Απομακρυνσου σου λέω μια νύχτα απ' τους βυθούς
που έχεις στήσει το κονάκι σου δίπλα στα φύκια, στις κασέλες
και στους ιππόκαμπους.
Θα είμαι εδώ με ένα κερί στο χέρι.
Ξέρεις πόσο αγαπώ τις νύχτες με τα ισχνά μισοφέγγαρα.,
και το μυτερό τακούνι της πούλιας.
Ποτέ δεν κοιμάμαι, ξάγρυπνο το σώμα παίρνει αγκαλιά
δράκους και φαντάσματα και σε κάστρα κλειστά έφοδο κάνει.
Και τι δεν βρίσκουμε εκεί δεν φαντάζεσαι.
Αρχαίες πόρπες, μπλε φυσητά μπουκάλια με κιτρινισμένα μηνύματα,
γλαρόφτερα και μπονζάι κέδρων και ευκαλύπτων.
Δεν αγγίζουμε τίποτα, οι φύλακες των κάστρων είναι αυστηροί.
Κρατούν αρμαθιές με μπακιρένια κλειδιά και πουγκιά με χρυσάφι.
Δεν μας βλέπουν γιατί μας δίνεται η χάρη αόρατη να έχουμε μορφή.
Μια φορά μόνο ξεχάσαμε ένα πουκάμισο κι αμπαρωμένες
βρήκαμε τις θύρες για μέρες πολλές.
Σπρώχναμε δοκιμάζαμε την αόρατη φύση μας να μπει απ' τις χαραμάδες,
τίποτα.
Ακούγαμε θορύβους, σύρσιμο ερπετών .
.και δόντια να τρίζουν, δεν ξαναπήγαμε για καιρό ακούγαμε
και την κουκουβάγια που θρηνούσε, φοβηθήκαμε λίγο.
Φορέσαμε μαύρη χάντρα στον λαιμό για να κοπάσει το κακό.
Τα καταφέραμε καλά κι άνοιξαν οι θύρες μόνο που έλειπαν οι φύλακες
κι εκείνο το γλαρόφτερο είχε κρεμαστεί απ' τον πολυέλαιο.
Ελεύθεροι ανοίξαμε τα μπαούλα, το κάστρο κάγχαζε, μόνο
εμείς το ακούγαμε, μη φοβάσαι.
Τα μπαούλα γεμάτα σπαθιά και χιτώνες. Στο τελευταίο βρήκαμε
μια βαλσαμωμένη κόρη με μαλάματα πολλά στα χέρια και
δάκτυλα υπερφυσικά μακριά.
Φύγαμε παίρνοντας μαζί μας τρία σπαθιά ενυπόγραφα.
Τα κρατώ ακόμα πάνω από το τζάκι και λέω πως τρόχισμα θέλουν, έλα!
Συνεννοήθηκα με τα πλάσματα της νύχτας και σε περιμένουν,
ξέρουν πως η αρμύρα σε μεταφέρει στης λήθης τα μονοπάτια...μην πας!
Εδώ ο κόσμος ολοχρονίς τα πτερύγια της φώκιας προσκυνά.
Εδώ οι νύχτες στρώνουν πορφυρά χαλιά για να διαρκεί το λυκαυγές ώρες πολλές.
Εδώ μαθές τα κορίτσια φορούν ξώφτερνα παπούτσια και τρώνε άσπρα κουφέτα.
Έλα σου λέω. Θέλω να ενδυθώ το σώμα σου διάφανη να μην γίνομαι τις νύχτες.
Η βαλσαμωμένη κόρη σε περιμένει, γητευτή των μικρών θαυμάτων, ελευθέρωσε μας.
Αυτές οι αποδράσεις με κούρασαν κι εσένα ζητώ.
έτσι μήπως και βολέψω το σώμα μου στα κερινα φτερά σου και
μάθω να πετάω πάνω από τους ύφαλους και τις κεραμοσκεπές.
Ήρθε ο καιρός να βγω στο φως και γήινη να γίνω με αρωγό το αίμα σου
και το αιώνιο χαμόγελο σου.
Ένα ακόμα λυρικό σου πέρασμα, Ελένη μου. Να μείνει κάποιος, να το διαβάσει, να διαβεί τους στίχους, τα λόγια, τις εικόνες. Να γοητευθεί.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤην καλησπέρα μου.
Γράφτηκε σχεδιν με τρεις ανάσες Καλησπέρα Γιάννη μου!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή