Ανάσα ζωής
υπέργηρος ο πεύκος
κάμπια πράσινη
εαρινός ο καμβάς
εωθινοί οι ψαλμοί.
*
Κάμπιες στα δέντρα
ατίθασος άνεμος
άδεια κουκούλια
οι πεταλούδες βγήκαν
γλυκολαλούν τα πουλιά.
*
Σειρές με κάμπιες
γραμμές πάνω στο χώμα
ξερά τα φύλλα
αναγεννάται η γη
τα θαύματα προσμένω.
*
Λάμπει ο κάμπος
πετούν οι πεταλούδες
χορός αγγέλων
οι κάμπιες ανάστατες
αργή μεταμόρφωση.
*
Χλωρό χορτάρι
αλυσίδα με κάμπιες
γόνιμος τόπος
χειροκροτά το παιδί
την απόχη αρπάζει.
*
Κάμπιες στα φύλλα
ασάλευτος πευκώνας
γύρης όνειρα
ξυπνά μια πεταλούδα
οργιώδης ο χορός.
*
Μικρή μια κάμπια
ποδαράκια κινούνται
τα φύλλα τρέμουν
πλησιάζει η ώρα
χαρμόσυνος τοκετός.
*
Άδεια κουκούλια
σκουλαρίκια του πεύκου
αέρας φυσά
αποσταμένες κάμπιες
ο κύκλος τους έκλεισε.
*
Ύστατη στιγμή
αργοσβήνουν οι κάμπιες
γέννημα της γης
προβάλλουν πεταλούδες
μυστηριακός χορός.
*
Κάμπιας όνειρα
ανελέητο το φως
έναρξη γιορτής
κομψές οι πεταλούδες
γλυκοφιλούν τα άνθη.
*
Εαρινό φως
χρυσαλλίδες και κάμπιες
χλωρά τα κλαδιά
εξιτάρει το θαύμα
οργιάζουν κερασιές.
*
Πρωινό το φως
πυκνόφυτο το δάσος
ελάφι περνά
παραμερίζουν κάμπιες
διακλαδίζονται συρμοί.
Τρίτη 14 Μαρτίου 2023
Δευτέρα 13 Μαρτίου 2023
Χαϊκού
Χειμώνας φεύγει
αηδόνια ξεμυτίζουν-
ψαλμοί της φύσης.
*
Αργούν οι κούκοι
πάχνη σκεπάζει φύλλα -
φεύγει ο ήλιος.
*
Μεγάλες μέρες
βιολέτες εγείρονται -
το κρύο φεύγει.
*
Τα τρένα φεύγουν
χαμομήλια στις ράγες -
στερνή άνθιση.
*
Εποχές φεύγουν
οι κερασιές νυφούλες -
χορός ανθέων.
*
Κρουστά τα νερά
οι πελαργοί έφυγαν -
κρότοι κρυστάλλων.
*
Μικρό λιβάδι
ξυπνούν οι παπαρούνες _
ύμνοι πρώιμοι.
*
Σκιάχτρο στον κήπο
ρονρονίζει η γάτα -
φεύγουν σπουργίτια.
*
Σκαστός ο σκύλος
τριγυρίζει στις ρούγες -
φεύγει η μπόρα.
*
Μικρός κυνηγός
ανεμώνες μαζεύει-
το βόλι φεύγει.
*
Άπατα νερά
γλιστράει μία τράτα-
οι γλάροι φεύγουν.
*
Ήσυχο κύμα
έριξα παραγάδι -
φεύγουν τα κρύα.
αηδόνια ξεμυτίζουν-
ψαλμοί της φύσης.
*
Αργούν οι κούκοι
πάχνη σκεπάζει φύλλα -
φεύγει ο ήλιος.
*
Μεγάλες μέρες
βιολέτες εγείρονται -
το κρύο φεύγει.
*
Τα τρένα φεύγουν
χαμομήλια στις ράγες -
στερνή άνθιση.
*
Εποχές φεύγουν
οι κερασιές νυφούλες -
χορός ανθέων.
*
Κρουστά τα νερά
οι πελαργοί έφυγαν -
κρότοι κρυστάλλων.
*
Μικρό λιβάδι
ξυπνούν οι παπαρούνες _
ύμνοι πρώιμοι.
*
Σκιάχτρο στον κήπο
ρονρονίζει η γάτα -
φεύγουν σπουργίτια.
*
Σκαστός ο σκύλος
τριγυρίζει στις ρούγες -
φεύγει η μπόρα.
*
Μικρός κυνηγός
ανεμώνες μαζεύει-
το βόλι φεύγει.
*
Άπατα νερά
γλιστράει μία τράτα-
οι γλάροι φεύγουν.
*
Ήσυχο κύμα
έριξα παραγάδι -
φεύγουν τα κρύα.
*
Γερανοί φεύγουν
ψαλίδια χελιδονιών-
άδειο το σύρμα.
Σάββατο 11 Μαρτίου 2023
Ακαταδεξιά θανάτου
Οι κύκνοι στο εθνικό πάρκο δεν ξέρουν
να τραγουδούν.Μην περιμένετε λοιπόν το κύκνειο άσμα
τους να βγάλουν.
Τα παιδιά των τρένων αγαπούν τους κύκνους,
την ομορφιά τους καμαρώνουν και τον
καλλίγραμμο λαιμό τους ζηλεύουν.
Όταν τους συναντούν ψιχουλάκια τους ρίχνουν.
Η μικρή Φραντζέσκα έρχεται κοντά τους
και τους τραγουδά έναν μελαγχολικό σκοπό.
Οι κύκνοι αγαπούν τις νότες της και τη φωνή
της μα δεν τραγουδούν.
Δεν συμβιβάζονται με του θανάτου το
σκληρό πρόσταγμα.
Κάνουν κύκλους στο νερό και στη ζωή
αφήνονται σαν το κλαράκι της γαζίας
στο υγρό χάδι του νοτιά.
Είναι νεαροί οι κύκνοι και δεν τους πρέπει
ο αποχαιρετισμός, περισσεύει πολύ λάδι
ακόμα στο καντήλι τους.
Βουτούν το λαιμό τους στο νερό με χάρη
και τα παιδιά των τρένων τους χειροκροτούν
ασταμάτητα.
Ένας ταλαντούχος από αυτά πορτρέτα
τους φτιάχνει και τα πινέλα του βουτά
στο αφρώδες λευκό του πρωινού.
Η μικρή Φραντζέσκα τραγουδά ακατάπαυστα.
Ως εδώ φτάνει η φωνή της.
Νιώθει ασφάλεια όταν τους αντικρίζει στη
λίμνη του πάρκου, μακριά από τους
καπνισμένους συρμούς.
Δεν πικραίνεται από την ακαταδεξιά τους.
Είναι νεαρή η Φραντζέσκα, παιδί σχεδόν ακόμα
κι οι κύκνοι αγαπούν τα παιδιά με τα σκισμένα
τζιν παντελόνια και τα αφοπλιστικά
χαμόγελα.
Οι ποιητές το ξέρουν αυτό, γι' αυτό
ξημεροβραδιάζονται για να εξυμνούν
την παρτιτούρα της ζωής.
Οι κύκνοι, τα παιδιά των τρένων και οι
ποιητές φιλεύουν τον κόσμο με νέες
υποσχέσεις, τραγούδια και συνθήματα.
Όλοι μαζί στις πορείες πηγαίνουν των εργατών
των φοιτητών και των μανάδων.
Οι κύκνοι σιωπούν κι αψηφούν το θάνατο.
Η Φραντζέσκα τραγουδά, γιατί αυτό
ξέρει να κάνει καλά.
Το πλήθος αυγαταίνει, πάλλεται ακούγονται
συνθήματα.
Το αίμα μας τα κέρδη σας.
Ποτέ ξανά.
Η Φραντζέσκα κρατά το ρυθμό, οι ωραίοι νέοι
την παρακολουθούν.
Ζει μέσα μας και μετά τις πορείες στο πάρκο
πηγαίνει να ταΐσει τους κύκνους.
Αντιστέκεται και με το φως ολόγυμνη πλαγιάζει.
Δεν σπαταλά άλλο την μελωδική φωνή της
σε πρόβες θανάτου.
Χαμογελάει στη ζωή και προβάρει το καινούργιο
της φόρεμα και τις δυο σειρές πράσινα ζάντ
πάνω στο κρύσταλλο του αιώνιου νερού.
Παρασκευή 10 Μαρτίου 2023
Ο όρκος
Οι θεριστικές μηχανές ήρθαν απόψε
στα Τέμπη.
Το στόμα τους δεν μάζευε δίκοκκο
σιτάρι μήτε άγανα κι ούτε κριθάρι σκληρό.
Οι θεριστικές μηχανές κατάπιναν νεαρά
κορμιά, αίμα παφλάζον και ιδρώτα.
Ασταμάτητος ο ήχος τους σαν φωνή τενόρου
σε σκηνή με πολλούς θεατές.
Λάβετε φάγετε, η θυσία ξεκίνησε.
Τα κορμιά των παιδιών μακριά στάθηκαν
από αλλόθρησκους και ιταμές προθέσεις.
Σημαία τα κορμιά τους στους δρόμους
μιας πολιτείας βγήκαν που φοβάται να
κοιμηθεί και την λήθη κυνηγά.
Χαμογελάει η Λουκία κάτω από το λάβαρο.
Προβάλλουν γροθιές υψωμένες, η ντουντούκα
δίνει το ρυθμό και το νεύρο.
Σε ευαγγέλια η Λουκία ορκίζεται να μην
κάνει πίσω.
Το αίμα των παιδιών επαναστατικό σύνθημα.
Ποτέ ξανά.
Ο θερισμός τους αγώνας διαρκής.
Το αίμα τους νάμα και μεταλαβιά μπροστά
στο παλλόμενο πλήθος.
Ο Κώστας κρατάει το δισκοπότηρο.
Λάβετε φάγετε.
Η Λουκία έχει ξανθά μαλλιά σαν στάχυ.
Δεν ξεχνάει, δεν κοιμάται βαδίζει ίσα
προς τα ακίνητα μάρμαρα, δάφνες κρατά
στο χέρι.
Ο ιδρώτας τους κρυστάλλινο νερό από
πηγή βουνίσια.
Δες πως τρέχει απ' τον κρουνό.
Πνίγει χωράφια άκαρπα, πνίγει ταγούς
ανιστόρητους, δροσίζει χείλη που ξάφνου
ενηλικιώθηκαν
Οι θεριστικές μηχανές αποσύρθηκαν μα
εμείς ιστορικά μνημεία θα τις κάνουμε,
στα Τέμπη.
Το στόμα τους δεν μάζευε δίκοκκο
σιτάρι μήτε άγανα κι ούτε κριθάρι σκληρό.
Οι θεριστικές μηχανές κατάπιναν νεαρά
κορμιά, αίμα παφλάζον και ιδρώτα.
Ασταμάτητος ο ήχος τους σαν φωνή τενόρου
σε σκηνή με πολλούς θεατές.
Λάβετε φάγετε, η θυσία ξεκίνησε.
Τα κορμιά των παιδιών μακριά στάθηκαν
από αλλόθρησκους και ιταμές προθέσεις.
Σημαία τα κορμιά τους στους δρόμους
μιας πολιτείας βγήκαν που φοβάται να
κοιμηθεί και την λήθη κυνηγά.
Χαμογελάει η Λουκία κάτω από το λάβαρο.
Προβάλλουν γροθιές υψωμένες, η ντουντούκα
δίνει το ρυθμό και το νεύρο.
Σε ευαγγέλια η Λουκία ορκίζεται να μην
κάνει πίσω.
Το αίμα των παιδιών επαναστατικό σύνθημα.
Ποτέ ξανά.
Ο θερισμός τους αγώνας διαρκής.
Το αίμα τους νάμα και μεταλαβιά μπροστά
στο παλλόμενο πλήθος.
Ο Κώστας κρατάει το δισκοπότηρο.
Λάβετε φάγετε.
Η Λουκία έχει ξανθά μαλλιά σαν στάχυ.
Δεν ξεχνάει, δεν κοιμάται βαδίζει ίσα
προς τα ακίνητα μάρμαρα, δάφνες κρατά
στο χέρι.
Ο ιδρώτας τους κρυστάλλινο νερό από
πηγή βουνίσια.
Δες πως τρέχει απ' τον κρουνό.
Πνίγει χωράφια άκαρπα, πνίγει ταγούς
ανιστόρητους, δροσίζει χείλη που ξάφνου
ενηλικιώθηκαν
Οι θεριστικές μηχανές αποσύρθηκαν μα
εμείς ιστορικά μνημεία θα τις κάνουμε,
νέες γκουέρνικες.
Η Λουκία είναι σβέλτη, ξέρει να ζωγραφίζει
Η Λουκία είναι σβέλτη, ξέρει να ζωγραφίζει
και να λαξεύει.
Ο Κώστας φοράει μαντήλι στο λαιμό σε
λίγο θα αρχίσουν οι χοροί και τα αγέννητα
ποιήματα σε πολλά τιράζ θα κυκλοφορήσουν.
Λάβετε φάγετε.
Καθαγιάστηκαν τα παιδιά και στους δρόμους
βγήκαν μαζί με τα νεαρά στάχυα του κόσμου
τούτου.
Ο όρκος τους βαθύριζο πλατάνι, ελιά ευλογημένη,
στα χείλη των νέων παιδιών Θούριος
Ο όρκος απόφαση και πείσμα για έναν ατελεύτητο αγώνα.
Ο Κώστας φοράει μαντήλι στο λαιμό σε
λίγο θα αρχίσουν οι χοροί και τα αγέννητα
ποιήματα σε πολλά τιράζ θα κυκλοφορήσουν.
Λάβετε φάγετε.
Καθαγιάστηκαν τα παιδιά και στους δρόμους
βγήκαν μαζί με τα νεαρά στάχυα του κόσμου
τούτου.
Ο όρκος τους βαθύριζο πλατάνι, ελιά ευλογημένη,
στα χείλη των νέων παιδιών Θούριος
Ο όρκος απόφαση και πείσμα για έναν ατελεύτητο αγώνα.
Πέμπτη 9 Μαρτίου 2023
Η ουράνια σύναξη
Το τρένο ποτέ δεν μπήκε στο τούνελ,
θεοσκότεινο δεν ήθελε να αφήσει το
σημάδι στο δέρμα και στα πρόσωπα των
άδουλων νέων.
Τα σκοτωμένα παιδιά μυστικό ραντεβού είχαν
με το φεγγάρι και με τις καλύβες των άστρων
εκείνη τη νύχτα συνομιλούσαν.
Ανέβηκαν ένα ένα πάνω στις φεγγαροαχτίδες
που θα τα οδηγούσαν στα πλάτη του ουρανού.
Ρωμαλέα τα παιδιά δεν καταδέχτηκαν
να μπουν στη φορτηγίδα που είχε φέρει
ο χάροντας για να τα πάρει μαζί του στα
μαύρα λιβάδια που ανθούν τα ασφοδίλια.
Μουτρωμένος έφυγε ανάβοντας το τσιμπούκι
του απ' τη φωτιά των βαγονιών.
Τα παιδιά τον προσπέρασαν.
Τα όνειρα τους μεγάλα, έστησαν ανθρώπινο
τοίχο μπρος στα άπονα του δρεπάνια και
στο αποκρουστικό του βλέμμα, φτύνοντας
οργισμένα τις καμένες του επιδιώξεις.
Τα σκοτωμένα παιδιά στου ουρανού τα
μύχια αθανατούν κι εκεί σφίγγουν δυνατά
της οργής την γροθιά.
Κανείς δεν τα ταράζει, στα σπλάχνα της
σελήνης βρήκαν ένα χέρι ζεστό σαν αυτό
της μάνας που ποτέ δεν ξεχνάει.
Εκεί ο Κυπριανός, η Ιφιγένεια, η Αναστασία,
η Βάγια συντονίζουν τα χαμόγελα των άλλων
παιδιών στις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας.
Άκου το ντέφι τους, άκου το αίμα τους,
άκου το ηχηρό τους μήνυμα.
Θα σε πάρω όταν φτάσω μαμά, κοιμήσου.
Τα σκοτωμένα παιδιά έντυσαν το θάνατο
τους με φως ζωής και κριτές αυστηροί
έγιναν για το σάπιο του κόσμου σύστημα.
Δικαίωση ζητούν κι ασταμάτητα γράφουν
πλακάτ με συνθήματα έγερσης.
Ύψωσε το κεφάλι προς τον ουρανό και θα
τα δεις να συνομιλούν με τις κορυφές της ιστορίας.
Τα αποστήματα σπάζουν της αδιαφορίας
και εχθρεύονται την καπηλεία των αρχείων.
Έχουν γιορτή εκεί ψηλά, ένα ξέφρενο γλέντι,
μια συμπαντική εαρινή σύναξη.
Σμίγουν με τα πλήθη που διαδηλώνουν κι
άφοβα καταργούν τα σκοτάδια απ' τον
πίνακα των πρόχειρων ανακοινώσεων.
Δικά τους βγάζουν δελτία και μας ζητούν
της αγρύπνιας να πάρουμε τον δρόμο.
Νικητές να γίνουμε και ώριμοι διάδοχοι τους.
Το σκληρό κορμί της Άνοιξης να σπαθίσουμε
γλυκιά για να γίνει αδερφή έτσι που οι
μάνες να μην κοιτούν ύποπτα τις ξεχαρβαλωμένες
ράγες και τα σπασμένα κλειδιά που η μοναξιά
τα κατοικεί και η εντροπία.
θεοσκότεινο δεν ήθελε να αφήσει το
σημάδι στο δέρμα και στα πρόσωπα των
άδουλων νέων.
Τα σκοτωμένα παιδιά μυστικό ραντεβού είχαν
με το φεγγάρι και με τις καλύβες των άστρων
εκείνη τη νύχτα συνομιλούσαν.
Ανέβηκαν ένα ένα πάνω στις φεγγαροαχτίδες
που θα τα οδηγούσαν στα πλάτη του ουρανού.
Ρωμαλέα τα παιδιά δεν καταδέχτηκαν
να μπουν στη φορτηγίδα που είχε φέρει
ο χάροντας για να τα πάρει μαζί του στα
μαύρα λιβάδια που ανθούν τα ασφοδίλια.
Μουτρωμένος έφυγε ανάβοντας το τσιμπούκι
του απ' τη φωτιά των βαγονιών.
Τα παιδιά τον προσπέρασαν.
Τα όνειρα τους μεγάλα, έστησαν ανθρώπινο
τοίχο μπρος στα άπονα του δρεπάνια και
στο αποκρουστικό του βλέμμα, φτύνοντας
οργισμένα τις καμένες του επιδιώξεις.
Τα σκοτωμένα παιδιά στου ουρανού τα
μύχια αθανατούν κι εκεί σφίγγουν δυνατά
της οργής την γροθιά.
Κανείς δεν τα ταράζει, στα σπλάχνα της
σελήνης βρήκαν ένα χέρι ζεστό σαν αυτό
της μάνας που ποτέ δεν ξεχνάει.
Εκεί ο Κυπριανός, η Ιφιγένεια, η Αναστασία,
η Βάγια συντονίζουν τα χαμόγελα των άλλων
παιδιών στις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας.
Άκου το ντέφι τους, άκου το αίμα τους,
άκου το ηχηρό τους μήνυμα.
Θα σε πάρω όταν φτάσω μαμά, κοιμήσου.
Τα σκοτωμένα παιδιά έντυσαν το θάνατο
τους με φως ζωής και κριτές αυστηροί
έγιναν για το σάπιο του κόσμου σύστημα.
Δικαίωση ζητούν κι ασταμάτητα γράφουν
πλακάτ με συνθήματα έγερσης.
Ύψωσε το κεφάλι προς τον ουρανό και θα
τα δεις να συνομιλούν με τις κορυφές της ιστορίας.
Τα αποστήματα σπάζουν της αδιαφορίας
και εχθρεύονται την καπηλεία των αρχείων.
Έχουν γιορτή εκεί ψηλά, ένα ξέφρενο γλέντι,
μια συμπαντική εαρινή σύναξη.
Σμίγουν με τα πλήθη που διαδηλώνουν κι
άφοβα καταργούν τα σκοτάδια απ' τον
πίνακα των πρόχειρων ανακοινώσεων.
Δικά τους βγάζουν δελτία και μας ζητούν
της αγρύπνιας να πάρουμε τον δρόμο.
Νικητές να γίνουμε και ώριμοι διάδοχοι τους.
Το σκληρό κορμί της Άνοιξης να σπαθίσουμε
γλυκιά για να γίνει αδερφή έτσι που οι
μάνες να μην κοιτούν ύποπτα τις ξεχαρβαλωμένες
ράγες και τα σπασμένα κλειδιά που η μοναξιά
τα κατοικεί και η εντροπία.
Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2023
Οι τρεις διαστάσεις
Όταν αρρωσταίνεις βαριά εσύ στους ουρανούς
ένα σύγκρυο και μια κακουχία με πιάνει.Τρέχω στην κουζίνα και φτιάχνω ένα
ζεστό αφέψημα, κατά λάθος βάζω ζάχαρη
και το χύνω, δεν την βαστώ τόση πολλή γλύκα,
με κατακρημνίζει γυμνή σε βάραθρα απύθμενα,
σκορπιούνται τα μέλη μου και πεθαίνω
τρεις θανάτους φρικτούς.
Δεν με βοηθάς, σφυρίζεις ένα ερωτικό
τραγούδι που για εμάς μιλούσε, απομακρύνεσαι
κρατώντας μια δάδα στο χέρι.
Ξοπίσω σου τρέχω ασθμαίνοντας σαν να
με κυνηγά θαρρώ μια αγέλη σκύλων.
Έχουν την γλώσσα τους έξω, τα σάλια τους
τρέχουν και τα δόντια τους σαν καρφιά είναι
αιχμηρά με φτάνουν.
Στο χώμα μια παχιά κηλίδα από αίμα.
Όταν κρυώνεις εσύ στους ουρανούς η καρδιά
μου χτυπάει δυνατά και κρύος ιδρώτας με λούζει.
Τρέχω στο γκάζι και φτιάχνω μια ζεστή σούπα,
τα αρμυρισμένα δάκρυα την νοστιμίζουν.
Την φέρνω στο στόμα μου και ο σφυγμός
ευτυχώς καταλαγιάζει, προς στιγμή ηρεμώ.
Κατεβάζω τους χάρτες και με ένα φακό
ξεχωρίζω τις χώρες που τώρα κινείσαι.
Σε παρακολουθώ και προς τα εσένα προχωρώ,
μαγνήτης και με έλκεις συνεχώς.
Θυμάμαι ξάφνου τα χείλη σου, τα χάδια σου
και τις σφιχτές αγκαλιές σου.
Πόσο μου λείπεις
Πόσο μακριά απιθώνεις κάθε φορά την
εικόνα σου για να μην την βλέπω.
Να σε συνετίσω δεν μπορώ, άπειρες φορές
το προσπάθησα χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Ανυπόμονη τότε σκαλίζω της απώλειας
το αγαλματίδιο και το τοποθετώ πλάι
στον καθρέφτη για να μην ξεψυχήσει
στα χέρια μου σαν τον άγουρο φιλί.
Όταν γελάς εσύ στους ουρανούς μπαίνω
μέσα από τον ύπνο στα πιο όμορφα όνειρα.
Δίπλα ουράνια τόξα έρχονται γεφύρια να
στήσουν, η καρδιά ξανά να σε βρει.
Είναι οι ώρες που εμφανίζεσαι μπροστά
μου με μια εφημερίδα στο χέρι.
Μου μιλάς αδιάκοπα για τα πάθια του κόσμου,
σε προσέχω και σκαμνάκι σου δίνω να κάτσεις.
Φουσκώνει τότε ο πόνος μέσα μου απ' το άδικο
της ζήσης και την πενία των αδυνάτων.
Με παρηγορείς και μου δίνεις ένα μαντήλι
με τα αρχικά σου.
Ύστερα φεύγεις χαμογελαστός κι εγώ
στις σεισμικές δονήσεις των χωρισμών πισωπατώ
και γδέρνεται η αριστερή μου κνήμη.
Μπροστά σε ένα γκρεμό βρίσκομαι,
ανοίγω το μαντήλι σου κι αρχίζω να πετώ,
γλυτώνω την τελευταία στιγμή από μια
βέβαιη πτώση.
Αυτό είναι τώρα το φυλακτό μου.
Κάτω από το μαξιλάρι μου το βάζω.
Το αρωματίζω με λεβάντα.
Με κρατά στη ζωή και στου γέλιου σου
τα μουσικά κρύσταλλα με ταξιδεύει.
Χώρες ήπιες σου διαλέγω ποτέ να μην κρυώνεις
κι αρρώστια κακιά να μην σε βρίσκει.
Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2023
Η δεύτερη μου γέννηση
Απ' την ημέρα που έφυγες γύρισα
στο μακρινό παρελθόν και στην εμβρυακή επέστρεψα ηλικία.
Μέσα σε μια ευρεία μήτρα μπήκα,
ατελές έχω σώμα και τα νύχια στα
χέρια μου λεπτά κι εύθραυστα είναι
σαν ροδοπέταλα από κήπους άγνωστους
που κανείς δεν κλαδεύει.
Στο ζεστό αμνιακό υγρό κολυμπώ
κι ανάσα δεν βγάζω, εκτινάξεις κάνω
για να βγω στη ζωή, δεν τα καταφέρνω.
Σώμα μάγισσας ξακουστής με φιλοξενεί
που τα πλήθη την κυνηγούν σιδηροδέσμια
να την οδηγήσουν στην πυρά.
Κινδυνεύω με αόριστη να μείνω φύση.
Παραδέρνω ανάμεσα σε κυματισμούς
κι έξοδο δεν βρίσκω στου ήλιου το
μαξιλάρι να βγω το σκοτάδι να νικήσω.
Ο ομφάλιος λώρος της με θρέφει αργά
και οξυγόνο από τα χείλη της παίρνω.
Βλέννες με καλύπτουν, κλειστό έχω
στόμα και η γλώσσα μου σαν ψάρι βουβό
μοιάζει που δεν γνωρίζει να μιλά.
Ξέχασα τα ποιήματα, τα τραγούδια κι οι
όρκοι μου μείναν χωρίς αποδέκτη.
Οριοθετημένη η ύπαρξη μου αναζητά
των στίχων σου την ελεύθερη οδό.
Μόνο να ονειρεύομαι μπορώ αδιαλείπτως
Τα όνειρα μου εσύ, φορούν των φιλιών
σου τα αρώματα, κρατούν την σκυτάλη
του έρωτα και μπροστά σε δικαστές
στέκονται και ζητούν χάρη.
Ξόρκια και μαγικά κόλπα έμαθα πολλά.
Ίσως αυτά με βοηθήσουν κάποτε τις
στράτες σου να διαβώ και να σε φέρω πίσω.
Γιατί όπως και να το κάνεις κάποτε
στον πάνω κόσμο θα βγω.
Το ξέρω πως σταυρωτήδες θα με κυνηγήσουν
κι άκαμπτοι νόμοι θα με περιμένουν.
Μα εγώ όμορφη, με κλωνάρια μυγδαλιάς
θα σε καρτερέψω, τον άπονο χειμώνα να
διώξω από τη ζωή σου και τους φυσικούς
να καταλύσω νόμους.
Η δεύτερη γέννηση μου μέσα στων άστρων
σου την παχιά θράκα θα σημειωθεί.
Με την άνοιξη θα φτάσω φορώντας αέρινα
πέπλα για να τυλίξω το σεπτό σου σώμα.
Η μάγισσα μου αφιλοκερδώς μια άμαξα
θα μου χαρίσει χρυσοποίκιλτη με αυτή
να οδηγηθούμε σε άλλες πολιτείες ερωτικές
εκεί που δεν υπάρχουν του θανάτου οι
σκληροί δεσμώτες με τις τρύπιες βάρκες.
σου την παχιά θράκα θα σημειωθεί.
Με την άνοιξη θα φτάσω φορώντας αέρινα
πέπλα για να τυλίξω το σεπτό σου σώμα.
Η μάγισσα μου αφιλοκερδώς μια άμαξα
θα μου χαρίσει χρυσοποίκιλτη με αυτή
να οδηγηθούμε σε άλλες πολιτείες ερωτικές
εκεί που δεν υπάρχουν του θανάτου οι
σκληροί δεσμώτες με τις τρύπιες βάρκες.
Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2023
Η εξοδούχος του φθινοπώρου
Μαύρα θα βάψω τα νύχια μου, κόκκινα
τα χείλη και θα βγω στην πολιτεία.
Μαζί μου θα πάρω και την ομπρέλα μου.
Όχι πως θα βρέξει αλλά όλη τη νύχτα
με κυνηγούσαν τα δάκρυα σου.
Δακρυσμένος όπως είσαι, φοβάμαι μήπως
ένα απότομο μπουρίνι πιάσει.
Να! σαν να είδα πέρα στον ορίζοντα μια
αστραπή.
Δεν λάθεψα, ένας υπόκωφος θόρυβος φτάνει
ως εδώ, τον άκουσα καλά.
Βροντή ήταν δίχως άλλο.
Τι καλά που πήρα την ομπρέλα, πρέπει την
συννεφιά σου να αντιμετωπίσω.
Πολλά μάζεψες δάκρυα κι όπου να είναι
θα ξεσπάσουν.
Τα μάγουλα σου είναι το χώμα της γης
που ζητά να ξεδιψάσει.
Απορώ κι αναρωτιέμαι πως έφτασες ακόμη
και τα καιρικά φαινόμενα να καθορίζεις.
Μελαγχολικός όπως είσαι ίσως τώρα
πολλαπλασιαστούν και τα πρωτοβρόχια πάνω στη γη.
Σίγουρα θα βρέξει σήμερα.
Σου πάει το φθινόπωρο με τα γονατισμένα
από τη βροχή χρυσάνθεμα.
Ήλιοι είναι αυτά τα άνθη που τα αφόρισε
ο ουρανός και τα έστειλε πάνω στη γη.
Θυμάμαι πόσο σου άρεσαν.
Στην πίσω αυλή τα είχαμε, τα καμάρωνες,
σε παίδευε λίγο η μελίγκρα, τα φρόντιζες.
Στο ανθογυάλι τα έβαζες και φωτίζονταν
το δωμάτιο, το σπίτι, το πρόσωπο σου και
εκείνο το βαρύ μαύρο της καρδιάς.
Έτοιμα τα νύχια μου, καιρός να βγω.
Αλλά το μετάνιωσα δεν θα πάρω ομπρέλα.
Θα την αφήσω εδώ ανοιχτή να προστατεύει το σπίτι.
Τα δάκρυα σου το έχουν διαβρώσει.
Φούσκωσε το πιάνο, το τραπέζι ξεφλούδισε
και τα συρτάρια του δεν ανοίγουν.
Και τι δεν είχες κρύψει εκεί.
Τον νυχοκόπτη, τη χτένα σου, την οδοντόπαστα
και τα ποιήματα του φθινοπώρου.
Δεν με είχες αφήσει να τα διαβάσω,
τα έκρυβες και μόνο στα ταπεινά σπουργίτια
τα απήγγειλες.
Προσπάθησα να σε μεταπείσω μα δεν
έπαιρνες κουβέντα.
Θησαυρός αυτά τα ποιήματα, έλα να τα
διαβάσουμε μαζί.
Καιρός να φύγεις από εκεί ψηλά, λέω πως
πλησίασε πια η ώρα τέλος να πάρουν τα δάκρυα σου.
Δεν νομίζεις πως οι τόσες βροχές δεν θα επηρεάσουν
κι αυτό τον έρωτα μας και δεν θα τον κοιμίσουν πλάι
στα γονατισμένα χρυσάνθεμα; θα λαβωθεί...
Είναι επικίνδυνα εκεί, από τότε που έφυγες
μονοετή έχουν πλέον φύση κι εγώ έχω διαλέξει
να σε θέλω εδώ για πάντα.
τα χείλη και θα βγω στην πολιτεία.
Μαζί μου θα πάρω και την ομπρέλα μου.
Όχι πως θα βρέξει αλλά όλη τη νύχτα
με κυνηγούσαν τα δάκρυα σου.
Δακρυσμένος όπως είσαι, φοβάμαι μήπως
ένα απότομο μπουρίνι πιάσει.
Να! σαν να είδα πέρα στον ορίζοντα μια
αστραπή.
Δεν λάθεψα, ένας υπόκωφος θόρυβος φτάνει
ως εδώ, τον άκουσα καλά.
Βροντή ήταν δίχως άλλο.
Τι καλά που πήρα την ομπρέλα, πρέπει την
συννεφιά σου να αντιμετωπίσω.
Πολλά μάζεψες δάκρυα κι όπου να είναι
θα ξεσπάσουν.
Τα μάγουλα σου είναι το χώμα της γης
που ζητά να ξεδιψάσει.
Απορώ κι αναρωτιέμαι πως έφτασες ακόμη
και τα καιρικά φαινόμενα να καθορίζεις.
Μελαγχολικός όπως είσαι ίσως τώρα
πολλαπλασιαστούν και τα πρωτοβρόχια πάνω στη γη.
Σίγουρα θα βρέξει σήμερα.
Σου πάει το φθινόπωρο με τα γονατισμένα
από τη βροχή χρυσάνθεμα.
Ήλιοι είναι αυτά τα άνθη που τα αφόρισε
ο ουρανός και τα έστειλε πάνω στη γη.
Θυμάμαι πόσο σου άρεσαν.
Στην πίσω αυλή τα είχαμε, τα καμάρωνες,
σε παίδευε λίγο η μελίγκρα, τα φρόντιζες.
Στο ανθογυάλι τα έβαζες και φωτίζονταν
το δωμάτιο, το σπίτι, το πρόσωπο σου και
εκείνο το βαρύ μαύρο της καρδιάς.
Έτοιμα τα νύχια μου, καιρός να βγω.
Αλλά το μετάνιωσα δεν θα πάρω ομπρέλα.
Θα την αφήσω εδώ ανοιχτή να προστατεύει το σπίτι.
Τα δάκρυα σου το έχουν διαβρώσει.
Φούσκωσε το πιάνο, το τραπέζι ξεφλούδισε
και τα συρτάρια του δεν ανοίγουν.
Και τι δεν είχες κρύψει εκεί.
Τον νυχοκόπτη, τη χτένα σου, την οδοντόπαστα
και τα ποιήματα του φθινοπώρου.
Δεν με είχες αφήσει να τα διαβάσω,
τα έκρυβες και μόνο στα ταπεινά σπουργίτια
τα απήγγειλες.
Προσπάθησα να σε μεταπείσω μα δεν
έπαιρνες κουβέντα.
Θησαυρός αυτά τα ποιήματα, έλα να τα
διαβάσουμε μαζί.
Καιρός να φύγεις από εκεί ψηλά, λέω πως
πλησίασε πια η ώρα τέλος να πάρουν τα δάκρυα σου.
Δεν νομίζεις πως οι τόσες βροχές δεν θα επηρεάσουν
κι αυτό τον έρωτα μας και δεν θα τον κοιμίσουν πλάι
στα γονατισμένα χρυσάνθεμα; θα λαβωθεί...
Είναι επικίνδυνα εκεί, από τότε που έφυγες
μονοετή έχουν πλέον φύση κι εγώ έχω διαλέξει
να σε θέλω εδώ για πάντα.
Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2023
Οι παλαίστρες του έρωτα
"Στις παλαίστρες του παράφορου έρωτα
κυκλοφορώ με αψέντι δυνατό στο χέρι."
κυκλοφορώ με αψέντι δυνατό στο χέρι."
Βρεγμένα έχω ρούχα και μαλλιά και
στα πόδια μου φυτρώνουν λειχήνες.
Νοτερή υδατογραφία το πρόσωπο μου
κλαίει όταν προφέρει το όνομα σου.
Η καρδιά μου ανοιχτός κήπος υποδέχεται
όλα τα χρώματα και τα αρώματα.
Αναρριχώμενα φυτά θωρώ, αγιόκλημα,
γιασεμιά και ρολογιές.
Κοντά μου έρχονται σμήνη μελισσών
απομυζούν χυμούς και μέλι με ταΐζουν
και βασιλικό πολτό.
Βασίλισσα τους γίνομαι και γεννώ
όμορφα παιδιά και τα πιο μεγάλα όνειρα
βλέπω να πραγματώνονται.
Τα καρπώνομαι και το σιροπιαστό
γλυκό της ευτυχίας διαλέγω.
Στέριωσα την αγάπη στην όχθη του φεγγαριού.
Γέμισα κρατήρες, ισχνό φως και τα
ποτισμένα μου φλάμπουρα μου ζεστό
έχουν αίμα.
Εδώ οι στεναγμοί του έρωτα, οι ακίδες
της λήθης και της μνημοσύνης το καλό νερό.
Το πίνω και ομορφαίνω, κερασιάς κλωνάρια
γίνονται τα χέρια μου.
Τον έρωτα παίρνω αλαμπρατσέτα και
διεισδύω στα φαρμακωμένα νερά της
λήθης, πολλά τα προσωπεία της δεν με
ξεγελούν.
Νικητής βγαίνω και για τρόπαια μου έχω
μια αγκαλιά άλικα τριαντάφυλλα.
Στα πόδια σου τα αφήνω περικαλλής να
κυκλοφορείς στον κόσμο.
Στέριωσα την αγάπη στη γειτονιά του ήλιου.
Εδώ ξαναβρίσκω τα πορτρέτα σου που
είχα από χρόνια χάσει.
Αλώβητη η μορφή σου δεν ζητάει καμία
επιδιόρθωση, φωτοστέφανο έχει και λάμπει
Συντροφιά μου έχω τον ανθοφόρο κήπο
της Άνοιξης και τα ωδικά πουλιά.
Πεταλούδες πετούν κι εγώ στα εύθραυστα
φτερά τους γράφω ποιήματα για τον
ηλιόκαλλο έρωτα.
Μου χαμογελάς με γέλιο γήινο παιδιού και
στην υποδοχή σου άγγελοι με χαιρετούν.
Τους καλωσορίζω, στα περιβόλια τους μπαίνω,
σε θεώνω και στων φιλιών το ανασκίρτημα
ζω εξαρχής την ζωή μου.
Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2023
Χαϊκού των ψαριών
Ουρά του ψαριού
πέταλα της μυγδαλιάς-
λικνιστός χορός.
*
Πλακί το ψάρι
αναμμένα κάρβουνα-
βροχερός καιρός.
*
Ψάρια στα δίχτυα
κορμί ξεροψημένο-
ο λίβας καίει.
*
Λάδι η λίμνη
ψάρι χοροπηδάει -
χορός της βροχής.
*
Χιόνια στις πλαγιές
διάφανα τα κρύσταλλα-
λέπια του ψαριού.
*
Πάγος στη λίμνη
τα ψάρια βουβάθηκαν-
σκιέρ ο ψαράς.
*
Γυμνά τα πόδια
καλαθούνα με ψάρια-
σκηνικό θέρους.
*
Ψάρια σπαρταρούν
ήλιος του αλωνάρη-
ιδρώτας μόχθου.
*
Ψάρι στο φούρνο-
νιαουρίζει η γάτα
τζιτζίκια συνοδοί.
*
Τσαμπί σταφυλιού
τηγανητά τα ψάρια-
τερπνό το δείπνο.
*
Ψάρια του αφρού
γαληνεμένη θάλασσα-
τσιμπούσι γλάρων.
*
Χωνί με ψάρια
βαριά ψαροκασέλα-
ήλιος με δόντια.
*
Ψάρια στον πάγκο
χιόνι ως το γόνατο-
ουδείς πελάτης.
*
Ψάρι αχνιστό
λεμόνια στην πιατέλα -
ούζου καράφα.
*
Χιόνι στην αυλή-
άδεια η αλατιέρα
παστό το ψάρι.
*
Βροχερή νύχτα-
η σούπα στο τσουκάλι
μυρωδιά ψαριού.
πέταλα της μυγδαλιάς-
λικνιστός χορός.
*
Πλακί το ψάρι
αναμμένα κάρβουνα-
βροχερός καιρός.
*
Ψάρια στα δίχτυα
κορμί ξεροψημένο-
ο λίβας καίει.
*
Λάδι η λίμνη
ψάρι χοροπηδάει -
χορός της βροχής.
*
Χιόνια στις πλαγιές
διάφανα τα κρύσταλλα-
λέπια του ψαριού.
*
Πάγος στη λίμνη
τα ψάρια βουβάθηκαν-
σκιέρ ο ψαράς.
*
Γυμνά τα πόδια
καλαθούνα με ψάρια-
σκηνικό θέρους.
*
Ψάρια σπαρταρούν
ήλιος του αλωνάρη-
ιδρώτας μόχθου.
*
Ψάρι στο φούρνο-
νιαουρίζει η γάτα
τζιτζίκια συνοδοί.
*
Τσαμπί σταφυλιού
τηγανητά τα ψάρια-
τερπνό το δείπνο.
*
Ψάρια του αφρού
γαληνεμένη θάλασσα-
τσιμπούσι γλάρων.
*
Χωνί με ψάρια
βαριά ψαροκασέλα-
ήλιος με δόντια.
*
Ψάρια στον πάγκο
χιόνι ως το γόνατο-
ουδείς πελάτης.
*
Ψάρι αχνιστό
λεμόνια στην πιατέλα -
ούζου καράφα.
*
Χιόνι στην αυλή-
άδεια η αλατιέρα
παστό το ψάρι.
*
Βροχερή νύχτα-
η σούπα στο τσουκάλι
μυρωδιά ψαριού.
Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2023
Οι αποτρόπαιες μορφές σου
Στιγμές πολλές δεν έζησες
κοντά μου, κρέμονταν στουςώμους σου φτερά και συχνά
τα δοκίμαζες και από το πλάι
μου σαν νεφέλωμα εξαφανιζόσουν.
Δύσκολα σε παρακολουθούσα,
άνεμος ταχύς σε κυνηγούσε
και στα υπερώα σε έβγαζε,
κονάκι να στήσεις εκεί απόμακρο.
Στη βίγλα σου κανείς δεν τολμούσε
ποτέ να φτάσει καθώς για φρουρό είχες
βάλει ένα τερατόμορφο ον με δέκα κεφαλές
κι εφτά δαγκάνες.
Σε φοβόμουν σαν όπως τρέμουν
τα παιδιά τους μασκοφόρους ήρωες.
Βιαστικός ήσουν σαν την πορεία
των κομητών κι έναν ημιτελή πάντα
διέγραφες κύκλο γεμάτο από λευκή
παχιά σκόνη.
Όλος σκεπασμένος με αυτή τη
σκόνη δεν σε αναγνώριζα, μου
διέφευγαν τα χαρακτηριστικά σου.
Μια μπέρτα κάλυπτε το πρόσωπο
σου και σαν ληστής έκλεβες ό,τι από
τα φωτεινά τετράγωνα της ζωής
μου απέμεναν άθικτα.
Στη λαξευτή μου σκάλα ερχόσουν,
εραστής του σκότους, τους πρόδηλους
να γράψεις στίχους σου.
Σε κοιτούσα έντρομη σαν όπως
θωρούν οι γέροντες του θανάτου
την κλίνη.
Ετοιμόρροπος ήσουν, έτριζαν τα
θεμέλια σου κι υπόκωφοι ήχοι
έκαναν τυφλά την εμφάνιση τους
στο στερέωμα σου.
Ισχυροί σεισμοί διατάραζαν την
γεωγραφία σου.
Ύφαλοι έβγαιναν από το στέρνο σου
μικρά νησιά σχηματίζονταν στους
κόλπους της καρδιάς σου.
Κώνοι εξείχαν από τα μάτια σου
και ηφαιστειακή λάβα κυλούσε
στα χείλη σου.
Απομακρυνόμουν να μην με καταπιείς.
Σε παρακαλούσα εμβρόντητη σαν όπως
σεμνά κάνει στην Παναγία το τάμα
της μια μάνα για τον ναύτη γιο της.
Διώκτης εσύ, στόχο έβαζες τα
πικρά μου χείλη, διπλωνόσουν
από αυτά και ερωτικά φιλιά
ζητούσες να πάρεις.
Ένα υπερβατικό ήσουν πλάσμα που
όμοιο με αυτό του ποτέ άλλοτε δεν είδα.
Ένας υποχθόνιος Θεός ψυχορραγούσε
στα πόδια σου και σε μάλωνε.
Δεν συνθηκολογούσες ασυγκίνητος
την απόλυτη εξουσία του ζητούσες δική
σου να κάνεις.
Άρχος σε θρόνο παγερό, ακάνθινο
φορούσες στεφάνι και στη δούλεψη
σου είχες τοποθετήσει πλειάδες
αστεριών τα σκοτάδια σου να κρύβουν
και το μοχθηρό σου βλέμμα να λειαίνουν.
Σε απέφευγα σαν όπως κρατά μακριά
μια ερωτευμένη κόρη το νερό της λήθης.
Έρωτας δεν είσαι κρυφός, παρά
μονάχα ολοκληρωτικά τη μορφή
μιας δερμάτινης σφεντόνας παίρνεις
που ανηλεώς τις καρδιές σκοτώνει
Σε φοβόμουν σαν όπως τρέμουν
τα παιδιά τους μασκοφόρους ήρωες.
Βιαστικός ήσουν σαν την πορεία
των κομητών κι έναν ημιτελή πάντα
διέγραφες κύκλο γεμάτο από λευκή
παχιά σκόνη.
Όλος σκεπασμένος με αυτή τη
σκόνη δεν σε αναγνώριζα, μου
διέφευγαν τα χαρακτηριστικά σου.
Μια μπέρτα κάλυπτε το πρόσωπο
σου και σαν ληστής έκλεβες ό,τι από
τα φωτεινά τετράγωνα της ζωής
μου απέμεναν άθικτα.
Στη λαξευτή μου σκάλα ερχόσουν,
εραστής του σκότους, τους πρόδηλους
να γράψεις στίχους σου.
Σε κοιτούσα έντρομη σαν όπως
θωρούν οι γέροντες του θανάτου
την κλίνη.
Ετοιμόρροπος ήσουν, έτριζαν τα
θεμέλια σου κι υπόκωφοι ήχοι
έκαναν τυφλά την εμφάνιση τους
στο στερέωμα σου.
Ισχυροί σεισμοί διατάραζαν την
γεωγραφία σου.
Ύφαλοι έβγαιναν από το στέρνο σου
μικρά νησιά σχηματίζονταν στους
κόλπους της καρδιάς σου.
Κώνοι εξείχαν από τα μάτια σου
και ηφαιστειακή λάβα κυλούσε
στα χείλη σου.
Απομακρυνόμουν να μην με καταπιείς.
Σε παρακαλούσα εμβρόντητη σαν όπως
σεμνά κάνει στην Παναγία το τάμα
της μια μάνα για τον ναύτη γιο της.
Διώκτης εσύ, στόχο έβαζες τα
πικρά μου χείλη, διπλωνόσουν
από αυτά και ερωτικά φιλιά
ζητούσες να πάρεις.
Ένα υπερβατικό ήσουν πλάσμα που
όμοιο με αυτό του ποτέ άλλοτε δεν είδα.
Ένας υποχθόνιος Θεός ψυχορραγούσε
στα πόδια σου και σε μάλωνε.
Δεν συνθηκολογούσες ασυγκίνητος
την απόλυτη εξουσία του ζητούσες δική
σου να κάνεις.
Άρχος σε θρόνο παγερό, ακάνθινο
φορούσες στεφάνι και στη δούλεψη
σου είχες τοποθετήσει πλειάδες
αστεριών τα σκοτάδια σου να κρύβουν
και το μοχθηρό σου βλέμμα να λειαίνουν.
Σε απέφευγα σαν όπως κρατά μακριά
μια ερωτευμένη κόρη το νερό της λήθης.
Έρωτας δεν είσαι κρυφός, παρά
μονάχα ολοκληρωτικά τη μορφή
μιας δερμάτινης σφεντόνας παίρνεις
που ανηλεώς τις καρδιές σκοτώνει
με τα μυτερά της βότσαλα.
Αποστάλαγμα φωτιάς είσαι, που
βωμολοχεί άγρια και φτύνει ποιήματα
πάνω στις αιμάσσουσες πληγές.
Αποστάλαγμα φωτιάς είσαι, που
βωμολοχεί άγρια και φτύνει ποιήματα
πάνω στις αιμάσσουσες πληγές.
Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2023
Ο ξεχασμένος κωδικός
Αφιερωμένο στην Αλίκη Πέικου
Παίρνω τις μεταξωτές κουρτίνες και
τις σκίζω με τα νύχια μου.
Γαμψά έχω νύχια γυπαετού αφρόντιστα
κι επιτίθεμαι σε ό,τι βρω μπροστά μου.
Μικρά κουρελάκια στα πόδια μου, τεράστιο
έχω μένος κι οργή και πως να σταματήσω δεν
ξέρω, ο εαυτός μου ένας μοναχικός λύκος
που σε νέες εκτινάξεις όλο πιο αγριωπές
με πηγαίνει.
Το σπίτι της ψυχής μου καλοσυντηρημένο,
τραβώ τα παντζούρια, στο ημίφως γράφω
στίχους και διαρκώς πλέκω εκείνη την
βαμβακερή κουβέρτα που σου άρεσε.
Μισοτελειωμένη την είχα από τα χρόνια
που έφυγες.
Πονούν οι καρποί μου μα δεν την αφήνω.
Πετσετάκι πετσετάκι την συναρμολογώ.
Τεράστια έχει γίνει, φτάνει να σκεπάσει
το σπίτι απ' άκρη σε άκρη.
Τα νήματα δεν τελειώνουν πολλά μου
είχες αγορασμένα στο παζάρι, κούκλες
τις έλεγες κι εγώ γελούσα σαν παιδί.
Μακριά τις έκρυψα από τον ήλιο να μην
τις κιτρινίσει και τις φθάρει.
Το λευκό τους με παιδεύει, πώς να συνηθίσεις
τόση λευκότητα μαζεμένη;
Τους άγριους μου θυμίζουν κρίνους που
φύονταν στο πατρικό μου.
Δεν είναι αθώα η ψυχή μου, πολλά μάζεψε
μαράζια που στο τέλος έγιναν αμφορείς
μίσους.
Αβάσταχτο να σε αγαπώ καλέ μου.
Λινά φορώ ρούχα χειμώνα καλοκαίρι.
Δεν κρυώνω, δεν ζεσταίνομαι, το
διαχειρίζομαι.
Φορέματα μακριά ως τα νύχια με ντύνουν.
Αυτά απαιτεί η ψυχή ανάλαφρη για να πετά.
Λευκά κι αυτά όπως τα νήματα λερώνονται
εύκολα και με πηγαδίσιο τα πλένω νερό.
Το σπίτι της ψυχής μου καλοσυντηρημένο,
τραβώ τα παντζούρια, στο ημίφως γράφω
στίχους και διαρκώς πλέκω εκείνη την
βαμβακερή κουβέρτα που σου άρεσε.
Μισοτελειωμένη την είχα από τα χρόνια
που έφυγες.
Πονούν οι καρποί μου μα δεν την αφήνω.
Πετσετάκι πετσετάκι την συναρμολογώ.
Τεράστια έχει γίνει, φτάνει να σκεπάσει
το σπίτι απ' άκρη σε άκρη.
Τα νήματα δεν τελειώνουν πολλά μου
είχες αγορασμένα στο παζάρι, κούκλες
τις έλεγες κι εγώ γελούσα σαν παιδί.
Μακριά τις έκρυψα από τον ήλιο να μην
τις κιτρινίσει και τις φθάρει.
Το λευκό τους με παιδεύει, πώς να συνηθίσεις
τόση λευκότητα μαζεμένη;
Τους άγριους μου θυμίζουν κρίνους που
φύονταν στο πατρικό μου.
Δεν είναι αθώα η ψυχή μου, πολλά μάζεψε
μαράζια που στο τέλος έγιναν αμφορείς
μίσους.
Αβάσταχτο να σε αγαπώ καλέ μου.
Λινά φορώ ρούχα χειμώνα καλοκαίρι.
Δεν κρυώνω, δεν ζεσταίνομαι, το
διαχειρίζομαι.
Φορέματα μακριά ως τα νύχια με ντύνουν.
Αυτά απαιτεί η ψυχή ανάλαφρη για να πετά.
Λευκά κι αυτά όπως τα νήματα λερώνονται
εύκολα και με πηγαδίσιο τα πλένω νερό.
Δεν γαριάζουν, αλυσίδα τους βάζω παρμένη
από τη θράκα της ψυχής.
Με ολόλευκα φτερά μοιάζουν σαν μ' εκείνα
του πουλιού με τη λαλιά στα δημώδη ποιήματα.
από τη θράκα της ψυχής.
Με ολόλευκα φτερά μοιάζουν σαν μ' εκείνα
του πουλιού με τη λαλιά στα δημώδη ποιήματα.
Συναγερμούς εσύ είχες τοποθετήσει στο
έμπα της ψυχής κανείς άλλος να μην την
κατακτήσει.
Ξεχνώ τους κωδικούς κι ανελεύθερη μένω
να κοιτάζω το πορτρέτο σου που σε μια
μας έξοδο μια υπαίθρια ζωγράφος σου
είχε φτιάξει, πόσο το πέτυχε!
Έλα μόνο εσύ γνωρίζεις τον κωδικό για να
μου ανοίξεις λιγοστεύει το οξυγόνο,
κουτσαίνουν τα πόδια από την ακινησία,
τα χέρια πονούν και τα μάτια περιορισμένα
όπως είναι δεν βλέπουν.
Απελπίζομαι να δοκιμάζω νέους αριθμούς
και συνδυασμούς, η πόρτα δεν ανοίγει.
Πρέπει να βγω έξω μαζί σου επειγόντως.
Οι αμφορείς γεμίζουν ολοένα, δεν έχω χώρο
να αγαπήσω τον κόσμο.
Απέναντι μένει ένα παιδί που ολοένα μου
ζητά να παίξω μαζί του είναι πολύ καλός
σέντερ φορ.
Έλα για εκείνο τουλάχιστον είναι μόνο
σαν εμένα κι άλλους μπαλαδόρους δεν
έμπα της ψυχής κανείς άλλος να μην την
κατακτήσει.
Ξεχνώ τους κωδικούς κι ανελεύθερη μένω
να κοιτάζω το πορτρέτο σου που σε μια
μας έξοδο μια υπαίθρια ζωγράφος σου
είχε φτιάξει, πόσο το πέτυχε!
Έλα μόνο εσύ γνωρίζεις τον κωδικό για να
μου ανοίξεις λιγοστεύει το οξυγόνο,
κουτσαίνουν τα πόδια από την ακινησία,
τα χέρια πονούν και τα μάτια περιορισμένα
όπως είναι δεν βλέπουν.
Απελπίζομαι να δοκιμάζω νέους αριθμούς
και συνδυασμούς, η πόρτα δεν ανοίγει.
Πρέπει να βγω έξω μαζί σου επειγόντως.
Οι αμφορείς γεμίζουν ολοένα, δεν έχω χώρο
να αγαπήσω τον κόσμο.
Απέναντι μένει ένα παιδί που ολοένα μου
ζητά να παίξω μαζί του είναι πολύ καλός
σέντερ φορ.
Έλα για εκείνο τουλάχιστον είναι μόνο
σαν εμένα κι άλλους μπαλαδόρους δεν
βρίσκει να κλωτσήσουν τη μπάλα.
Βαρέθηκα κι αυτά τα λευκά ρούχα πήραν
να μοιάζουν με το πρωτόγαλα που ήπια,
να μεγαλώσω θέλω και να κοιταχτώ στους
Βαρέθηκα κι αυτά τα λευκά ρούχα πήραν
να μοιάζουν με το πρωτόγαλα που ήπια,
να μεγαλώσω θέλω και να κοιταχτώ στους
καθρέπτες των ματιών σου.
Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2023
Η ιδιόχειρη επιστολή
Τις πρώτες πρωινές ώρες μου έδωσες
το χέρι σου αγάπη μου.
Είχα χρόνια να το σφίξω πολλά.
Αποστεωμένο ήταν και κρύο σαν
τη λαβίδα της τανάλιας που
ξεκαρφώνει τα καρφιά από το
καφασωτό της πόρτας στο σπίτι
μέσα για να μπει ο ξένος κι ο απόκληρος.
Γιατί έφυγες για άλλους κόσμους
αγάπη μου και έτσι σκληρά παραμέλησες
τη ζωή σου και στο τέλος άοπλη κάμφθηκε
η ουσία του ονόματος σου;
Το χέρι αυτό και τι δεν μου έμαθε αγάπη.
Το σταυρό μου έδειξε πως να κάνω
στα θεία να πιστεύω και τα υπερβατά
θαύματα να προσκυνώ.
Τη γραφή μου δίδαξε, απ' το αλφαβητάριο
πως να τραβώ τα γράμματα και ύμνους
να συνθέτω και ποιήματα προς χάριν
του έρωτα.
Στην ζωγραφική με έμπασε, πως καλά τα
χρώματα να ανακατεύω και τα πορτρέτα
των φτωχών παιδιών να φτιάχνω.
Τις νότες της μουσικής πάνω στην αιθέρια
άρπα μου έδειξε ορατόρια να συνθέτω και
μπαλάντες για την προδομένη αγάπη.
το χέρι σου αγάπη μου.
Είχα χρόνια να το σφίξω πολλά.
Αποστεωμένο ήταν και κρύο σαν
τη λαβίδα της τανάλιας που
ξεκαρφώνει τα καρφιά από το
καφασωτό της πόρτας στο σπίτι
μέσα για να μπει ο ξένος κι ο απόκληρος.
Γιατί έφυγες για άλλους κόσμους
αγάπη μου και έτσι σκληρά παραμέλησες
τη ζωή σου και στο τέλος άοπλη κάμφθηκε
η ουσία του ονόματος σου;
Το χέρι αυτό και τι δεν μου έμαθε αγάπη.
Το σταυρό μου έδειξε πως να κάνω
στα θεία να πιστεύω και τα υπερβατά
θαύματα να προσκυνώ.
Τη γραφή μου δίδαξε, απ' το αλφαβητάριο
πως να τραβώ τα γράμματα και ύμνους
να συνθέτω και ποιήματα προς χάριν
του έρωτα.
Στην ζωγραφική με έμπασε, πως καλά τα
χρώματα να ανακατεύω και τα πορτρέτα
των φτωχών παιδιών να φτιάχνω.
Τις νότες της μουσικής πάνω στην αιθέρια
άρπα μου έδειξε ορατόρια να συνθέτω και
μπαλάντες για την προδομένη αγάπη.
Κεντήστρα με έκανε τη μορφή της
Μόνα Λίζας να αναπαριστώ με κλωστή
μεταξωτή.
Τώρα τι να κάνω που μου διαφεύγουν
όλα και ξεχνάω;
Το χέρι αυτό δεν το γνωρίζω πλέον.
Το καμάκωσε ο χρόνος σαν τη βεντούζα
του χταποδιού πάνω στον απόμερο βράχο.
Έλα πιο κοντά ζωή να του εμφυσήσω
και με του αίματος μου την οργή να το
κλείσω και να το ζεστάνω.
Απ' την αρχή πρέπει πάλι να τα μάθω όλα.
Πένητας της ομορφιάς κι αγράμματη των
στίχων και των χορδών έμεινα να σε
περιμένω αιώνες ψυχρούς.
Έλα με την φωτιά της καρδιάς να
το χαϊδέψω, αφέψημα να φτιάξω και
καυτή σούπα για να δυναμώσει λίγο.
Προεξέχουν οι φλέβες και ομοιάζουν
με φίδια έτοιμα για επίθεση.
Φοβάμαι το δηλητήριο τους και την
κακιά τους γλώσσα.
Λεκέδες σαν σχολικοί χάρτες κρύβουν
την περασμένη του ομορφιά.
Χάνω την όραση μου μπροστά στο
θαμπωμένο τους τζάμι.
Κόμποι σαν τα δεμένα σκοινιά των κάβων
εμποδίζουν την ευλυγισία του.
Ανησυχώ μην μείνει στη μέση το ποίημα
και στερέψει της φαντασίας η κρήνη.
Έλα πιο κοντά το γραμματόσημο να κολλήσω
στο φάκελο που κρατάς, τον ταχυδρόμο
να φωνάξω επιστολή να στείλω ιδιόχειρη
στα μέρη που σε κράτησαν μακριά ποτέ
άλλοτε να μην τα πλευρίσεις.
Τώρα τι να κάνω που μου διαφεύγουν
όλα και ξεχνάω;
Το χέρι αυτό δεν το γνωρίζω πλέον.
Το καμάκωσε ο χρόνος σαν τη βεντούζα
του χταποδιού πάνω στον απόμερο βράχο.
Έλα πιο κοντά ζωή να του εμφυσήσω
και με του αίματος μου την οργή να το
κλείσω και να το ζεστάνω.
Απ' την αρχή πρέπει πάλι να τα μάθω όλα.
Πένητας της ομορφιάς κι αγράμματη των
στίχων και των χορδών έμεινα να σε
περιμένω αιώνες ψυχρούς.
Έλα με την φωτιά της καρδιάς να
το χαϊδέψω, αφέψημα να φτιάξω και
καυτή σούπα για να δυναμώσει λίγο.
Προεξέχουν οι φλέβες και ομοιάζουν
με φίδια έτοιμα για επίθεση.
Φοβάμαι το δηλητήριο τους και την
κακιά τους γλώσσα.
Λεκέδες σαν σχολικοί χάρτες κρύβουν
την περασμένη του ομορφιά.
Χάνω την όραση μου μπροστά στο
θαμπωμένο τους τζάμι.
Κόμποι σαν τα δεμένα σκοινιά των κάβων
εμποδίζουν την ευλυγισία του.
Ανησυχώ μην μείνει στη μέση το ποίημα
και στερέψει της φαντασίας η κρήνη.
Έλα πιο κοντά το γραμματόσημο να κολλήσω
στο φάκελο που κρατάς, τον ταχυδρόμο
να φωνάξω επιστολή να στείλω ιδιόχειρη
στα μέρη που σε κράτησαν μακριά ποτέ
άλλοτε να μην τα πλευρίσεις.
Έχω περιφράξει ένα εκτάριο με κυδωνιές
γλυκάκι του κουταλιού να σε κερνάω.
γλυκάκι του κουταλιού να σε κερνάω.
Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2023
Χειμωνιάτικη μαγεία
Άφησε το παράθυρο ανοιχτό να μπει
η σελήνη με τα μακριά της δάκτυλα
να σε χαϊδέψει και σε ονείρατα να σε
πάει φωτεινά μέσα από του Βίνσεντ Βαν Γκογκ
τους άφταστους ηλίανθους.
Στο πιάνο του σαλονιού τα πλήκτρα
απαλά να αγγίξει με μουσικές να ντύσει
τα όνειρα σου έτσι που της καρδιάς σου
το ασταμάτητο ρολόι νέους ρυθμούς
να παίξει ο κόσμος ορθόστηθος να ομορφαίνει.
Είναι καλή η σελήνη κι αν φυσά κι αν
χιονίζει οι ασημιές αχτίδες της σώμα
θα γίνουν θερμαντικό, εσύ να μην κρυώνεις.
Με χέρια και πόδια ζεστά να βυθίζεσαι
στου ύπνου τα δαντελωτά σεντόνια
παρέα με τις μούσες κι άσπιλα να γράφεις
ποιήματα να μην πεινάσει η πλάση θαύματα
και ξαφνικά σωριαστεί ανήμπορη στο βάραθρο
της θλίψης.
Αυτή με το χαμηλό της φως τα σκοτάδια
της λήθης θα παίρνει μακριά και στου έρωτα
θα σε πηγαίνει τους οπωρώνες.
Δες στα χέρια μου τα δώρα της κρατώ από
τα περασμένα μου ταξίδια.
Εδώ τα θέλγητρα κι ο κρυφός έρωτας.
Εδώ τα μεγάλα όνειρα κι οι χυμώδεις
οπώρες.
Εδώ τα σκωπτικά ποιήματα και η μουσική
της μπαλάντας.
Στην αγκαλιά σου τα αφήνω έτσι που να
αποχαιρετάς της μοναξιάς το στοιχειωμένο
σπίτι το στεριωμένο με μπετόν πλάι στους
γκρεμνούς.
Άσε την σελήνη να σε πλησιάσει και μέθυσε
μαζί της μέχρι το ξημέρωμα.
Κρατήρες έχει ανοιχτούς εκεί να σαρκωθούν
όλες σου οι επιθυμίες, στη χόβολη της ρίξε
τα κάστανα της απουσίας κοντά μου να
'ρθεις και να πλαγιάσεις ωραίος σαν άγαλμα
κοιμητηρίου.
Τα σκοτάδια ξέρει να διαχειρίζεται και ασημιά
να ανοίγει μονοπάτια που οδηγούν πίσω από
τον ναό με τα ιερά εξαπτέρυγα και ραντεβού
εκεί να σου δίνει.
Απόψε εσένα διάλεξε επιστήθιο να σε κάνει
φίλο μην την προδώσεις κι άφησε έστω μια
χαραμάδα ανοιχτή.
Στο πιάνο έβαλα τα δικά σου χειρόγραφα
και την ενάτη του Μπετόβεν, έλα μαζί
να ακούσουμε τη μουσική κι άφησε δια παντός
τις κρύες κοίτες και την τάφρο που σε σκεπάζει.
Τις παρτιτούρες έλα να αντιγράψεις πάνω στης
ωλένης τα μούσκλια.
Την ανάσταση σου λαχταρώ καίγοντας των
λειμώνων τα ασπροκέντητα σάβανα, εμβρυακές
να σου χαρίζω ώρες, στις λίμνες μου να
κολυμπάς κι εγώ να σε γεννάω με κλαυθμούς
μέσα από του έρωτα την σάρκινη μήτρα και
σαν από μαγεία το σώμα μου ξανά να κατοικείς.
Σταυρώνουν τα ρόδα απόψε οι καλφάδες.
η σελήνη με τα μακριά της δάκτυλα
να σε χαϊδέψει και σε ονείρατα να σε
πάει φωτεινά μέσα από του Βίνσεντ Βαν Γκογκ
τους άφταστους ηλίανθους.
Στο πιάνο του σαλονιού τα πλήκτρα
απαλά να αγγίξει με μουσικές να ντύσει
τα όνειρα σου έτσι που της καρδιάς σου
το ασταμάτητο ρολόι νέους ρυθμούς
να παίξει ο κόσμος ορθόστηθος να ομορφαίνει.
Είναι καλή η σελήνη κι αν φυσά κι αν
χιονίζει οι ασημιές αχτίδες της σώμα
θα γίνουν θερμαντικό, εσύ να μην κρυώνεις.
Με χέρια και πόδια ζεστά να βυθίζεσαι
στου ύπνου τα δαντελωτά σεντόνια
παρέα με τις μούσες κι άσπιλα να γράφεις
ποιήματα να μην πεινάσει η πλάση θαύματα
και ξαφνικά σωριαστεί ανήμπορη στο βάραθρο
της θλίψης.
Αυτή με το χαμηλό της φως τα σκοτάδια
της λήθης θα παίρνει μακριά και στου έρωτα
θα σε πηγαίνει τους οπωρώνες.
Δες στα χέρια μου τα δώρα της κρατώ από
τα περασμένα μου ταξίδια.
Εδώ τα θέλγητρα κι ο κρυφός έρωτας.
Εδώ τα μεγάλα όνειρα κι οι χυμώδεις
οπώρες.
Εδώ τα σκωπτικά ποιήματα και η μουσική
της μπαλάντας.
Στην αγκαλιά σου τα αφήνω έτσι που να
αποχαιρετάς της μοναξιάς το στοιχειωμένο
σπίτι το στεριωμένο με μπετόν πλάι στους
γκρεμνούς.
Άσε την σελήνη να σε πλησιάσει και μέθυσε
μαζί της μέχρι το ξημέρωμα.
Κρατήρες έχει ανοιχτούς εκεί να σαρκωθούν
όλες σου οι επιθυμίες, στη χόβολη της ρίξε
τα κάστανα της απουσίας κοντά μου να
'ρθεις και να πλαγιάσεις ωραίος σαν άγαλμα
κοιμητηρίου.
Τα σκοτάδια ξέρει να διαχειρίζεται και ασημιά
να ανοίγει μονοπάτια που οδηγούν πίσω από
τον ναό με τα ιερά εξαπτέρυγα και ραντεβού
εκεί να σου δίνει.
Απόψε εσένα διάλεξε επιστήθιο να σε κάνει
φίλο μην την προδώσεις κι άφησε έστω μια
χαραμάδα ανοιχτή.
Στο πιάνο έβαλα τα δικά σου χειρόγραφα
και την ενάτη του Μπετόβεν, έλα μαζί
να ακούσουμε τη μουσική κι άφησε δια παντός
τις κρύες κοίτες και την τάφρο που σε σκεπάζει.
Τις παρτιτούρες έλα να αντιγράψεις πάνω στης
ωλένης τα μούσκλια.
Την ανάσταση σου λαχταρώ καίγοντας των
λειμώνων τα ασπροκέντητα σάβανα, εμβρυακές
να σου χαρίζω ώρες, στις λίμνες μου να
κολυμπάς κι εγώ να σε γεννάω με κλαυθμούς
μέσα από του έρωτα την σάρκινη μήτρα και
σαν από μαγεία το σώμα μου ξανά να κατοικείς.
Σταυρώνουν τα ρόδα απόψε οι καλφάδες.
Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2023
Η άγνωστη φύση των ποιημάτων
Τις νύχτες επιθεωρώ τα φτερά μου
και βγαίνω στην χώρα της ποίησης.
Τσακισμένα κάποτε τα βρίσκω και
τα μπαλώνω με τη χρυσοκλωστή
του σύμπαντος.
Είναι ο λόγος αυτός που λάμπουν
και από ώρες μακριά ξεχωρίζουν
και βγαίνω στην χώρα της ποίησης.
Τσακισμένα κάποτε τα βρίσκω και
τα μπαλώνω με τη χρυσοκλωστή
του σύμπαντος.
Είναι ο λόγος αυτός που λάμπουν
και από ώρες μακριά ξεχωρίζουν
σαν τα νυχτερινά φώτα μιας πολιτείας
βυθισμένης στα πλάτη της θάλασσας.
βυθισμένης στα πλάτη της θάλασσας.
Άστρα μου δίνονται πολλά κι η σελήνη
στο σκάφανδρο της με αφήνει να μπαίνω.
από εκεί να απομυζώ χρυσάφι.
Καλοκυρά η νύχτα με γνοιάζεται και
μου προσφέρει το ζεστό της από
τα εφήμερα όνειρα αίμα.
Βάφονται τα χέρια μου χρυσαφιά και
κόκκινα μα κανείς δεν τα βλέπει.
Κι αν στο διάβα μου κάποιον συναντήσω
ξέρω να τα κρύβω στα συρτάρια της καρδιάς.
Αποφεύγω τους πλατιούς δρόμους ποτέ
δεν μου άρεσε η κοσμοσυρροή.
Η νύχτα αυστηρούς μου βάζει όρους στο
παιχνίδι που ξεκινώ μαζί της.
Τους ακολουθώ και πάμπλουτη με ορίζει
αδερφή της όταν τα ακριβά δώρα της δέχομαι.
Δεν είναι εύκολο πράγμα να επιθεωρείς
την ψίχα του ποιήματος και τα φτερά να
ανοίγεις χωρίς να ακουστείς.
Κοχλαστό το αίμα ζεματάει κι ο χρυσός
βαρύς είναι δυνατά θέλει μπράτσα και
χαμηλωμένο βλέμμα για να καρπίσει το
ποίημα.
Με τα ονειρικά φτερά μου έξω από τα
ανθρώπινα πηγαίνω και σε κάστρα
ετοιμόρροπα καταλήγω καθώς μόνο
εκεί η νύχτα ξαπλώνει παρέα με τους
εραστές της.
Μύρα έχει δίπλα της, λουλούδια φορά
στο κεφάλι άγνωστης προέλευσης και
τα πακέτα των ονείρων ετοιμάζει προς
τους επίλεκτους της να τα στείλει.
Μέσα από αυτά τα εύθραυστα πακέτα την
γνώρισα παιδί ακόμα όταν μονάχη στο
ανατολικό μπαλκόνι ξενυχτούσα κι ήρθε
και με βρήκε συνωμοτικά να μου πει λόγια.
Από εκείνη την στιγμή μύρα έχω στους
κόρφους μου, με αθάνατα λουλούδια
είμαι στολισμένη και ονείρατα υπερκόσμια
στα ράφια μου στοιβάζω.
Μόνο που τα χέρια μου κοίτα καμένα είναι
από τις φωτιές των άστρων και της σελήνης
το καυτό ηφαίστειο.
Εγκαύματα βαθιά πυορροούν, τα φροντίζω
και στον κόσμο τους εισχωρώ το στάχυ
του ποιήματος να θερίσω.
Πάνω στις πληγές αυτές φύτρωσαν
αργά τα φτερά μου με αυτά να ταξιδεύω
στο φευγαλέο μακριά από μικρότητες κι από
το ζιζάνιο του εφικτού που μόνο κλειστές
γνωρίζει φτερούγες.
στο σκάφανδρο της με αφήνει να μπαίνω.
από εκεί να απομυζώ χρυσάφι.
Καλοκυρά η νύχτα με γνοιάζεται και
μου προσφέρει το ζεστό της από
τα εφήμερα όνειρα αίμα.
Βάφονται τα χέρια μου χρυσαφιά και
κόκκινα μα κανείς δεν τα βλέπει.
Κι αν στο διάβα μου κάποιον συναντήσω
ξέρω να τα κρύβω στα συρτάρια της καρδιάς.
Αποφεύγω τους πλατιούς δρόμους ποτέ
δεν μου άρεσε η κοσμοσυρροή.
Η νύχτα αυστηρούς μου βάζει όρους στο
παιχνίδι που ξεκινώ μαζί της.
Τους ακολουθώ και πάμπλουτη με ορίζει
αδερφή της όταν τα ακριβά δώρα της δέχομαι.
Δεν είναι εύκολο πράγμα να επιθεωρείς
την ψίχα του ποιήματος και τα φτερά να
ανοίγεις χωρίς να ακουστείς.
Κοχλαστό το αίμα ζεματάει κι ο χρυσός
βαρύς είναι δυνατά θέλει μπράτσα και
χαμηλωμένο βλέμμα για να καρπίσει το
ποίημα.
Με τα ονειρικά φτερά μου έξω από τα
ανθρώπινα πηγαίνω και σε κάστρα
ετοιμόρροπα καταλήγω καθώς μόνο
εκεί η νύχτα ξαπλώνει παρέα με τους
εραστές της.
Μύρα έχει δίπλα της, λουλούδια φορά
στο κεφάλι άγνωστης προέλευσης και
τα πακέτα των ονείρων ετοιμάζει προς
τους επίλεκτους της να τα στείλει.
Μέσα από αυτά τα εύθραυστα πακέτα την
γνώρισα παιδί ακόμα όταν μονάχη στο
ανατολικό μπαλκόνι ξενυχτούσα κι ήρθε
και με βρήκε συνωμοτικά να μου πει λόγια.
Από εκείνη την στιγμή μύρα έχω στους
κόρφους μου, με αθάνατα λουλούδια
είμαι στολισμένη και ονείρατα υπερκόσμια
στα ράφια μου στοιβάζω.
Μόνο που τα χέρια μου κοίτα καμένα είναι
από τις φωτιές των άστρων και της σελήνης
το καυτό ηφαίστειο.
Εγκαύματα βαθιά πυορροούν, τα φροντίζω
και στον κόσμο τους εισχωρώ το στάχυ
του ποιήματος να θερίσω.
Πάνω στις πληγές αυτές φύτρωσαν
αργά τα φτερά μου με αυτά να ταξιδεύω
στο φευγαλέο μακριά από μικρότητες κι από
το ζιζάνιο του εφικτού που μόνο κλειστές
γνωρίζει φτερούγες.
Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2023
Η θάλασσα του χειμώνα
Η θάλασσα του χειμώνα έχει πηδάλιο
και ταξιδεύει με πολλά μποφόρ.Έχει δραμαμίνες στη τσέπη και τις
μοιράζεται με τους αθώους ψαράδες.
Ακούει τις προσευχές των μανάδων
και το φωτοστέφανο φορά του Αϊ Νικόλα.
Τα τάματα δέχεται των κορασίδων
και μέσα στα αμπάρια τα βάζει των
σκουριασμένων ρεμουλκών.
Ο ασήκωτος ο πόνος, με γδαρμένα
τα μάγουλα από νύχια νεανικά, την
συνοδεύει στα απατηλά ταξίδια της.
Ζεστό το δάκρυ τροφοδοτεί τα
κυρτωμένα κεριά στο μανουάλι της
Παναγίας.
Μαντίλια άσπρα μοιράζει στους πιστούς
της εκεί να ακουμπούν τους στεριανούς
καημούς τους.
Αντάρτισσα πρώτης γραμμής η θάλασσα
ζώνεται με δυο σειρές από φυσεκλίκια κι
αμολιέται στα ανοιχτά πελάη.
Τις γοργόνες αγαπά και πάνω στις ακμές
των κυμάτων τις βάζει μαζί με τρία
γλαροπούλια που ξεχάστηκαν στην
αγκάλη της κάποιο απομεσήμερο του
Αυγούστου μην ακούγοντας τον απόπλου
από την βραχνή μπουρού.
Κοντοστέκεται δίπλα στους φάρους
και κουβεντολόι πιάνει με τους μικρούς
φαροφύλακες.
Ιστορίες των ωραίων πνιγμένων τους
λέει κι αυτοί δεν παραλείπουν να την
κερνούν τσίπουρο με μέλι και φτωχά
συνοδευτικά πιάτα με ελιές και λιαστή
ντομάτα.
Μάχεται την μοναξιά και μεσίστια απλώνει
πειρατική σημαία στα ξερονήσια.
Λάφυρα έχει στα χέρια της και τα θάβει
δίπλα στα κόκκινα κοράλλια και ξαπλωτά
πάνω σε στρώσεις από φύκια τα ακουμπά.
Με αυτά εξαργυρώνει τις σκοτεινές βουλές
του θανάτου που στην αριστερή πλευρά της
κοιμάται, ροχαλίζοντας δυνατά, πανάρχαιος
και μονήρης.
Η θάλασσα του χειμώνα πλεξίδα μακριά
έχει πειρατική κι ο ένας οφθαλμός της
λείπει έτσι που να μην βλέπει την πορεία
που πρέπει να ακολουθήσουν τα μικρά
πλεούμενα.
Έρμαιο στα χέρια της πάνε του χαμού και
δεν υποκύπτει καθόλου στα παρακάλια τους.
Σαν γόησσα γυρίζει στις σκοτεινές σπηλιές
ζητώντας να δοθεί στον πρώτο τυχόντα.
Πόρνη και Θεά πετά τον βαρύ μανδύα της
και εκδίδεται με αρκετά σοβαρό αντίτιμο.
Κυοφορεί τον ζέφυρο, την τραμουντάνα και
τον αλήτη γραίγο.
Όταν κοιλοπονά οι χαίτες των κυμάτων
την γνοιάζονται κι η τρίαινα του Ποσειδώνα
την συνεπικουρεί.
Είναι να μην πέσεις μπροστά της εκείνη
την ώρα θα σε αρπάξει στα παλάτια της
μαζί με τις κομμένες άγκυρες αδερφοποιτό
της να σε κάνει και ξεχωριστό εραστή της.
Μόνο πρόσεξε σφιχτά να της δέσεις την
μαντήλα, όταν την συναντήσεις, γιατί
αλόγιστη είναι και αμνήμων και πολλούς
ζητάει να έχει παραστάτες στις παρελάσεις
της πλάι στα τρικυμισμένα της καράβια
που βάθρα πονηρών θεών τα έχει κάνει.
Η θάλασσα του χειμώνα έχει το πηδάλιο
του έρωτα για οδηγό βρυχάται και ταξιδεύει
χωρίς φρένα με φαγωμένα τα όκια της.
Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2023
Τάνκα 5/7/5/7/7 συλλαβές και με απαραίτητη λέξη το επίρρημα γρήγορα.
Χοντρή η κάπα
γρήγορα πέφτει χιόνι μοναχού κελί
αναμμένη η σόμπα
τριζοβολούν τα ξύλα.
*
Κρύος ο καιρός
η πυροστιά στο τζάκι
σούπα κοχλάζει
δουλεύουν τα κουτάλια
γρήγορα χορταίνουμε..
*
Θράκα στο τζάκι
τα κάστανα ψημένα
γλυκιά η σάρκα
γρήγορα καταπίνω
ξεγελώ την πείνα μου.
*
Ελάφι περνά
οι κυνηγοί έφυγαν
λαλούν τα πουλιά
γρήγορα ανασαίνει
τα πόδια βγάζουν σπίθες.
*
Φλοκάτες χοντρές
η νεροτριβή πλένει
κύκλοι του νερού
ξαποσταίνουν οι κυράδες
γρήγορα τσιμπολογούν.
*
Φτάνει το βράδυ
αραιό πέφτει χιόνι
άσπροι οι θάμνοι
παιδιά τρέχουν γρήγορα
χιονόμπαλες στα χέρια.
*
Ίσκιοι στον τοίχο
αναμμένο μαγκάλι
τρίζουν κάρβουνα
γρήγορα ζεσταίνομαι
πετώ το πανωφόρι.
*
Παγωνιά γύρω
σταλακτίτες στην στέγη
τρίζουν κρύσταλλα
χουχουλιάζω τα χέρια
σπίτι φτάνω γρήγορα.
*
Νύχτα μάγισσα
απόκοσμοι οι ήχοι
λάμψη αστεριών
πετά μια κουκουβάγια
γρήγορα πέφτει χιόνι.
*
Μικρό σπουργίτι
φτεροκοπά γρήγορα
ζεστασιά ζητά
ψίχουλα ψωμιού σκορπώ
τη χούφτα μου ανοίγω.
*
Ομίχλη πιάνει
το χιόνι δύο πόντους
άσπρος μανδύας
γρήγορα τρίβω χέρια
πέφτουν στο κρύο μύτες.
*
Άστεγος ξυπνά
χαρτόνια έχει στρώμα
κουβέρτες ψιλές
γρήγορα φτιάχνει τσάι
λιγοστά τα κέρματα.
*
Αφράτο χιόνι
πατημασιές στην πόρτα
γρήγορα κλείσε
άστρα πέφτουν στη στέρνα
ο άνεμος δρεπάνι.
*
Άγρυπνος σκύλος
το κόκκαλο γυρεύει
στοίβες το χιόνι
γρήγορα σκάβει λάκκο
αχνίζουν τα ρουθούνια.
Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2023
Το διπλό νύχι του πατέρα
Πόσο σπανάκι, πόσα αντίδια,
πόσα σέλινα κι άλλα μυρωδικά
πέρασαν από τα χέρια σου πατέρα;
Βυθισμένος στο χώμα, μαύρα
τα νύχια σου και σκληρά σαν καλάμι
ή σαν σχιστόλιθο από το αρρενωπό βουνό.
Έξυνες το γούλι απ' το σέλινο,
καθαρό να το αγοράσουν οι καλοκυράδες.
Πρώτο πόστο στο παζάρι με
παλάντζα ακριβείας, παραδίπλα
σου ένας χοντρός ορεσίβιος που
έστριβε διαρκώς το μουστάκι του.
Τα ξεπουλούσες τα χορταρικά όλα,
πολύ πριν από αυτόν.
Άσαρκος ήσουν πατέρα με κάτασπρα
δόντια και μαυριδερό δέρμα.
Η μάνα σου σε ξέχασε στη νάκα
μωρό ακόμη κι ο ήλιος σε πήρε και
σε έψησε.
Μήπως πατέρα κατσιβέλα σε έφερε
για μαγιοπούλα για γενιά ξένη;
Καταπώς έλεγε η γιαγιά.
Αστειεύομαι...
Έπλενες ταχτικά τα πόδια σου στην
χτυπημένη τσίγκινη λεκάνη, μαύριζε
το νερό πατέρα.
Βυθισμένος στο χώμα μια ζωή με
παροιμιώδη ευστροφία πώς τα χάλασες
στο τέλος με τα γράμματα;
Τρίτος μαθητής στο σχολαρχείο αλλά τη γη
εσύ διάλεξες ή με το στανιό σου εδόθη;
Τα ατίθασα τσουλούφια στην κορυφή
του κεφαλιού με ζαχαρόνερο τα πέρναγες
για να ισώσουν και τον τελευταίο
καιρό θυμάμαι με μπριγιαντίνη.
Δάκρυζες εύκολα πατέρα μα δεν
γνοιαζόσουν τόσο τις αγκαλιές.
Διψούσαμε πατέρα για την σκέπη σου
μα εσύ καντήλια άναβες στους Αγίους
και μάζευες στις ρεματιές σπαράγγια.
Διψούσαμε πατέρα το χαμόγελο σου
μα εσύ με ένα τσαπί μάλωνες με τις πέτρες
και τους χοντρούς σβώλους και την αγία
γραφή διάβαζες με τα πουλιά παρέα.
Σώμα μυώδες, σάρκα και κόκκαλα ένα.
Κρησάριζες το χώμα και το όργωνες με
τα τσιμεντένια μπράτσα σου μόνο.
Η φοράδα ξεκούραστη χλιμιντρούσε στο
κατώι.
Μόνο κάθε Σάββατο της φερόσουν
σκληρά σαν ήταν στο παζάρι να πας
με δυο μεγάλες κοφίνες ζωσμένες γύρω
στην κοιλιά της.
Πόσες χιονίστρες, πόσο θειάφι, πόσο λίπασμα
και κουρνιαχτός πέρασαν από τα
χέρια σου πατέρα;
Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2023
Ο επιστήθιος φρουρός
Κάθε μέρα απουσίας σου και μια διαμάχη,
ένας ανεκπλήρωτος έρωτας που φυγαδεύτηκε
στον ουρανό και συλήθηκε από κοντάρια
αρχαγγέλων αιχμηρά.
Αμέτρητες οι μέρες κι ο έρωτας επιθετικό σκυλί
στα πόδια να παραφυλά πότε την καρδιά σου
θα αρπάξει.
Κυνηγόσκυλο που ονομαστές έδωσε μάχες
ορμίζοντας πλάι στην καπνιά της καραμπίνας.
Δασύτριχο λαμπραντόρ που κάθε που πιάνει
ο χιονιάς βγαίνει στην αυλή τις απροστάτευτες
να πνίξει όρνιθες ζητά.
Αλσατίας λυκόσκυλο που παιδεύεται την ουρά
του να πιάσει, ζαλίζεται προς στιγμή και τείνει
το βλέμμα προς στον ουρανό σύμμαχο
για να βρει, ένα σύννεφο με σκούρα ουρά.
Πιστός μου σύντροφος εσύ καταλύεις τις θύρες
μου κι έρχεσαι πότε με ένα ορτύκι στο στόμα.
πότε με δύο ματωμένα πούπουλα κι άλλοτε
πάλι με ένα παιχνίδι στα δόντια.
Στα πόδια μου διαρκώς μπερδεύεσαι, βογκώντας.
Οικόσιτο σε έχω φρουρό και πολλά μου κάνεις
νεύματα συμπάθειας όταν στο κελάρι μπαίνω
λίγο για να κολατσίσω.
Ξερογλείφεσαι, περιμένεις, με την γλώσσα έξω
λαχταράς, το δικό σου φαΐ να σου φέρω.
Σάρκες ωμές να σε ταΐσω με μπόλικο λίπος
στα πλευρά.
Στέκεσαι πάντα καρτερικός σαν τον έρωτα που
ξενυχτά στα βρεγμένα σεντόνια και με ανθρώπινες
σάρκες τρέφεται.
Κάθε μέρα απουσίας σου κι ένας ανεκπλήρωτος
έρωτας που γλείφει στωικά το πληγωμένο του πόδι,
ένας μυθικός περιφρονημένος Άργος.
Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2023
Λαφοπηδησιά
Γλυκός ο καιρός φέτος άφησε τα φύλλα
της συκιάς ως τον Δεκέμβρη πάνω στα δέντρα.
Χνουδάτα στέκουν και το ψεύτικο φιλί
διαλαλούν αλλόφρονα στα πετεινά.
Ζηλεύουν τα παιδιά και ασυγκράτητα τρέχουν
στους αχυρώνες το θεατρικό της αγάπης να παίξουν.
Πλατύφυλλοι έρωτες ζωντανεύουν κάτω
από το χώμα κι αποφασίζουν να μην γεράσουν.
Άδικοί έρωτες του χαμού, και να που
δεν δείλιασαν τους σπόρους να καρτερέψουν
μαζί τους να βγουν στο κατώφλι της γης.
Κατανόηση είχε του χειμώνας η μαγκούρα.
Σαν να ξελογιάστηκε απ' τα φιλήματα της Άνοιξης
κι άρπαξε πολλές από τις νύμφες της
και ξεμπράτσωτες στο χορό τις έσυρε .
Παρέα ακολούθησαν οι αναμάρτητες
κόκκινες ανεμώνες που στα διάσελα
σαν πεταλούδες λικνίζονται στον αέρα.
Ψυχροί εραστές δεν ήρθαν για να τους
βατέψουν το ισχνό κορμί και αειπάρθενες έμειναν,
γοργά τα στεφάνια να πλέξουν του έρωτα.
Μεγαλώνουν στο διάβα τους οι μέρες
και το αγριόχορτο θυμώνει και λουλούδι
θέλει να βγάλει, ένα κίτρινο σκουλαρίκι.
Σούσουρο μεγάλο στο δάσος ακούστηκε.
Ξαφνιάστηκαν τα λάφια κι είπαν να ανοίξουν
σταθερά το βήμα τους παίζοντας άρπα με του
Φλεβάρη το ασταθές αριθμητήριο.
Πηδούν στα πεζούλια ανάστατα και καρτερούν
την κύλικα του ζευγαρώματος να δεχθούν.
Της μικρής Περσεφόνης τη ξανθιά κόμη, τρίχα
τρίχα θέλουν να ξεμπερδέψουν
κι απ' τα σκοτάδια να την τραβήξουν αψηλά.
Η ζωή να επιστρέψει πρασινίζοντας τους
γύρω λόφους με μούσκλια παχιά κι οργιώδη.
της συκιάς ως τον Δεκέμβρη πάνω στα δέντρα.
Χνουδάτα στέκουν και το ψεύτικο φιλί
διαλαλούν αλλόφρονα στα πετεινά.
Ζηλεύουν τα παιδιά και ασυγκράτητα τρέχουν
στους αχυρώνες το θεατρικό της αγάπης να παίξουν.
Πλατύφυλλοι έρωτες ζωντανεύουν κάτω
από το χώμα κι αποφασίζουν να μην γεράσουν.
Άδικοί έρωτες του χαμού, και να που
δεν δείλιασαν τους σπόρους να καρτερέψουν
μαζί τους να βγουν στο κατώφλι της γης.
Κατανόηση είχε του χειμώνας η μαγκούρα.
Σαν να ξελογιάστηκε απ' τα φιλήματα της Άνοιξης
κι άρπαξε πολλές από τις νύμφες της
και ξεμπράτσωτες στο χορό τις έσυρε .
Παρέα ακολούθησαν οι αναμάρτητες
κόκκινες ανεμώνες που στα διάσελα
σαν πεταλούδες λικνίζονται στον αέρα.
Ψυχροί εραστές δεν ήρθαν για να τους
βατέψουν το ισχνό κορμί και αειπάρθενες έμειναν,
γοργά τα στεφάνια να πλέξουν του έρωτα.
Μεγαλώνουν στο διάβα τους οι μέρες
και το αγριόχορτο θυμώνει και λουλούδι
θέλει να βγάλει, ένα κίτρινο σκουλαρίκι.
Σούσουρο μεγάλο στο δάσος ακούστηκε.
Ξαφνιάστηκαν τα λάφια κι είπαν να ανοίξουν
σταθερά το βήμα τους παίζοντας άρπα με του
Φλεβάρη το ασταθές αριθμητήριο.
Πηδούν στα πεζούλια ανάστατα και καρτερούν
την κύλικα του ζευγαρώματος να δεχθούν.
Της μικρής Περσεφόνης τη ξανθιά κόμη, τρίχα
τρίχα θέλουν να ξεμπερδέψουν
κι απ' τα σκοτάδια να την τραβήξουν αψηλά.
Η ζωή να επιστρέψει πρασινίζοντας τους
γύρω λόφους με μούσκλια παχιά κι οργιώδη.
Περδικάκια να προβάλλουν στους αγρούς
κι από το θυμίαμα τους οι πλάκες
των νεκρών να ανοίξουν κι ολοταχώς
στην ζωή να ριχτούν καλοσυνάτοι κι ωραίοι
απελευθερωμένοι απ' τους βρόγχους τους.
κι από το θυμίαμα τους οι πλάκες
των νεκρών να ανοίξουν κι ολοταχώς
στην ζωή να ριχτούν καλοσυνάτοι κι ωραίοι
απελευθερωμένοι απ' τους βρόγχους τους.
Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2023
Αντλίες φωτός
Είναι καιρός τώρα που κατοικώ
τους ουρανούς σου.
Πλούσια νιώθω κι ευλογημένη.
Τις νύχτες μαζεύω αστερόσκονη
σε σατέν σακουλάκια.
Πληγώνομαι λίγο μα τα καταφέρνω.
Σπινθήρες βγάζουν τα άστρα
και με καίνε.
Το τσακμάκι του παππού μου
θυμίζουν που σαν άτακτο παιδί
κρυφά έπαιρνα και το άναβα.
Έχω μαζέψει πολλά από αυτά
σακουλάκια.
Στολίζω τους σκοτεινούς μου
στίχους, αέρα τους δίνω και φως
στα χάη να αιωρούνται κι
επιλεκτικά να διαλέγουν
αναγνώστες.
Είναι αμαρτία να φέρουν
μέσα τους τόσο σκότος και αίμα
τα τραγούδια μου.
Ο κόμπος στο λαιμό σφιχτός
πρέπει να τον ξεσφίξω και
να προσέξω να μην πέσω
απ' το σκαμνάκι.
Είναι καιρός τώρα που κατοικώ
τους ουρανούς σου.
Μετέωρη νιώθω και δυνατή.
Τις ημέρες γνέμα τραβώ
από τον ήλιο.
Σε κουβάρια το μαζεύω.
Στο ψάθινο καπέλο μου
τα τοποθετώ.
Εργάζομαι εντατικά.
Βγαίνω στην πόλη
κι ακτινοβολώ.
Όλοι με κοιτάζουν περίεργα.
Πολλά έχω κουβάρια.
Στους ανθρώπους με τα
σαραβαλιασμένα πόδια τα
χαρίζω, ενέργεια να πάρουν
κι ορθοί να περπατούν.
Έτσι έχω φτιάξει ένα
ολόκληρο στράτευμα
με φωτεινούς ανθρώπους
Είσαι κι εσύ ο ένας από
αυτούς.
Επικεφαλής του στρατού μου
γίνεσαι και τα τάγματα μου
οδηγείς.
Δεν μου λείπεις, τα πυρωμένα
κουβάρια δώρα σου είναι.
Αγαπάς την άνοιξη
και το καλοκαίρι τότε
που το φως ανελέητα χτυπά
τον κόσμο.
Εγώ φροντίζω απ' τους χειμώνες
φωτεινές μέρες να αποσπάω
Αλκυόνες με συντροφεύουν
και στο πέτο μου πάντα
καρφιτσώνω ένα κλαράκι
ανθισμένης αμυγδαλιάς.
Τα καταφέρνω μια χαρά.
Στις εκστρατείες μου
μόνο προσέχω κι άλλους
ακόλουθους να βρίσκω
έτσι που να μην κρυώνεις
στα σκιερά που κατοικείς
μονοπάτια.
Αρχηγό του φωτός σε διορίζω
και μαγικά κόλπα κάνω
κοντά μου να έρχεσαι.
Επικεφαλής πάντα εσύ, τους
στίχους μου τους λουσμένους
τους ουρανούς σου.
Πλούσια νιώθω κι ευλογημένη.
Τις νύχτες μαζεύω αστερόσκονη
σε σατέν σακουλάκια.
Πληγώνομαι λίγο μα τα καταφέρνω.
Σπινθήρες βγάζουν τα άστρα
και με καίνε.
Το τσακμάκι του παππού μου
θυμίζουν που σαν άτακτο παιδί
κρυφά έπαιρνα και το άναβα.
Έχω μαζέψει πολλά από αυτά
σακουλάκια.
Στολίζω τους σκοτεινούς μου
στίχους, αέρα τους δίνω και φως
στα χάη να αιωρούνται κι
επιλεκτικά να διαλέγουν
αναγνώστες.
Είναι αμαρτία να φέρουν
μέσα τους τόσο σκότος και αίμα
τα τραγούδια μου.
Ο κόμπος στο λαιμό σφιχτός
πρέπει να τον ξεσφίξω και
να προσέξω να μην πέσω
απ' το σκαμνάκι.
Είναι καιρός τώρα που κατοικώ
τους ουρανούς σου.
Μετέωρη νιώθω και δυνατή.
Τις ημέρες γνέμα τραβώ
από τον ήλιο.
Σε κουβάρια το μαζεύω.
Στο ψάθινο καπέλο μου
τα τοποθετώ.
Εργάζομαι εντατικά.
Βγαίνω στην πόλη
κι ακτινοβολώ.
Όλοι με κοιτάζουν περίεργα.
Πολλά έχω κουβάρια.
Στους ανθρώπους με τα
σαραβαλιασμένα πόδια τα
χαρίζω, ενέργεια να πάρουν
κι ορθοί να περπατούν.
Έτσι έχω φτιάξει ένα
ολόκληρο στράτευμα
με φωτεινούς ανθρώπους
Είσαι κι εσύ ο ένας από
αυτούς.
Επικεφαλής του στρατού μου
γίνεσαι και τα τάγματα μου
οδηγείς.
Δεν μου λείπεις, τα πυρωμένα
κουβάρια δώρα σου είναι.
Αγαπάς την άνοιξη
και το καλοκαίρι τότε
που το φως ανελέητα χτυπά
τον κόσμο.
Εγώ φροντίζω απ' τους χειμώνες
φωτεινές μέρες να αποσπάω
Αλκυόνες με συντροφεύουν
και στο πέτο μου πάντα
καρφιτσώνω ένα κλαράκι
ανθισμένης αμυγδαλιάς.
Τα καταφέρνω μια χαρά.
Στις εκστρατείες μου
μόνο προσέχω κι άλλους
ακόλουθους να βρίσκω
έτσι που να μην κρυώνεις
στα σκιερά που κατοικείς
μονοπάτια.
Αρχηγό του φωτός σε διορίζω
και μαγικά κόλπα κάνω
κοντά μου να έρχεσαι.
Επικεφαλής πάντα εσύ, τους
στίχους μου τους λουσμένους
από αστερόσκονη
να απαγγέλλεις και μπροστά
να απαγγέλλεις και μπροστά
να τραβάς σαν άρχος του έρωτα.
Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2023
Το πένθος της μαμάς
Η μαμά φόραγε πάντα το ίδιο μπεζ μπλουζάκι.
Όμορφο ρούχο, αμερικάνικο με γιακαδάκι
και τρία κουμπιά.
Τσίτα στο σώμα της αναδείκνυε τον πλούσιο
μπούστο της και την λεπτή της μέση.
Δεν άλλαζε ρούχο η μαμά, δεν μύριζε ο ιδρώτας της,
δεν πυορροούσε η καρδιά της.
Το έπλενε αποβραδίς για να το έχει καθαρό το πρωί.
Της πήγαινε πολύ η φρεσκάδα του.
Καμάρωνε δίπλα στους καθρέφτες, στις τζαμαρίες
και στο νερό της λεκάνης.
Εμείς της λέγαμε να αλλάξει, να δούμε κι αλλιώς
την εικόνα της, να φορέσει εκείνο το
φούξια πουκάμισο με αμυγδαλιά να μοιάζει.
Χαμογελούσε, μας χάιδευε τα μαλλιά κι έμενε
ακλόνητη στην επιλογή της.
Εγώ δυστροπούσα πιο πολύ απ' όλους.
Εκείνο το μπεζ μπλουζάκι, το τσιτωτό
με είχε κουράσει, το εχθρευόμουν.
Μια νύχτα που τα αστέρια δεν με άφηναν
να κοιμηθώ έκανα το μεγάλο βήμα
να καταστρέψω την μονότονη εικόνα της μαμάς
και να την δω επιτέλους να μοιάζει
σαν αμυγδαλιά ανθισμένη.
Ξετρύπωσα το ψαλίδι, κατέβασα το νωπό
ρούχο απ' το σκοινί της αυλής και σφιχτά
το κράτησα στα χέρια σαν να το νανούριζα.
Άρχισα να κόβω το ρούχο, δεν πρόσεξα
και αίμα ανάβλυσε από το πόδι μου.
Είχα κοπεί για τα καλά.
Ακόμα έχω αυτό το σημάδι σαν να ήθελε
μέσα από τον ύπνο της αυτή να με μαλώσει
ή να με εκδικηθεί.
Έδεσα το τραύμα μου πρόχειρα και συνέχισα
το καταστροφικό έργο μου.
Είχα μια κούκλα μονοπόδαρη που φορούσε
ένα πολύ φτηνό τσίτι, δεν μου άρεσε καθόλου.
Θα της έραβα ένα καινούργιο φόρεμα απ' το
κομματιασμένο μπεζ μπλουζάκι.
Όλη τη νύχτα πάλεψα με βελόνες, κλωστές, δακτυλήθρες.
Τα κατάφερνα πολύ στην ραπτική.
Έτοιμο το φόρεμα στα χέρια μου, χάρηκα
και το έβαλα στην μονοπόδαρη κούκλα μου.
Πόσο την άλλαξε δεν φαντάζεστε.
Μπούστο στητό, μέση δακτυλίδι, ώμοι γραμμένοι.
Πήγα για ύπνο με το ξημέρωμα έχοντας στο
πλάι του μαξιλαριού μου την κούκλα μου κι ένα
αίσθημα αυτάρκειας.
Η μαμά όταν ξύπνησε κι αντιλήφθηκε
την σκανταλιά μου δεν είπε τίποτα.
Βουβή η μαμά πάντα. μαζεμένη μαζί με τα
αμέτρητα οικογενειακά μυστικά.
Δεν ξέρω αν με συγχώρησε, δεν μου
ανάφερε τίποτα ποτέ.
Η μαμά πένθησε το μπεζ μπλουζάκι της
κι έκτοτε φόρεσε δια παντός μόνο μαύρα ρούχα.
Είχε πολλά μαύρα ρούχα από το ξόδι του αδερφού
μας κρυμμένα στο σαρακοφαγωμένο σεντούκι
Ούτε κουβέντα δεν έπαιρνε για εκείνο το φούξια
πουκάμισο που θα την έκανε να μοιάζει με
ανθισμένη αμυγδαλιά.
Την παρακάλεσαν τα αδέλφια μου αδίκως
Εγώ κρυβόμουν στον αχυρώνα παρέα με την κούκλα μου.
Μια μέρα δεν άντεξα μετάνιωσα και βγήκα.
Πήρα την μονοπόδαρη κούκλα και της την έδειξα.
Δεν είπε τίποτα.
Την ταρακούνησα, έκλαψα δυνατά, μαζεύτηκα
σε εμβρυακή στάση.
Δεν λύγισε παρά μόνο άρχισε να μου
χαϊδεύει τα μαλλιά και να μου πλέκει πλεξίδες.
Από εκείνη την στιγμή και πέρα οι ενοχές
ως σήμερα με παιδεύουν κι εφιάλτες μου γίνονται.
Ξέσπασα στο παιχνίδι μου με φρικτό τρόπο.
Πήρα την κούκλα, την ακρωτηρίασα,
απ' το πολύ γινάτι μου, και την παράχωσα
κάτω από την ανθισμένη αμυγδαλιά,
πλάι στην χαμένη εικόνα της όμορφης μαμάς μου.
Κράτησα μόνο το κομματιασμένο ύφασμα,
το αυτοσχέδιο φόρεμα που έμελλε
να γίνει η αρχή του πένθους για όλη την φαμίλια.
Όμορφο ρούχο, αμερικάνικο με γιακαδάκι
και τρία κουμπιά.
Τσίτα στο σώμα της αναδείκνυε τον πλούσιο
μπούστο της και την λεπτή της μέση.
Δεν άλλαζε ρούχο η μαμά, δεν μύριζε ο ιδρώτας της,
δεν πυορροούσε η καρδιά της.
Το έπλενε αποβραδίς για να το έχει καθαρό το πρωί.
Της πήγαινε πολύ η φρεσκάδα του.
Καμάρωνε δίπλα στους καθρέφτες, στις τζαμαρίες
και στο νερό της λεκάνης.
Εμείς της λέγαμε να αλλάξει, να δούμε κι αλλιώς
την εικόνα της, να φορέσει εκείνο το
φούξια πουκάμισο με αμυγδαλιά να μοιάζει.
Χαμογελούσε, μας χάιδευε τα μαλλιά κι έμενε
ακλόνητη στην επιλογή της.
Εγώ δυστροπούσα πιο πολύ απ' όλους.
Εκείνο το μπεζ μπλουζάκι, το τσιτωτό
με είχε κουράσει, το εχθρευόμουν.
Μια νύχτα που τα αστέρια δεν με άφηναν
να κοιμηθώ έκανα το μεγάλο βήμα
να καταστρέψω την μονότονη εικόνα της μαμάς
και να την δω επιτέλους να μοιάζει
σαν αμυγδαλιά ανθισμένη.
Ξετρύπωσα το ψαλίδι, κατέβασα το νωπό
ρούχο απ' το σκοινί της αυλής και σφιχτά
το κράτησα στα χέρια σαν να το νανούριζα.
Άρχισα να κόβω το ρούχο, δεν πρόσεξα
και αίμα ανάβλυσε από το πόδι μου.
Είχα κοπεί για τα καλά.
Ακόμα έχω αυτό το σημάδι σαν να ήθελε
μέσα από τον ύπνο της αυτή να με μαλώσει
ή να με εκδικηθεί.
Έδεσα το τραύμα μου πρόχειρα και συνέχισα
το καταστροφικό έργο μου.
Είχα μια κούκλα μονοπόδαρη που φορούσε
ένα πολύ φτηνό τσίτι, δεν μου άρεσε καθόλου.
Θα της έραβα ένα καινούργιο φόρεμα απ' το
κομματιασμένο μπεζ μπλουζάκι.
Όλη τη νύχτα πάλεψα με βελόνες, κλωστές, δακτυλήθρες.
Τα κατάφερνα πολύ στην ραπτική.
Έτοιμο το φόρεμα στα χέρια μου, χάρηκα
και το έβαλα στην μονοπόδαρη κούκλα μου.
Πόσο την άλλαξε δεν φαντάζεστε.
Μπούστο στητό, μέση δακτυλίδι, ώμοι γραμμένοι.
Πήγα για ύπνο με το ξημέρωμα έχοντας στο
πλάι του μαξιλαριού μου την κούκλα μου κι ένα
αίσθημα αυτάρκειας.
Η μαμά όταν ξύπνησε κι αντιλήφθηκε
την σκανταλιά μου δεν είπε τίποτα.
Βουβή η μαμά πάντα. μαζεμένη μαζί με τα
αμέτρητα οικογενειακά μυστικά.
Δεν ξέρω αν με συγχώρησε, δεν μου
ανάφερε τίποτα ποτέ.
Η μαμά πένθησε το μπεζ μπλουζάκι της
κι έκτοτε φόρεσε δια παντός μόνο μαύρα ρούχα.
Είχε πολλά μαύρα ρούχα από το ξόδι του αδερφού
μας κρυμμένα στο σαρακοφαγωμένο σεντούκι
Ούτε κουβέντα δεν έπαιρνε για εκείνο το φούξια
πουκάμισο που θα την έκανε να μοιάζει με
ανθισμένη αμυγδαλιά.
Την παρακάλεσαν τα αδέλφια μου αδίκως
Εγώ κρυβόμουν στον αχυρώνα παρέα με την κούκλα μου.
Μια μέρα δεν άντεξα μετάνιωσα και βγήκα.
Πήρα την μονοπόδαρη κούκλα και της την έδειξα.
Δεν είπε τίποτα.
Την ταρακούνησα, έκλαψα δυνατά, μαζεύτηκα
σε εμβρυακή στάση.
Δεν λύγισε παρά μόνο άρχισε να μου
χαϊδεύει τα μαλλιά και να μου πλέκει πλεξίδες.
Από εκείνη την στιγμή και πέρα οι ενοχές
ως σήμερα με παιδεύουν κι εφιάλτες μου γίνονται.
Ξέσπασα στο παιχνίδι μου με φρικτό τρόπο.
Πήρα την κούκλα, την ακρωτηρίασα,
απ' το πολύ γινάτι μου, και την παράχωσα
κάτω από την ανθισμένη αμυγδαλιά,
πλάι στην χαμένη εικόνα της όμορφης μαμάς μου.
Κράτησα μόνο το κομματιασμένο ύφασμα,
το αυτοσχέδιο φόρεμα που έμελλε
να γίνει η αρχή του πένθους για όλη την φαμίλια.
Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2023
kyoka (σατυρικό είδος με 31 συλλαβές)
Στομάχι άδειο
εκρήγνυται ηφαίστειο
μαύρες οι πέτρες
πυρακτωμένη λάβα
τρεχάτε ποδαράκια μου.
*
Αγάπης γραφή
ο ταχυδρόμος φεύγει
κλειστή η πόρτα
ηφαίστειο τα φιλιά σου
μονογαμικός μένω.
*
Λάβα ηφαιστείου
εποχικά τα φρούτα
σήπονται μήλα
τρόμος χτυπά τα πλήθη
ξεκάλτσωτη η κόρη.
*
Βρυχάται η γη
το ηφαίστειο ξυπνάει
μαύρα τα μάτια
ποτάμια λάβας κυλούν
μύρια μερμήγκια τρέχουν .
*
Σιγανή βροχή
το ηφαίστειο μουγκρίζει
κοιλιά αδειανή
μουκανίζουν τα ζώα
ανεπρόκοπη νύφη.
*
Πέτρινο σπίτι
απλωμένο σεντόνι
ήχος τρομερός
ένα ηφαίστειο ξυπνά
τρελά πλοκάμια τρέχουν.
*
Εύφλεκτη μάζα
βουνίσια τα μάγουλα
ανάρια δόντια
ηφαίστειο τα λόγια του
βουλευτής από σόι.
*
Γαλανή μέρα
κοιμάται το ηφαίστειο
κρόκοι στο χώμα
βρυχηθμοί ακούγονται
ερωτευμένοι γάτοι.
εκρήγνυται ηφαίστειο
μαύρες οι πέτρες
πυρακτωμένη λάβα
τρεχάτε ποδαράκια μου.
*
Αγάπης γραφή
ο ταχυδρόμος φεύγει
κλειστή η πόρτα
ηφαίστειο τα φιλιά σου
μονογαμικός μένω.
*
Λάβα ηφαιστείου
εποχικά τα φρούτα
σήπονται μήλα
τρόμος χτυπά τα πλήθη
ξεκάλτσωτη η κόρη.
*
Βρυχάται η γη
το ηφαίστειο ξυπνάει
μαύρα τα μάτια
ποτάμια λάβας κυλούν
μύρια μερμήγκια τρέχουν .
*
Σιγανή βροχή
το ηφαίστειο μουγκρίζει
κοιλιά αδειανή
μουκανίζουν τα ζώα
ανεπρόκοπη νύφη.
*
Πέτρινο σπίτι
απλωμένο σεντόνι
ήχος τρομερός
ένα ηφαίστειο ξυπνά
τρελά πλοκάμια τρέχουν.
*
Εύφλεκτη μάζα
βουνίσια τα μάγουλα
ανάρια δόντια
ηφαίστειο τα λόγια του
βουλευτής από σόι.
*
Γαλανή μέρα
κοιμάται το ηφαίστειο
κρόκοι στο χώμα
βρυχηθμοί ακούγονται
ερωτευμένοι γάτοι.
Οι θαλασσογραφίες
Βαδίζανε μέσα σε ένα βαθύσκιωτο
δάσος αγκαλιά.
Αυτή κι ο νέος της έρωτας.
Δεν υπήρχαν μονοπάτια, άντε και στενά
δρομάκια να πεις παρά χωμάτινοι λεωφόροι
με πολλές στροφές χωρίς σήματα.
Αρρενωπό το βουνό, συνόρευε με τη θάλασσα.
Στο τέλος της πορείας όμως θα κατέφευγαν σε αυτή.
Προηγούνταν άλλα.
Μπροστά τους το μοναστήρι με τις παλιές
βυζαντινές εικόνες και τα τάματα.
Ένας γρήγορος λαγός στάθηκε μπρος τους.
Τους κοίταξε τρομαγμένος κι ύστερα χώθηκε
στο λαγούμι του, πίσω από τις φτέρες.
Το δάσος κελαηδούσε, μια ορχήστρα εγχόρδων
ακούγονταν κι ήταν τα πουλιά εκεί που δεν έλεγαν
να σταματήσουν.
Περιπλανήθηκαν ώρες πολλές.
Οι δρόμοι τους αγαπούσαν.
Η άγρια πανίδα τους ήθελε.
Το μοναστήρι είχε μια στέγη από κόκκινα κεραμίδια.
Έφτασαν σφιχταγκαλιασμένοι, προσκύνησαν
Μύριζε λιβάνι, λιωμένο κερί, ρετσίνι
από τα γύρω δέντρα κι αγριολούλουδα.
Αφού επιτέλεσαν το καθήκον τους,
κίνησαν για την θάλασσα.
Ένα παραθαλάσσιο σπίτι τούς περίμενε.
Γύρω γύρω θάλασσα κι αυτό στην μέση ίδιο
με μια μικρή νησίδα με κύματα που πολλούς
παραθεριστές δέχονταν.
Αίθουσες μεγάλες με πολλά ράντζα κι ένα
κοινό ντους για να ξεπλένουν την αλμύρα.
Ο ιδιοκτήτης αυστηρός έκρυψε τις βαλίτσες
τους σε έναν χώρο που έμοιαζε με αποθήκη.
Φόρεσαν τα μπανιερά για να κατέβουν στην
θάλασσα.
Σκάλες πολλές μαρμάρινες οδηγούσαν σε αυτή.
Στριφογυριστές σκάλες κατηφορικές κι επικίνδυνες.
Είχαν και κουπαστή για να κρατιέσαι.
Η θάλασσα μπροστά τους κατανεμημένη σε
μεγάλα τετράγωνα οικόπεδα.
Ο καθένας είχε και το δικό μετρικό σε αυτή.
Απόρησαν, άφησαν τις αγκαλιές, έπρεπε να
χωριστούν και να διαλέξουν το δικό τους
περιορισμένο χώρο.
Συνηθίσανε κολύμπησαν και δεν παραβίασαν
ούτε στιγμή τα όρια.
Σαν βγήκαν στην ακτή ένωσαν πάλι τα
σώματα τους, αγκαλιάστηκαν όπως για
πρώτη φορά.
Σφούγγισαν την αρμύρα με τις πολύχρωμες
πετσέτες τους κι αφέθηκαν στον ήλιο.
Έμειναν πολλή ώρα, στέγνωσαν.
Καθυστερούσαν, σκέφτονταν τις μαρμάρινες
σκάλες και τον δύσκολο τώρα ανήφορο.
Έπεσε ο ήλιος και πήραν να φύγουν.
Αφού λαχάνιασαν ανεβαίνοντας, περιέργως
δεν βγήκαν στο σπίτι αλλά στο δάσος με το μοναστήρι.
Η νησίδα είχε εξαφανιστεί.
Η θάλασσα χιλιόμετρα μακριά.
Τα υπάρχοντα τους κατασχεμένα στις άλλοτε αποθήκες.
Αγκαλιάστηκαν φοβισμένοι, δεν ήταν οι ίδιοι.
Είχαν απωλέσει την νεότητα τους και σαν
δυο γέροντες έμοιαζαν τώρα που κούτσαιναν
και τραύλιζαν.
Άδοξο είπαν, πήγε το ταξίδι τους.
Έφτασαν στο μοναστήρι κι εκεί δέθηκαν
με τις ευωδιές και τα αρώματα και μόνασαν.
Αφιερώθηκαν στα θεία, άλλαξαν ριζικά
και μπήκαν κάτω από τα φαρδιά τους
κατάμαυρα ράσα, πουθενά η θάλασσα.
Μόνο που οι βυζαντινές εικόνες είχαν εξαφανιστεί
και τη θέση τους είχαν πάρει σπάνιες θαλασσογραφίες.
δάσος αγκαλιά.
Αυτή κι ο νέος της έρωτας.
Δεν υπήρχαν μονοπάτια, άντε και στενά
δρομάκια να πεις παρά χωμάτινοι λεωφόροι
με πολλές στροφές χωρίς σήματα.
Αρρενωπό το βουνό, συνόρευε με τη θάλασσα.
Στο τέλος της πορείας όμως θα κατέφευγαν σε αυτή.
Προηγούνταν άλλα.
Μπροστά τους το μοναστήρι με τις παλιές
βυζαντινές εικόνες και τα τάματα.
Ένας γρήγορος λαγός στάθηκε μπρος τους.
Τους κοίταξε τρομαγμένος κι ύστερα χώθηκε
στο λαγούμι του, πίσω από τις φτέρες.
Το δάσος κελαηδούσε, μια ορχήστρα εγχόρδων
ακούγονταν κι ήταν τα πουλιά εκεί που δεν έλεγαν
να σταματήσουν.
Περιπλανήθηκαν ώρες πολλές.
Οι δρόμοι τους αγαπούσαν.
Η άγρια πανίδα τους ήθελε.
Το μοναστήρι είχε μια στέγη από κόκκινα κεραμίδια.
Έφτασαν σφιχταγκαλιασμένοι, προσκύνησαν
Μύριζε λιβάνι, λιωμένο κερί, ρετσίνι
από τα γύρω δέντρα κι αγριολούλουδα.
Αφού επιτέλεσαν το καθήκον τους,
κίνησαν για την θάλασσα.
Ένα παραθαλάσσιο σπίτι τούς περίμενε.
Γύρω γύρω θάλασσα κι αυτό στην μέση ίδιο
με μια μικρή νησίδα με κύματα που πολλούς
παραθεριστές δέχονταν.
Αίθουσες μεγάλες με πολλά ράντζα κι ένα
κοινό ντους για να ξεπλένουν την αλμύρα.
Ο ιδιοκτήτης αυστηρός έκρυψε τις βαλίτσες
τους σε έναν χώρο που έμοιαζε με αποθήκη.
Φόρεσαν τα μπανιερά για να κατέβουν στην
θάλασσα.
Σκάλες πολλές μαρμάρινες οδηγούσαν σε αυτή.
Στριφογυριστές σκάλες κατηφορικές κι επικίνδυνες.
Είχαν και κουπαστή για να κρατιέσαι.
Η θάλασσα μπροστά τους κατανεμημένη σε
μεγάλα τετράγωνα οικόπεδα.
Ο καθένας είχε και το δικό μετρικό σε αυτή.
Απόρησαν, άφησαν τις αγκαλιές, έπρεπε να
χωριστούν και να διαλέξουν το δικό τους
περιορισμένο χώρο.
Συνηθίσανε κολύμπησαν και δεν παραβίασαν
ούτε στιγμή τα όρια.
Σαν βγήκαν στην ακτή ένωσαν πάλι τα
σώματα τους, αγκαλιάστηκαν όπως για
πρώτη φορά.
Σφούγγισαν την αρμύρα με τις πολύχρωμες
πετσέτες τους κι αφέθηκαν στον ήλιο.
Έμειναν πολλή ώρα, στέγνωσαν.
Καθυστερούσαν, σκέφτονταν τις μαρμάρινες
σκάλες και τον δύσκολο τώρα ανήφορο.
Έπεσε ο ήλιος και πήραν να φύγουν.
Αφού λαχάνιασαν ανεβαίνοντας, περιέργως
δεν βγήκαν στο σπίτι αλλά στο δάσος με το μοναστήρι.
Η νησίδα είχε εξαφανιστεί.
Η θάλασσα χιλιόμετρα μακριά.
Τα υπάρχοντα τους κατασχεμένα στις άλλοτε αποθήκες.
Αγκαλιάστηκαν φοβισμένοι, δεν ήταν οι ίδιοι.
Είχαν απωλέσει την νεότητα τους και σαν
δυο γέροντες έμοιαζαν τώρα που κούτσαιναν
και τραύλιζαν.
Άδοξο είπαν, πήγε το ταξίδι τους.
Έφτασαν στο μοναστήρι κι εκεί δέθηκαν
με τις ευωδιές και τα αρώματα και μόνασαν.
Αφιερώθηκαν στα θεία, άλλαξαν ριζικά
και μπήκαν κάτω από τα φαρδιά τους
κατάμαυρα ράσα, πουθενά η θάλασσα.
Μόνο που οι βυζαντινές εικόνες είχαν εξαφανιστεί
και τη θέση τους είχαν πάρει σπάνιες θαλασσογραφίες.
Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2023
Μεταμορφώσεις
Καλέ μου εσύ, φόρεσες όλα τα άστρα
και τους πλανήτες για να σε βλέπω.Εδώ ο Ωρίωνας, εδώ η Πούλια, εδώ
ο Κρόνος και η απόμακρη Αφροδίτη.
Φωτεινός κι απόκοσμος έγινες
στις νύχτες μου να κυλάς σαν
τρένο ονειρικό που μασάει κάρβουνο.
Κατά κύματα με πλησιάζεις και καρτέρι
σου στήνω, χάνεσαι.
Φωτεινή πεταλούδα που η απόχη μου
δεν φτάνει, αγκομαχάω μια στιγμή να σε βρω
μα πονηρά στις φυλλωσιές κρύβεσαι,
σε χάνω.
Ταλαντεύεσαι σε δάσος παρθένο με τα
φτερά σου ολάνοιχτα, αχ πως με παιδεύεις.
Έρχεσαι φεύγεις σαν μέλισσα που
ξέφυγε από το μελίσσι και ανθούς
ψάχνει αμάραντους το νέκταρ να τρυγήσει.
Απείθαρχος φεύγεις μακριά και κόσμους
άλλους αναζητάς και νέα στέγη στήνεις.
Πάνω στα ακρολίθια του ποταμού ζυγιάζεσαι.
Σε συμβουλεύω, εκλιπαρώ εδώ να μείνεις.
Κερήθρα που θα βρεις να αποθέσεις
τους χυμούς σου; Αντιτίθεμαι....
Δεν συλλογάσαι τίποτα, αλαργεύεις μόνος
αφού από πάντα μια ατίθαση είχες καρδιά.
Μέλισσα μου με το αριστερό σου φτεράκι
σκονισμένο πάνω στον ζεστό καρπό μου
έλα να καθίσεις να μεταμορφωθώ.
Ντύθηκες όλα τα χρώματα του ουράνιου
τόξου όμορφο να σε ποθώ και να σε βλέπω.
Τα πουλιά με τα ζωηρά πετάγματα αγαπάς
κι αυτά ολοένα πλησιάζεις.
Μίλησα μαζί τους και μου είπαν πως εδώ
δεν μπορείς να έρθεις.
Ένας σταυραετός μάλιστα μου μαρτύρησε
πως αίμα ανταλλάξατε σκοπεύοντας για πάντα
να μείνετε φίλοι κι αδερφοί.
Τον ζήλεψα σαν μου έδειξε την πληγή στον
αδούλωτο λαιμό του.
Τα χνάρια σου έψαξα, μια ρανίδα δική σου
ζήτησα έστω να βρω.
Δεν με κατανόησε, δεν με συμπόνησε και
έφυγε πετώντας μακριά.
Πρόλαβα ευτυχώς να καρφώσω στα ακρονύχια
του μια γραφή δική μου, ένα ποίημα λατρείας,
ένα σονέτο του έρωτα.
Ραντεβού κρυφό σου έκλεισα πλάι στα
ασβεστωμένα σήμαντρα.
Αρκεί να θελήσεις να διαβάσεις τις πεθυμιές μου,
αρκεί να με νιώσεις και το αδύνατο νικήσεις
και κοντά μου έρθεις μαζί με όλη σου
την κουστωδία κι εγώ στο νυχάκι
του ποδιού μου θα σε κρύψω ποτέ να μην χαθείς.
Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2023
Αδικαίωτοι αγώνες
Εκθειάζω την ομορφιά σου αγάπη μου.
Στο πρόσωπο σου στέκομαι.
Χείλη ηδονικά, παρειές από σκούρο μετάξι,
γλώσσα σοφή που για επαναστάσεις μιλούσε.
Τα μάτια σου αναθυμάμαι.
Ευθύβολο βλέμμα καθαρό που μέσα τους
νέα τοπία ανακάλυπτα.
Οροσειρές με έλατα, κάμπους με σιτηρά ώριμα,
θάλασσες που μέσα τους ανάπνεαν ζωή οι δέκα ναυαγοί.
Τα μάτια σου, ο χάρτης που δεν πρόλαβα να ξετυλίξω.
Έχασα τον δρόμο μετά από αυτό.
Στενάκια με πνίγουν και φιδίσια μονοπάτια
άγνωρα με περισφίγγουν.
Χάνομαι, βουρκώνω, θλίβομαι.
Αλάνες τα μάτια σου που δεν με πήγες ποτέ να δω.
Καθρέφτες που ένας υπέργηρος αλήτης έσπασε.
Έφυγες κι απώλεσα τις συνοικίες, τις γεμάτες
από παιδιά ανέμελα που έπαιζαν κουτσονήλιο,
μήλα και αμπάριζα.
Κρατώ τα κομμάτια και να τα συναρμολογήσω
δεν μπορώ, πάντα μου λείπει ένα βασικό κομμάτι,
το ψάχνω, μήπως το πήρες;
Εκθειάζω το σώμα σου αγάπη μου
και μέτρο δεν βρίσκω για να το περιγράψω.
Κορμί, στητό κυπαρίσσι, που αναπνέει ελευθερία.
Στέρνο, πλατεία με πολύχρωμα μπαλόνια.
Με μάγους που από το καπέλο τους βγάζουν
ζαχαρωτά και μακριά μαντήλια που τους λαιμούς
των κοριτσιών στολίζουν.
Μα δεν ξεχνώ να υμνώ τα καλόβολα χέρια σου.
Πεύκου κλωνιά που με αγκάλιαζαν σφιχτά τις νύχτες.
Νύχτες ατέλειωτες που ξημέρωμα δεν είχαν.
Νύχτες με χτυποκάρδια, μεθυσμένες από δροσοσταλίδες
που τρεμόπαιζαν πάνω στα πέταλα μιας μαργαρίτας.
Τα χέρια σου κουπιά που οι αλιείς ζηλεύουν.
Τις θάλασσες εσύ μου γνώρισες κι από την
καλή σου ψαριά δείπνα εκλεκτά μου ετοίμαζες.
Μου αρκούσαν, μου περίσσευαν.
Τώρα πεινώ, ο άρτος λειψός δεν πολλαπλασιάζεται.
Εσύ ο θαυματοποιός, εσύ ένας φιλεύσπλαχνος θεός
που μαζί του πήρε τα ανείπωτα λόγια.
Πώς να τραφώ;
Πώς να γράψω;
Ημιτελή μένουν τα ποιήματα.
Τα φασκιώνω να μην χαθούν.
Οι σημερινοί στίχοι μου επίλογο δεν θα έχουν.
Κλαψιάρικα παιδιά θα μοιάζουν που το πάνινο τόπι
κλωτσούν σε μια φτωχική γειτονιά.
Έλα να τους στήσεις τα δίχτυα.
Να σουτάρουν θέλουν και με ιδρωμένα
τα σώματα τους ύστερα να γιορτάσουν.
Εσύ θα πάρεις τους πόντους όλους
και στην κορφή θα αναρριχηθείς.
Τα ποιήματα που άφησα στη μέση σε καλούν..
Τους δίκαιους αγώνες σου θέλουν να ιστορίσουν.
Αυτούς που δεν πρόλαβες εδώ πέρα να τερματίσεις.
Το σκορ έλα να ανοίξεις, πριν η σφυρίχτρα
τη λήξη σημάνει κι αδειάσει η κερκίδα.....
Στο πρόσωπο σου στέκομαι.
Χείλη ηδονικά, παρειές από σκούρο μετάξι,
γλώσσα σοφή που για επαναστάσεις μιλούσε.
Τα μάτια σου αναθυμάμαι.
Ευθύβολο βλέμμα καθαρό που μέσα τους
νέα τοπία ανακάλυπτα.
Οροσειρές με έλατα, κάμπους με σιτηρά ώριμα,
θάλασσες που μέσα τους ανάπνεαν ζωή οι δέκα ναυαγοί.
Τα μάτια σου, ο χάρτης που δεν πρόλαβα να ξετυλίξω.
Έχασα τον δρόμο μετά από αυτό.
Στενάκια με πνίγουν και φιδίσια μονοπάτια
άγνωρα με περισφίγγουν.
Χάνομαι, βουρκώνω, θλίβομαι.
Αλάνες τα μάτια σου που δεν με πήγες ποτέ να δω.
Καθρέφτες που ένας υπέργηρος αλήτης έσπασε.
Έφυγες κι απώλεσα τις συνοικίες, τις γεμάτες
από παιδιά ανέμελα που έπαιζαν κουτσονήλιο,
μήλα και αμπάριζα.
Κρατώ τα κομμάτια και να τα συναρμολογήσω
δεν μπορώ, πάντα μου λείπει ένα βασικό κομμάτι,
το ψάχνω, μήπως το πήρες;
Εκθειάζω το σώμα σου αγάπη μου
και μέτρο δεν βρίσκω για να το περιγράψω.
Κορμί, στητό κυπαρίσσι, που αναπνέει ελευθερία.
Στέρνο, πλατεία με πολύχρωμα μπαλόνια.
Με μάγους που από το καπέλο τους βγάζουν
ζαχαρωτά και μακριά μαντήλια που τους λαιμούς
των κοριτσιών στολίζουν.
Μα δεν ξεχνώ να υμνώ τα καλόβολα χέρια σου.
Πεύκου κλωνιά που με αγκάλιαζαν σφιχτά τις νύχτες.
Νύχτες ατέλειωτες που ξημέρωμα δεν είχαν.
Νύχτες με χτυποκάρδια, μεθυσμένες από δροσοσταλίδες
που τρεμόπαιζαν πάνω στα πέταλα μιας μαργαρίτας.
Τα χέρια σου κουπιά που οι αλιείς ζηλεύουν.
Τις θάλασσες εσύ μου γνώρισες κι από την
καλή σου ψαριά δείπνα εκλεκτά μου ετοίμαζες.
Μου αρκούσαν, μου περίσσευαν.
Τώρα πεινώ, ο άρτος λειψός δεν πολλαπλασιάζεται.
Εσύ ο θαυματοποιός, εσύ ένας φιλεύσπλαχνος θεός
που μαζί του πήρε τα ανείπωτα λόγια.
Πώς να τραφώ;
Πώς να γράψω;
Ημιτελή μένουν τα ποιήματα.
Τα φασκιώνω να μην χαθούν.
Οι σημερινοί στίχοι μου επίλογο δεν θα έχουν.
Κλαψιάρικα παιδιά θα μοιάζουν που το πάνινο τόπι
κλωτσούν σε μια φτωχική γειτονιά.
Έλα να τους στήσεις τα δίχτυα.
Να σουτάρουν θέλουν και με ιδρωμένα
τα σώματα τους ύστερα να γιορτάσουν.
Εσύ θα πάρεις τους πόντους όλους
και στην κορφή θα αναρριχηθείς.
Τα ποιήματα που άφησα στη μέση σε καλούν..
Τους δίκαιους αγώνες σου θέλουν να ιστορίσουν.
Αυτούς που δεν πρόλαβες εδώ πέρα να τερματίσεις.
Το σκορ έλα να ανοίξεις, πριν η σφυρίχτρα
τη λήξη σημάνει κι αδειάσει η κερκίδα.....
Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023
Η διαρκής δίψα
Υπάρχεις στην μαρμάρινη κρήνη
που πρόπερσι είχε στερέψει και τώρα
σταγόνα σταγόνα φτύνει το βουνίσιο νερό.
Κρήνη στα ριζά του λόφου που τη δίψα
αδυνατεί να καταλαγιάσει.
Έρχονται εδώ τα μουλάρια τα φορτωμένα
με καλαμπόκι να ξεδιψάσουν λιγάκι.
Λίγο το νερό, στεγνή η λακκούβα, το ρυάκι
πεθαμένο κι η κρήνη μισοξεραμένη.
Αναπηδούν τα ζώα και χώνουν τη μουσούδα
τους στο άφταστο κενό.
Νερό ζητούν τρεχούμενο.
Κεφαλάρι ζητούν μεγάλο.
Στέρνες ζητούν με φρέσκα μούσκλια,
ως τη μέση του τσιμέντου γεμάτη.
Τα αφεντικά τους, τα κουρασμένα από
τους δρόμους, στέκουν για λίγο και
τα αφηνιασμένα ζώα απ' τα καπίστρια
πιάνουν.
Τα ημερεύουν, δένουν πιο σφιχτά το φορτίο
τους και νερό τους δίνουν από το παγούρι τους.
Έπειτα βγάζουν τις πετσέτες με το προσφάι,
τις ξεδιπλώνουν πάνω στο μαρμάρινο πτερύγιο.
Τρώνε ξερό ψωμί, ψημένο κεφαλοτύρι
και ελιές μέσα απ' την άρμη.
Μένουν εκεί για λίγο και μια βλαστήμια
ξεφεύγει απ' τα χείλη τους.
Σταγόνα σταγόνα η κρήνη παρακολουθεί
αναστατωμένη, φοβάται μην αποξηραθεί
εντελώς.
Βροχές δεν έριξε εδώ και τρία χρόνια,
χιόνια δεν έπεσαν, χαλάζι δεν ήρθε και
βροντές δεν ακούστηκαν στα χάη.
Η μαρμάρινη κρήνη αναθυμάται τις παλιές δόξες της.
Τότε που ο έρωτας πηγαίο ήταν θαύμα.
Τότε που η αγάπη μοίραζε απλόχερα αντίδωρο.
Τότε που το νερό με δύναμη εκτινάσσονταν
από τον κορμό του βουνού για να ξεδιψούν
όλα τα γήινα πλάσματα.
Φθίνει κι αυτό το νερό σαν έφυγες.
Φθίνει το χώμα και το σκαλοπάτι που
πατούσες για να δώσεις το φιλί.
Φθίνει ο αέρας που χνώτιζε τους
υαλοπίνακες της λίμνης.
που πρόπερσι είχε στερέψει και τώρα
σταγόνα σταγόνα φτύνει το βουνίσιο νερό.
Κρήνη στα ριζά του λόφου που τη δίψα
αδυνατεί να καταλαγιάσει.
Έρχονται εδώ τα μουλάρια τα φορτωμένα
με καλαμπόκι να ξεδιψάσουν λιγάκι.
Λίγο το νερό, στεγνή η λακκούβα, το ρυάκι
πεθαμένο κι η κρήνη μισοξεραμένη.
Αναπηδούν τα ζώα και χώνουν τη μουσούδα
τους στο άφταστο κενό.
Νερό ζητούν τρεχούμενο.
Κεφαλάρι ζητούν μεγάλο.
Στέρνες ζητούν με φρέσκα μούσκλια,
ως τη μέση του τσιμέντου γεμάτη.
Τα αφεντικά τους, τα κουρασμένα από
τους δρόμους, στέκουν για λίγο και
τα αφηνιασμένα ζώα απ' τα καπίστρια
πιάνουν.
Τα ημερεύουν, δένουν πιο σφιχτά το φορτίο
τους και νερό τους δίνουν από το παγούρι τους.
Έπειτα βγάζουν τις πετσέτες με το προσφάι,
τις ξεδιπλώνουν πάνω στο μαρμάρινο πτερύγιο.
Τρώνε ξερό ψωμί, ψημένο κεφαλοτύρι
και ελιές μέσα απ' την άρμη.
Μένουν εκεί για λίγο και μια βλαστήμια
ξεφεύγει απ' τα χείλη τους.
Σταγόνα σταγόνα η κρήνη παρακολουθεί
αναστατωμένη, φοβάται μην αποξηραθεί
εντελώς.
Βροχές δεν έριξε εδώ και τρία χρόνια,
χιόνια δεν έπεσαν, χαλάζι δεν ήρθε και
βροντές δεν ακούστηκαν στα χάη.
Η μαρμάρινη κρήνη αναθυμάται τις παλιές δόξες της.
Τότε που ο έρωτας πηγαίο ήταν θαύμα.
Τότε που η αγάπη μοίραζε απλόχερα αντίδωρο.
Τότε που το νερό με δύναμη εκτινάσσονταν
από τον κορμό του βουνού για να ξεδιψούν
όλα τα γήινα πλάσματα.
Φθίνει κι αυτό το νερό σαν έφυγες.
Φθίνει το χώμα και το σκαλοπάτι που
πατούσες για να δώσεις το φιλί.
Φθίνει ο αέρας που χνώτιζε τους
υαλοπίνακες της λίμνης.
Φθίνω κι εγώ.
Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023
Καθ' οδόν
Σε περιμένω σαν τρέμουλο φύλλου
που λαχταρά το νερό.Σου έφτιαξα μια γωνιά για να σταθείς .
Ωραία να περνάς, κακά να μη σε βρίσκουν
όνειρα, πικρές να μην λαμβάνεις ειδήσεις.
Κατέβασα τα κιλίμια της γιαγιάς.
Παρακάλεσα δυο άστρα να σε συντροφεύουν.
Μέσα σε ένα πολύχρωμο κόσμο να ζεις.
Πουλί που ζευγαρώνει την Άνοιξη.
Παιδί που τρίλιζα παίζε με τα παιδιά της
Πούλιας τις αυγουστιάτικες νύχτες.
Σε περιμένω σαν το αγέρι που χτυπά το ιστίο
κι ο πλους ξεκινά.
Σου έφερα ψωμί ζυμωτό για να δειπνήσεις
και κρίθινο παξιμάδι με ελιές.
Είναι καιρός που έμαθα άρτους να φτιάχνω
για εσένα.
Σκαφίδι μου ο θώρακας που την καρδιά
καλά προφυλάσσει.
Πρώτες μου ύλες η ψίχα του κορμιού και το
δάκρυ του άστεγου.
Εδώ να ζεις μακριά από τα σταφιδιασμένα
πρόσωπα και τα άρπαγα χέρια.
Εδώ να χορταίνεις και να χαμογελάς με
του έρωτα τα ακριβά εδέσματα περικυκλωμένος.
Σε περιμένω σαν το φιλί πριν τον χωρισμό.
Σου έφερα μια ασημένια χτένα να ομορφαίνεις
τον κόσμο.
Τα χυτά σου μαλλιά να μην κομπιάζουν.
Ελεύθερα να πέφτουν στους ώμους σου.
Με την χαίτη του αλόγου να σμίγουν και
σε χωράφια οργωμένα να καλπάζουν.
Να σε θωρώ, να σε θαυμάζω, να σε νοιάζομαι.
Όλες οι φυλές να αναγνωρίζουν την γλώσσα
σου και ποιήματα να γράφουν κρυφά στις ατζέντες.
Σε περιμένω σαν τον σπινθήρα στις ράγες
των τρένων.
Σου έφερα ρούχα καθαρά στα γιορτάσια της
σελήνης να πηγαίνεις και πρώτος να
μπαίνεις στο χορό.
Στον προγονικό αργαλειό τα ύφανα με της
καρτέρευσης το νήμα.
Ρούχα της αγάπης κρουστά.
Κανένας πόντος να μη τους λείπει και στο
νούμερο σου να είναι και να στέκονται.
Ποτέ να μην κρυώσεις στον βοριά όταν
σταθείς.
Το δρόμο να βρίσκεις εύκολα κοντά μου
για να 'ρθεις να ξεκουράσεις λίγο τα
πέλματα σου.
Πάει καιρός που στα τρίστρατα βαδίζεις
αλύτρωτος και μόνος.
Εδώ ο κόσμος σου.
Εδώ τα ζεστά χνώτα των μυθικών σπηλαίων.
Εδώ και η γη σου και το ένδοξο βασίλειο σου
που για σένα τις νύχτες ακάματα σμίλευα.
Σε περιμένω σαν τρέμουλο φύλλου
που λαχταρά το νερό.
Σου έφερα ψωμί ζυμωτό για να δειπνήσεις
και κρίθινο παξιμάδι με ελιές.
Είναι καιρός που έμαθα άρτους να φτιάχνω
για εσένα.
Σκαφίδι μου ο θώρακας που την καρδιά
καλά προφυλάσσει.
Πρώτες μου ύλες η ψίχα του κορμιού και το
δάκρυ του άστεγου.
Εδώ να ζεις μακριά από τα σταφιδιασμένα
πρόσωπα και τα άρπαγα χέρια.
Εδώ να χορταίνεις και να χαμογελάς με
του έρωτα τα ακριβά εδέσματα περικυκλωμένος.
Σε περιμένω σαν το φιλί πριν τον χωρισμό.
Σου έφερα μια ασημένια χτένα να ομορφαίνεις
τον κόσμο.
Τα χυτά σου μαλλιά να μην κομπιάζουν.
Ελεύθερα να πέφτουν στους ώμους σου.
Με την χαίτη του αλόγου να σμίγουν και
σε χωράφια οργωμένα να καλπάζουν.
Να σε θωρώ, να σε θαυμάζω, να σε νοιάζομαι.
Όλες οι φυλές να αναγνωρίζουν την γλώσσα
σου και ποιήματα να γράφουν κρυφά στις ατζέντες.
Σε περιμένω σαν τον σπινθήρα στις ράγες
των τρένων.
Σου έφερα ρούχα καθαρά στα γιορτάσια της
σελήνης να πηγαίνεις και πρώτος να
μπαίνεις στο χορό.
Στον προγονικό αργαλειό τα ύφανα με της
καρτέρευσης το νήμα.
Ρούχα της αγάπης κρουστά.
Κανένας πόντος να μη τους λείπει και στο
νούμερο σου να είναι και να στέκονται.
Ποτέ να μην κρυώσεις στον βοριά όταν
σταθείς.
Το δρόμο να βρίσκεις εύκολα κοντά μου
για να 'ρθεις να ξεκουράσεις λίγο τα
πέλματα σου.
Πάει καιρός που στα τρίστρατα βαδίζεις
αλύτρωτος και μόνος.
Εδώ ο κόσμος σου.
Εδώ τα ζεστά χνώτα των μυθικών σπηλαίων.
Εδώ και η γη σου και το ένδοξο βασίλειο σου
που για σένα τις νύχτες ακάματα σμίλευα.
Σε περιμένω σαν τρέμουλο φύλλου
που λαχταρά το νερό.
Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2023
Η πλάνη
Οι δρόμοι ήταν άγνωστοι
χωρίς σήμανση.
Τυφλά τα μάτια πήγαιναν.
Άνθρωποι δεν υπήρχαν
να ρωτήσεις.
Ψυχή δεν διάβαινε.
Περπατούσες μουδιασμένη.
Μπερδεύονταν το μυαλό.
Το ραντεβού ήταν κλεισμένο.
Στο τηλέφωνο ο ήχος
της αγάπης.
Ο έρωτας απαιτητικός.
Η συνάντηση πάντα ακυρώνονταν.
Με τα πολλά έβγαινες
μπροστά σε κλεισμένα
σχολεία, γήπεδα και αποθήκες.
Σταματούσαν οι δρόμοι.
Ψηλά κάγκελα.
Γερές σιδεριές.
Τα κλειδιά στην τσέπη
του επιστάτη.
Χθες διάβασες στην εφημερίδα
για έναν θάνατο.
Νεκρός ο επιστάτης
θάφτηκε με τα κλειδιά.
Οι δρόμοι ήταν στενοί
και κακοφτιαγμένοι.
Πεζοδρόμια δεν υπήρχαν.
Τα αυτοκίνητα πολλά.
Οι λακκούβες απειλητικές.
Οι λακκούβες γεμάτες
λασπόνερα και πεθαμένα
έντομα και πουλιά.
Τα αυτοκίνητα έτρεχαν.
Περνούσαν και πιτσίλιζαν
το καινούργιο της φόρεμα.
Λευκό φόρεμα με δαντέλα.
Έπρεπε όμορφη να φτάσει
στο ραντεβού.
Λεκέδες παντού.
Στο γιακαδάκι, στην πιέτα,
στο μπούστο και στην ζώνη.
Πώς να αλλάξει;
Πώς να πάει σπίτι;
Θα αργούσε.
Ο χρόνος περιορισμένος
Ένα αυτοκίνητο σταμάτησε.
Ο οδηγός της σφύριξε.
Έκανε πως δεν είδε.
Η πλατεία μακριά.
Μικρά παιδιά θα έπαιζαν.
Μανάδες θα τσίριζαν.
Με τα πολλά έφτασε.
Το πλήθος δεν την είδε.
Το πλήθος μασούσε πασατέμπο.
Αυτός πουθενά.
Το φόρεμα λερωμένο,
η καρδιά στο στόμα.
Άδικη η θυσία.
Αυτός φοβήθηκε τον καιρό,
τα λασπόνερα, τους ευέξαπτους
ανθρώπους και δεν ήρθε
Οι δρόμοι χωρίς οδούς
και αριθμούς.
Ασυντήρητοι από καιρό.
Τα σπίτια δεξιά αριστερά
δεν είχαν ταυτότητα.
Ξένα τα σπίτια.
Ακατοίκητα θαρρείς.
Πουθενά ένα απλωμένο
ρούχο, ένα κλουβί με καναρίνι,
μια σημαία της αγαπημένης
ομάδας, ένα σεντόνι έστω να
ιστορεί έναν φευγαλέο έρωτα.
Αυτή είχε ταυτότητα
χτες την έλαβε,
μα αυτό δεν την βοηθούσε.
Ποιον να ρωτήσει;
Οι οδοί καλυμμένοι
με άσπρη λαδομπογιά.
Το ραντεβού κλεισμένο
δυο ήμερες πριν.
Βάδιζε μόνη, άλλον διαβάτη
δεν έβλεπε πουθενά.
Στο τέλος έφτασε
σε ένα ανώνυμο σταυροδρόμι.
Εκεί πάγωσε.
Εκεί μαρμάρωσε.
Ποιον δρόμο να επιλέξει;
Πήρε στην τύχη
τον πιο πλατύ.
Τα ίδια κλειστά σπίτια
την ακολουθούσαν
Είχε αργήσει πολύ.
Τάχυνε το βήμα.
Αδιέξοδος.
Βαριά τα τσιμέντα.
Αδιαπέραστες οι πόρτες.
Στο βραχάκι ένα ζευγάρι
ερωτοτροπούσε.
Ήταν αυτός κι η καλή του.
Το ραντεβού κλεισμένο
για μια άλλη αγάπη.
Έκλαψε για τα τρύπια
παπούτσια της και το
λερωμένο της φόρεμα
κι έφυγε πριν την δούνε.
Μια πλάνη όλα.
Έτρεξε μακριά και
μπήκε επιτέλους σε
νέες χαραγμένες οδούς.
Αρχαία εύηχα ονόματα
χωρίς σήμανση.
Τυφλά τα μάτια πήγαιναν.
Άνθρωποι δεν υπήρχαν
να ρωτήσεις.
Ψυχή δεν διάβαινε.
Περπατούσες μουδιασμένη.
Μπερδεύονταν το μυαλό.
Το ραντεβού ήταν κλεισμένο.
Στο τηλέφωνο ο ήχος
της αγάπης.
Ο έρωτας απαιτητικός.
Η συνάντηση πάντα ακυρώνονταν.
Με τα πολλά έβγαινες
μπροστά σε κλεισμένα
σχολεία, γήπεδα και αποθήκες.
Σταματούσαν οι δρόμοι.
Ψηλά κάγκελα.
Γερές σιδεριές.
Τα κλειδιά στην τσέπη
του επιστάτη.
Χθες διάβασες στην εφημερίδα
για έναν θάνατο.
Νεκρός ο επιστάτης
θάφτηκε με τα κλειδιά.
Οι δρόμοι ήταν στενοί
και κακοφτιαγμένοι.
Πεζοδρόμια δεν υπήρχαν.
Τα αυτοκίνητα πολλά.
Οι λακκούβες απειλητικές.
Οι λακκούβες γεμάτες
λασπόνερα και πεθαμένα
έντομα και πουλιά.
Τα αυτοκίνητα έτρεχαν.
Περνούσαν και πιτσίλιζαν
το καινούργιο της φόρεμα.
Λευκό φόρεμα με δαντέλα.
Έπρεπε όμορφη να φτάσει
στο ραντεβού.
Λεκέδες παντού.
Στο γιακαδάκι, στην πιέτα,
στο μπούστο και στην ζώνη.
Πώς να αλλάξει;
Πώς να πάει σπίτι;
Θα αργούσε.
Ο χρόνος περιορισμένος
Ένα αυτοκίνητο σταμάτησε.
Ο οδηγός της σφύριξε.
Έκανε πως δεν είδε.
Η πλατεία μακριά.
Μικρά παιδιά θα έπαιζαν.
Μανάδες θα τσίριζαν.
Με τα πολλά έφτασε.
Το πλήθος δεν την είδε.
Το πλήθος μασούσε πασατέμπο.
Αυτός πουθενά.
Το φόρεμα λερωμένο,
η καρδιά στο στόμα.
Άδικη η θυσία.
Αυτός φοβήθηκε τον καιρό,
τα λασπόνερα, τους ευέξαπτους
ανθρώπους και δεν ήρθε
Οι δρόμοι χωρίς οδούς
και αριθμούς.
Ασυντήρητοι από καιρό.
Τα σπίτια δεξιά αριστερά
δεν είχαν ταυτότητα.
Ξένα τα σπίτια.
Ακατοίκητα θαρρείς.
Πουθενά ένα απλωμένο
ρούχο, ένα κλουβί με καναρίνι,
μια σημαία της αγαπημένης
ομάδας, ένα σεντόνι έστω να
ιστορεί έναν φευγαλέο έρωτα.
Αυτή είχε ταυτότητα
χτες την έλαβε,
μα αυτό δεν την βοηθούσε.
Ποιον να ρωτήσει;
Οι οδοί καλυμμένοι
με άσπρη λαδομπογιά.
Το ραντεβού κλεισμένο
δυο ήμερες πριν.
Βάδιζε μόνη, άλλον διαβάτη
δεν έβλεπε πουθενά.
Στο τέλος έφτασε
σε ένα ανώνυμο σταυροδρόμι.
Εκεί πάγωσε.
Εκεί μαρμάρωσε.
Ποιον δρόμο να επιλέξει;
Πήρε στην τύχη
τον πιο πλατύ.
Τα ίδια κλειστά σπίτια
την ακολουθούσαν
Είχε αργήσει πολύ.
Τάχυνε το βήμα.
Αδιέξοδος.
Βαριά τα τσιμέντα.
Αδιαπέραστες οι πόρτες.
Στο βραχάκι ένα ζευγάρι
ερωτοτροπούσε.
Ήταν αυτός κι η καλή του.
Το ραντεβού κλεισμένο
για μια άλλη αγάπη.
Έκλαψε για τα τρύπια
παπούτσια της και το
λερωμένο της φόρεμα
κι έφυγε πριν την δούνε.
Μια πλάνη όλα.
Έτρεξε μακριά και
μπήκε επιτέλους σε
νέες χαραγμένες οδούς.
Αρχαία εύηχα ονόματα
τριγύρω και φωτιές.
Στα χέρια της κρατούσε
εις μάτην τα κλειδιά του επιστάτη.
Στα χέρια της κρατούσε
εις μάτην τα κλειδιά του επιστάτη.
Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2023
Προ του τέλους
Στους κόσμους που ζεις
μια στρατιά αγγέλων σε φρουρεί.
Δεν είναι οι καλοκάγαθοι άγγελοι
που ξέρουμε με τα άσπρα χαμηλωμένα
φτερά και τα χνουδάτα πούπουλα
που εδώ κάτω φτάνουν και άγγελμα
φέρνουν θεϊκό.
Οι δικοί σου άγγελοι
προτεταμένα έχουν τα ξίφη
και σε πυκνές γραμμές στοιχίζονται.
Φοβάμαι...
Κενό δεν βρίσκω να περάσω
Φυσίγγια δεν κρατώ για να
τους αντιμετωπίζω.
Στρατούς δεν διαθέτω στην μάχη
να ριχτώ.
Γιατί τους όπλισες;
Γιατί αδιαπέραστα τείχη έστησες;
Πώς να σε φτάσω;
Αστράφτουν τα ξίφη.
Τυφλώνομαι...
Μένω να σε κοιτάζω μέσα από
από μικρές οπές που με κεφαλάκι
καρφίτσας μοιάζουν.
Λιγοστό το φως και τα περιθώρια.
Πες μου πώς να διαβάσω το βλέμμα σου,
πώς να πλησιάσω του χεριού σου τη ζεστασιά;
Χάνομαι...
Οι καρφίτσες πολλές πληγώνουν
τον τρυφερό λαιμό της αγάπης.
Τσιμπάνε το σώμα μου, αίμα τρέχει
κι επίδεσμο δεν βρίσκω.
Ένας λάκκος από αίμα γύρω μου.
Πνίγομαι.
Να κολυμπώ δεν ξέρω.
Λείπει η άνωση.
Τα πόδια μου βαριά, δεν υπακούουν.
Μπερδεύομαι...
Σε μια λίμνη αίματος βυθίζομαι.
Καράβι που το σκέπασε ο ωκεανός.
Πώς να βγω στην επιφάνεια;
Ξεφουσκωμένο το σωσίβιο δεν
με βοηθά.
Σπασμένη η σανίδα δεν επικουρεί.
Ναυαγός του έρωτα γίνομαι.
Εσύ ο σωτήρας μου.
Εσύ ο κρίκος που με δένει με την ζωή.
Εσύ ο στρατός μου που θα εξολοθρεύσει
τα ουράνια τάγματα.
Οπισθοχωρώ...
Χέρι άπλωσε κι έλα πριν μέσα στην
αιμάτινη λίμνη πνιγώ.
Δίπλα μου ένα βατραχάκι κοάζει.
Δίπλα μου μια καλαμιά θροΐζει.
Δίπλα μου ένα νούφαρο ανθίζει.
Όλα γύρω σε ζητούν.
Όλα γύρω σε ονομάζουν.
Πολλές οι καρφίτσες εξακολουθούν
να με απειλούν και να με καταδικάζουν
σε έναν αργό θάνατο.
Σε σέ προστρέχω...
μια στρατιά αγγέλων σε φρουρεί.
Δεν είναι οι καλοκάγαθοι άγγελοι
που ξέρουμε με τα άσπρα χαμηλωμένα
φτερά και τα χνουδάτα πούπουλα
που εδώ κάτω φτάνουν και άγγελμα
φέρνουν θεϊκό.
Οι δικοί σου άγγελοι
προτεταμένα έχουν τα ξίφη
και σε πυκνές γραμμές στοιχίζονται.
Φοβάμαι...
Κενό δεν βρίσκω να περάσω
Φυσίγγια δεν κρατώ για να
τους αντιμετωπίζω.
Στρατούς δεν διαθέτω στην μάχη
να ριχτώ.
Γιατί τους όπλισες;
Γιατί αδιαπέραστα τείχη έστησες;
Πώς να σε φτάσω;
Αστράφτουν τα ξίφη.
Τυφλώνομαι...
Μένω να σε κοιτάζω μέσα από
από μικρές οπές που με κεφαλάκι
καρφίτσας μοιάζουν.
Λιγοστό το φως και τα περιθώρια.
Πες μου πώς να διαβάσω το βλέμμα σου,
πώς να πλησιάσω του χεριού σου τη ζεστασιά;
Χάνομαι...
Οι καρφίτσες πολλές πληγώνουν
τον τρυφερό λαιμό της αγάπης.
Τσιμπάνε το σώμα μου, αίμα τρέχει
κι επίδεσμο δεν βρίσκω.
Ένας λάκκος από αίμα γύρω μου.
Πνίγομαι.
Να κολυμπώ δεν ξέρω.
Λείπει η άνωση.
Τα πόδια μου βαριά, δεν υπακούουν.
Μπερδεύομαι...
Σε μια λίμνη αίματος βυθίζομαι.
Καράβι που το σκέπασε ο ωκεανός.
Πώς να βγω στην επιφάνεια;
Ξεφουσκωμένο το σωσίβιο δεν
με βοηθά.
Σπασμένη η σανίδα δεν επικουρεί.
Ναυαγός του έρωτα γίνομαι.
Εσύ ο σωτήρας μου.
Εσύ ο κρίκος που με δένει με την ζωή.
Εσύ ο στρατός μου που θα εξολοθρεύσει
τα ουράνια τάγματα.
Οπισθοχωρώ...
Χέρι άπλωσε κι έλα πριν μέσα στην
αιμάτινη λίμνη πνιγώ.
Δίπλα μου ένα βατραχάκι κοάζει.
Δίπλα μου μια καλαμιά θροΐζει.
Δίπλα μου ένα νούφαρο ανθίζει.
Όλα γύρω σε ζητούν.
Όλα γύρω σε ονομάζουν.
Πολλές οι καρφίτσες εξακολουθούν
να με απειλούν και να με καταδικάζουν
σε έναν αργό θάνατο.
Σε σέ προστρέχω...
Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2023
Imayo με σπάσιμο
Ταξιδιάρης έρωτας-
νεαρός περνά στραβά φορά το φέσι
μπαίνει στον χορό
κόρη νέα διαλέγει
μπέσα στην καρδιά
ορθός περιπατάει
δίλημμα ξεχνά.
*
Κίτρινη μαργαρίτα-
νεαρός ανθός
μ' αγαπά δεν μ'' αγαπά
πέφτουν πέταλα
απάντηση μου δίνει
ολόγιομος φως
διλήμματα συντρίβει
ευωδιά σκορπά.
*
Φουσκωμένος ποταμός-
ξέσπασε βροχή
βότσαλα παρασέρνει
αντάρα πιάνει
διλήμματα μου βάζει
μπροστά πηγαίνω
νερό ως το γόνατο
περνώ στην όχθη.
*
Χρυσό το δακτυλίδι-
χάντρα κόκκινη
δώρο για σένα φέρνω
κόρης στολίδι
διλήμματα δεν έχω
λεπτό άγγιγμα
πειστήριο της αγάπης
πολλά καράτια.
*
Απρόσιτα τα βράχια-
πέφτουν οι πέτρες
αγριωπό το ερίφιο
άκου τον αχό
διλήμματα δεν έχει
βήμα θαρρετό
αντίπερα η κορφή
ύψος κατακτά.
Το φαρμάκι
Γενάρη γεννήθηκα.
Στους πορτοκαλεώνες
της Λακωνίας θριάμβευαν
οι μικροί ήλιοι.
Τρίτο τη τάξει παιδί.
Ο πατέρας σκεπτικός
ανάδευε την φωτιά.
Πρόσθετε λιόξυλα.
Κρύωνα.
Η μητέρα κοιτούσε
τους ουρανούς.
Πενθούσε η μητέρα.
Το γάλα της πικρό,
ίδιο με το φαρμάκι
που ο ξανθός άγγελος
ανύποπτα πήρε.
Καραμελίτσες να φάει
λαχτάραγε.
Ο πρωτότοκος μακριά μας.
Η ενοχή στα πρόσωπα
και τις γωνίες του σπιτιού
Οι γέροντες με τα
στραβοπάπουτσα
κρύβονταν πίσω από
τις κουρτίνες.
Ο θείος έτρωγε την
καλύτερη πάντα μερίδα
φαγητού.
Ξεχνούσε με κρασί το παρελθόν
Ο θείος κι ο θάνατος
ασυμπλήρωτη εικόνα.
Ο ξανθός άγγελος κοντά του.
Αυτός σφύριζε ένα χασάπικο
ξέγνοιαστος.
Οι γονείς στην αυλή.
Το σφαχτό στο τσιγκέλι.
Το κουτάκι με τα φάρμακα
στο παραγώνι.
Πεινούσε ο πρωτότοκος.
Πικρό το κινίνο σαν το
γάλα της μητέρας.
Το χεράκι δεν ήξερε.
Το πήρε.
Το κατάπιε.
Έφυγε χορτάτος,
αδικαίωτος να μας
κοιτά κατάματα μέσα
από τα πράσινα μάτια του.
Έμεινε η μητέρα
να κοιτάει απέλπιδα
ως σήμερα τους ουρανούς.
Κι εγώ κλαράκι ορφανό
απάγκιαζα στο χωράφι
με τις πιπερίτσες.
Μελαγχολική,
παραλογισμένη,
με λιγοστό να έχω
μεγαλώσει γάλα.
Δεν το άντεχα.
Θάνατος η πικράδα του
στο στόμα μου, δεν λέει
με τίποτα να φύγει....
Ακούω ακόμα φτερουγίσματα
στον ύπνο μου.
Στους πορτοκαλεώνες
της Λακωνίας θριάμβευαν
οι μικροί ήλιοι.
Τρίτο τη τάξει παιδί.
Ο πατέρας σκεπτικός
ανάδευε την φωτιά.
Πρόσθετε λιόξυλα.
Κρύωνα.
Η μητέρα κοιτούσε
τους ουρανούς.
Πενθούσε η μητέρα.
Το γάλα της πικρό,
ίδιο με το φαρμάκι
που ο ξανθός άγγελος
ανύποπτα πήρε.
Καραμελίτσες να φάει
λαχτάραγε.
Ο πρωτότοκος μακριά μας.
Η ενοχή στα πρόσωπα
και τις γωνίες του σπιτιού
Οι γέροντες με τα
στραβοπάπουτσα
κρύβονταν πίσω από
τις κουρτίνες.
Ο θείος έτρωγε την
καλύτερη πάντα μερίδα
φαγητού.
Ξεχνούσε με κρασί το παρελθόν
Ο θείος κι ο θάνατος
ασυμπλήρωτη εικόνα.
Ο ξανθός άγγελος κοντά του.
Αυτός σφύριζε ένα χασάπικο
ξέγνοιαστος.
Οι γονείς στην αυλή.
Το σφαχτό στο τσιγκέλι.
Το κουτάκι με τα φάρμακα
στο παραγώνι.
Πεινούσε ο πρωτότοκος.
Πικρό το κινίνο σαν το
γάλα της μητέρας.
Το χεράκι δεν ήξερε.
Το πήρε.
Το κατάπιε.
Έφυγε χορτάτος,
αδικαίωτος να μας
κοιτά κατάματα μέσα
από τα πράσινα μάτια του.
Έμεινε η μητέρα
να κοιτάει απέλπιδα
ως σήμερα τους ουρανούς.
Κι εγώ κλαράκι ορφανό
απάγκιαζα στο χωράφι
με τις πιπερίτσες.
Μελαγχολική,
παραλογισμένη,
με λιγοστό να έχω
μεγαλώσει γάλα.
Δεν το άντεχα.
Θάνατος η πικράδα του
στο στόμα μου, δεν λέει
με τίποτα να φύγει....
Ακούω ακόμα φτερουγίσματα
στον ύπνο μου.
Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2023
Το μονόγραμμα
Ξεπέζεψε το άλογο που καβαλάς
κι έλα εδώ κοντά μας.
Δεν είναι όμορφο αυτό το άλογο.
Ψωραλέο είναι, μην το παιδεύεις.
Χαλινάρια δεν έχει.
Πού θα κρατηθείς;
Θα σε ρίξει στις ρεματιές και κανείς
δεν θα σε δει για να σε βοηθήσει.
Θα μείνεις εκεί μόνος και θα πεθάνεις.
Άδικο είναι να φύγεις, θρήνος για εμάς
που τόσο σε αγαπάμε.
Το άλογο αυτό θα σε συντρίψει.
Έχει μαύρο χρώμα, το φοβάμαι αυτό
το χρώμα, οι απώλειες μου πολλές.
Δεν έχει πέταλα, αίμα στάζουν οι οπλές του.
Λαβωμένο πώς το άφησες;
Νομίζω πως κι εσύ πολύ δεν το αγαπάς
Αμφιβάλλω αν μπορεί να σε πάει τρία
μέτρα μακριά.
Δεν έχει χαίτη και το αριστερό του μάτι
τού λείπει.
Δεν βλέπει αυτό το άλογο, θα σε
γκρεμοτσακίσει..οι παρωπίδες του
το τυφλώνουν παραπάνω.
Άσε που σκελετωμένο είναι και λυγίζουν
τα γόνατα του.
Κομμένη η ουρά του χάνει τη στράτα.
Εγκατέλειψε το κάτω από μια συκιά.
Κάποιος άλλος θα βρεθεί να το πάρει.
Σε περιμένουμε εδώ να φανείς
Απόψε σε είδα στον ύπνο μου.
Ήσουν όμορφος κι είχες ένα
δικό σου μαγαζί με πλούσια εμπορεύματα.
Έξω στο πλάτωμα είχες δέσει μια
άσπρη φοράδα.
Έραβες κι έλυνες και πολλά
ξεστόμιζες αποφθέγματα.
Πάντα το μυαλό σου με ξεπερνούσε.
Έχανα μαζί σου..
Με τι να σε συγκρίνω;
Μέτρο δεν υπάρχει να σε ακουμπά.
Έλα.
Όλα τα καλούδια μου θα σου δώσω.
Τόσα χρόνια που λείπεις συγκέντρωσα
πολλά αγαθά.
Γεμάτες οι αποθήκες.
Ξέχειλα τα κασόνια.
Τα αμπέλια τρυγήθηκαν κι ο οίνος
περισσεύει στα βαρέλια.
Το κορμί μου δεν σε ξέχασε καθόλου.
Έλα και παράτα αυτό το κακότροπο ζώο.
Η άσπρη φοράδα μπροστά στο μαγαζί,
δικιά σου είναι.
Είναι όμορφη και ρωμαλέα σαν εσένα.
Στην σέλα της έχω κεντήσει
το μονόγραμμα σου και κανείς άλλος
δεν θα τη διεκδικήσει.
Ποιος άλλος τόσο αγαπημένος;
Άλλωστε τα όνειρα είναι ολόδικα μου
και κανείς πάνω στη γη δεν μπορεί
να μου τα κλέψει.
Της έδεσα και καινούρια χαϊμαλιά...έλα!
κι έλα εδώ κοντά μας.
Δεν είναι όμορφο αυτό το άλογο.
Ψωραλέο είναι, μην το παιδεύεις.
Χαλινάρια δεν έχει.
Πού θα κρατηθείς;
Θα σε ρίξει στις ρεματιές και κανείς
δεν θα σε δει για να σε βοηθήσει.
Θα μείνεις εκεί μόνος και θα πεθάνεις.
Άδικο είναι να φύγεις, θρήνος για εμάς
που τόσο σε αγαπάμε.
Το άλογο αυτό θα σε συντρίψει.
Έχει μαύρο χρώμα, το φοβάμαι αυτό
το χρώμα, οι απώλειες μου πολλές.
Δεν έχει πέταλα, αίμα στάζουν οι οπλές του.
Λαβωμένο πώς το άφησες;
Νομίζω πως κι εσύ πολύ δεν το αγαπάς
Αμφιβάλλω αν μπορεί να σε πάει τρία
μέτρα μακριά.
Δεν έχει χαίτη και το αριστερό του μάτι
τού λείπει.
Δεν βλέπει αυτό το άλογο, θα σε
γκρεμοτσακίσει..οι παρωπίδες του
το τυφλώνουν παραπάνω.
Άσε που σκελετωμένο είναι και λυγίζουν
τα γόνατα του.
Κομμένη η ουρά του χάνει τη στράτα.
Εγκατέλειψε το κάτω από μια συκιά.
Κάποιος άλλος θα βρεθεί να το πάρει.
Σε περιμένουμε εδώ να φανείς
Απόψε σε είδα στον ύπνο μου.
Ήσουν όμορφος κι είχες ένα
δικό σου μαγαζί με πλούσια εμπορεύματα.
Έξω στο πλάτωμα είχες δέσει μια
άσπρη φοράδα.
Έραβες κι έλυνες και πολλά
ξεστόμιζες αποφθέγματα.
Πάντα το μυαλό σου με ξεπερνούσε.
Έχανα μαζί σου..
Με τι να σε συγκρίνω;
Μέτρο δεν υπάρχει να σε ακουμπά.
Έλα.
Όλα τα καλούδια μου θα σου δώσω.
Τόσα χρόνια που λείπεις συγκέντρωσα
πολλά αγαθά.
Γεμάτες οι αποθήκες.
Ξέχειλα τα κασόνια.
Τα αμπέλια τρυγήθηκαν κι ο οίνος
περισσεύει στα βαρέλια.
Το κορμί μου δεν σε ξέχασε καθόλου.
Έλα και παράτα αυτό το κακότροπο ζώο.
Η άσπρη φοράδα μπροστά στο μαγαζί,
δικιά σου είναι.
Είναι όμορφη και ρωμαλέα σαν εσένα.
Στην σέλα της έχω κεντήσει
το μονόγραμμα σου και κανείς άλλος
δεν θα τη διεκδικήσει.
Ποιος άλλος τόσο αγαπημένος;
Άλλωστε τα όνειρα είναι ολόδικα μου
και κανείς πάνω στη γη δεν μπορεί
να μου τα κλέψει.
Της έδεσα και καινούρια χαϊμαλιά...έλα!
Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2023
Η καταδίωξη
Η παιδική μου ηλικία ασθενική είχε χροιά.
Με έπαιρνε η μαμά κούτσα στις πλάτες να με πάει στους γιατρούς, στις ξεματιάστρες,
στους πρακτικούς και στις τσιγγάνες.
Δεν κουράζονταν η μαμά, τα πράσινα μάτια της
δεν σφάλιζαν ποτέ.
Ένα κουτάκι είχε η μαμά με σύριγγες και βελόνες.
Στα σπίτια πήγαινε των άρρωστων παιδιών.
Η μαμά δεν κοιμόταν, πιστή στο καθήκον
της ξαγρυπνούσε δίπλα σε χαμηλούς σφυγμούς,
σε εμπύρετα μέτωπα και σε χείλη διψασμένα.
Το φοβόμουν αυτό το κουτάκι.
Τσίριζα σαν άνοιγε, απομακρυνόμουν, πήγαινα
στους αγρούς, ανέβαινα σε ταράτσες, στα
περβάζια χόρευα τρελαμένη.
Η μαμά με παρακαλούσε, εκλιπαρούσε
να έρθω κοντά της.
Η μαμά μια ξένη, με επιδέξια χέρια και καρδιά
σκοτωμένου ελαφιού, δεν με έπιανε, της ξεγλιστρούσα.
Το κουτάκι στο συρτάρι του μεγάλου τραπεζιού.
Κλειστό και δεμένο με ένα κουρελάκι από
το παλιό καλό μου φόρεμα.
Η μαμά φορούσε πάντα ένα μπεζ μπλουζάκι.
Οι βελόνες κρυμμένες και σφιχτοδεμένες.
Άφοβη τότε εγώ πήγαινα κοντά της.
Με έπαιρνε στα γόνατα, εκθείαζε την ομορφιά μου,
χαρούμενη τραγουδούσε και μου μιλούσε
για στοιχειωμένα σπίτια και γεφύρια.
Η αγκαλιά της μια μεγάλη φτερούγα που
μέσα της γαλήνευα, ταξίδευα κι ονειρευόμουν.
Το κουτάκι στο συρτάρι κλεισμένο.
Εγώ ένα σκιαγμένο παιδί.
Πώς να το πλησιάσω, πώς να το πιάσω
και να το καταστρέψω, στον ποταμό να το ρίξω;
Θάρρος δεν είχα.
Μία μέρα που η μαμά δεν καιροφυλακτούσε
κι όλοι έλειπαν από το σπίτι πήρα την μεγάλη
απόφαση, ξεπέρασα τις φοβίες.
Το κουτάκι στα χέρια μου.
Έφυγα τρέχοντας και λαχανιασμένη έφτασα
στο ποτάμι με ένοχο βλέμμα κοιτούσα γύρω.
Κανείς, η ώρα στο μηδέν.
Κατεβασιά είχε ο ποταμός, το πήρε το κουτάκι,
βαρκούλα που απομακρύνονταν έγινε.
Χειροκρότησα.
Ξελάφρωσα.
Το γέλιο μου δυνατό έφτασε ως το σπίτι.
Η μαμά κατάλαβε δεν είπε τίποτα,
η μαμά δεν με συγχώρεσε.
Τα γόνατα της ξένα.
Άλλα πια δεν μου είπαν τραγούδια αγάπης
κι ιστορίες με στοιχειά.
Φτερούγες ξανά δεν έγιναν για να ζεσταθώ.
Χιόνιζε μέσα μου, πάγωνα.....
Η μαμά μια τεράστια βελόνα να μου αγκυλώνει
ως σήμερα την καρδιά, πονάω.
Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2023
Ο σκαπανέας
Στα ψηλά βουνά ζουν ενταφιασμένα
τα πιο μεγάλα όνειρα.
Εκεί σπαράσσουν οι ανεκπλήρωτοι έρωτες
που στο ένα μόνο φιλί έμειναν.
Παραδαρμένοι την πραγμάτωση τους επιζητούν.
Ψηλά βουνά αχαρτογράφητα που καμιά
γεωγραφία δεν αναφέρει στα κεφάλαια της.
Η φαντασία με κάματο σκληρό τα έχει
στήσει και αέναα τα συντηρεί.
Αυτή τους έδωσε το μέγα ύψος, ευρύχωρες
αίθουσες τους χάρισε που εντός
τους οι αιμάτινες φλέβες κυοφορούν
του πόθου το ασίγαστο τραγούδι.
Από σκληρή πέτρα είναι φτιαγμένα.
Στην επιφάνεια τους συστάδες μυρτιών
φύονται μαζί με πολλά αρωματικά βότανα.
Οι ρίζες των θάμνων τα τροφοδοτούν
με γάργαρο νερό που από τον ουρανό
της μνήμης το παίρνουν και απ' του
έρωτα τον βρόχινο χιτώνα σταλιά σταλιά
το αντλούν.
Κοιλάδες με εσπεριδοειδή κυκλώνουν σφιχτά.
Καλοί σκαπανείς δρόμους στρωτούς έχουν
διανοίξει τους επίσημους για να δεχθούν.
Εκεί κάθε άνοιξη οργιαστικές γίνονται
γιορτές με την συνοδεία χάλκινων
πνευστών.
Ρέει άφθονο το κρασί κι η τσικουδιά.
Όποιοι πιούν της αθανασίας κόβουν
το κλωνάρι κι ύστερα καθαροντυμένοι
θυσίες προσφέρουν με κοράσια νέα.
Μικροί γίνονται θεοί.
Ψηλά βουνά στιβαρά που εχθρό έχουν
μόνο της λήθης το αρμυρισμένο νερό
και των αδηφάγων χρόνων την κλειστή
κασέλα .
Ποτέ μην πιείς.
Ποτέ μην φανερώσεις.
Σεισμοί θα τα γκρεμίσουν.
Ζητιάνος θα γίνεις ταπεινός κι ένας
άταφος νεκρός πάνω στα ξερολίθια
θα αφεθείς.
Στις τελετές τους με καθαρό το βλέμμα
να παραβρεθείς πρέπει.
Κοντά στις μυρτιές να κάτσεις τα αρώματα
να σε πνίξουν και πολλά να σου δοθούν δώρα.
Εκεί ο τόπος σου και το αρματολίκι σου.
Λαγωνικό ο έρωτας θα σε γνωρίσει.
Αξίνα θα σου δώσει κι εσύ με μπράτσα
δυνατά δρόμους ορθούς να ανοίξεις.
Στης ευτυχίας το μετόχι να βασιλέψεις
σαν έντιμος και άοκνος σκαπανέας.
τα πιο μεγάλα όνειρα.
Εκεί σπαράσσουν οι ανεκπλήρωτοι έρωτες
που στο ένα μόνο φιλί έμειναν.
Παραδαρμένοι την πραγμάτωση τους επιζητούν.
Ψηλά βουνά αχαρτογράφητα που καμιά
γεωγραφία δεν αναφέρει στα κεφάλαια της.
Η φαντασία με κάματο σκληρό τα έχει
στήσει και αέναα τα συντηρεί.
Αυτή τους έδωσε το μέγα ύψος, ευρύχωρες
αίθουσες τους χάρισε που εντός
τους οι αιμάτινες φλέβες κυοφορούν
του πόθου το ασίγαστο τραγούδι.
Από σκληρή πέτρα είναι φτιαγμένα.
Στην επιφάνεια τους συστάδες μυρτιών
φύονται μαζί με πολλά αρωματικά βότανα.
Οι ρίζες των θάμνων τα τροφοδοτούν
με γάργαρο νερό που από τον ουρανό
της μνήμης το παίρνουν και απ' του
έρωτα τον βρόχινο χιτώνα σταλιά σταλιά
το αντλούν.
Κοιλάδες με εσπεριδοειδή κυκλώνουν σφιχτά.
Καλοί σκαπανείς δρόμους στρωτούς έχουν
διανοίξει τους επίσημους για να δεχθούν.
Εκεί κάθε άνοιξη οργιαστικές γίνονται
γιορτές με την συνοδεία χάλκινων
πνευστών.
Ρέει άφθονο το κρασί κι η τσικουδιά.
Όποιοι πιούν της αθανασίας κόβουν
το κλωνάρι κι ύστερα καθαροντυμένοι
θυσίες προσφέρουν με κοράσια νέα.
Μικροί γίνονται θεοί.
Ψηλά βουνά στιβαρά που εχθρό έχουν
μόνο της λήθης το αρμυρισμένο νερό
και των αδηφάγων χρόνων την κλειστή
κασέλα .
Ποτέ μην πιείς.
Ποτέ μην φανερώσεις.
Σεισμοί θα τα γκρεμίσουν.
Ζητιάνος θα γίνεις ταπεινός κι ένας
άταφος νεκρός πάνω στα ξερολίθια
θα αφεθείς.
Στις τελετές τους με καθαρό το βλέμμα
να παραβρεθείς πρέπει.
Κοντά στις μυρτιές να κάτσεις τα αρώματα
να σε πνίξουν και πολλά να σου δοθούν δώρα.
Εκεί ο τόπος σου και το αρματολίκι σου.
Λαγωνικό ο έρωτας θα σε γνωρίσει.
Αξίνα θα σου δώσει κι εσύ με μπράτσα
δυνατά δρόμους ορθούς να ανοίξεις.
Στης ευτυχίας το μετόχι να βασιλέψεις
σαν έντιμος και άοκνος σκαπανέας.
Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2023
Το άγγιγμα της νύχτας
Έπλυνε στη μικρή πλύση, στο πρόγραμμα
για τα μεταξωτά, τα εσώρουχα της.
Τα άπλωσε με τάξη και συμμετρικά στο σκοινί.
Έβαλε τα ξύλινα μανταλάκια αν και
γνώριζε πως υπήρχε περίπτωση να αφήσουν
πάνω στα ρούχα μαυρωπό σημάδι.
Δεν την ένοιαξε τουναντίον μάλιστα αυτό
ήταν ό,τι πιο ταιριαστό έπρεπε να κάνει.
Κατά το απόγευμα είχαν σχεδόν στεγνώσει,
λίγο κρατούσαν στις μπανέλες και στα
βαμβακερά σημεία τους.
Τα ξανακοίταξε το βράδυ προτού πέσει
για ύπνο σημειωτέον πως κοιμούνταν
πολύ νωρίς για να έχει την νύχτα μπροστά της.
Είχαν στεγνώσει, ήταν έτοιμα.
Πήρε να τα μαζεύει μα ευθύς μετάνιωσε
κι άρχισε πάλι να τα κρεμάει απ' τα
ξύλινα μανταλάκια.
Ήθελε να έρθει η νύχτα να τα διαπεράσει
με την υγρασία της και την διάφανη πάχνη της.
Έτσι θα τους έδινε μια άλλη υπόσταση
και μια ακαταμάχητη μαγεία.
Η νύχτα κρατά τα ιάματα της κι είναι πολύ
προσεχτική και ξέρει να δίνεται ολοκληρωτικά
μόνο στους ολίγους εκλεκτούς της.
Το πρωί σαν ξύπνησε βγήκε στο μπαλκόνι.
Δεν είχε χαράξει ακόμη.
Μια φλούδα φεγγαριού της χαμογέλασε
και μια πλειάδα άστρων ήρθε και κάθισε
στα γυμνά της πόδια.
Ανταπέδωσε το χαμόγελο κι η ζεστασιά στα
πόδια της της έκανε καλό ενόσω αυτή
άρχισε να προχωρά προς το σκοινί με τα
εσώρουχα.
Όντως είχαν αρπάξει την μαγική νυχτερινή
υγρασία και το χνώτο της πάχνης είχε
διαπεράσει τις ίνες τους.
Τα μάζεψε και τα τοποθέτησε μέσα στο
καλάθι από βέργες λυγαριάς που είχε
αγοράσει τελευταία στο πανηγύρι της
ενορίας της.
Δεν την ένοιαξε που κρατούσαν ακόμα.
Δεν την πείραξε που θα τα φορούσε νωπά.
Τουναντίον χαίρονταν για τα δώρα που
τους είχε χαρίσει η νύχτα, όπως:
Την δροσιά και την ανάσα της.
Την διάφανη πάχνη της και τις δροσοσταλίδες.
Τα δίπλωσε και τα έβαλε στην ντουλάπα.
Έσμιξε η δροσιά με την λεβάντα κι έκαναν
ένα θεσπέσιο χαρμάνι που κινήθηκε ελαφρά
και κατέλαβε όλες τις γωνιές του σπιτιού
της καθώς κι αυτή την ίδια.
Απόμακρα και μαγικά έμοιαζαν όλα, όταν
αυτή ετοίμαζε τον πρωινό καφέ της.
Η νύχτα συνέχισε να βαδίζει ανάμεσα τους
κρατώντας τα μαγικά φίλτρα της κι ας ήταν
περασμένες δέκα η ώρα το πρωί.
για τα μεταξωτά, τα εσώρουχα της.
Τα άπλωσε με τάξη και συμμετρικά στο σκοινί.
Έβαλε τα ξύλινα μανταλάκια αν και
γνώριζε πως υπήρχε περίπτωση να αφήσουν
πάνω στα ρούχα μαυρωπό σημάδι.
Δεν την ένοιαξε τουναντίον μάλιστα αυτό
ήταν ό,τι πιο ταιριαστό έπρεπε να κάνει.
Κατά το απόγευμα είχαν σχεδόν στεγνώσει,
λίγο κρατούσαν στις μπανέλες και στα
βαμβακερά σημεία τους.
Τα ξανακοίταξε το βράδυ προτού πέσει
για ύπνο σημειωτέον πως κοιμούνταν
πολύ νωρίς για να έχει την νύχτα μπροστά της.
Είχαν στεγνώσει, ήταν έτοιμα.
Πήρε να τα μαζεύει μα ευθύς μετάνιωσε
κι άρχισε πάλι να τα κρεμάει απ' τα
ξύλινα μανταλάκια.
Ήθελε να έρθει η νύχτα να τα διαπεράσει
με την υγρασία της και την διάφανη πάχνη της.
Έτσι θα τους έδινε μια άλλη υπόσταση
και μια ακαταμάχητη μαγεία.
Η νύχτα κρατά τα ιάματα της κι είναι πολύ
προσεχτική και ξέρει να δίνεται ολοκληρωτικά
μόνο στους ολίγους εκλεκτούς της.
Το πρωί σαν ξύπνησε βγήκε στο μπαλκόνι.
Δεν είχε χαράξει ακόμη.
Μια φλούδα φεγγαριού της χαμογέλασε
και μια πλειάδα άστρων ήρθε και κάθισε
στα γυμνά της πόδια.
Ανταπέδωσε το χαμόγελο κι η ζεστασιά στα
πόδια της της έκανε καλό ενόσω αυτή
άρχισε να προχωρά προς το σκοινί με τα
εσώρουχα.
Όντως είχαν αρπάξει την μαγική νυχτερινή
υγρασία και το χνώτο της πάχνης είχε
διαπεράσει τις ίνες τους.
Τα μάζεψε και τα τοποθέτησε μέσα στο
καλάθι από βέργες λυγαριάς που είχε
αγοράσει τελευταία στο πανηγύρι της
ενορίας της.
Δεν την ένοιαξε που κρατούσαν ακόμα.
Δεν την πείραξε που θα τα φορούσε νωπά.
Τουναντίον χαίρονταν για τα δώρα που
τους είχε χαρίσει η νύχτα, όπως:
Την δροσιά και την ανάσα της.
Την διάφανη πάχνη της και τις δροσοσταλίδες.
Τα δίπλωσε και τα έβαλε στην ντουλάπα.
Έσμιξε η δροσιά με την λεβάντα κι έκαναν
ένα θεσπέσιο χαρμάνι που κινήθηκε ελαφρά
και κατέλαβε όλες τις γωνιές του σπιτιού
της καθώς κι αυτή την ίδια.
Απόμακρα και μαγικά έμοιαζαν όλα, όταν
αυτή ετοίμαζε τον πρωινό καφέ της.
Η νύχτα συνέχισε να βαδίζει ανάμεσα τους
κρατώντας τα μαγικά φίλτρα της κι ας ήταν
περασμένες δέκα η ώρα το πρωί.
Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2023
Ο αφανής ποιητής κι οι τέσσερις χιονονιφάδες
Χτες το χιόνι ήταν εκεί.
Γύρω στις βουνοκορφές που σαν δακτυλίδι έζωναν την πόλη.
Από μακριά όμως πως να το πλησιάσεις;
Οπλές ελαφιών το κατακτούσαν το ήξερες.
Μουσούδες λαγωνικών το επιθεωρούσαν
και το οσμίζονταν.
Ίσως κάποιο κόκαλο να ήταν κρυμμένο από
κάτω.
Ο σκελετός ενός αρνιού ή ενός σκίουρου
ας πούμε που δεν βοήθησε ποτέ κανείς να
μην εξαφανιστεί.
Το έβλεπες μα πώς να το φτάσεις;
Οι ποιητές έχουν γιγάντια πόδια και
χέρια κι αυτοί μονάχα το αγγίζουν και
το εξερευνούν.
Οι ποιητές μικραίνουν τις αποστάσεις,
με όχημα την φαντασία πετούν μακριά,
πέρα από τα βατά τραγούδια.
Στιχοπλόκος εγώ χωρίς περγαμηνές λίγο
το άγγιξα.
Τόσο ελάχιστα που μόνο τέσσερις
χιονονιφάδες ήρθαν και κάθισαν πάνω
στην ανοιχτή παλάμη μου.
Παρόλα αυτά το χάρηκα.
Τέσσερις χιονονιφάδες που κανείς δεν είδε,
αλλά ίσως να με πήραν χαμπάρι τα ελάφια
και τα λαγωνικά γιατί στην ομορφιά του τοπίου
τους μπήκα κι ήμουν εγώ που την άσπρη
γενειάδα απόλαυσα.
Οι ποιητές με αγνόησαν ήταν απασχολημένοι
με τα άσπρα ειδώλια των βουνοσειρών.
Σήμερα το χιόνι είναι εδώ
Παχύ άσπρο χαλί σκέπασε τα πάντα.
Τα καμπαναριά, τα μνημεία, τα αγάλματα
και τις κάπες των μικρών βοσκών.
Το χιόνι ήρθε από το βουνό στην πόλη μας.
Είναι εδώ και δεν χρειάζεται να έχεις
γιγάντια πόδια και χέρια για το πλησιάσεις.
Ούτε να είσαι ένας ταπεινός στιχοπλόκος
για να φυλακίσεις τέσσερις χιονονιφάδες
στην παλάμη σου.
Βγήκαν τα παιδιά να παίξουν,
το τσαλαπάτησαν, έφτιαξαν χιονόμπαλες,
τις πετούσαν δεξιά αριστερά, κάποια
πλήγωσε τον ανδριάντα ενός ήρωα.
Στο μάτι τον βρήκε, δάκρυσε.
Κανείς δεν το πρόσεξε μόνο ένας
αφανής ποιητής το είδε και με
το μυρωμένο μαντήλι του το σκούπισε.
Προσεκτικές κινήσεις, τα παιδιά δεν
έπρεπε να μάθουν τίποτα, θα χάλαγε
το παιχνίδι τους.
Τι είναι άλλωστε ένα πληγωμένο μάτι
και μάλιστα ενός ήρωα που νωρίς έπεσε
στην μάχη;
Σήμερα το χιόνι ήταν εδώ.
Μαζί με τα παιδιά βγήκαν και οι μεγάλοι.
Μανάδες τσίριζαν, σκυλιά γαύγιζαν, γέροντες
πέταγαν το μπαστούνι ψηλά
κι οι πατεράδες καλούσαν ασθενοφόρο
για να πάρει το πρώτο τραυματισμένο πόδι.
Όλοι είχαν κάτι να κάνουν.
Μόνο οι ποιητές δεν βγήκαν απ' το σπίτι.
Τους ενοχλούσε και τους πλήγωνε
το πατημένο και λασπωμένο χιόνι
όπως κι οι τσιρίδες των μανάδων που με τα νυχτικά
βγήκαν στην πλατεία.
Οι ποιητές ανένδοτοι κοιτούσαν κι άγγιζαν
μόνο τις γύρω βουνοκορφές.
Εκεί η έγνοια τους, εκεί τα παιχνιδίσματα
κι η γοργή ανάσα των ελαφιών.
Α! Δεν σας είπα ο αφανής ποιητής ήμουν εγώ
ή μάλλον πιο σωστά ο στιχοπλόκος
που περιέθαλψα τον πληγωμένο ανδριάντα.
Τις βουνοκορφές άφησα και στο
πλήθος μπήκα το χιόνι να απολαύσω της πόλης,
χωρίς ματαιοδοξία, με μόνη παρέα
τις τέσσερις χιονονιφάδες μου.
Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2023
Το καλοκουρδισμένο ρολόι
Ξύπνα αγαπημένε μου ξημέρωσε.
Στον καναπέ τα καινούργια σου ρούχα, το καπέλο σου, τα δερμάτινα
σανδάλια και το μαντήλι που
τους αθέρες γνώρισε, δεμένο επάνω
στον γοργοφτέρουγο γλάρο.
Στον καθρέφτη το χαμόγελο σου
εκείνο το βαθύ που στην πρώτη
συνάντηση μας έβαλες και μαζί
του με πήρε παντοτινά.
Στο λαβομάνο τα μακριά σου
δάκτυλα που πλεξούδες έπλεκαν
τις πρώτες της αυγής αχτίδες, έτσι
που να ομορφαίνει η πλάση και
να εμφανίζονται τα ταπεινά χαμομήλια
στο προσκήνιο γλυκές να μας χαρίζουν
ευωδιές.
Πάμε να φύγουμε αγάπη μου από
ένα κόσμο που φθαρμένα φορά ρούχα
και την Άνοιξη δεν ξέρει να υποδέχεται.
Εδώ χειμώνας και παγωμένα χαμόγελα
που τίποτα δεν τάζουν αλλά πολλά κρύβουν
μυστικά για άγνωρες ψυχές.
Εδώ ο μακρυμάλλης βοριάς που
πρόσωπα και χέρια σκεπάζει και
δεν αφήνει τα δάκτυλα να περιπλανηθούν
πάνω στα ζεστά ακόμη πλήκτρα
του πιάνου.
Εδώ ο ζητιάνος με το τσαλακωμένο ψαθάκι
που απέλπιδα περιμένει σε ένα
ξεχασμένο σταθμό οβολούς να βγάλει.
Όλοι τον περιφρονούν και δεν τον βλέπουν
και τα τριμμένα του ρούχα αγνοούν.
Πάμε να φύγουμε αγάπη μου σου έχω βρει
μια μακρόστενη στεριά ανάμεσα στο
φαρδύ φόρεμα της θάλασσας με πεζούλες
πνιγμένες στην κάπαρη τις ελιές και στην
άγρια μέντα.
Εκεί έχουν καταφύγει οι καταδικασμένες
μάγισσες, διωγμένες άγρια από τον όχλο.
Βαριά φορούν αρώματα την ώρα που στο
λεβέτι τους ετοιμάζουν τα φίλτρα του
έρωτα και της αθανασίας το νερό.
Είναι καλές κι όμορφες και στην καρδιά
τους πολλά θα ανακαλύψουμε παιδικά
παραμύθια.
Εκεί το σχοινί των κρεμασμένων δίχτυ
γίνεται για μια καλή ψαριά, σκοινάκι στα
πόδια των παιδούλων και κούνια για να
πηγαινοφέρνει τα όνειρα η μικρή Νεφέλη.
Εκεί σταθμεύουν και τα ποιήματα από
τις ανολοκλήρωτες συλλογές και νέους
δημιουργούς ζητούν.
Έλα εσύ σαν καλός στιχοπλόκος της Ελίζαμπεθ
να συνεχίσεις το έργο και το παγκόσμιο
να φτιάξεις τραγούδι του έρωτα.
Κρυώνει ο κόσμος.
Μαζεύτηκε πόνος πολύς.
Πενθούν οι έφηβοι.
Έλα να με τα χρωματιστά μολύβια σου
την προσωπογραφία να φτιάξεις της αγάπης.
Εγώ σου βρήκα τον υπερβατικό τόπο,
βάλε εσύ της καρδιάς σου τα πλουμίδια.
Σου κούρδισα το ρολόι συνεπής να είσαι
στην ώρα σαν το ουράνιο αγγελόκρουσμα
μπροστά στον ποταμό.
Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2023
Το τρενάκι των ονείρων
Στη χώρα των νεκρών διαβιούν
οι στενάχωρες αγάπες.
Πλάι σε λαιμητόμους, ικριώματα
και ιστορικές κλίνες κείτονται.
Δεν έχει εκεί γκισέ εισιτήριο να βγάλουν
για να ταξιδέψουν.
Οι αεροπορικές πτήσεις έχουν ματαιωθεί.
Τα λεωφορεία παροπλισμένα μένουν
στο αμαξοστάσιο.
Τα αυτοκίνητα μια μηχανική πάντα
έχουν βλάβη και τα καράβια δεμένα είναι
στους κάβους κι έχουν τα ιστία κατεβασμένα.
Οι νεκροί μόνο με τα πόδια κάνουν
τις μικρές τους διαδρομές.
Πάντα ένας φίλος θα γιορτάζει.
Συχνά ένα μωρό θα γεννιέται.
Που και που κάποιος γνωστός
θα τους καλεί στα μοναχικά καφέ.
Με βήματα αργά και προσεκτικά
περπατούν, φοβούμενοι μην και
διαταράξουν τον αιώνιο ύπνο
των αγγέλων και των Θεών τα γλέντια.
Στην χώρα των νεκρών ζουν οι μεγάλοι,
ανεκπλήρωτοι έρωτες.
Πλάι σε καζάνια που κοχλάζουν ασταμάτητα
κάθονται και τις καλές μάγισσες που ετοιμάζουν
τα φίλτρα του έρωτα και τα μαντζούνια βοηθούν.
Από εκεί διέρχεται ανά τακτά χρονικά
διαστήματα το τρενάκι των ονείρων.
Είναι το μόνο μέσο που τους συνδέει
με τις αδερφές ψυχές που κάποτε σε ώρες
σημαδιακές απεμπόλησαν μα ποτέ δεν ξέχασαν.
Όμορφο τρένο και φιλόξενο προπάντων
Έχει καθαρά καθίσματα, χρωματιστές
ταπετσαρίες χρυσές χειρολαβές και με
των άστρων την καύσιμη ύλη κινείται.
Εκεί μέσα στο τελευταίο βαγόνι είναι
στοιβαγμένα τα όνειρα δίπλα σε λουλούδια
αμάραντα.
Έρχονται εδώ τις νύχτες οι νεκροί
για τις υπερπόντιες τους συναντήσεις τους.
Φορούν καινούργια ρούχα, ακριβά κοσμήματα
και στις μπουτονιέρες τους έχουν άνθη
γαρδένιας γιατί πολύ αγαπούν
τα αρώματα και την λευκότητα των παρθένων.
Ξεκινούν με χαμόγελο τα ταξίδια τους
και στο βαγόνι με τα όνειρα και τα
άνθη πηγαίνουν κι επιλέγουν τους
προορισμούς τους.
Είναι χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι και
στα χέρια τους κρατούν εκτός από τα
λουλούδια κάτι θεόρατα κόκκινα κουβάρια
Με αυτά δένουν την αγάπη, πιστή να μείνει.
Από εκείνα ζητούν να τους χαράξουν
τους δρόμους ποτέ να μην χαθούν.
Γιατί έτσι αγνοί που είναι και αόμματοι
φοβούνται μην πέσουν στα χορταριασμένα
πηγάδια που η λήθη τα διαφεντεύει.
Είναι πανέξυπνοι και πάντα ένα κατοικίδιο
τους ακολουθεί, την μοναξιά τους για να πνίγουν.
Συναντούν τους καλούς τους και στο
μαξιλάρι τους αφήνουν λίγο άρωμα
κι ένα φτεράκι αθανασίας.
Μην τους δώσεις νερό δεν διψούν.
Μην τους πεις τραγούδια μπερδεύονται.
Μην τους αγγίξεις μαζί τους θα σε πάρουν.
Εσύ ο διαλεκτός τους, εσύ ο κρίκος τους,
εσύ ο εραστής τους που με λόγια καρδιάς
μόνο συνεννοείται.
Αν ακούσεις μέσα στην νύχτα σκυλιά να
γαβγίζουν ή γατιά να ερωτεύονται είναι
αυτοί που ήρθαν ως εδώ κάτω.
Φίλεψε τους ένα φιλί τους φτάνει για να
ξανάρθουν και τον αιώνιο να δώσουν όρκο
μπροστά στο σπίτι με τις ακακίες.
Πλάι σε λαιμητόμους, ικριώματα
και ιστορικές κλίνες κείτονται.
Δεν έχει εκεί γκισέ εισιτήριο να βγάλουν
για να ταξιδέψουν.
Οι αεροπορικές πτήσεις έχουν ματαιωθεί.
Τα λεωφορεία παροπλισμένα μένουν
στο αμαξοστάσιο.
Τα αυτοκίνητα μια μηχανική πάντα
έχουν βλάβη και τα καράβια δεμένα είναι
στους κάβους κι έχουν τα ιστία κατεβασμένα.
Οι νεκροί μόνο με τα πόδια κάνουν
τις μικρές τους διαδρομές.
Πάντα ένας φίλος θα γιορτάζει.
Συχνά ένα μωρό θα γεννιέται.
Που και που κάποιος γνωστός
θα τους καλεί στα μοναχικά καφέ.
Με βήματα αργά και προσεκτικά
περπατούν, φοβούμενοι μην και
διαταράξουν τον αιώνιο ύπνο
των αγγέλων και των Θεών τα γλέντια.
Στην χώρα των νεκρών ζουν οι μεγάλοι,
ανεκπλήρωτοι έρωτες.
Πλάι σε καζάνια που κοχλάζουν ασταμάτητα
κάθονται και τις καλές μάγισσες που ετοιμάζουν
τα φίλτρα του έρωτα και τα μαντζούνια βοηθούν.
Από εκεί διέρχεται ανά τακτά χρονικά
διαστήματα το τρενάκι των ονείρων.
Είναι το μόνο μέσο που τους συνδέει
με τις αδερφές ψυχές που κάποτε σε ώρες
σημαδιακές απεμπόλησαν μα ποτέ δεν ξέχασαν.
Όμορφο τρένο και φιλόξενο προπάντων
Έχει καθαρά καθίσματα, χρωματιστές
ταπετσαρίες χρυσές χειρολαβές και με
των άστρων την καύσιμη ύλη κινείται.
Εκεί μέσα στο τελευταίο βαγόνι είναι
στοιβαγμένα τα όνειρα δίπλα σε λουλούδια
αμάραντα.
Έρχονται εδώ τις νύχτες οι νεκροί
για τις υπερπόντιες τους συναντήσεις τους.
Φορούν καινούργια ρούχα, ακριβά κοσμήματα
και στις μπουτονιέρες τους έχουν άνθη
γαρδένιας γιατί πολύ αγαπούν
τα αρώματα και την λευκότητα των παρθένων.
Ξεκινούν με χαμόγελο τα ταξίδια τους
και στο βαγόνι με τα όνειρα και τα
άνθη πηγαίνουν κι επιλέγουν τους
προορισμούς τους.
Είναι χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι και
στα χέρια τους κρατούν εκτός από τα
λουλούδια κάτι θεόρατα κόκκινα κουβάρια
Με αυτά δένουν την αγάπη, πιστή να μείνει.
Από εκείνα ζητούν να τους χαράξουν
τους δρόμους ποτέ να μην χαθούν.
Γιατί έτσι αγνοί που είναι και αόμματοι
φοβούνται μην πέσουν στα χορταριασμένα
πηγάδια που η λήθη τα διαφεντεύει.
Είναι πανέξυπνοι και πάντα ένα κατοικίδιο
τους ακολουθεί, την μοναξιά τους για να πνίγουν.
Συναντούν τους καλούς τους και στο
μαξιλάρι τους αφήνουν λίγο άρωμα
κι ένα φτεράκι αθανασίας.
Μην τους δώσεις νερό δεν διψούν.
Μην τους πεις τραγούδια μπερδεύονται.
Μην τους αγγίξεις μαζί τους θα σε πάρουν.
Εσύ ο διαλεκτός τους, εσύ ο κρίκος τους,
εσύ ο εραστής τους που με λόγια καρδιάς
μόνο συνεννοείται.
Αν ακούσεις μέσα στην νύχτα σκυλιά να
γαβγίζουν ή γατιά να ερωτεύονται είναι
αυτοί που ήρθαν ως εδώ κάτω.
Φίλεψε τους ένα φιλί τους φτάνει για να
ξανάρθουν και τον αιώνιο να δώσουν όρκο
μπροστά στο σπίτι με τις ακακίες.
Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2023
Το φόρεμα
Πέντε η ώρα το πρωί κι είχε μια ψύχρα με
υγρασία συνάμα που διαπερνούσε τα πάντα γύρω.
Το σώμα της, το σπίτι, το φούλι που
φύτεψε χτες βράδυ, το μισοτελειωμένο
σεμέν πάνω στον καναπέ.
Φόρεσε το σάλι της, τυλίχτηκε την ζεστασιά του
κι έβαλε να ψήσει ένα καφέ.
Ρούφηξε βαρύθυμα το τσιγάρο της
και βγήκε στο μπαλκόνι.
Σκέφτηκε το όνειρο που είχε δει προ ολίγου.
Όλοι οι δρόμοι ανοιχτοί και φωταγωγημένοι.
Αυτός εκεί, τα χάδια, το σμίξιμο, οι ερωτικοί
διάλογοι και η αποκορύφωση.
Η αγάπη είχε επιστρέψει.
Άκουγε τα ξυλοπάπουτσα στην σκάλα.
Μύριζε το άρωμα του.
Ένιωθε την αφή του πάνω στο
μπρούτζινο ρόπτρο της εισόδου.
Του άνοιξε, τον καλωσόρισε, είχε αλλάξει,
του έδωσε ένα σκαστό φιλί και σαν θα
έμπαινε στην κάμαρα της θα του έπλενε
τα πόδια με ζεστό νερό και χειροποίητο σαπούνι.
Είχε πολλούς δρόμους κάνει σε μία πόλη
άγνωστη αλλά άξιζαν βέβαια τον κόπο.
Έκρυψε τα χέρια κάτω από το νυχτικό της
για να μην χειροκροτήσει και τον φοβίσει.
Πόσο τον ήθελε.
Η αγάπη είχε επιστρέψει ολάκερη, αυτούσια,
δυνατή.
Ήπιε μια γερή γουλιά καφέ και έστριψε
το τρίτο τσιγάρο.
Κρύωνε και μπήκε μέσα στο σπίτι.
Στο σαλόνι γουργούριζε η γάτα της,
το ρολόι σταματημένο στις πέντε, το πιάνο βουβό.
Σχημάτισε τον αριθμό του.
Το ρολόι ξεκίνησε να χτυπάει, οι παλμοί της
γρήγοροι και δυνατοί, στα χείλη τα λόγια της καρδιάς.
Δεν απάντησε κανείς.
Το τηλέφωνο μαύρο παλαιικό.
Η αγάπη είχε επιστρέψει.
Σίγουρα θα ήταν στο δρόμο, είχε κίνηση
αν και νύχτα ακόμη, δεν θα αργούσε όμως.
Φόρεσε τα ρούχα της γιορτής, χτένισε
τα μαλλιά της, έβαλε το κολιέ
από νεφρίτη στο λαιμό και περίμενε.
Άκουσε βήματα, το σκυλί της την καλούσε
για την πρωινή του βόλτα.
Η αγάπη ήταν στον δρόμο όχι πολύ μακριά,
δίπλα στα παρτέρια με τα γιασεμιά εκεί που
κάποτε τον είδε.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και εμβρόντητη
διαπίστωσε πως το φόρεμα ήταν ασιδέρωτο.
Το έβγαλε, το ρεύμα όμως ήταν κομμένο,
κάποια βλάβη.
Ως το μεσημέρι θα την αποκαθιστούσαν.
Ως τότε σίγουρα η αγάπη θα είχε επιστρέψει.
Δεν ήθελε να την δει με ένα τσαλακωμένο
φόρεμα θα ήταν κρίμα για ένα τέτοιο
επίσημο ρούχο σκέφτηκε κι είχε δίκιο.
Ευτυχώς που η αγάπη βρήκε κίνηση
και δεν είχε ακόμα φανεί αλλά θα επέστρεφε
δίχως άλλο με ένα μπουκέτο γιασεμιά στο χέρι.
Το σώμα της, το σπίτι, το φούλι που
φύτεψε χτες βράδυ, το μισοτελειωμένο
σεμέν πάνω στον καναπέ.
Φόρεσε το σάλι της, τυλίχτηκε την ζεστασιά του
κι έβαλε να ψήσει ένα καφέ.
Ρούφηξε βαρύθυμα το τσιγάρο της
και βγήκε στο μπαλκόνι.
Σκέφτηκε το όνειρο που είχε δει προ ολίγου.
Όλοι οι δρόμοι ανοιχτοί και φωταγωγημένοι.
Αυτός εκεί, τα χάδια, το σμίξιμο, οι ερωτικοί
διάλογοι και η αποκορύφωση.
Η αγάπη είχε επιστρέψει.
Άκουγε τα ξυλοπάπουτσα στην σκάλα.
Μύριζε το άρωμα του.
Ένιωθε την αφή του πάνω στο
μπρούτζινο ρόπτρο της εισόδου.
Του άνοιξε, τον καλωσόρισε, είχε αλλάξει,
του έδωσε ένα σκαστό φιλί και σαν θα
έμπαινε στην κάμαρα της θα του έπλενε
τα πόδια με ζεστό νερό και χειροποίητο σαπούνι.
Είχε πολλούς δρόμους κάνει σε μία πόλη
άγνωστη αλλά άξιζαν βέβαια τον κόπο.
Έκρυψε τα χέρια κάτω από το νυχτικό της
για να μην χειροκροτήσει και τον φοβίσει.
Πόσο τον ήθελε.
Η αγάπη είχε επιστρέψει ολάκερη, αυτούσια,
δυνατή.
Ήπιε μια γερή γουλιά καφέ και έστριψε
το τρίτο τσιγάρο.
Κρύωνε και μπήκε μέσα στο σπίτι.
Στο σαλόνι γουργούριζε η γάτα της,
το ρολόι σταματημένο στις πέντε, το πιάνο βουβό.
Σχημάτισε τον αριθμό του.
Το ρολόι ξεκίνησε να χτυπάει, οι παλμοί της
γρήγοροι και δυνατοί, στα χείλη τα λόγια της καρδιάς.
Δεν απάντησε κανείς.
Το τηλέφωνο μαύρο παλαιικό.
Η αγάπη είχε επιστρέψει.
Σίγουρα θα ήταν στο δρόμο, είχε κίνηση
αν και νύχτα ακόμη, δεν θα αργούσε όμως.
Φόρεσε τα ρούχα της γιορτής, χτένισε
τα μαλλιά της, έβαλε το κολιέ
από νεφρίτη στο λαιμό και περίμενε.
Άκουσε βήματα, το σκυλί της την καλούσε
για την πρωινή του βόλτα.
Η αγάπη ήταν στον δρόμο όχι πολύ μακριά,
δίπλα στα παρτέρια με τα γιασεμιά εκεί που
κάποτε τον είδε.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και εμβρόντητη
διαπίστωσε πως το φόρεμα ήταν ασιδέρωτο.
Το έβγαλε, το ρεύμα όμως ήταν κομμένο,
κάποια βλάβη.
Ως το μεσημέρι θα την αποκαθιστούσαν.
Ως τότε σίγουρα η αγάπη θα είχε επιστρέψει.
Δεν ήθελε να την δει με ένα τσαλακωμένο
φόρεμα θα ήταν κρίμα για ένα τέτοιο
επίσημο ρούχο σκέφτηκε κι είχε δίκιο.
Ευτυχώς που η αγάπη βρήκε κίνηση
και δεν είχε ακόμα φανεί αλλά θα επέστρεφε
δίχως άλλο με ένα μπουκέτο γιασεμιά στο χέρι.
Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2023
Οι νέοι ποιητές
Τράβηξε τις κουρτίνες να μπει το φως της
πανσελήνου στο σπίτι.
Πήραν να λάμπουν τα έπιπλα, τα μαχαιροπίρουνα
κι αυτό το πιάνο που συνέθετε τις μελωδίες.
Έλαμπε και το πρόσωπο της με ένα ασημόχρυσο φως.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη της αρχαίας μνήμης.
Χείλη λεπτά, σακούλες κάτω από τα μάτια,
αγουροξυπνημένο βλέμμα, μάγουλα ρουφηγμένα
και μέτωπο πλαισιωμένο από δυο άστρα που έκλεψε
έναν Αύγουστο από την παραλία της Καλογριάς
Ακροάστηκε τον σφυγμό της.
Δύο άλογα κάλπαζαν εκείνη την ώρα
έξω από την πόρτα της.
Ο αγωγιάτης τα έψαχνε ημέρες τρεις,
το έσκασαν για να μπουν στο καμένο δάσος
εκεί που πριν από το τελευταίο θέρος βοσκούσαν
τετράφυλλο τριφύλλι κι έπιναν νερό από την
πηγή με τα λιονταρίσια στόμια.
Κάηκε το δάσος, λίγα ζώα σώθηκαν,
τέφρα παντού και ξινισμένη γεύση αγριόχορτου.
Γλίτωσε η καρδερίνα της που της έδινε τις παρτιτούρες.
Το σκιουράκι της που της έγραφε τις χορογραφίες.
Γλίτωσε την τελευταία στιγμή η χελώνα της
που στο καβούκι της έκρυβε τα ποιήματα.
Έχασε όμως πολλούς άλλους φίλους καλούς
όπως την αλεπουδίτσα, το κουνάβι, το λαγό,
τη πέρδικα, το ελάφι και τα νερόφιδα που κολιέ
τα έκανε κάθε Μάη μήνα.
Η οσμή του καμένου έρχονταν μαζί με την ,
πανσέληνο μέσα στο σπίτι.
Νόθευε το λάδι στο πήλινο κιούπι της γιαγιάς.
Διαπερνούσε τα ρούχα της στην καρυδένια ντουλάπα.
Κάθονταν πάνω στο διπλό κρεβάτι
εκεί που κοιμούνταν παρέα με τα μελαγχολικά όνειρα.
Ρίχνονταν πάνω στην στριφογυριστή σκάλα
που οδηγούσε προς την χαμηλοτάβανη σοφίτα.
Η οσμή του καμένου είχε εγκλωβιστεί στο σώμα της.
Το νερό και το σαπούνι της ελιάς δεν έκανε τίποτα.
Μάταια παρακαλούσε το φεγγαρόφωτο
μάγια να κάνει και να την απομακρύνει.
Μάταια έτριβε τη σκάλα, το κρεβάτι, τα ρούχα,
τα κιούπια, τα νικούσε πάντα όλα η ψυχή
του καψαλισμένου πεύκου.
Μόνη χωρίς έρωτα πλάγιαζε.
Ποιος να αγαπήσει ένα σώμα που μύριζε
σβηστό φυτίλι;
Το δάσος τώρα το κατοικούσαν δέκα
πελώριοι δράκοι με την ανάσα τους κομματιασμένη.
Αυτή σαν μάγισσα περιφέρονταν πίσω από την μάντρα.
Νοιάζονταν για τα άλογα που ποτέ δεν
θα έπιανε ο αγωγιάτης.
Ανησυχούσε για τα μικρά φυντάνια που μόλις
είχαν ξεπροβάλλει μέσα από την στείρα γη.
Μα πιο πολύ φοβούνταν για τους φίλους της
που επέζησαν της καταστροφής.
Η καρδερίνα, το σκιουράκι κι η χελώνα προπάντων
έπρεπε να γλιτώσουν απ' τα νύχια
των υπερκόσμιων όντων.
Φανταστείτε ένα κόσμο χωρίς ποιήματα
και τραγούδια αλλά αντίθετα ζωσμένο από
άκρη σε άκρη μόνο από κάποιες νυχτοπεταλούδες
που γυρνοβολούν γύρω από την φωτεινή λάμπα
της ποίησης σκιάζοντας τους στίχους
των νέων ποιητών.
πανσελήνου στο σπίτι.
Πήραν να λάμπουν τα έπιπλα, τα μαχαιροπίρουνα
κι αυτό το πιάνο που συνέθετε τις μελωδίες.
Έλαμπε και το πρόσωπο της με ένα ασημόχρυσο φως.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη της αρχαίας μνήμης.
Χείλη λεπτά, σακούλες κάτω από τα μάτια,
αγουροξυπνημένο βλέμμα, μάγουλα ρουφηγμένα
και μέτωπο πλαισιωμένο από δυο άστρα που έκλεψε
έναν Αύγουστο από την παραλία της Καλογριάς
Ακροάστηκε τον σφυγμό της.
Δύο άλογα κάλπαζαν εκείνη την ώρα
έξω από την πόρτα της.
Ο αγωγιάτης τα έψαχνε ημέρες τρεις,
το έσκασαν για να μπουν στο καμένο δάσος
εκεί που πριν από το τελευταίο θέρος βοσκούσαν
τετράφυλλο τριφύλλι κι έπιναν νερό από την
πηγή με τα λιονταρίσια στόμια.
Κάηκε το δάσος, λίγα ζώα σώθηκαν,
τέφρα παντού και ξινισμένη γεύση αγριόχορτου.
Γλίτωσε η καρδερίνα της που της έδινε τις παρτιτούρες.
Το σκιουράκι της που της έγραφε τις χορογραφίες.
Γλίτωσε την τελευταία στιγμή η χελώνα της
που στο καβούκι της έκρυβε τα ποιήματα.
Έχασε όμως πολλούς άλλους φίλους καλούς
όπως την αλεπουδίτσα, το κουνάβι, το λαγό,
τη πέρδικα, το ελάφι και τα νερόφιδα που κολιέ
τα έκανε κάθε Μάη μήνα.
Η οσμή του καμένου έρχονταν μαζί με την ,
πανσέληνο μέσα στο σπίτι.
Νόθευε το λάδι στο πήλινο κιούπι της γιαγιάς.
Διαπερνούσε τα ρούχα της στην καρυδένια ντουλάπα.
Κάθονταν πάνω στο διπλό κρεβάτι
εκεί που κοιμούνταν παρέα με τα μελαγχολικά όνειρα.
Ρίχνονταν πάνω στην στριφογυριστή σκάλα
που οδηγούσε προς την χαμηλοτάβανη σοφίτα.
Η οσμή του καμένου είχε εγκλωβιστεί στο σώμα της.
Το νερό και το σαπούνι της ελιάς δεν έκανε τίποτα.
Μάταια παρακαλούσε το φεγγαρόφωτο
μάγια να κάνει και να την απομακρύνει.
Μάταια έτριβε τη σκάλα, το κρεβάτι, τα ρούχα,
τα κιούπια, τα νικούσε πάντα όλα η ψυχή
του καψαλισμένου πεύκου.
Μόνη χωρίς έρωτα πλάγιαζε.
Ποιος να αγαπήσει ένα σώμα που μύριζε
σβηστό φυτίλι;
Το δάσος τώρα το κατοικούσαν δέκα
πελώριοι δράκοι με την ανάσα τους κομματιασμένη.
Αυτή σαν μάγισσα περιφέρονταν πίσω από την μάντρα.
Νοιάζονταν για τα άλογα που ποτέ δεν
θα έπιανε ο αγωγιάτης.
Ανησυχούσε για τα μικρά φυντάνια που μόλις
είχαν ξεπροβάλλει μέσα από την στείρα γη.
Μα πιο πολύ φοβούνταν για τους φίλους της
που επέζησαν της καταστροφής.
Η καρδερίνα, το σκιουράκι κι η χελώνα προπάντων
έπρεπε να γλιτώσουν απ' τα νύχια
των υπερκόσμιων όντων.
Φανταστείτε ένα κόσμο χωρίς ποιήματα
και τραγούδια αλλά αντίθετα ζωσμένο από
άκρη σε άκρη μόνο από κάποιες νυχτοπεταλούδες
που γυρνοβολούν γύρω από την φωτεινή λάμπα
της ποίησης σκιάζοντας τους στίχους
των νέων ποιητών.
Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2023
Οι δρόμοι της αγάπης
Σε δωμάτια δίχως μνήμη παρασύρθηκε,
χωρίς έρωτα δόθηκε στης σάρκας το κάλεσμα σαν γυναίκα κοινή πουδραρισμένη
στο σεληνόφως.
Παλιά νεοκλασικά, τρίτης κλάσης ξενοδοχεία,
κάμαρες φτηνές με γαριασμένα σεντόνια,
ξεφτισμένους καθρέπτες, άθλια κρεβάτια
και σε στρώματα που βούλιαζαν κενότητα
γνώρισε το ψυχορράγημα του πάθους.
Το νερό έτρεχε, το μπαλόνι δεν φούσκωνε,
τα χάπια ήταν μετρημένα σε δόσεις θανάτου.
Το αίμα φώναζε αφήνοντας κηλίδες πάνω
στο ξεφτισμένο χαλί του γιούκου.
Η πληρωμένη αγάπη φούρνιζε σάπια κρέατα.
Ο έρωτας δεν είχε μετρικό κανένα,
κυκλοφορούσε τυφλός χωλαίνοντας
από το ένα πόδι.
Η αγάπη σάπιο δόντι, κοπτήρας που
έπρεπε να αφαιρεθεί.
Δόθηκε στον εφήμερο έρωτα, ξεπληρώνοντας
δανεικές μοναξιές.
Ώρες νεκρές, χωρίς χρώμα, ανάμνηση
παρά μόνο χάδια βιαστικά που τα
κάμπτει ο όνυχας του ανεκπλήρωτου.
Εκτιθέμενη χωρίς μνήμη, άγουρο φιλί,
χρυσάφι στον βραχίονα, περπάτησε
σε άγνωστα μονοπάτια, πάλεψε με
σώματα ψυχρά γεμάτα με σβώλους
βλαστήμιας και πτύελα φυματικών.
Δόθηκε στον φτηνό έρωτα αμήχανα κι ενοχικά
Μετά από τις συναντήσεις σε ανώνυμα καφέ.
Μετά από ένα γερό πιόμα σε συναθροίσεις
πληκτικές με τα σκοτάδια να κυριαρχούν.
Μετά από τα επίμονα τηλέφωνα σε
ακαταχώρητους αριθμούς.
Έδωσε το χάδι πάνω στο χέρσο χωράφι
μαζί με τους σκώληκες και τους σάλιαγκες.
Παμφάγα η ηδονή την οδηγούσε σε
δρόμους σκιερούς που μόλις σκάφτηκαν
με τρώγλες ένα γύρω και ποταπούς υπονόμους
Αρίθμηση δεν υπήρχε.
Η ονοματοδοσία απούσα.
Οι άνθρωποι στριφνοί κι απένταροι
ανεβασμένοι σε θεόρατα σκαμπό
πέταγαν τα πούλια σε ένα ταμπλό φαγωμένο
από τρωκτικά.
Τα παιδιά έπαιζαν με τσίγκινες μπάλες
σε αλάνες εφιαλτικές, γεμάτες κόκκινη
λάσπη και στρατιές αρουραίων.
Το ποίημα έκλαιγε σε μια γωνιά,
η Αμοργός θρηνούσε μονάχη και
ο φαντάρος είχε ξεμείνει από μετρητά
τσιγάρα και αναπτήρα.
Βουβή η καρδιά παρακολουθούσε
την σταύρωση της.
Μεγάλα τα καρφιά σκουριασμένα και
ποτισμένα στην αλμύρα κουβαλούσαν
θάνατο απροσμέτρητο σαν τους μακρύς
καταλόγους των νεοφερμένων προσφύγων.
Η πατρίδα στην άκρη πονούσε, το ψωμί
μουχλιασμένο, οι έμποροι έτριβαν
τα χέρια τους κι οι μανάδες θήλαζαν
τα μωρά τους με πύο και χολή.
Είχαν έρθει οι μέρες που εκκολάπτονταν
τα αυγά του φιδιού, ανιστόρητα κοιτούσαν
τα πλήθη και ο Ιούδας στην συκιά του κήπου
εκλιπαρούσε για ένα φιλί.
Δικαστές με τριμμένους τηβέννους
ακροβολισμένοι στα τέσσερα άκρα διάβαζαν
τις ισόβιες ποινές.
Πληγωμένος ο έρωτας σέρνονταν
σε υγρά μπουντρούμια, η πόλη αμετάπειστη
έκλεινε τα φώτα, οι πνιγμένοι ξεβράζονταν
τουμπανιασμένοι στις ακτές και τα κοράκια
έπιαναν σύσσωμα δουλειά.
Μόνο κάποια ραβασάκια εφήβων
καταχωνιασμένα σε τρύπιες τσέπες, μιλούσαν
ικευτικά για την πρωτόφαντη αγάπη.
Δεν απομένει παρά να την προστατεύσεις
Παλιά νεοκλασικά, τρίτης κλάσης ξενοδοχεία,
κάμαρες φτηνές με γαριασμένα σεντόνια,
ξεφτισμένους καθρέπτες, άθλια κρεβάτια
και σε στρώματα που βούλιαζαν κενότητα
γνώρισε το ψυχορράγημα του πάθους.
Το νερό έτρεχε, το μπαλόνι δεν φούσκωνε,
τα χάπια ήταν μετρημένα σε δόσεις θανάτου.
Το αίμα φώναζε αφήνοντας κηλίδες πάνω
στο ξεφτισμένο χαλί του γιούκου.
Η πληρωμένη αγάπη φούρνιζε σάπια κρέατα.
Ο έρωτας δεν είχε μετρικό κανένα,
κυκλοφορούσε τυφλός χωλαίνοντας
από το ένα πόδι.
Η αγάπη σάπιο δόντι, κοπτήρας που
έπρεπε να αφαιρεθεί.
Δόθηκε στον εφήμερο έρωτα, ξεπληρώνοντας
δανεικές μοναξιές.
Ώρες νεκρές, χωρίς χρώμα, ανάμνηση
παρά μόνο χάδια βιαστικά που τα
κάμπτει ο όνυχας του ανεκπλήρωτου.
Εκτιθέμενη χωρίς μνήμη, άγουρο φιλί,
χρυσάφι στον βραχίονα, περπάτησε
σε άγνωστα μονοπάτια, πάλεψε με
σώματα ψυχρά γεμάτα με σβώλους
βλαστήμιας και πτύελα φυματικών.
Δόθηκε στον φτηνό έρωτα αμήχανα κι ενοχικά
Μετά από τις συναντήσεις σε ανώνυμα καφέ.
Μετά από ένα γερό πιόμα σε συναθροίσεις
πληκτικές με τα σκοτάδια να κυριαρχούν.
Μετά από τα επίμονα τηλέφωνα σε
ακαταχώρητους αριθμούς.
Έδωσε το χάδι πάνω στο χέρσο χωράφι
μαζί με τους σκώληκες και τους σάλιαγκες.
Παμφάγα η ηδονή την οδηγούσε σε
δρόμους σκιερούς που μόλις σκάφτηκαν
με τρώγλες ένα γύρω και ποταπούς υπονόμους
Αρίθμηση δεν υπήρχε.
Η ονοματοδοσία απούσα.
Οι άνθρωποι στριφνοί κι απένταροι
ανεβασμένοι σε θεόρατα σκαμπό
πέταγαν τα πούλια σε ένα ταμπλό φαγωμένο
από τρωκτικά.
Τα παιδιά έπαιζαν με τσίγκινες μπάλες
σε αλάνες εφιαλτικές, γεμάτες κόκκινη
λάσπη και στρατιές αρουραίων.
Το ποίημα έκλαιγε σε μια γωνιά,
η Αμοργός θρηνούσε μονάχη και
ο φαντάρος είχε ξεμείνει από μετρητά
τσιγάρα και αναπτήρα.
Βουβή η καρδιά παρακολουθούσε
την σταύρωση της.
Μεγάλα τα καρφιά σκουριασμένα και
ποτισμένα στην αλμύρα κουβαλούσαν
θάνατο απροσμέτρητο σαν τους μακρύς
καταλόγους των νεοφερμένων προσφύγων.
Η πατρίδα στην άκρη πονούσε, το ψωμί
μουχλιασμένο, οι έμποροι έτριβαν
τα χέρια τους κι οι μανάδες θήλαζαν
τα μωρά τους με πύο και χολή.
Είχαν έρθει οι μέρες που εκκολάπτονταν
τα αυγά του φιδιού, ανιστόρητα κοιτούσαν
τα πλήθη και ο Ιούδας στην συκιά του κήπου
εκλιπαρούσε για ένα φιλί.
Δικαστές με τριμμένους τηβέννους
ακροβολισμένοι στα τέσσερα άκρα διάβαζαν
τις ισόβιες ποινές.
Πληγωμένος ο έρωτας σέρνονταν
σε υγρά μπουντρούμια, η πόλη αμετάπειστη
έκλεινε τα φώτα, οι πνιγμένοι ξεβράζονταν
τουμπανιασμένοι στις ακτές και τα κοράκια
έπιαναν σύσσωμα δουλειά.
Μόνο κάποια ραβασάκια εφήβων
καταχωνιασμένα σε τρύπιες τσέπες, μιλούσαν
ικευτικά για την πρωτόφαντη αγάπη.
Δεν απομένει παρά να την προστατεύσεις
σαν την βρεις αχτένιστη να περιφέρεται στα αλώνια.
Κατάρτι να αρπάξεις σε θάλασσες γαλήνιες
να ανοιχτείς, ψαριά να βγάλεις καλή
και να την τραπεζώσεις κάτω από την
ελεήμονα ελιά μαζί με τα γελαστά παιδιά
που τσουλάνε τα πρωτοχρονιάτικα τρενάκια τους
πάνω στις καλογυαλισμένες ράγες των ερχομών.
Κατάρτι να αρπάξεις σε θάλασσες γαλήνιες
να ανοιχτείς, ψαριά να βγάλεις καλή
και να την τραπεζώσεις κάτω από την
ελεήμονα ελιά μαζί με τα γελαστά παιδιά
που τσουλάνε τα πρωτοχρονιάτικα τρενάκια τους
πάνω στις καλογυαλισμένες ράγες των ερχομών.
Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2023
Η κόρνα του φορτηγού
Συναντήθηκαν σε ένα παγκάκι του πάρκου.
Αυτός μικρόσωμος και μυώδης, η αναπνοή του μύριζε έλατο και ανθισμένη αλιφασκιά.
Αυτή εύθραυστη κι ονειροπόλα με κάτι
τεράστιες τσέπες, μέσα τους έκρυβε την χτένα
της, δύο τούφες θυμάρι και το χαλασμένο
ρολόι του μπαμπά.
Διάβαζαν την ίδια εφημερίδα.
Κρυφοκοιτάχτηκαν, μαζεύτηκαν πιο κοντά
κι άρχισαν να αναλύουν τα γεγονότα.
Πρώτη είδηση ένα εργατικό ατύχημα.
Οι φλέβες στο λαιμό φουσκωμένες.
Μίλησαν για την αιθάλη των φουγάρων,
τα ανεπαρκή μέτρα ασφαλείας,
τα μαυρισμένα νύχια των προλεταρίων.
Σιγά σιγά μια κόκκινη κλωστή άρχισε
να τους δένει, κοιτάχτηκαν στα μάτια.
Άγνωστοι μέχρι πριν λίγο περιφέρανε
Σιγά σιγά μια κόκκινη κλωστή άρχισε
να τους δένει, κοιτάχτηκαν στα μάτια.
Άγνωστοι μέχρι πριν λίγο περιφέρανε
την πλήξη τους ανάμεσα στους κατηφέδες,
τους κρόκους, τα γεράνια και στις γλυσίνες.
Τώρα αναπάντεχα μαζί μάχονταν σιωπηρά
τη μοναξιά του ανώνυμου πλήθους.
Αντάλλαξαν τηλέφωνα, τα πόδια στέρεα
στη γη, τα χέρια αμήχανα, το φιλί άδοτο
στα χείλη έδινε υποσχέσεις μιας εμπόλεμης
αγάπης ή ενός αρρωστημένου έρωτα.
Βρέθηκαν πέντε άλλες φορές όλες κι όλες.
-Τα σπίτια τους κοντά, οι καρδιές όμως δεν
ακολουθούσαν, οι εφημερίδες είχαν ξεχαστεί
στο πάρκο, σήμερα κανένα δεν έγινε ατύχημα
ή μήπως ναι...-
τους κρόκους, τα γεράνια και στις γλυσίνες.
Τώρα αναπάντεχα μαζί μάχονταν σιωπηρά
τη μοναξιά του ανώνυμου πλήθους.
Αντάλλαξαν τηλέφωνα, τα πόδια στέρεα
στη γη, τα χέρια αμήχανα, το φιλί άδοτο
στα χείλη έδινε υποσχέσεις μιας εμπόλεμης
αγάπης ή ενός αρρωστημένου έρωτα.
Βρέθηκαν πέντε άλλες φορές όλες κι όλες.
-Τα σπίτια τους κοντά, οι καρδιές όμως δεν
ακολουθούσαν, οι εφημερίδες είχαν ξεχαστεί
στο πάρκο, σήμερα κανένα δεν έγινε ατύχημα
ή μήπως ναι...-
Η εργένικη κάμαρα μύριζε αποφάγια και μούχλα.
Δεν είχαν τι να πουν, δεν αγγίχτηκαν,
πήραν το τρένο για μια βόλτα.
Φιλήθηκαν περιπαθώς μέσα σε ένα κατάμεστο
βαγόνι, χαϊδεύτηκαν με έξαψη.
Ένα παιδί που έγλυφε ένα κόκκινο κοκοράκι
τους κοίταξε φοβισμένο κι άρχισε να κλαίει.
Σταμάτησαν με τα μάγουλα ντροπιασμένα,
τις σάρκες παγωμένες και τα χέρια ιδρωμένα.
Κατέβηκαν στο τέρμα κι αγόρασαν λουλούδια
από την υπαίθρια έκθεση του δήμου.
Πήραν και εφημερίδα την ίδια πάντα.
Σχολίασαν την επικαιρότητα.
Λύθηκε για λίγο η γλώσσα.
Τα σώματα ξαναμμένα, περίμεναν να αγαπηθούν.
Στο σπίτι το βράδυ, πλύθηκαν κι έκαναν
έρωτα στο νερό.
Εκείνος συνέχισε να μυρίζει έλατο και
αλιφασκιά, ορεσίβιος γαρ απ' τα Σφακιά.
Αυτή, με τις τσέπες γεμάτες ακόμα, ανέδυε
μια εκλεπτυσμένη μυρωδιά από νεραντζάνθια.
Δεν μιλούσαν, τα αγκομαχητά τους έφταναν
ως την είσοδο, πεινασμένοι έπειτα έφαγαν
ψωμί και τηγανητές πατάτες.
Τις εφημερίδες στο πάτωμα τις ξεκοκάλιζε
η γροθιά ενός διαρκούς αγώνα.
Αμίλητοι αυτοί κοιτούσαν τις αφίσες με τον Τσε
και το χιόνι του ταβανιού.
Στην τελευταία τους συνάντηση είπαν
το όνομα τους, τους τόπους τους, την ηλικία τους.
Αυτή ευαίσθητη, αυτός τραχύς.
Στο δωμάτιο ανοιχτή η μουσική έπαιζε
αντάρτικα, η εφημερίδα ανοιχτή θρηνούσε
άλλον έναν εργάτη, έκαναν πως δεν άκουγαν.
Αγκαλιάστηκαν και βουβοί ρίχτηκαν στα σεντόνια,
μάτωσαν, κραύγασαν, γρατζουνίστηκαν,
πήγαν μακριά, επανήλθαν, στο τέλος
τσακώθηκαν άγρια.
Αιτία ένα πρόστυχο ουσιαστικό που ξεστόμισε
εκείνος την ώρα του οργασμού, τον σκαμπίλισε.
Έφυγε χωρίς να τον κοιτάξει, υπό μάλης
η εφημερίδα καλούσε στο πρωτοσέλιδο της
σε μια συγκέντρωση στο κέντρο.
Λαχανιασμένη η ανάσα της στο δρόμο χνώτιζε
τα γυαλιά της, επιτάχυνε κι άλλο το βήμα, έπρεπε
να φτάσει γρήγορα στο σπίτι.
Έκανε ντους, η πρόστυχη λέξη στα αυτιά της
έσκουζε σαν κόρνα φορτηγού που μεταφέρει
ξυλεία, έψησε τσάι, έβαλε άρωμα.
Κάθε που έπαιρνε εφημερίδα για αρκετό καιρό
την ταλάνιζε η ίδια πάντα κόρνα του φορτηγού.
Ξαναβρέθηκαν σε μια πορεία, έκαναν πως δεν
γνωρίζονταν, η κόρνα παραδίπλα σφύριζε διαβολεμένα.
Δεν είχαν τι να πουν, δεν αγγίχτηκαν,
πήραν το τρένο για μια βόλτα.
Φιλήθηκαν περιπαθώς μέσα σε ένα κατάμεστο
βαγόνι, χαϊδεύτηκαν με έξαψη.
Ένα παιδί που έγλυφε ένα κόκκινο κοκοράκι
τους κοίταξε φοβισμένο κι άρχισε να κλαίει.
Σταμάτησαν με τα μάγουλα ντροπιασμένα,
τις σάρκες παγωμένες και τα χέρια ιδρωμένα.
Κατέβηκαν στο τέρμα κι αγόρασαν λουλούδια
από την υπαίθρια έκθεση του δήμου.
Πήραν και εφημερίδα την ίδια πάντα.
Σχολίασαν την επικαιρότητα.
Λύθηκε για λίγο η γλώσσα.
Τα σώματα ξαναμμένα, περίμεναν να αγαπηθούν.
Στο σπίτι το βράδυ, πλύθηκαν κι έκαναν
έρωτα στο νερό.
Εκείνος συνέχισε να μυρίζει έλατο και
αλιφασκιά, ορεσίβιος γαρ απ' τα Σφακιά.
Αυτή, με τις τσέπες γεμάτες ακόμα, ανέδυε
μια εκλεπτυσμένη μυρωδιά από νεραντζάνθια.
Δεν μιλούσαν, τα αγκομαχητά τους έφταναν
ως την είσοδο, πεινασμένοι έπειτα έφαγαν
ψωμί και τηγανητές πατάτες.
Τις εφημερίδες στο πάτωμα τις ξεκοκάλιζε
η γροθιά ενός διαρκούς αγώνα.
Αμίλητοι αυτοί κοιτούσαν τις αφίσες με τον Τσε
και το χιόνι του ταβανιού.
Στην τελευταία τους συνάντηση είπαν
το όνομα τους, τους τόπους τους, την ηλικία τους.
Αυτή ευαίσθητη, αυτός τραχύς.
Στο δωμάτιο ανοιχτή η μουσική έπαιζε
αντάρτικα, η εφημερίδα ανοιχτή θρηνούσε
άλλον έναν εργάτη, έκαναν πως δεν άκουγαν.
Αγκαλιάστηκαν και βουβοί ρίχτηκαν στα σεντόνια,
μάτωσαν, κραύγασαν, γρατζουνίστηκαν,
πήγαν μακριά, επανήλθαν, στο τέλος
τσακώθηκαν άγρια.
Αιτία ένα πρόστυχο ουσιαστικό που ξεστόμισε
εκείνος την ώρα του οργασμού, τον σκαμπίλισε.
Έφυγε χωρίς να τον κοιτάξει, υπό μάλης
η εφημερίδα καλούσε στο πρωτοσέλιδο της
σε μια συγκέντρωση στο κέντρο.
Λαχανιασμένη η ανάσα της στο δρόμο χνώτιζε
τα γυαλιά της, επιτάχυνε κι άλλο το βήμα, έπρεπε
να φτάσει γρήγορα στο σπίτι.
Έκανε ντους, η πρόστυχη λέξη στα αυτιά της
έσκουζε σαν κόρνα φορτηγού που μεταφέρει
ξυλεία, έψησε τσάι, έβαλε άρωμα.
Κάθε που έπαιρνε εφημερίδα για αρκετό καιρό
την ταλάνιζε η ίδια πάντα κόρνα του φορτηγού.
Ξαναβρέθηκαν σε μια πορεία, έκαναν πως δεν
γνωρίζονταν, η κόρνα παραδίπλα σφύριζε διαβολεμένα.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)