα άνθη
του κήπου ορτανσία -
άοσμη φύση.

*
Ρίζες απλώνει
ορτανσία του θέρους -
λαφρυ το χώμα.

*
Πλούσια άνθη
μαγκιορα ορτανσία -
θαύμα θερινό.

*
Οι ορτανσίες
ορθώνουν ανάστημα -
πλούτος τα άνθη.

*
Δέχεται φιλιά
ορτανσία του βάζου -
θωπειες παιδιών.

*
Σειρές τα άνθη
πάνω στα σκαλοπάτια -
ροζ ορτανσίες.

*
Μπουκέτα φτιάχνουν
ολοδροσες ορτανσίες -
κρύβουν τα φύλλα.

*
Λίπασμα βάλε
το χώμα εμπλούτισε -
μωβ ορτανσίες.

*
Γιοματη γλάστρα
φυτά της ορτανσίας -
ρίζες εξέχουν.

*
Η ορτανσία
ασφυκτιά στο χώμα -
βράχο καταλει.

*
Ροζ ορτανσίες
βροχοκηπους στολίζουν -
ταξιανθίες.

*
Οι ορτανσίες
δροσοσταλιδες κλείνουν -
όργια τα άνθη.

*
Μωβ ορτανσίες
πένθιμα τα χρώματα -
υγιή τ' άνθη.

*
Οι ορτανσίες
ζωηρόχρωμα άνθη -
μάτια πλανευουν.

*
Ξερά τα άνθη
πέταλα μαζεμένα -
τσάι να φτιάξει.

*
Κόβω τους μίσχους
βαραίνουν τα δάκτυλα -
Μωβ ορτανσίες.

*
Βαριές αγκαλιές
μπουκέτα ορτανσίας -
κόρη διαβαίνει.

Σάββατο 4 Ιουνίου 2022

Παρέα με το πληγωμένο ελάφι


Παρέα με το πληγωμένο ελάφι


Αφόρμισαν  οι πληγές μου αγάπη, 

πύον κίτρινο στάζουν και αραιό αίμα.

Πολλές πληγές σκαμμένες βαθιά σαν

τις χαρακιές που αφήνει το υνί πάνω

στο υγρό απ' την πρωινή δροσιά χώμα

Περιζώνουν το σώμα μου όλο.

Το στήθος, την κνήμη, τα μπράτσα, τα 

γόνατα, την πλάτη και τους λαγόνες.

Μοιάζω με το πληγωμένο ελάφι που 

ξέφυγε από δόντια άγρια και τρέχοντας κηλίδες αίματος αφήνει πίσω του μέχρι την φωλιά του να βρει, με την απαλή του γλώσσα επί ώρες να τις γλύψει, γιατρειά για να  δώσει.


Μια μέρα ζωντανά έζησα παρόμοιο περιστατικό.

Νοέμβρης ήταν με τα κυκλάμινα να ζώνουν σαν έρπητες την γη.

Ακολούθησα τα αιμάτινα ίχνη και στο γιατάκι του έφτασα λαχανιασμένη.

Τα μάτια κάρβουνα αναμμένα, τα πόδια του καταφαγωμένα σαν τα κουπιά που τα βρήκε η τρικυμία.

Με γάζες πολλές το περιέθαλψα ποτισμένες στης αλόης το διαφανές υγρό.

Επέζησε και τις Αχαιρούσιες στράτες δεν πήρε, οβολό να δώσει στον βαρκάρη την άπιαστή του ταχύτητα να διαπραγματευτεί 

Αποχωρησα αν και ανοιχτά μείναν τα τραύματα.

Η μνήμη μου το ξύπνησε, το άγος μου σαν είδα μπροστά να προβάλλει.

Μου λείπουν τα φάρμακα και τα ιάματα να περιδέσω το άρρωστο σώμα.


Κάποιοι μου είπαν πως υπάρχει ένα μέρος γεμάτο κάκτους, αθανάτους κι αλόες παχύφυτες.

Τον γνωρίζω αυτόν τον τόπο μια κι εσύ εκεί ζεις και γιατρός των ουρανών είσαι.

Ξέρεις οι άγγελοι δεν κρατάν μυστικά και χάρτες και χρυσόβουλα μου φέρανε από εσένα.

Αδύναμα τα πόδια πώς να φτάσουν ως εκεί πέρα;

Άπλωσε την θεόρατη σκάλα των άστρων κι έλα προς τα εδώ στις βαθιές πληγές ίαμα να φέρεις και 

παχύρευστα υγρά κλεισμένα ερμητικά σε μπουκάλια.

Οι ουρανοί γιατρεύτηκαν.

Μόνο εγώ σπαρασσόμενο είμαι σώμα.

Πονάω, θλίβομαι και αέναα σε καρτερώ.

Του ελαφιού θα σου δείξω την σπηλιά και κιλίμι θα στρώσω

στους σταλαγμίτες με άσπρη ποδιά να μας πλησιάσεις. 

Αφόρμισαν οι πληγές μας και ο καύσος μας ταλαιπωρεί.

Τους απόρθητους κήπους σου φέρε, το αθάνατο να μας κεράσεις κρασί

απ' τα τέμπλα των ξωκκλησιών.

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2022

Νυχτερινές μεταλλάξεις

Απομακρυνσου σου λέω μια νύχτα απ' τους βυθούς
που έχεις στήσει το κονάκι σου δίπλα στα φύκια, στις κασέλες
και στους ιππόκαμπους.
Θα είμαι εδώ με ένα κερί στο χέρι.
Ξέρεις πόσο αγαπώ τις νύχτες με τα ισχνά μισοφέγγαρα.,
και το μυτερό τακούνι της πούλιας.
Ποτέ δεν κοιμάμαι, ξάγρυπνο το σώμα παίρνει αγκαλιά
δράκους και φαντάσματα και σε κάστρα κλειστά έφοδο κάνει.
Και τι δεν βρίσκουμε εκεί δεν φαντάζεσαι.
Αρχαίες πόρπες, μπλε φυσητά μπουκάλια με κιτρινισμένα μηνύματα,
γλαρόφτερα και μπονζάι κέδρων και ευκαλύπτων.
Δεν αγγίζουμε τίποτα, οι φύλακες των κάστρων είναι αυστηροί.
Κρατούν αρμαθιές με μπακιρένια κλειδιά και πουγκιά με χρυσάφι.
Δεν μας βλέπουν γιατί μας δίνεται η χάρη αόρατη να έχουμε μορφή.
Μια φορά μόνο ξεχάσαμε ένα πουκάμισο κι αμπαρωμένες
βρήκαμε τις θύρες για μέρες πολλές.
Σπρώχναμε δοκιμάζαμε την αόρατη φύση μας να μπει απ' τις χαραμάδες,
τίποτα.
Ακούγαμε θορύβους, σύρσιμο ερπετών .
.και δόντια να τρίζουν, δεν ξαναπήγαμε για καιρό ακούγαμε
και την κουκουβάγια που θρηνούσε, φοβηθήκαμε λίγο.
Φορέσαμε μαύρη χάντρα στον λαιμό για να κοπάσει το κακό.
Τα καταφέραμε καλά κι άνοιξαν οι θύρες μόνο που έλειπαν οι φύλακες
κι εκείνο το γλαρόφτερο είχε κρεμαστεί απ' τον πολυέλαιο.
Ελεύθεροι ανοίξαμε τα μπαούλα, το κάστρο κάγχαζε, μόνο
εμείς το ακούγαμε, μη φοβάσαι.
Τα μπαούλα γεμάτα σπαθιά και χιτώνες. Στο τελευταίο βρήκαμε
μια βαλσαμωμένη κόρη με μαλάματα πολλά στα χέρια και
δάκτυλα υπερφυσικά μακριά.
Φύγαμε παίρνοντας μαζί μας τρία σπαθιά ενυπόγραφα.
Τα κρατώ ακόμα πάνω από το τζάκι και λέω πως τρόχισμα θέλουν, έλα!
Συνεννοήθηκα με τα πλάσματα της νύχτας και σε περιμένουν,
ξέρουν πως η αρμύρα σε μεταφέρει στης λήθης τα μονοπάτια...μην πας!
Εδώ ο κόσμος ολοχρονίς τα πτερύγια της φώκιας προσκυνά.
Εδώ οι νύχτες στρώνουν πορφυρά χαλιά για να διαρκεί το λυκαυγές ώρες πολλές.
Εδώ μαθές τα κορίτσια φορούν ξώφτερνα παπούτσια και τρώνε άσπρα κουφέτα.
Έλα σου λέω. Θέλω να ενδυθώ το σώμα σου διάφανη να μην γίνομαι τις νύχτες.
Η βαλσαμωμένη κόρη σε περιμένει, γητευτή των μικρών θαυμάτων, ελευθέρωσε μας.
Αυτές οι αποδράσεις με κούρασαν κι εσένα ζητώ.
έτσι μήπως και βολέψω το σώμα μου στα κερινα φτερά σου και
μάθω να πετάω πάνω από τους ύφαλους και τις κεραμοσκεπές.
Ήρθε ο καιρός να βγω στο φως και γήινη να γίνω με αρωγό το αίμα σου
και το αιώνιο χαμόγελο σου.