Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2010

μαρμάρινη κόρη

Κατέλυες τη δημοσιά μαρμάρινη κόρη
Αδιαφορώντας υπερήφανα
Για την μουσική κλίμακα
Του συντριμμένου θώρακα
Μπροστά στο παραπόρτι της βαθύσκιωτης εστίας
Είχες ξεχάσει απαρηγόρητο
Ένα πύρινο δάκρυ
Ριζωμένο στον αμίλητο πορτοκαλανθό των γοφών σου
Γαλάζιες φτερούγες ξεπηδούσαν
Από τα κυρτά σου πέλματα
Κι ο πυρετός του ουρανού ξιφουλκούσε
Το άσπρο σου χάδι, γεύση και οπώρες
Βουβή από έρωτα
Στις υφασμένες σου πλάτες κρυφά
Ένα κοτσύφι σκοτωμένο ψηλαφούσε
Τις άρπες του λιθοξόου κενού
Μαρμάρινη κόρη, του πηγαδιού Θεά
Με ένα κοκάλινο σαντάλι στο αριστερό σου χέρι
Σε είδα να προσφέρεις ανάθημα ασπίδας
Στου αγέρα τον σκληρό μίτο αιώνες πριν
Τον Ναό σου ανακάλυψα ένα βράδυ
Να προβάλλει πάναγνος
Στον εφιάλτη που κοιμήθηκες
Προσωπίδα από κερί σμίλευες
Κι ένας άσπρος τυφλός καθρέφτης
Χρωμάτιζε τα πιράνχας των πτυχών σου

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2010

ο κονιορτός των ευκαλύπτων

Οι διαβαθμίσεις του λευκού
Πάνω στα παγωμένα αντίσκηνα
Θρηνούσαν
Κατοικούσες το κάτοπτρο της σελήνης
Με βλέμμα υγρό πιγκουίνου
Αγάπη, αγάπη πυκνό στρωσίδι της ψυχής
Κωπηλάτης του μικρού βραχίονα
Χιόνι πασπαλισμένο με της κορφής θυμάρι
Η ξεβαμμένη κούπα άπλωνε τσαμπιά κεράσια
Στο περίγραμμα της
Μια αλλόκοσμη γλώσσα μιλούσαν τα πουλιά
Του κρεματορίου στον υγρό θάλαμο
Η νύχτα μητριά των ανεκπλήρωτων πόθων
Μετρούσε διάφανα σεντόνια
Και της κερένιας κούκλας
Τους δύσμορφους λεπτοδείχτες
Οι σειρήνες δεν ήχησαν σήμερα
Οι διακυμάνσεις του λευκού
Πάνω στα παγωμένα αντίσκηνα
Μάκραιναν
Στους υποθαλάσσιους συρμούς αγκομαχούσε
Υπερφίαλο το τρένο της έκτης πρωινής
Άκαμπτες οι μνήμες του υπερούσιου άρτου
Πάνω στο ανατολικό τραπέζι της Κυριακής
Μνήμη, μνήμη αυλακωτή χαρακιά
Στα μαστιχόδεντρα μάτια
Απατηλή νεράιδα με τα χάλκινα πανέρια
Οξειδωμένα από το νύχι του δρυοκολάπτη
Ένα απαγορευμένο ποίημα σκίαζε
Το χάρτη της άρρητης περίπτυξης
Περίλυπα δυο στάχια αποδομούσαν
Τη πορσελάνινη ψίχα του κόσμου
Αγάπη, αγάπη
Στης γης το ανώγειο χαμόγελο
Αποσκιρτούσε η μεθυσμένη κόμη του αλατιού
Βήματα αργά διέσχιζαν την λεωφόρο
Των πένθιμων ευκαλύπτων
Κι η απουσία ξεφύλλιζε νωθρά το τελευταίο
Καλαμπόκι των αγρών
Πρωί και ξυπνούσε κάτωχρη η τεθλιμμένη
Αδελφή του ιερολάτρη Πόντου
Οι διαβαθμίσεις του λευκού
Πάνω στα παγωμένα αντίσκηνα
Στηλίτευαν το τελευταίο μήνυμα
Της μέθυσης καρδιάς

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2009

μοναξιά

Το κλαδί της μοναξιάς τρίζει
Μαζεύονται έντομα με μυριόφορα φτερά
Ακουμπούν τα λεπτά τους πόδια στις στέγες
-Εκείνες που ένα βράδυ εσύ εγκατέλειψες-
Πετούν με συστολή σε ένα αναχωρητικό χρώμα
Και διασκεδάζουν με τη καρδιά
Του άδειου κελύφους τους
Το κλαδί περισφίγγει τη μοναξιά με υγρά γάντια
Και το κομμένο νούφαρο της λίμνης
Αναθρώσκει ασημένια κύμβαλα βροχής
Στάσου, κερνάω απόψε άφιλτρο τσιγάρο
Σε χαρτί ποτισμένο με άρωμα βανίλιας
Οι εξώκοσμοι ναύτες φωτογραφίζονται δίπλα
Στα εξογκωμένα μάτια της νεκρής ακρίδας
Μεταμφιέζομαι σε γύρη
Και παίζω στα χέρια μια πολύγωνη κερήθρα
Η μέλισσα είναι κατά δική μου
Μου περιφράζει οράματα της νύχτας
Όταν σεπτά αναγεννιούνται
Τα λεπιδόπτερα μάτια της χλόης
Η πατίνα της μοναξιάς εξαπλώνεται στο δασύλλιο
Άκου το βόμβο των εντόμων
Στη μετάσταση της πεταλούδας
Άχρονος ο θεός επιστρέφει

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009

τελετουργία

Μια κάθετη γραμμή τέμνει το ποίημα
Από άκρη σε άκρη
Δυο ημισέληνα πορτοκάλια
Το πολιορκούν
Χυμοί και γεύσεις φυλάττουν
Την σκληρότητα της εαρινής ισημερίας
Οι άρρωστοι ποιητές κρατούν
Ένα άδειο όπλο
Κάτω από το μαξιλάρι τους
Δεν ξέρουν πια που να το εμπιστευτούν
Μαζεύτηκαν σκιές
Και τα λόγια διάβηκαν
Κρότοι χάνονται μέσα στην ηχώ των θαλασσών
Σαν τα λησμονημένα πασπαρτού
Στο συρτάρι της υπέργηρης φύσης
Άνοιξη ήρθε και μια οριζόντια γραμμή
Τέμνει τις σκιές
Στο γυάλινο φορτηγό της σελήνης
Αγάπησες τις συνθέσεις των άγουρων κηπουρών
Τα τελετουργικά σκήπτρα της ένοχης βροχής
Τα ηλιακά ρολόγια που αργά έσβηναν
Στο επαναστατημένο πάρκο
Κανένα φύλλο δεν αναζήτησε
Τον εκλιπόντα καρπό του
Στο κήπο της Εδέμ λυπημένη αργοσβήνει
Η συμπαθητική μελάνη των σύννεφων
Και μια πέτρινη λεοντή χειροκροτεί συνεπαρμένη
Τις ωδές της κόλασης

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009

η νύχτα μας αποκρούει

Νυχτώνουν οι άμαξες στα πέτρινα
Μονοπάτια του βιβλικού τόξου
Οι ρίζες τρίζουν ρυθμικά
Κάτω από τα ροζακιά
Πέλματα των μπαλαρίνων
Βυθισμένη μπρος στον καθρέφτη
Νοστάλγησα λίγη σκόνη από το είδωλο σου
Ψαύσε τα χέρια της μάγισσας
Στο μεσοστράτι των σελίδων
Ακούμπησε τρεις συλλογές ποιημάτων
Τον άνεμο ψαύσε
Την γιορτή
Την αριθμητική μοίρα των φωνηέντων
Το αηδόνι που αποθαρρημένο
Αποσκίρτησε από τα μάτια μου

Μελάνι έγινα και μούσα
Στους βοτσαλωτούς κήπους του έρωτα
Έμβλημα ερμητικής γραφής
Στο προπύργιο της ανέκφραστης καμάρας
Ριγούν τα γεφύρια
Σεισμοί καταφτάνουν και γέλωτες
Στην ελαιογραφία του δυτικού κωπηλάτη
Χρώματα σφίγγουν το περιλαίμιο
Σημάδι της τύχης
Παραμορφώσεις υδάτων δίπλα
Στο καιόμενο σπυρί της άμμου

Εμβρόντητοι οι αμαξηλάτες ζήτησαν
Κανόνα και γνώμονα από την
Απελθούσα γεωμετρία
Κρύψε τη πένα σου άσκοπα το αίμα
Μη σχηματίσει ιριδισμούς
Στη βαλβίδα της γης
Που είναι το πέλαγος;
Ποτέ δεν πίστεψα στην ακίδα του πόνου
Στον δρυμώνα του Καύκασου
Κρύβω το χαμόγελο μου
Ψαύσε το σώμα μου
Και γαλήνια αποκοιμήσου μέσα
Στον αποδημητικό χνώτο των δελφινιών
Αδεής πρόστρεξα στους αιματοδείκτες σου
Και στο λοφίσκο του Βορρά
Έστησα αντίσκηνο
Προς δόξαν της πλανητικής Αγάπης.

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009

οιωνοί

Απομονωμένα τα χέρια συντρίβονταν
Πάνω στο γλωσσίδι του αιώνιου πεύκου
Ανταύγειες σιωπής παρακολουθούσαν
Το τεφρώδες ρετσίνι του λυκόφωτος
Στην ανέσπερη ακτή

Κόλλαγε το όστρακο πάνω στο δέρμα
Κι ένας μικρός κατασπαραγμένος
Ιππόκαμπος αναθεμάτιζε
Τους δερμάτινους ιμάντες της παλίρροιας

Ήρθαν αργά οι μέρες
Με τις τρέμουσες Ειδήσεις
Το απόκομμα κιτρινισμένο
Λαμποθωρούσε πλάι στο χείλος του ποτηριού

Σαν να μιλούσε ξάφνου η πέτρα της λατρείας
Ένα αγόρι τη συνόδευε σαστισμένο
Κραυγές και βόγκοι χωρίς ικέτες
Στο κοιμητήριο μύρα ανάβλυζαν
Οι κορδέλες της αρχαίας Βιολέτας

Λιωμένο σίδερο και φωταψίες
Χωρίς ούτε ένα κορμί για θυσία
Άδεια η σκελίδα του βολβού
Στη παλάμη κρυμμένο ένα
Αγριοπερίστερο χωρίς ταίρι

Πάνω στα χαλίκια κάλπαζε
Ένα άλογο με οπλές στεγνές
Ακολουθούσες προτάσσοντας τα αόρατα
Μαστίγια του μαΐστρου μες το σκοτάδι

Η νύχτα κοιμόνταν πάναγνη
Δίπλα στις συστάδες των σκίνων
(λιτάνευες το λείψανο του
Απαγορευμένου Ονείρου)

Στα χέρια σου λάκτιζαν
Κρύσταλλοι αλατιού
Σπήλαια γεμάτα θειάφι
Κι αιφνίδιοι γέλωτες μαγισσών
Παγωμένοι συσπώνταν
Οι μύες του κάκτου

Απομονωμένοι έρωτες ξαγρυπνούσαν
Σιγοψιθυρίζοντας τα μυστικά
Της λευκής παρειάς
Το πρωί έφυγες χωρίς ούτε μια λέξη
Δεν πολυπίστευες στην ενσάρκωση των οιωνών

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009

σπειροειδείς πορείες

Αφαίρεσε το τελευταίο απόστημα
Από το δεξί του πέλμα
Ανάλαφρος τώρα περπατούσε
Πάνω στο λείο έδαφος
Στιλπνό το χάδι της γης
Η αυταρέσκεια συνομιλούσε
Με τους ήχους των άρρωστων κυττάρων
Μεγάλη μητέρα η γη τον πρόσταζε
Για μια μοιραία έξοδο
Στα τσακισμένα αγγεία του πλήθους
Απαιτητικό το άγγιγμα σαν τις θωπείες
Της νεαράς σελήνης στο μεταλλικό
Βλέμμα της ύαινας
Τον διαπερνούσαν
Άκουγε τον ήχο του χώματος
Και τους χυμώδεις βόγκους της πέτρας
Ένα ακυβέρνητο καράβι αγκυροβολούσε
Στα πειρατικά του χρόνια
Ξάρτια οι φλέβες κι ένα σκισμένο ιστίο
Αλάφραινε την καρδιά
Σαν το βουβό ηφαίστειο που αιώνες πριν
Βούιζε στα χέρια του
Θέλησε να προσευχηθεί στον Θεό
Των παιδικών μυστηρίων
Αίφνης άλλαξε γνώμη
Στη μεγάλη λεωφόρο αναζήτησε μια μικρή γωνιά
Εκεί θυμάται είχε κρύψει εχτές μόλις
Ένα μικρό θησαυρό
Λεγεωνάριος η μήπως σταυροφόρος
Τιμαλφών αισθημάτων
Σιώπησε κι έθαψε τον μονόλογο του
Στην άκρη της διαχωριστικής μπάρας
Αρρωστημένη αυτοσυγκέντρωση στο διαρκές
Παίγνιον του ποιήματος
Η μοναξιά θεοποιούσε μικρές ανάσες
Ιδιότυπος προσκυνητής με μιαν αξίνα
Στο χέρι κατέβαινε τα σκαλοπάτια της γης
Μελαψός ανθρακωρύχος
Στα ορυχεία του έτρεμε μια παγωνιά
Χωρίς μια σπίθα ακροβασίας
Πως ξεγελάστηκε
Οδοιπόρος μοναχικός μετρούσε τώρα με επιφύλαξη
Τα αποστήματα στη ράχη της ασφάλτου
Στο δεξί του πέλμα φυγόκεντρες δυνάμεις
Τον περιέλουζαν με το χνώτο του θανάτου
Γύρισε στο σπίτι ξημερώματα
Στο δωμάτιο είχε ενσκήψει
Ένα πράσινο μαραμένο φύλλο
Κι ένα ιριδίζων φτερό παγωνιού
Πέρασε είπε η εποχή των φυτολογίων
Κι αποκοιμήθηκε μέσα στη ζεστή
Ελαφρότητα των σελίδων
Χαράζοντας ερμάρια και στοές στον
Εκκωφαντικό ερειπωμένο πύργο του ύπνου
Δεν είχε αλλάξει τους σελιδοδείκτες
Στην αχλή του πρωινού
Σπειροειδείς πορείες γονιμοποιούσαν
Την εσωτερική γεωγραφία

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009

τόποι της φαντασίας

Σύνορο δεν έχει η ζωή
Οι μηλιές ανέβαιναν τεθλιμμένες
Ως το πευκοδάσος
Έστηνες αυτί, αφουγκραζόσουν
Έναν αχνό χτύπο κάτω από τη φλούδα του μήλου
Η ζωή προχωρούσε αδιάφορη
Κρατώντας σε σφιχτά με το μαντήλι του χορού
Ταξιαρχίες πελεκάνων σου προσφέρανε
Ένα νεογνό λιγόζωο όνειρο
Σαν εκείνο που έβλεπαν
Οι στεφανωμένες κόρες της μαρμάρινης κρήνης
Και ξυπνούσαν ακροπατώντας
Στα σιταροχώραφα των πένθιμων βιβλίων
Που θλιβερά έκρυβαν μες το σεντούκι
Με τα οικογενειακά κειμήλια
Έτριζε σπασμένο το δύσμορφο ράμφος
Του πολύχρωμου παπαγάλου
Αναπαράγοντας σκηνές συγχορδίες εικόνων
Και ήχους αναίτιων στιγμών….
Ένας διαβάτης έδενε το κορδόνι του ήλιου
Ο δασοφύλακας είχε χάσει το κλειδί
Της φιλύρας στο δάσος των λέξεων
Ένας καμηλιέρης ξαπόσταινε
Στο πανδοχείο της όασης
Κι ένας μικρός κηροπλάστης συνομιλούσε
Με το γλυπτό της πλατείας
Μικρά λιγόζωα όνειρα μέσα στους σπόρους
Της τετριμμένης αλφαβήτα
Πονούσε ο στίχος στο χέρι
Ματαιοδοξία και φθόνο
Χάιδευες ανύποπτος και αδρανής
Αμαρτωλές υπόσκαπτες αυταπάτες
Σύνορο δεν έχει η ζωή
Μέσα στη σάρκα του μήλου το μικρό σκουλήκι
Άδειαζε τα στενά διαμερίσματα
Της πεινασμένης μνήμης
Μόνο τα όνειρα των παιδιών κρατούν
Τη κοφτερή γυαλιστερή λάμα της απεραντοσύνης
Σηματοδοτούσες τα όρια σου
Με λεκτικές παραισθήσεις
Απαριθμώντας τους βωμούς
Που το μέλλον έστηνε μπροστά σου

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009

αποκομιδή

Σπαράζουν πράσινες φολίδες στο σώμα
Σηκώθηκαν χαρταετοί με ενάλιους
Βοστρύχους
Φανοί του ανέμου
Φωτοσκιάσεις απογυμνώνουν τον αντίχειρα
Εκεί που αναβόσβηνε πέτρινο το βλέμμα της τίγρης
Κλειστοί οι πόροι ωσάν την κλειστοφοβική
Επιφάνεια του θαλάσσιου οψιδιανού
Μικρές κοφτές ανάσες με εκπορθούν
Έρπω στον χρόνο του ανεκπλήρωτου
Αμαρτωλός εραστής πάνω στο πανσέληνο χνούδι
Των αμαξοστοιχιών που έφυγαν
Δεν κοιτάζω το ρολόι
Ακροβατώ στην αφή του στίχου
Και ωριαίους έρωτες απομυζώ
Μια σπίθα εξουσιαστής καίει δευτερόλεπτα τσιγάρα
Υπερπλήρης ο Αύγουστος επιστρέφει
Συνομωσία των αστέρων
Κι ο εφιάλτης έχει διαβεί
Κρατώ σφαλιστά τα κλειδιά του απείρου
Μικρή κόρη του κόσμου με ραβδοσκόπους
Διάττοντες αστέρες στο χέρι
Στα κρύα πλήκτρα σου απένθητος ενέδωσα
Πένητας και προσκυνητής ορκίζομαι σιωπές
Και Βόρειες ακτές εξερευνώ
Ψάχνοντας το υγρό κόσμημα που θαλερά στολίζει
Της νύκτας το κρουστό λαιμό
Εικονοστάσι και προσκυνώ
Μια άρπα διακυβεύει τους ύμνους
Αποκομιδή Αθανάτων
Μέσα στην θύελλα επωάζω το ηλεκτρονικό μου
Περίστροφο
Σπαράζουν πράσινες φολίδες στο σώμα

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2009

Η τεθλασμένη του σωματος

Κάθε που έφευγαν οι γερανοί
Έβγαινε στην αυλή με τα
Καλαίσθητα παρτέρια
Παντού σαρκοβόρα φυτά
Κι αφανισμένες σημύδες του χθες
Χορτάριαζε το χέρι του στις πέτρες
Και στα πολύριζα
Ανάριος ο τόπος σαν τα υγρά σημάδια
Στο περίγραμμα του φιλιού
Στο σιντριβάνι ριγμένο ένα κομμάτι
Ύφασμα με κεντημένα πάνω του
Τα δυο αρχικά μιας οργισμένης αγάπης
Στύλωνε τα μάτια διέκρινε το πρώτο
Μονόγραμμα καθαρά
"Άλφα" αναστάσιμα ανθισμένο
Χάνονταν ασαφής η όραση του
Στο δεύτερο μονόγραμμα
Κάτι ανάμεσα σε "Ζήτα" και "Ύψιλον"
Σαρκοβόρα φυτά παντού κι ένας κάκτος
Κοντόθωρος στου χρόνου τα πανιά
Η λίστα των εντόμων και το νωπό
Πουκάμισο της βέργας αδειανό
Μια αράχνη μόνο μπερδεύονταν
Στα μαλαματένια στημόνια της γης
Ξέχασε τις ανάρριχτες βελονιές
Αν κινδυνεύεις χρεώνεις
Δάνεια πολλά στη μοναξιά
Μια τεθλασμένη γραμμή
Στο κλειστό ορίζοντα του πηγαδιού
Τον απορροφούσε
Κάθε που έφευγαν οι γερανοί
Οι φωλιές στην αγκαλιά της οξιάς
Πλημμύριζαν νότες ανειρηνευτων πουλιών
Με καλλίγραμμα ράμφη
Σε αυστηρά εξάγωνα σχήματα
"Ζήτα" ή "Ύψιλον" έπαψαν πια να το παιδεύουν
Τουναντίον τα απολάμβανε
Η Ζωή επιζητεί το μέγα 'Υψος
Για να Αναστηθεί
Έκλεισε την στρόφιγγα στο σιντριβάνι
Το νερό κυοφορούσε δάκρυα γυρίνων
Μάζεψε το ύφασμα
Μια μοναξιά…
Τώρα στο σπίτι έγραφε στίχους
Πάνω στο δεύτερο μονόγραμμα
Ποτέ δεν απίστησε
Κάθε που έφταναν οι γερανοί
Τα σαρκοβόρα φυτά γίνονταν
Καμπανούλες κι ανεμώνες
Μέλισσες οργίαζαν πλάι
Στο μεθυσμένο Αηδόνι
Ο θάνατος επιζητεί το μέγα ύψος
Για να αναστηθεί
Η τεθλασμένη του κήπου άπλωνε
Το μαύρο μαντήλι στην ακριβή πτυχή
Της αόρατης βεντάλιας
Ήταν πια συνηθισμένος
Στις μεταμορφώσεις του σώματος

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2009

ολόγυμνη διάσταση

Οι μνήμες επέστρεψαν
Με μακριά σκαιόχρωμα πουκάμισα
Κι ένα κερί στο χέρι
Εξέτασαν τα ασημένια σερβίτσια
Στο ηλιόστρωτο τραπέζι της αυλής
Και τα ταχτοποίησαν με περισσή τάξη
Χάιδεψαν τη πνοή των μικρών πελεκάνων
Στα ακρόπρωρα του σιντριβανιού
Περιστροφικά τυλίχτηκαν την απουσία
Των συνδαιτυμόνων ανέμων
Εγκαρτερικές και πράες σαν τα μουδιασμένα μέλη
Των νεαρών ψαράδων στην ακτή
Των παραλίμνιων αναψυκτηρίων
Πιστές στο συμπαντικό ραντεβού τους
Δες πως αναπνέουν!
Ήρθαν οι μνήμες σαν μικρές
Θεραπαινίδες της Αφροδίτης
Με λευκούς καλοστρωμένους γιακάδες
Κι άδεια μακριά δάχτυλα
Πριν ακόμα χαράξει
Η ημέρα του πρώιμου Έρωτα
Φίλησαν το άσπρο μέτωπο
Του έκπτωτου αγγέλου και τον οδήγησαν
Στο βάθρο της πλαταιάς γης
Αγκάλιασαν την βρεγμένη κόμη
Της κρύας Εσπέρας στο κήπο
Αστρικές χαρακιές είχαν στο σώμα τους
Επουλωμένες στα βαμβακοχώραφα της στέπας
Μύριζαν θάλασσα κι ασφόδιλα νεκρά
Γαλήνιες ήρθαν με ένα ψαροκόκαλο στην πλάτη
Χωρίς ακολούθους
Τροφοδότες μιας νέας ολόγυμνης διάστασης
Δεν συγχωρούν το χειμώνα στα πράσινα φύλλα
Προσχωρούν αναρριγώντας
Άκαμπτες και σκληρές φορτίζουν
Τους μύες των δέντρων με νωπό μολύβι
Και σε αναγνωρίζουν

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009

γυμνά σημάδια

Έστεκα να κοιτάζω την ουτοπία
Των σκιερών κληματόβεργων
Έξω από το παράθυρο
Στοιβαγμένες πειθήνια
Πάνω στο πεζούλι
Που μύριζε αυγή, στυφό κρασί
Κι αμφίσημη αναιμία
Απόγευμα Κυριακής στην εξοχή
Το παλτό κρεμασμένο
Σε ένα παλιό σκουριασμένο καρφί
Με το μαντήλι της Αλωνίσταινας στο πέτο
Υπάκουο το «καλώς ήρθατε»
Και η καλημέρα να διαθλά
Απαρηγόρητες νυχτοπεταλούδες
Ασταμάτητο πήγαινε-έλα
Κυκλικά πάνω στο παγωμένο κρύσταλλο
Αδύναμα φτερά κι πούδρα του χρόνου
Εξατμίζονταν σε κυβάκια γέλιου
Ένα αετόφτερο είχε πέσει στο πάτωμα
Ακριβώς στο σημείο εκείνο
Που εσύ ακούμπησες ένα μικροσκοπικό
Λινό ύφασμα σε σχήμα σκορπιού
Θυμάμαι τον βηματισμό σου, επιθετικός
Δεν είχες σβήσει από το σκαλοπάτι
Τα ίχνη του δόλιου δηλητήριου
Φοβόμουν να πλησιάσω
Οι ρόζοι στα ξύλα σάρκαζαν
Το νέο είδωλό μου
Άναψα φωτιά, καθαρτήριος ο καπνός
Ανέβαζε τις χρυσόμυγες του χτεσινού ονείρου
Το σπίτι ορμητήριο του φωτός
Ο αετός είχε εξαφανιστεί στο κτήμα
Μες τα κίτρινα πολύριζα της στάχτης
Όλο προπέτεια για τα άγνωστα σημάδια
Στο γυμνό του φτερό
Κανείς δεν τον αναζήτησε
Βράδυ Κυριακής στην εξοχή
Και το χώμα των αλσυλλίων έμεινε βουβό
Ξεπαγωμένη η πλήξη
Δίπλα στα αμπελόφυλλα μετρούσε
Το άγρυπνο γαλάζιο με περίσκεψη

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009

ανάφλεξη

Ασημένια δυο νομίσματα έριξε
Στο ενυδρείο
Εκεί που πριν χλόμιαζαν ανθισμένα
Τα κίτρινα χρυσόψαρα
Των Βόρειων κήπων ή των θαλασσών
Είπε πως ξέχασε στην χώρα της άμπωτης
Πάνω στην άμμο με τα λέπια
Ένα επτάφτερο κοχύλι
Θα ταίριαζε τόσο πολύ εδώ
Αναφώνησε

Ασημένια δυο νομίσματα
Που να βρεθεί χρόνος για ευχές
Οι λίμνες νυμφεύτηκαν
Ουράνιους καταρράκτες
Κι οι προσμονές μας έβαψαν
Κόκκινο το φόρεμα τους
Στον χορό των παρθένων κρίνων
Μόνο ένα δάκρυ κρατούσε στα χέρια
Σαν το φυλακτό της αγκαλιάς

Προιστορικά δυο νομίσματα
Με άγνωστους βασιλείς να ωχριούν
Θλίψη και ναρκοθετημένα όνειρα
Απάγκιασα στο πλάι τους μια κρύα νύχτα
Τα μάτια τους με σκόπευσαν
Ανασηκώθηκα
Κι έδεσα μια ευχή
Για τους ασώματους θλιμμένους
Βασιλείς και τις γοργόνες αδερφές τους
Να ζουν και να ευτυχούν
Στους αρμυρισμένους βραχόκηπους
Του πύρινου χεριού μου

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2009

χορός αγγέλων

Ακόνισα τα βήματα μου σήμερα
Για να να χορέψω στο κέντρο της γης
Αχανές το σημείο
Ένας τόπος στη κόψη του χρόνου
Διαβρωμένος από σπουργίτια επισκέπτες
Αναψηλάφηση στιγμών ακριβών
Που δεν σε εγκαταλείπουν
«Στα χέρια σου τι κρατάς;
Έλα σίμωσε κοντά μου
Ακούω τα δάκρυα σου
Πικρή πηγή
Αναδιπλώσου στο νερό της»
Ένα νυχτέρι έχει ανάψει το φεγγάρι απόψε
Εδώ είμαι, ρίζωσα
Αθέατη στροβιλίζομαι γύρω από φλόγες
Και πυρσούς αίματος
Αναίμακτοι φόνοι συντελούνται
Στη τέφρα χαμένο ένα δίπτερο δαχτυλίδι
Πέτρα του αχάτη
Στιλβώσεις της γης πάνω στο δέρμα
Άνεμος των εντόμων φρικτός
Σε αρχαίο κόσμημα κεντημένος
Ένα πέτσινο γάντι πέταξε η σελήνη
Άδεια τα δάχτυλα
Κι η αφή να πονάει
Ο γέρο-χρόνος άπατρις
Σβήνει το τσιγάρο πάνω στο πόνο
Ανασαίνω το κρύο αποτύπωμα
Στο χέρι μου ένα κυρτό ραβδί
Κοίταξε πάνω στις πέτρες
Φύτρωσαν ασημένια μάτια
Και μια έχιδνα κρύφτηκε βουβή
Στο κόρφο τους
Ζω τον αιώνα μου αφανισμένη
Μέσα στα σπλάχνα της Μήλου
Ξέχασα να περπατώ στα νύχια
Απλά αιωρούμαι στο εκκρεμές
Του θανάτου
Ψελλίζοντας
Στο κυρτό μέρος της σελήνης
Αινιγματικούς ύμνους

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2009

η αγκαλιά του ράμφους

Όταν επιστρέφουν οι γόησσες Κυριακές
Φοβάμαι πολύ την νεκρική όσμωση των κύκνων
Τυλίγουν περιστροφικά τους μακριούς λαιμούς τους
Εξυφαίνοντας σχήματα από λαθραίους αποχωρισμούς
Και ταραγμούς του Σώματος
Δακτύλιοι και διασκελισμοί σε φτηνές
Προπληρωμένες παραστάσεις
Υπό την υπόκρουση κροτάλων, οστών, φτερών
Και τυμπάνων
Επιθανάτιοι ύμνοι σε σταυροδρόμια επίγειων λέξεων
Μια αλφαβήτα ακατάληπτη με όλα
Τα ύψιλον υπό διωγμό
Αλίμονο εμείς δεν θα γεράσουμε ποτέ
Στις πόρτες μας κατακάθεται η πάχνη
Των αργοπορημένων αμαξηλατών
Αγωνιώδεις σκιές περιφέρονται
Κι ένα τρυφερό ράμφος ανασκιρτά
Στην καρδιά μας Βηματισμούς του σύμπαντος
Υιοθετήσαμε ένα άδειο λιμναίο έρεβος
Γεμάτο ρωγμές κι άκυρες διαβουλεύσεις
Στα υπόγεια κύτταρα χλομιάζει
Ένα αετόφτερο κι ένας αλήτης κύκνος
Χρυσός
Η ανταμοιβή μας εξεπληρώθη

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

ροές δακρύων

Στις ραφές της ζωής
Βυθίζονται τα θαλάσσια βλέμματα
Μικρών μεταναστών
Έγχρωμες κλωστές διαπνέουν
Τα σιρίτια των ορίων
Ντυμένη αποχρωματισμούς
Απρόσμενων προσδοκιών βγαίνω
Στο κρύο κατάστρωμα της πατρίδας
Πάνω στα γόνατα μιας ξένης Ηπείρου
Αγκυροβολώ
Κι οι αλυκές του ανέμου
Σκισμένα διαβατήρια μού εκδίδουν
Βουλιάζω μέσα στο φως αόρατων σειρήνων
Κι αποστηθίζω ένα παράπονο Οδύσσειο
«Για ένα νανούρισμα ήρθα στη ζωή
Κι η θάλασσα με ξεγέλασε»
Αθόρυβα καταδύομαι σε λησμονημένα ναυάγια
Κι ένα ανεβατό μοιρολόι αυτόχθονο τυχαία εμβολίζω
Καταδιώκομαι
Βελόνες και πόρπες αρχαίες τρυπούν το κορμί
Τις ασπάζομαι
Γεμάτα τα αμπάρια με θέλγητρα
Κι αρώματα ακριβά
Μια αλληλουχία άσαρκων φιλοδοξιών
Χαμένων...
Καταφεύγω απελπισμένη
Στο μέγιστο πράσινο των άστρων
Και σε λιμένες απροστάτευτους
Τα χάρτινα ιστία μου καταθέτοντας άδοξα
Μετανάστης ενός χαμένου Απρίλη
Πάτρια πάθη οριοθετώ
Και με φτερούγες αλλότριες αιωρούμαι
«Για ένα σκισμένο χάρτη ήρθα τη ζωή
Και ροές δακρύων πικρών με διαπλάτυναν»
Αγκαλιάζω υδρόγειους αναστεναγμούς
Στα σύνορα εσύ με ανακρίνεις

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2009

αντίτιμο

Αρρώστησαν οι Ερινύες
Κρυφά τις φυγαδεύω κάθε βράδυ
Στο κρύο αερόστατο της πλάνης
Κόκκινα φορώ λουστραρισμένα
Δορυφορικά παπούτσια
Στην εποχή των σαρκοβόρων
Λειμώνων αγορασμένα
Με αντίτιμο της ζωής μου τις εκδορές
Πλαγιαστές φόνισσες οι νύχτες
Και τα τοιχία του ύπνου
Παρέμειναν ορθάνοιχτα
-Επιστρέφω
Λέει η μητέρα
Ένα κερί αχνοφέγγει δειλά
Ζωγραφίζω δυο μάτια στην επιβίβαση μου
Η παιδική ηλικία χορεύει ταγκό
Στην χώρα των αμπελώνων
Πλησιάζω ξεσφίγγοντας τα κορδόνια
Στα παιδικά μου μποτάκια
Οικείοι διάτοροι οι τόποι
Αποστέλλω στη νύχτα δυο πάλλευκα κρίνα
Από την άμμο της Αμοργού κομμένα
Εδώ ο τόπος μου

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

μετέωροι υδρατμοί

Ηλεκτροφόρα σύρματα χτυπούν
Στα βράχια της όρασης
Πάλλονται οι βλεφαρίδες
Σαν την σκόνη των υδρατμών
Πάνω στο καθρέπτη
Αναθρώσκοντα δυο ανεμόπτερα
Περισυλλέγουν δέσμες φωτός
Διυλίζοντας τα πέπλα
Του ακονισμένου Δωματίου
Ανοιγοκλείνουν το διακόπτη
Στην οθόνη της φαντασίας
Εικόνες και γρίφοι
Και το ποίημα άμωμο
Με σταυρωμένα τα χέρια
Κρυφοκοιτάζει τους ιστούς
Της φωτισμένης Σελήνης μου
Γεωγραφία με εκλάμψεις φθορίου
Αναμασά ισχνές ματαιωμένες ενοράσεις
Μιας υπέργειας ανατροπής
Αφήνομαι γειωμένη στα φορτία
Της δεύτερης φύσης
Κι αναπαράγομαι σε άναρχους
Πυρήνες φωτός
Δεν με βλέπεις
Μετέωροι υδρατμοί αμφιταλατεύονται

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2009

έποικοι

Χτίσαμε τα σπίτια μας πάνω σε λόφους
Υγρά μονοπάτια μας οδηγούσαν ως εκεί
Στις κοίτες μας μεγαλουργούσαν
Φασιανοί και κορμοράνοι
Δρασκελιά και πόνος
Ο κάθε μας ουρανός
Ψηλές οι στέγες μας, στα ακροκέραμα
Κρεμάσαμε δίχρωμους χαρταετούς
Για να αλαφραίνει ο ύπνος
Της Αφροδίτης και του Αμπελουργού
Με μεμβράνες του σύννεφου
Ντύσαμε τα παράθυρα, κρυώναμε
Ο στρόβιλος καιροφυλαχτούσε μουγκός
Ήταν πολύ πικρά τα μεσημέρια
Ξεχαστήκαμε
Κάτω από τη βερικοκιά τα παιδιά μας
Έστησαν μεγαλοπρεπή βασίλεια
Με βότσαλα του Νότου
Φάρδυνε έξαφνα η παλάμη μας
Θυσία και πόνος
Κι ο κυκλώνας να συλλαμβάνει
Ανυποψίαστες αιώρες
Ένα βράδυ μας επισκέφτηκαν στρατιές
Αιχμαλώτων
Στέγη ζήτησαν και τροφή
Κι εκείνο το άγουρο μάγουλο της Μητέρας
Χτυπήσαμε την φλέβα μας πάνω στην πέτρα
Και τους καλωσορίσαμε με σκιερά χαμόγελα
Ξάφνιασμα κι οι ώρες χωρίς συμβουλή
Αργότερα ανέστιοι προσφύγαμε
Στους ψαράδες
Με δίχτυα σκισμένα στους ώμους
Στη θάλασσα επιστρέψαμε
Το κορμί του κάβουρα γέμισε
Αόρατες φυσαλίδες
Θηλιές χτυπούσε ο αφρός
Στα βλέφαρα μας
Πονούν τα σπίτια στα ξένα βλέμματα
Έκπτωτοι σκαλίσαμε στο ακρογιάλι
Γιγάντιες σκάλες
Κρυφά τα βράδια ανεβαίνουμε
Στα υπώρεια για λίγο ψωμί
Διασώσαμε τους ανεμοδείχτες μας
Σκαλοπάτι ο πόνος
Κι ο ωκεανός δυναμίτης στους πόθους μας
Συμφιλιωθήκαμε με τα χελιδονόψαρα
Στα όνειρα μας κερνάμε τους εποίκους
Θεμέλια άρμη

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009

οι ροδιές δεν φύονται στο βοριά (αφήγηση)

Παλιά ένδοξη ερειπωμένη κατοικία
Διαιρέσεις με χτιστές καλαμωτές
Και σώματα ηλιακού πηλού
Επιβεβλημένη η σιωπή στα χείλη
Της οικοδέσποινας
Μας καλωσόρισε με ένα πλατάγισμα
Της γλώσσας
Ο καιρός σήμερα το γύρισε σε νοτιά
Μερώσανε οι πλίνθοι
Ψιθύρισε
Καφές πικρός μέσα στη χλωρίδα της ζωής
Αναθυμήσεις με μαύρους εναλλασσόμενους
Κύκλους
Γεννήσεις, ξόδια, αρραβωνιάσματα
Κι εκείνες οι στυφές φλέβες ακουμπισμένες
Στο πιάτο του τυφλού πατέρα
Στερνό παραλήρημα
Ένδοξες μαρτυρίες χιλιοειπωμένες
Σε σχήμα σπιράλ όταν οι πλίνθοι
Μουσκεύουν ανάσες

Γεννήσεις με την δόξα του φύτρου
Της φραγκοσυκιάς
Ξερακιανές οι μοίρες πάνω από το λίκνο
Στη τράπουλα έλειπαν πάντα τρία φύλλα
Θάνατοι αθόρυβοι σαν τις επτά κάμαρες
Της ροδιάς
Πώς να θρηνήσεις
Ο χρόνος μας κυνηγούσε με ένα
Μεγάλο αγκάθι
Αγαπήσαμε τις μαύρες ρίζες
Κρυφά τις ενταφιάσαμε
Χαρές κι αρραβωνιάσματα με τις κάνες
Γυρισμένες στον ουρανό
Πήλινοι σβόλοι δίπλα στο κοντάκι
Του όπλου
Οι αρραβωνιαστικιές έλουζαν τα μαλλιά τους
Στη λίμνη παρέα με τους αργυροπελεκάνους
Οι άντρες απουσίαζαν στο κάμπο
Σώπαιναν σαν άκουγαν τις κλαγγές

Παλιά ένδοξη κατοικία κι η οικοδέσποινα
Δοξαστική μυρτιά
Κοίταξε τη αυλόπορτα
Ορθάνοιχτη !
Ποιος δρόμος σας έφερε ως εδώ
Τι έκπληξη
Ανάμεσα στις καλαμένιες διαιρέσεις
Κρύβω ένα θησαυρό
Την δεύτερη φωνή μου
Με αυτή κρυφομιλώ τα βράδια
Που οι εποχές με καπέλα βεστιαρίου
Ανασυγκροτούνται
Στα βάθη της λίμνης αναβιώνω
Τους διχασμένους Έρωτες της γενιάς μου
Ποιος οιωνός σας έφερε ως εδώ
Αλήθεια!
Γιατί φοβάστε την ηδύτητα του κορμιού
Οι νεκροί μου επιστρέφουν τα απογεύματα
διψασμένοι...
Τους προσφέρω ένα αποξηραμένο ρόδι
Είναι το δώρο μου στη Θεία Μούσα τους
Καλή τύχη!
Από προαίσθηση έκρυψα τα έπιπλα
Με μυρωμένα μαύρα σεντόνια

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2009

παραχαράκτες

Βαδίζουμε πάνω σε δρόμους στρωμένους
Με ασβεστόλιθο
Άκρη – άκρη πελεκημένα στους βράχους
Σειρές από αγάλματα
Αβέβαια μας μιλούν για θαυμαστές καταβάσεις
Μια προσμονή εγγίζει τα μάτια μας
Τα χέρια μας μνημεία προϊστορικών αλαλαγμών
Στα όνειρά μας έρχεται ο συριγμός
Από τις ατμομηχανές των αερίων
Περιπατητές της κόλασης
Παραλυμένοι στοχασμοί μας καταδιώκουν
Στα παραμύθια μας αποθέσαμε
Τον βυθισμένο σκελετό
Οι έρωτες μας παραδομένοι στο μικρό
Νυχάκι της πέρδικας
Κι οι θάνατοι μας με την οσμή
Του πικραμένου δαμάσκηνου
Ολιγώρησαν οι τεχνουργοί
Στις όποιες προσκλήσεις μας
Μη ρωτάτε το προορισμό μας
Ο θάνατος πλάγιασε με την αγιασμένη
Κόμη των αγαλμάτων
Διασώστες της αλήθειας
Ανάβουμε αποβραδίς τη καντηλήθρα
Στο κεραμιδένιο οστό της Πλάτης
Δυσοίωνες πορείες
Ποτέ δεν πιστέψαμε στα αγάλματα
Των παράκτιων κοιμητηρίων

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2009

χάλκινες θάλασσες

Έζησα τα χρόνια μου μέσα σε αβαθείς
Χάλκινες θάλασσες
Ένα πλεούμενο αγκυροβολημένο στις
Ηράκλειες στήλες της Μοναξιάς μου
Ανεβοκατέβαζε πένθιμα φεγγάρια
Και κύματα δορυφόρους
Δεν είναι η περιστροφή που με φοβίζει…
Μάζεψα τα ιστία μου μετά τη
Προτροπή των λησμονημένων καταιγίδων
Στο κατάρτι με βρήκε η αστραπή
Δεν παραδόθηκα και ανακωχή
Δεν μου εδόθη ποτέ
Στις συνάψεις της μνήμης κλείδωσα
Το διαμαντένιο δάκρυ του νυχτολούλουδου
Μη και λείψουν από τον κόσμο
Τα εξάγωνα κουτάκια της μάντρας
Όταν οι λευκές κατοικίες ωχριούν στον ορίζοντα

Κορμούς αειθαλών δέντρων και χλοοτάπητες
Βλεφαρίδων υλοτόμησα τα απογεύματα του Μάη
Για να σκεπάσω της γοργόνας
Το σκουριασμένο πτερύγιο
Τότε που η παλίρροια συνωμοτούσε μέσα μου
Και ρωγμές σημάδευαν το μέτωπο μου
Κι έφτασε η νύχτα που οι θάλασσες
Ανέβαζαν πνιγμένους όρκους κι αινίγματα
Το περιστέρι επέστρεφε χωρίς
Ούτε ένα κλάδο
Ήταν καιρός να λύσω τους κάβους μου
-Νωρίς ευτύχησα τον αρμυρό πόνο
Της τραμουντάνας-
Κι απέπλευσα στην χοάνη του Πρωτέα
Αντάμα με τα αγαπημένα του κήτη
Εκεί ζω με τη σπασμένη μου ρομφαία!

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2009

το φωτοστέφανο της ματιάς

Τα μάτια μου ανέτειλαν σήμερα
Ωσάν δυο αραχνοΰφαντα σάβανα
Κύλησαν στην υγρή σέλα της πεδιάδας
Ξεμάκρυνε το βλέμμα σαν ένα ρυτιδωμένο
Γέρικο βαγόνι
Αιώνια διαπάλη του καρπού
Που ακολουθεί την αλλόκοσμη μοίρα
Του έφηβου νεκρού
Υγρή η σέλα της πεδιάδας
Ξέβγαζε τα μαύρα πουκάμισα
Της οροσειράς στην κοιλάδα των καταρτιών
Πρύμνη σπασμένη του Ποταμού
Που με τόξα ξορκίζει τις φρενήρεις ελπίδες της πέτρας
Λαξεύω τα δάχτυλά μου με τη Δρόσο
Της φιλοδοξίας των νεκρών
Μη μιλάς για αθανασία
Δύο σάβανα και στα αποκαλυπτήρια μάτια
Βιάστηκε το πρελούντιο κορμί της Άνοιξης
-Η ενοχή είναι το χολερικό
Σταχολόγημα του ανθρώπινου ιδρώτα-
Έτσι ζύγωσα τους εξάγωνους φακούς
Του θανάτου χωρίς να σκοντάψω
Σας παραπλάνησα με κρύο Αντίο

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2009

ο κήπος με τα αγάλματα

Η σάλα ευρύχωρη λάιμ λαμπιόνια
Αναβόσβηναν στους καθρέπτες
Θυμάμαι ακόμα σαν τώρα τα μάτια σου
-Στο μούχρωμα του δειλινού-
Πίσω από την παλιά εταζέρα
Περιεργαζόσουν ένα παλιό κινέζικο βάζο
Γνωστές παραστάσεις
Μια κινέζα αυτοκράτειρα, ένα σκυλί,
Λουλούδια του λωτού
Κι ασύμμετρες χαράξεις αφαιρετικές
Το αφήνω ασχολίαστο
Τι πάθος…τα μάτια σου!
Λησμονώ το τατουάζ στο μπράτσο σου
Άγκυρα, γοργόνα ή αψίδα;
Μου διαφεύγει
Φαντάσου!
Το σώμα που τόσο αγάπησα

Ένα απόγευμα βγήκες από το σπίτι
Για ένα μικρό περίπατο στη πόλη
Όλα τακτοποιημένα
Στο κήπο τα αγάλματα
Μυημένα λες στις πληγές σου
Φόρεσαν κόκκινα σανδάλια
Στο ίδιο νούμερο με εσένα
Αφουγκράστηκα το αέρα σου
Να απομακρύνεται

Μελί το δειλινό
Η σάλα, το σπίτι γέμισε πυγολαμπίδες
Σημάδι αποχωρισμού
Εις μάτην έτρεξα, δεν σε πρόλαβα
Κάτω από την νεραντζιά άφησες
Μια φωτογραφία σου δυσδιάκριτη
Πρόβαλε μόνο καθαρά ένα τατουάζ
Στο στήθος σου
Μια κινέζα αυτοκράτειρα συνοφρυωμένη
Το βάζο τσάκισε σε κομμάτια
Σε αποχαιρέτησα με τον ήχο
Της αγαπημένης σου μπαλάντας

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2009

βραδυφλεγές πράσινο σώμα

Αγάπησα τα πράσινα πορτρέτα της κόρης
Με τα πικραμύγδαλα στα ματιά
Απροσδόκητα αλωμενη στο παρελθόν
Μέσα σε ασπρόμαυρα σκίτσα γελοιογράφων
Επαιτών
Η απόδραση κάποιες φορές σώζει
Παλιρροϊκό κύμα στο στόμα του Δράκου
Πράσινο σαν το σμαράγδι που κόβει το φως
Πράσινο εξατμισμένο από το κορμό των
Κυκλάδων
Σπάταλες εντέλει οι σχολικές αναγνώσεις
Οι προτροπές της βραδυφλεγής ελπίδας
Το αύριο, το αύριο
Με φκιασίδια κι αχνοπέταλα
Πόσο η ζωή σε διώκει;
Καμιά απάντηση ή έστω μια νύξη
Για το άγουρο ποίημα
Αγάπησα τη παλέτα με τις διαβαθμίσεις
Και τους τόνους του φαλλικού πράσινου
Γεννήτορας και βασιλέας με το υνί
Να διανοίγει χαρακιές στα σήμαντρα
Οκτώβρη μήνα
Σπόρος και ήχος κι καλύπτρα του νου
Να πικρίζει κόκκους δηλητήριου
Πράσινο σαν τα στεφάνια των νεκρών αθανάτων
Στην Αχερουσία λίμνη
Πράσινο μετουσιωμένο σε θρησκεία
Κρασί κεχριμπαρένιο στο φυσητό φλασκί
Του Διονύσου
Η καρδιά μου αναπνέει σαν νεογιλό κύτταρο
Στο αλογάκι της Παναγίας…
Φοβάμαι το θρήνο του χώματος
Θα φυτέψω δυο βραγιές αίμα στα μάτια μου
Πράσινο που ρέει
Πικραμύγδαλο στην κόρη!

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2009

επάνοδος

Αλαβάστρινο το τοπίο λευκό
Έξω από το παράθυρο
Φόρεσε τα καινούρια της ρούχα
Απόβραδο Κυριακής
Βαρύθυμα άναψε ένα τσιγάρο
Λειαίνεται έτσι λίγο η μοναξιά, σκέφτηκε
Ο καπνός του τσιγάρου τέμνονταν
Με τους καπνούς μιας ζωής
Αλαβάστρινος ο ορίζοντας παλαιωμένος
Έξω από το παράθυρο
Σήμα κινδύνου!
Εντός της όλα σε μια ευκίνητη ακινησία
Την προσκαλούσαν ανυπόμονα
Για πού;
Άφησε στη μέση ένα ταξίδι
Καρό τετράγωνη βαλίτσα στο πάτωμα
Ένα ταξίδι στα τέσσερα σημεία
Ενός ανήλικου τόπου
-Ανυποψίαστα ύποπτη λοιπόν
Διπλό συν στην έφηβη σιωπή -
Μια γόπα τρέμιζε στο στόμα της
Σαν μια ασυγκίνητη κιτρινισμένη διαδρομή
Εντός της έξω απ το παράθυρο
Χιόνιζε την επάνοδο στη ζωή
Το ταξίδι χόρευε δίπλα σε ένα κυρτό
Μαχαίρι
Αύριο είπε κι έφυγε
Αλαβάστρινο το τοπίο βραχύ
Έξω από το παράθυρο
Κλείδωσε τέσσερις φορές τη πόρτα
Κρεμασμένη στον φώσφορο η νύχτα σάστιζε

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009

συνάντηση

Την νύχτα που οι καλαμιές πεθαίνουν ακούγοντας
Το μακρόσυρτο αργό σφύριγμα
Των τρένων και του νου μου
Στης ράγας τη διχάλα ξεψυχούν τα μαύρα
Εδώλια της δικής μου μοίρας
Άνοιξε πλούσια την παλάμη και σπόρους
Καλαμποκιού φύτεψε στο ματωμένο δάκρυ
Των προδομένων ηλίανθων
Εγώ δεν θα αργήσω
Την ώρα που τα εφτά κυκλάμινα διαρρηγνύουν
Την βραχώδη οροσειρά των νόστων
Στης Νοτιάς το εωθινό καταφύγιο
Λαχνό κερί ανάβει η κόρη που η ανάσα της
Μεσημέρι μυρίζει
Πλάγιασε σε λίθινο ολοστρόγγυλο λινό
Κι ολόγυρα με ρόδα, καρπούς ελιάς και κλάδους λυγαριάς
Οι μούσες στεφάνι θα σου πλέξουν
Ασθμαίνω και κυλάω της μνήμης τη πέτρα
Εγώ δεν θα αργήσω

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2009

το άλογο με τις μαύρες τουλίπες

Έφιππη περνώ τις ξέφωτες
Πολύκλωνες θάλασσες
Το ουράνιο μάτι στοχεύοντας
Με πέταλα από χαλκόχρωμα άνθη
Που μόλις χτες τα βρήκα μαραμένα
Στο σκήνωμα της ακάνθινης Ιέρειας
Έφιππη διαρτέχω δίαυλους πόντους
Κοσμώντας του αλόγου μου τη χαίτη
Με θύσανες μαύρες τουλίπες
Κάθε που βγαίνουν τα τρία φεγγάρια
Θυσία καταθέτω στον θεριστή καβαλάρη
Μη μιλάς τα απόβραδα
Κύμα οργής τρικυμίζεται
Και μια πρωραία ημέρα
Συναντά τη σκιά του ρολογιού σου
Φωτογραφίζομαι έφιππη
Στο δίμιτο μέλλον του έρωτα μας

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2009

χρονολόγιο

Ζεστά τα πρωινά και στις άβαθες
Ρίμες του λιμανιού βυθίζονταν ο ήλιος
-άφθαρτη εικόνα με τη μεστή μυρωδιά
Του αποξηραμένου ροδάκινου-
Να αναδέψει την αχνιστή αχινοθάλασσα
Στα μέρη της Κρανάης Νήσου
Ισχνό το χνούδι κι η ώρα αλλότρια
«Ζύγωσε μαύρα ματόφυλλα λυχναριών
Θα σε φιλέψω σήμερα»
Από χρόνους άγρυπνους αποκρούω τα ανατολικά
Σημάδια των νεκρών
Ναύτιλος η μνήμη πυροδοτεί
Τις σκονισμένες σπάθες μου
(Χρεία κι οργή....Πριν εσύ αργήσεις)
Υπέργηρα τα δειλινά
Κι από τις ενάλιες εξέδρες
Αναδύονταν οι πνιγμένοι αλιείς
Φαναράκια λευκά να δέσουν
Στα άλμπουρα μάτια του Σαγιά
"Φώναξε τους Παραμυθάδες
Στις Συννεφοσυμμορίες
Η Παρήγορος Θεά, μας καρτερεί»
Πέρα εκεί ξυστά στον ίλιγγο των υψωμάτων
Ιμάτια σπόρων διαμοιράζουν οι αλπινιστές
Μεταξωτές οι ρωγμές αίμα, αίμα, αίμα
Κι η αρπαγή της ισότονης μοίρας
Να επιστρέφει πριν το μεγάλο κατακλυσμό
Με δίχτυ τραχύ και κάλυκες αναμμένους
Στη κρύα παλάμη
(Χρεία κι οργή...Πριν εσύ αργήσεις)
Γυμνές οι νύχτες
Κι ανοιχτά του Μέζαπα σαλπάρει
Εμπύρετο το ψύχος…
Αν έρθεις φύλαξε ζεστή τη χούφτα σου
Ορέγομαι Θεούς Πύρινους και Χρόνους

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2009

τα ηδύποτα του Έρωτα

Κάθε απόγευμα δίπλα στο παλιό πιάνο
Με το σκεβρωμένο σώμα
Ανάσες κι ασπρόμαυρα στιγμιότυπα
Μελαγχολικών εραστών μελετώ
Πεντάγραμμο μιας μόνο ζωής
Φιγούρες και ζευγάρια με ηδύποτα στο χέρι
Λικνίζονται στο βαλς της δικής μου ψυχής
Παντοδύναμο το χειροκρότημα
Αναπνέω!
Μια απουσία διάχυτη πλαισιώνω
Κίτρινα τα φώτα και το βέλο της νύχτας
Λουστραρισμένο προσκρούει πάνω στο φιλί
Του ερωτευμένου Φαροφύλακα
Μια απουσία άχρονη αναβοσβήνει
Τραβώ τις κουρτίνες
Πάμφωτη η αυλαία προβάλλει το πορτρέτο του
Δες, πως ανοιγοκλείνει το μάτι
Στο τοκετό της Δύσης...
Χαρτογραφώ μιαν επίκληση στον πόνο
Της ασυλίας
Ανάστατη γραφή με επίθετα και ρήματα
Κι ουσιαστικά μου κρυφομιλούν
Αναπνέω
Δεν αρκεί!
Τι κι αν φαντάστηκες πως στην οροφή
Του πενταγράμμου ερωτοτροπούν τα ζευγάρια της λίμνης
Εκεί εχτές-θυμήσου- σκόνταψε το μυτερό πιγούνι
Της αμφίβιας Μάγισσας
Άραγε πως κι επέστρεψες;
Με εκείνα τα μουσικά κοχύλια αλιευμένα πρόχειρα
Από τη ζερβή σου τσέπη
Σκεβρωμένο το πιάνο κι ο έρωτας να συγκατοικεί
Στο ημιτόνιο διαμέρισμα της γελαστής Μπαλαρίνας
Μια σκιά μαύρη τέμνει την ουρά
Του μοναδικού χαρταετού της
Βρες το δρόμο σου
Πείνασε η νύχτα τα υγρά πέλματα
Της δικής σου τεφροδόχου, την ώρα
Που η Μπαλαρίνα κι ο Φαροφύλακας
Έκλειναν το πρώτο τους ραντεβού
Κρυφοκοιτάζοντας νήματα ομίχλης να δακρύζουν
Βγάλε το καπελίνο σου σίγησαν τα πλήκτρα ξαφνικά
Κι η παρτιτούρα βούρκωσε τραυματισμένους κύκνους
Βιάσου!
Μουδιασμένη χάσκει η κερκίδα
Πάνω από έφιππες αόμματες
Μελωδίες
Άραγε πως επέστρεψες;

Τρίτη 7 Απριλίου 2009

Κυριακή 5 Απριλίου 2009

εισαγωγή

Πήρες την ηλακάτη ενός αξόδευτου φιλιού
Λάμα και σπάργανο Εσύ της τερακότας
Με μήλο Αμίλητο έγνεφες
Της στέρνας το τρίκλωνο μπρούσκο χάδι

Ανάριο το μεσοφόρι σου φυλάκιζε
Μύρτιλους φιλήδονους ουρανίσκους
Κισσούς της γεωμετρημένης αρμύρας
Πρωτάδερφα ένπτερα μάτια υγρής
κληματίδας

Αυτοκρατόρισσα φωτιά, ρηχό λαγήνι
Δίψα κι οργή του Κόκκινου
Τριζάτη Πασχαλίτσα σε χείλη αμούστακο
Ξόδεψε βήμα σταθερό
Μέθυσε ασπάλαθο όνειρο, έλα!

-Μπρούσκο σε στέρνα ολόγιομη-
Ζύγωσε Ώρα άμωμη στου ήλιου τα ρυάκια
Στην ηλακάτη σου φτερουγίζει
Ο ταφικός ύμνος απ την άδεια χορδή
Της κληματίδας

Κυριακή 15 Μαρτίου 2009

αλισάχνη

Αδημονώ το άσπρο της καταιγίδας
Αυτό που το μάτι δεν διαπερνά
Κι ούτε νοιάζεται
Καθαγιάζει την έκρηξη
Αρχιερέας ψαλμών σε λάμπα θυέλλης
Δεν δίνει ένα μερτικό από την τέχνη του
Περιγελά τους ηλίανθους
Εγώ απλά τους περιθάλπω
Σε θαλάμους πρώτων βοηθειών
Αγόρασα μια ομπρέλα -χαλκόχρυση λάβα-
Έργο Ζωής ενός αποθανόντος ποιητή
Στο μνήμα του πάνω δρασκελεύει
Γαλήνια πανσπερμία Ζωής.
Χρειάζομαι επειγόντως μια ομπρελοθήκη
Ένα λιόδεντρο να φυτέψω
Ξέχειλα τα μάτια ξερνούν
Την πράσινη καραβίσια λαδομπογιά
Ζωγράφοι, ραγιάδες
Ακόντια σιωπής εκτοξεύουν
Στη μικρή πεταλούδα Αλισάχνη το όνομά της
Γυμνή χορεύει στη λευκή βροχή των βράχων
Αντάμα μοναχικοί ποιητές
Αναμειγνύουν τα βράδια Μητρικό χρώμα
Στο κεραμίδι του στέγαστρου
Ο πυρήνας της ελαιογραφίας πολύχρωμα
Μεταβάλλεται
Στις βραγιές του υπεδάφους
Ανάτροπα μάτια ροκανίζουν τις σκιές μου
….Και τα δάση με τους ηλίανθους;

Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2009

θανάτου βελόνα



Άλικη η κουβέρτα
Ήπιες το θάνατο σε μια βελόνα
Πήρες χαρτί, έφτιαξες ένα καραβάκι
Η Κουβέρτα..
Ταξίδεψες σε μάλλινους πόντους
Ανάδελφα φύλα
Μια επιδιόρθωση πόντο το πόντο
Θανάτου βελόνα
Το κύμα να σε εκπορθεί
Ζωή και πόντος
Ανούσια φυγή
Εδώ είμαι, κατάρτι κοίλο
Ασπαίρουσα ζήση
Εδώ είμαι
Σε καταργώ!
Ήπιες το θάνατο σε μια βελόνα
Ταξίδεψες
Καραβοκύρης
Τριβή στις όχθες της σελήνης
Μαύρη η Κουβέρτα αποικιακή
Γιατί ολισθαίνεις;
Γλάρος ματίζει τη πλώρη μας
Ψαλίδισμα...στου ταξιδιού τα κρέπια

Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2009

ανεπίδοτο

Βύσσινο σάρκα τραγανό πυρήνα αμάρτησα
Πουλιά της θύελλας μια δέση η ζωή μια πλάνη
Γυμνά πορφυρογέννητα Κορίτσια καλής ελπίδας
Δώστε τα χέρια
Συναχτείτε
Ψιχαλίζει απόψε στους Βυσσινόκηπους
«Άναμμα αλλότριας μέθης
Αρωμάτων συνάθροιση»
Βούλιαξε αφιονισμένο το σκούρο πέπλο της λάμιας
Xορός και πετροπόλεμος μες τις οπλές του Άδη
Πουλιά της θύελλας μια δέση η ζωή μια πλάνη
Πλέξτε καλάθια ποταμού με μίτους της φυκιάδας
Ψιχαλίζει απόψε στους Βυσσινόκηπους
Τροχήλατα δάκρυα γύρης σε λακκάκια άγουρα
Νέκταρ στο νύχι του αετού
Φυγόδικος
Απένδυτος
Ο Έρωτας...

Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2009

Μετράω προς τα μέσα

«Μη σκοτίζεις του ουρανού τη ρότα
Κωπηλατούν τα σύννεφα για σένα»

Κόκκινη ανεμώνα μικρή αλκυόνα του Γενάρη
Στο στάδιο στο υδραγωγείο στο θέατρο
Μια ανηφόρα το κόστος της αγκάλης
Επικλινής η κάμινος κι η κόρη του μουσείου
Βοτάνιζε της θημωνιάς βοστρύχους

Απαρχή του τετραγώνου το άσπρο της καταιγίδας
Κόκκινη ανεμώνα μικρή αλκυόνα του Γενάρη
Το χρόνο το μετρούσες προς τα μέσα
Ελλειπτικοί δακτύλιοι Φλαμουριάς
Δευτερόλεπτα κλειδωμένα στο μάτι της κλεψύδρας

Υπέταξες το δώδεκα αμαρτωλή η περόνη
Δώδεκα στόμια πηγές το στόχο για να χάνεις
Δώδεκα μάγουλα ροδιάς πιάστηκαν στην απόχη
Έλα στην πάνω θάλασσα σου φύλαξα ένα σπίτι
Αβρό χωνάκι βρεφικό στου γαλαξία το κύμα

Άκου φωνή
Μετράω προς τα μέσα!

Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2008

Μοντάζ φαντασίας

Όταν γυρνώ στον εξώκοσμο
Γράφω όνειρα στην αριστερή παλάμη
Με κάρβουνο αμαρτωλού λιθολόγου
Ζευγολάτης εκδρομεύς της Καλντέρας
Τις αμφικτιονίες της στίξης συντάσσω
Επί έτη δεκαπέντε αφόρισα
Δυο τρεις εσώκοσμους εφιάλτες
Χαρίστηκα στο ρόδι απλά!
Σφριγηλός ο κόσμος, μια φλούδα αλάτι
Ανυπερθέτως σέρνω αντικριστά
Την καρέκλα της γονικής μου οικίας
Αλλάζω την ψάθα, ψεκάζω με βερνίκι
Τα ίχνη μην σβήσουν
Εκεί θα καθίσει, ξέρεις
Το σκουλικάκι του Μιρό
Σφράγισε τα μάτια, μοντάζ φαντασίας
(2028, Ορίστηκε ο θρόνος)
Εγώ με ένα κάρβουνο – αφή
Τσιμπάω τη ζωή στο μάγουλο
Ματώνει η παλάμη μου, πονάνε οι αρθρώσεις
Ως το καρπό μαρτυρά το αυλάκι!
Νεότητα, βλαστήμια κι αντιγραφή
Παράνομο σκούρο μάτι με αυλακιές
Οι ενοχές του δημοδιδάσκαλου
Στα εξώκοσμα όνειρα της ιστορίας
Σε εποπτεύουν
«Ο βράχος της Σελινίτσας με τη γέρικη ελιά
Αριστερή στροφή, λάμψεις δυνητικές
Στο φάρο του Γυθείου, τηλέγραφος μοιρολόι
Στο πλατύσκαλο»
Μάη εσύ, γητευτή
Με τις ακριβές πλατίνες
Ηλιοκοιτίδα του σώματος
Στήσε στο βράχο ορυχεία
Ατελή τα έμβρυα μέλη, ρύμη πενθούν
Μην αναληφθείς…
Στα χείλη της κυρά – Πηνελόπης
Ταρίχευσα έναν παλμό
Μια μονογραφή εξώκοσμη
Κι η σελίδα του ονείρου
Γαρνιτούρα κορυδαλλών
Άλλαξε πλευρό
Τι μηχανεύεσαι, τελειώνει το κάρβουνο!
«2028»

Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2008

μυστικό (αδόκιμο)


Η αδρεναλίνη πήρε σήμερα απουσία
Θεόγυμνη αναφορά ανυπακοής
Αταξία εσύ, στο ξίφος της αγρύπνιας
Δώσε λαβή, έλα!
Κρύωσε η ψίχα μαύρα πηλήκια
Κι η ζύμη πυκνή ευαγγελίζεται
Πορφυρούς άρτους
Δώσε λαβή, φύγε!

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2008

οι λέξεις (αδόκιμο)

Οι λέξεις εισβάλουν
Με υπεραστική κλήση φωτός
-Ερύθημα περικάρδιας ανάσας-
Αναφλέγουν την φραγή της μνήμης
Νοτίζουν τα σεντόνια
Αμπούλες υδροκυάνιο
Εκπλήττουν τα μικρά όνειρα των νόστων
Ασελγούν σε ασπρόρουχα ένοχα
Αλίμενων τραγουδιών

Εφεδρεύουν παγωμένες
Βαμβακερές πλάτρες...
Πρωτόπλαστοι ήχοι, πριονίδι θανάτου
Κοινωνούν στο δισκοπότηρο της λεβάντας
Ζυγώνουν αυχένες αδόκιμων βουνών
Προσευχές στέλνουν με ταχυδρομικούς σάκους
Φεύγουν οι λέξεις, με αντήλιο τη παλάμη
Μοχθούν, επανέρχονται
Πηλός μας, λέξη μας!

Ανάσα μας, κλάμα
Ψευδίζουν οι λέξεις
Aνέφελα ταξίδια στις χώρες του ρω
Αναπείθουν
Ανασκιρτούν
Ωριμάζουν
Πλανεύουν
Αγριμοπούλια οι λέξεις
Θεό Προμηθέα, εμβαπτίζονται έρωτα
Ατσαλώνονται
Δρόμος μας, λέξη μας!

Στερεύουν μελανοδοχεία
Αυστηρά τα πινέλα
Ο λόγος του Μακρυγιάννη
Μαντήλι δεμένο στο λαιμό
Αγώνας!
Άγιες οι λέξεις , δυνατές
Τροχίζουν το χιόνι στα αλώνια
Φεύγουν οι λέξεις, εφορμούν
Ιδρωμένα φωνήεντα
"δεν θα περάσει"
Σχήμα μας, λέξη μας!

Σωπαίνουν, στοχάζονται
Ζυγίζουν τον άνεμο, γραφές σιλικόνης
Ηφαίστεια προσαρτούν, πολλαπλασιάζονται
Αιμοπετάλια στο ρύγχος του ψαριού
Γράφουν οργή στα αμπέλια της θάλασσας
Αδύναμα, νευρώδη τα σύμφωνα
Επινοικιάζουν δωμάτια στο μέλλον
τετράπολις μνεία, δεν σιωπαίνουν
Μνήμη μας, λέξη μας!

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2008

το ανάθημα της ίριδας

Τράβηξες την κουρτίνα
Κρύος ο επίδεσμος
Λιάνιζε φως σε
Μπρούντζινα βλέμματα
Ήλιος παραγκωνισμένος
Επιστήθιο ανάθημα
Σε αχινού πράσινο πανέρι

Δεν ζητούσες χάρη!
Φώτα σε προκαλούσαν
Πορτοκαλόχρουν δωμάτιο
Κι η οροφή υπεδάφιος
Χάλκινος υδροσωλήνας
Ανέβαζε πηγάδια υγρά
Λιμνίσια τα στοιχειά
φοβάσαι;

Απέθεσες σπόρους
Τραγανούς λαγόνες
Καλωσόρισμα ασίμωτο
Στα εγερμένα νούφαρα
Συσπάται ο ουρανός
Σε αποκρούει
Γεράκι του κυκλώνα
Ψηλά κράτα τις ναϊάδες
Στιλέτα νανουρίζουν

Περιττά τα λόγια
Ανακλώμενες ριπές κρανίου
Γραμμώσεις ανοιχτής καρδιάς
Κι αορτή πληβεία-πόρνη
Σε θαλάμι αποστειρωμένο
Ίσως γι αυτό
Να αμέλησες να βγεις
Στον κόσμο

Η κουρτίνα παραφυλά
Σε φινιστρίνι υπονόμου
Βάψε το κάγκελο
Αύριο αφαιρείς τον επίδεσμο
Κόκκινο λοφίο σημάδεψα
Κυματισμός της ίριδας
Τα χείλη σου
Σε αγαπώ
.... Μόνο

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2008

Ραγισμένη μνήμη

"Απ τη παιδική μου ηλικία δεν κράτησα τίποτα άλλο
Εκτός από μια διχάλα λαστιχένια που με αυτή σημάδευα
Πότε-πότε τη φωλιά των έγχρωμων Κυριακών"
(Σύνθημα σε τοίχο Ανώνυμης πολιτείας του Νοέμβρη)

Ένα απόγευμα ακολούθησα βουβά
Τις ταξιαρχίες των βημάτων σου
Σε ένα παγοδρόμιο νοσταλγίας
Κατέβηκα στην πόλη
Είχε βρέξει ομίχλη
Σοφές τουλίπες οπάλιων χρωμάτων
Κι ανακόλουθων σχεδιασμών
"Αγαπώ τα άφατα σχέδια
Κυκλώνουν μοναδικά το ύστατο
Βαλς της δωρικής γάμπας"
Κρύα η πόλη, άδεια
Ένα παγκάκι υπόσκαπτο
Απαγκιάζε τον αχό από το τουφεκίδι
Των άδειων τακουνιών
Ολόζεστο από φιλιά, χνώτα της φθίσης
Ανήλικες ονειρώξεις, σπάταλες
Κορμιά ανέραστα βουλιαγμένα
Σε ηλιοτρόπια μοναξιάς
Η ώρα του ραντεβού, πλησιάζει!
(Ψηλώνουν οι "βασιλείς" στο λιμάνι)
Παράμερα μια ανθοδέσμη κυρτή, χωρίς αποδέκτη

Ένα παγκάκι υπόσκαπτο
Αντίμαχη εγγραφή, πληγή στον κίονα
Χαράξεις φλεβωτές, υπενθυμίσεις
-Φυλλόρροια μιας απατημένης γλώσσας-
Να διαβάζεις τη γραφή της Ιστορίας
"Θα σε αγαπώ παντοτινά
Αλφα και Βήτα, ένα καράβι με το μάτι της Αργώς
Κοπίδι ο όφις στη σκισμή που τρέμει!"
Αγάπες εκδρομικές, υγρό αντιδάνειο
Μιας αιώνιας οδύνης
Η Πολυξένη με το ομπρελίνο
Κι ο Πρίγκηπας;
Ξέχασε...το κουτάκι
Κόκκινα τα γοβάκια, αξόδευτα
Είχε βρέξει ομίχλη,
Αλφα και Βήτα
Πουθενά το Ωμέγα της σοφής τουλίπας

Υπόσκαπτο το παγκάκι κι η πόλη συνήθης
Ξύλινα καλαπόδια δοκίμαζαν γοβάκια
Κρύες οι βιτρίνες, λουκέτα αλουμινίου
Γδαρμένα τζάμια από αλαβάστρινες
Χτένες μολυβένιων δεσποινίδων
Κατέβηκα στην πόλη, απόγευμα
Το λάθος της υγρής ασφάλτου
Να κομπιάζει στο λαιμό οργής οράματα
Νανοφυείς υπάρξεις ολόγυρα έπλεκαν κελιά
Με διαζώματα και διαχωριστικές λωρίδες
Ερπύστριες έσερναν πέταλα και κλακέτες
Ένας πλανόδιος θαυματοποιός
Ο μόνος συνταξιδιώτης μου
Άνοιξε τη παλέτα του με το αρχαίο αστέρι
Λαστιχένιες διχάλες
Τίποτα άλλο...
Και μια σβούρα τεράστια στη χούφτα του
Να αναμαλλιάζει τη μελωδία
Της Θεάς Πάχνης
Στοιχημάτισα!

"Απ τη παιδική μου ηλικία δεν κράτησα τίποτα άλλο
Εκτός από μια διχάλα λαστιχένια που σημάδευα
Πότε-πότε την καρδιά των έγχρωμων Κυριακών"
(Σύνθημα σε τοίχο;)
Ναι!
Δεκαεφτά διχάλες στα χέρια μου
Σημάδευαν υπόσκαπτες μυθικές
Αφίσες παιδικών διαδηλώσεων
Αναρτήθηκε το λάβαρο
Ξημερώνει!


στα παιδιά που σίγησαν

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2008

η αφήγηση ενός ανάγλυφου παπύρου

Ανήμερα το πάσχα των "ημερομήνιων"
Κατά σύμπτωση αστόχησες
Αμβλεία η σκιά της ισορροπίας
Ξέχασες και τη πρόβλεψη στην ρίζα του λωτού
(Δεν είχε λοιπόν γιορτάσι φέτος)
Ανάστατοι δυο κολοσσιαίοι έκγονοι ήλιοι
Φυγάδευαν επιταφίους αλειτούργητους
Στη μικρή κάμαρα με τα εκθέματα
Του αναστάσιμου κούρου.
"Ενδεές το κλέος εντέλει"
Ένας αστροναύτης κυρτός
Πολιορκούσε μια σκεβρωμένη τεφροδόχο
- Αχρηματία αυγουστιάτικων τοπίων-
Πως να πληρώσεις;
Συστάσεις επίσημες και πρωτόκολλα
Ο αγησίλαος και ο επαμεινώνδας
Στόλισαν το βάζο σου με χαρτοπόλεμο!

Ταλαντεύτηκε χαρμόσυνα η πλάτη του αστροναύτη
Μια χειραψία θερμή..
Έχω ένα πάπυρο εδώ κρυμμένο
Λεία από ένα προσωπικό ταξίδι
Στον Μήλειο αστερισμό
Δώδεκα χρόνια δεν ξεστόμισα κουβέντα
Έλα παράμερα
Εσύ ο πρώτος που στο αποκαλύπτω
Το όνομά σου;
Μα τι λες;
Για τον προγονικό πάπυρο μιλάω
Θεατρινίστικη η καμπούρα μου
Ένας πάπυρος κι ένα κιτρινισμένο σεντόνι
Δεμένο σε σχήμα πουγκιού εργάτη υλοτόμου
Άρχισε να λύνει αιώνα-αιώνα το κόμπο
Σαν να φοβόταν μη και θραύσει
Το ενδοτικό κρύσταλλο της λέξης
Ή μήπως τα ακριβά συλλεκτικά του σερβίτσια;
"Ενδεές το κλέος εντέλει"

Σφιχτοκομπιασμένη η σινδόνη
Μιλούσες σε δόσεις παγωμένου ορού
Για το ξεθωριασμένο χιόνι της
Με την πικρία του ανθρώπου
Που ονοματίζει κορυφές
Πέρασαν δώδεκα χρόνια...
Όταν η σινδόνη παρεδόθη
Έλαμψε τυλιγμένος ένας υγρός σωλήνας
Φυσητήρας από τα γεύματα των άστρων
Ανύπαρκτος ο πάπυρος
Κι η καρτερία μας, ένα τσέρκι λεόντων
Την επαύριον στις πάνω πόλεις
Άναψαν νυχτέρια-ολυμπιακές φλόγες
Στον αέρα χόρευαν-πετούσαν τσέρκια αερόστατα
"Ενδεές το κλέος εντέλει"

Ντροπιάστηκε η φλόγα
Αδειανή η σινδόνη
Τυλίχτηκα
Έκανε κρύο μαρμάρινης εστίας
Κατέβηκα το σκαλοπάτι με τη σαΐτα
Κι έραψα διάφανα αποχαιρετιστήρια μαντήλια
Άφαντοι ο αγησίλαος κι ο επαμεινώνδας
Σύραμε δίπλες τους χορούς
Μια ορχήστρα μας συνόδευε από μακρυά
Στρώσαμε σε κύκλους τα τσέρκια
Και μελετήσαμε τη διάταξη της Ιστορίας
Το θυμιατό της δάφνης στο κέντρο
Χρωμάτιζε τους νεότευκτους παπύρους
αγησίλαε, επαμεινώνδα ναυτάκια μου
Ρίξτε άγκυρα!
Κούρνιασε ο αμέθυστος στον ορίζοντα
Ανάγλυφους παιδικούς παπύρους
(έχει γιορτάσι λοιπόν φέτος)

στη μαριάνα

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2008

Να πούμε κάτι; (ημιτελής ο κύκλος της ζωής των ελαφιών)

"Σε σένα κατέφυγαν οι πόλεμοι και τα φτερουγίσματα
για σένα έτειναν τις φτερούγες τα πουλιά του τραγουδιού"
Πάμπλο Νερούντα

Μεσάνυχτα, χωρίς κουβέντα δεύτερη
Ξεμονάχιασες τα νύχια σου
Τα απέκοψες απ την σαρκώδη μήτρα τους
Το ύστερο!.. Πρόσεξε!
Πετούν μαυροπούλια
Λεκιασμένα μπράτσα καπνίζουν στριφτά έπη
Δεν τυλίγουν αετόχαρτα
Θρηνούσες κραυγή νεογνικής ανάσας
Ανθρωπομορφικό το ελάφι στολίστηκε
Άγριες φυλές εσπερινών χρωμάτων
Ξεμονάχιασες τα νύχια σου, μεσάνυχτα
Πείναγες θάνατο κι είχες εγκάρσια
Μια γρατζουνιά από ένα ατροφικό φτερό
Σε κυρτή καμάρα.
Μια πόρτα έκλεισε, συρματόπλεγμα βίαιο
Δεν σε σφάλισε
Απρεπής, ιδρωμένος, βιαστικός άνεμος
Ποιος ο φόβος;
Εσύ δωροδοκούσες σθεναρά
Κι επιμελώς διεξόδους - τραχείας
Μιας μοχθηρής αυτάρεσκης μοναξιάς
Ποιος ο φόβος σου;
"Τα νύχια και τα μάτια σου"
Κάποτε παρενόχλησαν τη βάση
Του κυτταρικού σου συμπλέγματος
Στο υπενθύμισα
Χαμογέλασες
Ξέχασες πως... και...τι
Κατάπιες μονομιάς τα δάκρυα σου
Η πόρτα έμεινε ανοιχτή
Μην πετάς την τροχαλία
Να την ευλογείς!
"Τα νύχια και τα μάτια σου"
Ποιος στο συλλάβισε πρώτος άραγε;
Σου είπαν κι άλλα
Θυμήθηκες τον ποταμό
Μια κουφοξυλιά φύση, πλούσια τα ελέη
Δύσμορφοι αμφορείς σαν πλίθινα τοιχία
Με σπασμένα καλάμια
Μια στεγασμένη γάστρα παραπέρα
Χαμογέλασες
Όρισες φρουρούς, τα δικά μου δυο χέρια
Και δυο μαριονέτες ανόητες, τραυλές
Να επιδιορθώνουν με σκωπτικά χαμόγελα
Τα επισφαλή τους σκοινιά
Από το δικό μου εργαστήρι βγαλμένες
"Τα νύχια και τα μάτια σου"
Δυο μαριονέτες νεκρές
Πείνασα θάνατο στους αρμούς
Σπάνια τοιχογραφία, ασυντήρητη
Αιώνες ξεχασμένη
Να πούμε κάτι;
Θυσία;
Ανθρωπομορφικό το ελάφι στολίστηκε
Άγριες φυλές εσπερινών χρωμάτων
Θυσία;
Πρόστρεξες
Πάντα εσύ!
"Μήδεια, Αντιγόνη
Ελένη, Αριάδνη
Ερατώ, Αλκμήνη"
Η ονυχοφαγία σε ταλαιπωρούσε
Από μικρό παιδί!
Έτσι για να πούμε κάτι...

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2008

εμπόλεμο τιράζ

Κυκλοφόρησες τα χρόνια σου
Σε ένα πολυάριθμο τιράζ
Ψυγμένων κουφέτων!


Σε ένα πεταμένο φέιγβολάν στο πίσω μέρος
Έγραψες τα ακριβή σου στοιχεία
Έπρεπε να θυμάσαι!

Έβγαλες το προγονικό σου τραπέζι
Στην πλατεία
Και το στόλισες με επανάσταση

Στη μεγάλη τάπια της ζωής φταρνίστηκαν
Οι ακτίνες του άρρωστου ποδηλάτου σου
Ανατράπηκε το τέμπο της χλόης

Κυκλοφόρησες τα χρόνια σου
Σε ένα πολυάριθμο τιράζ
Ψυγμένων κουφέτων!


Έβαλες πλυντήριο για να σβήσεις
Τα ίχνη των αποκεφαλισμένων σεντονιών
Ήσουν ο δολοφόνος μου

Έπλενες καθαρά το πρόσωπό σου
Με μοσχοσάπουνο
Που κάθε βράδυ εγώ σου έκλεβα

Στην αλληλογραφία σου
Έβαζες πάντα για διεύθυνση
Ένα φθηνό ψυχορραγούντα στίχο

Κυκλοφόρησες τα χρόνια σου
Σε ένα πολυάριθμο τιράζ
Ψυγμένων κουφέτων!


Ήπιες μονάχος το ποτό σου
Στο μεζέ που σου σερβίρισαν
Φτεροκοπούσε το καρφάκι της ακρίδας

Δίδαξες στα παιδιά
Πολτοποιημένα δάχτυλα
Εφήβων κοντυλογράφων...

Όταν έδυε ο ήλιος στην πυραμίδα
Αγόραζες τα μουσικά σου τετράδια
Από τον παλαιοπώλη ρακοσυλλέκτη

Κυκλοφόρησες τα χρόνια σου
Σε ένα πολυάριθμο τιράζ
Ψυγμένων κουφέτων!


Ήρθες με ένα πληγιασμένο πρόσωπο στο σπίτι
Ειδικά κάτω από τα χείλη
Ξεστόμιζες την περιδέραια παράκληση του "αχ"

Σκούντησες πάνω στο νεογνό
Γόνατο του σταριού
Ο μυλωνάς, σου έχει πάρα-πολλά φυλαγμένα...

Ο χιονιάς στην αυλή σου
Απ όταν αποκαθηλώθηκε, μετακόμισε
Στον ελαιώνα της πληγής

Κυκλοφόρησες τα χρόνια σου
Σε ένα πολυάριθμο τιράζ
Ψυγμένων κουφέτων!



Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2008

ταξίδι

"Σελίδες μοιράζω, απείθαρχα λόγια
Της σοροκάδας"

Στην Ελαφόνησο στον μέγα Σίμο
Σε ένα παζάρι φανταστικό
Αγόρασα δώδεκα φεγγάρια-οδηγούς
Σκληρές διαπραγματεύσεις
Δεν στα χαρίζουν εύκολα τα φεγγάρια
Οι νύχτες του Νότου
Ζητούν καρδιά, ζητούν φωτιά
Με ασήμι να προικίσουν
Τις άδειες σελίδες του κόσμου
Στον πυρήνα τους μέσα ταξίδεψα
Και στην λάβα της γης τους!

"Σελίδες μοιράζω, απίστευτα λόγια
Της σοροκάδας"

Σε δρόμους ανοίχτηκα ανεστραμμένους
Σε ξέρες ονείρων...Αγκάθια της γρίλιας
Που άπληστα πλήθη τους μύθους
Σκιάζαν των Δράκων Πυγμαίων
Με μπλάβους καθρέπτες και δόκανα μαύρα
Περιπολούσαν σε υπόγειες νησίδες
Κρυφά να ενταφιάσουν πιθάρια σπηλαίων
Λαγούμια ανοίγεις στους παγετώνες
Και σύμβολα καις
Εφήμερο χνάρι εσύ
Αμάρτησες τόσο στο ψύχος!

"Σελίδες μοιράζω, απείθαρχα λόγια
Της σοροκάδας"

Δεν πρόσεξες όμως
Τα αμαρτωλά μου τα κόκκινα χείλη
Περιπλανήθηκες σε ανεμοδείκτες
Απασφαλισμένους...νοθεία του κύκλου
Και πλάνους εμπόρους αναζητούσες
Μες τις πραμάτειες των άρρωστων πόντων
Μια μοβ μόνο κρύβω σελίδα, τροφό μου
-Παράξενη τόλμη-
Δεν θα την βρεις..Την τοίχισα χτες
Σε ερειπιώνες κλειστών αχιβάδων
Ρηχό πανωφρύδι εσύ
Ταξίδεψες μόνο στο ατελές!

"Σελίδες μοιράζω, απίστευτα λόγια
Της σοροκάδας"

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2008

μουσικές επισκέψεις

1) Σήμερα πήρα μια πρόσκληση
Χωρίς στοιχεία
...Κατόπιν
Μου μίλησε η καλή-γριά βροχή
Για τη δική της γιορτή
Φέρε μου ένα καλάθι
Πυροτεχνήματα
Ανατινάζω απόψε το κατόπιν
Με ακούς;


2) Απόψε δεν είναι το μεγάλο ραντεβού
Με την αθωότητα, ρώτησες
Ναι!
Καλογυάλισες την τσάντα σου
Με το βερνίκι του λίθινου πορτραίτου
Φόρεσες κι εκείνη την παλιά μαύρη κόμη
Του μεταλλικού αρλεκίνου
Γιατί όμως πάλι ευθυγράμμισες τη χωρίστρα;
Δεν σου πάει
Η αθωότητα φορά τα παλιά σανδάλια του Ορφέα
Τσόχινα σανδάλια με γαλάζιες σατέν κορδέλες
Να δένουν στην κνήμη
Στη διασταύρωσή τους εκτροχιάστηκε το δίτροχο
Παιδικό σου αυτοκινητάκι
Υπήρχαν επιζώντες;....Κανένας!


3) Στο φορτίο της μουσικής ελαιογραφίας σου
Λύγισε τα μάτια της η αθωότητα
Μην ανοίγεις την κουρτίνα
"Γκιλοτίνα το γραμμόφωνο
Σου γυρίζει την πλάτη"
Με ακούς;

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2008

οι δικές σου στιγμές

Με κέρασες υποβρύχιο
για να αναπνεύσω τη ρωγμή σου!

Απόψε είχες γεννητούρια
η παλιά σου γραφομηχανή έτεκε
Την απούσα γραφή

Η σκαπάνη σου χτύπησε
πάνω στο κλαμένο μανουάλι
Σου άξιζε το όνομα Προμηθέας

Διένειμες τη φωνή σου
περιέκλειε πάντα μία ταραχή
Μήπως έφταιγε η μάντρα του Ομήρου;

Όταν έβγαινες από την θάλασσα φορούσες
το νερό του φεγγαριού
Μην το μαρτυρήσεις στους δορυφόρους ψαράδες

Στα ερτζιανά κύματα επιπλέεις
με το σωσίβιο
της Μακρινίτσας

Στον μεγάλο στρατώνα
ανάφλεξες την ζώουσα στάχτη
Συνομιλούσες με το μεζεδοπωλείο η "Ελλάς"

Φόρεσες την εθνική σου στολή
για να υποδεχτείς τον έρωτα
Πόσο όμορφος ήσουν πάνω στον ιστό σου!

Επικροτώ το χαμόγελό σου
μόνο όταν γυμνό παραδίδεται
στους ρωμαϊκούς λέοντες

Όταν αντίκρισα το άγαλμα σου
κρυφόπαιζε το δεξί σου μάτι
ποτέ δεν αποκάλυψα το μυστικό
στην θάλασσα των αντιφρονούντων ναυαγών

Κοχλαστά τα φθινόπωρα σου
στα ρακοκάζανα ο Διόνυσος
ζεμάτιζε φύλλα κέδρου!

Με κέρασες υποβρύχιο
για να αναπνεύσω τη ρωγμή σου!

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2008

ο διασώστης

Θα γράψω για σένα χωρίς να είσαι μαζί μου
Ήρθες καλοντυμένος στο μαγαζί
Να αγοράσεις δυο τόπια λινό ύφασμα
Χάθηκαν...τα πεθαμένα ρετάλια
Του Ανατολικού ζητιάνου;
Δεν απάντησες!
Βούρκωσες το λεπίδι του Μαΐου
Τις ώρες εκείνες που εκπίπτουν
Οι παρενθέσεις των φυλακισμένων παφλασμών
Πλαγιασμένος βρέθηκες πάνω στον σωλήνα
Του ανεμοστρόβιλου.
Ιμάντες μαλλιών και γυάλινα θραύσματα
Από ανώγειες θάλασσες
Στον ίλιγγο χόρευες...
"Απείθαρχο πλοκάμι της αμαρτωλής βάτου"
Δυο τόπια ύφασμα!
Να εφοδιάσεις την γαστέρα της θάλασσας
Με καρπούς κι εγκεφαλικούς οπώρες
Τι να πω;
Έστρεψες το μάτι στην βελόνα του καπελίνου
"Θέλω κι αυτή
Πρέπει να ράψω το σώμα μου
Καθώς και τους ασκούς"
Παρέλυσε το βλέμμα να ατενίζει
Τα αποσαρθρωμένα νεογνά μάτια σου

Θα γράψω για σένα χωρίς να είσαι μαζί μου
Στο παραλιακό δρόμο περπατάς
Σέρνοντας ένα ξύλινο καροτσάκι
Σε χαιρετάνε, δεν μιλάς
Με ένα χωνί αναζητάς τη κιβωτό
Με τoυς εξόριστους διασώστες
Της Κυανής εκστρατείας.
Υγρές νηρηίδες
Νότισαν με αρμύρα το καροτσάκι σου
Κούρσεψαν ελπίδες, οι καρποί κι οι οπώρες
Ψηλά στο σαπιοκάραβο του Αη Πέτρου
Γέλασε το φανελάκι του μικρού ναύτη
Έντυνε με ρίγες τα άλμπουρα
"Πως κοκκίνισε ο χρυσός σήμερα"
Αναφώνησες!

Θα γράψω για σένα χωρίς να είσαι μαζί μου
Έφυγε το μεγάλο ποντοπόρο πλοίο
Κουβαλούσε παλιοσίδερα
Και την ογκώδη πυροστιά
Των δικών σου οστών!
Στο μαγαζί, χτύπησε το τηλέφωνο
Ήταν ο Ανατολικός καλοντυμένος Μάης
Με τα βουρκωμένα νεογνά μάτια
Κλείσαμε ραντεβού
Μου παρέδωσε δυο τόπια
Αιγυπτιακή γάζα
Να τυλίξω τα χέρια της θάλασσας
Τα δικά σου χέρια
Δεν Πονάς!

στην μητέρα μου

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2008

η ιστορία της μικρής Νιόβης με το σκούρο πλαγκτόν

Η μικρή Νιόβη με τις τέσσερις γαλέρες
δώρο αμάχητο του χλομού εραστή της
Αναχώρησε σήμερα!
"Αναταράζεις το κρύσταλλο στο σκούρο βλέφαρο
Μη μιλάς!"

Ακούραστα διαπερνά τα φιλάρεσκα μάτια
του ερωδιού άντρα της
Υποχρεώσεις έχει στη λίμνη!
"Αφήνεις λαθραία να ξεχύνονται τα δάκρυά σου
Μη θολώνεις τα νερά!"

Με τις αφράτες ξανθές πλεξίδες της
κεντά στο πλαγκτόν εφήμερα ραβασάκια άναρχων ραψωδών
Σε καθρεφτίζει η λίμνη σήμερα!
"Έστειλες το μήνυμα στο φωταγωγό;
Μη με λησμονείς!"

Κάθε απόγευμα ανεβάζει το μαγκάλι
στο χιονάνθρωπο της λίμνης
Πείνασε τόσο τη ζέστη!
"Ίδρωσε η λαμαρίνα καυτή ρητίνη
Μη με ακουμπάς!"

Η μικρή Νιόβη κλαίει
Ποιος απήγαγε τον χιονάνθρωπο;
Πλάσμα δικό της
(Μια αναλαμπή δημιουργίας)
Κι εκείνο το λαχουράτο κασκόλ της γιαγιάς της
τής ξεφεύγει κι η πλέξη...
Βυθίζεται η γαλέρα!
"Παραχαράζεις την γεωμετρία του εργόχειρου
Μήπως πρέπει να φύγεις;"

Καταδύθηκε η μικρή Νιόβη στο σκούρο πλαγκτόν
Ο ερωδιός γαλήνεψε και δεν μιλά
Απλά σε κέρασε αιμόφυρτο οξυγόνο
συνοδευτικό στον άρτο της θανής!
"Εσύ απήγγειλες, λέω τώρα, κατηγορία στη μικρή Νιόβη;
Ένα τρίγωνο πλαγκτόν στη σφραγίδα ήταν η επιβεβαίωση
Δεν νίκησες,
Ούτε το μύδι ηττήθηκε!"
Η μικρή Νιόβη υποχρεώσεις έχει στη λίμνη...

αφιερωμένο
στην κοπέλα με το καναρινί φόρεμα

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2008

δωδώνη

Αγκάλιαζες το ριζόχαρτο
και κραύγαζες
"Θέλω να αποτυπωθώ"
Εκεί στα ριζά της Δωδώνης
σχεδίαζες τη δικιά σου τραγωδία
Ένα βράδυ μάλιστα
-ήσουν δεν ήσουν στα δεκάξι-
στην ονομαστική σου εορτή
έστησες πλεκτάνη
στον κυματοθραύστη του κάστορα
Διάβηκες
Δοκίμασες τη δύναμη του αετού
να αναστηλώσεις την ταρταρούγα
της θάλασσας
Φύλαξες έπειτα, με τρόπο, το ψαλίδι
στο απογώνι του ορίζοντα....ανασκίρτησες
Έπρεπε;
Μες στην σκιά της Δωδώνης στο ημικύκλιο
έδινες παράσταση στο ριζόχαρτο πάνω
Πόσα εκατοστά είναι η ευτυχία;
Μόλις δεκαέξι χρόνων
δεν έπρεπε να γνωρίζεις...
Κι αν αγαπούσες την ποίηση
είναι πολύ εύθραυστο το ρυζόχαρτο
κι η "τραγωδία σου" ξένη
Στα μεθυσμένα δρυόφυλλα κυκλοφορούσες
με το παλιό εφηβικό σου σορτσάκι
και τα περσινά χρυσά σου κοσμήματα
Κρυστάλλινη αναλαμπή στο θυρεό του ήλιου
Γιατί κραυγάζεις τώρα στον άδικο ουρανό;
Πέταξε το εισιτήριο
στην χλαλοή της μάγισσας νύχτας
Τέλειωσε η παράσταση
Κι η ευτυχία απούσα
Στον αφρό της πηγής σου
δες, αναβλύζουν τα φτερά της Διώνης
Τι κρύβεις στην παλάμη σου;
Χέρσος ο ορίζοντας.... τραυλίζει!

αφιερωμένο

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2008

η φρουτιέρα των αινιγμάτων

Μες τη μαύρη κοχυλένια φρουτιέρα
Αναπαύονταν ήσυχα το ροδάκινο
Το ρόδι φευγάτο από καιρό
Δεν άφησε πίσω ούτε ένα μικρό
Κόκκινο σκουφάκι
Θυμήθηκες τη μάνα σου
Οιδιπόδεια η λύση του αινίγματος
Τι ανασκαλεύεις
Κλεισμένους καλόγερους
Αριθμούς έμμετρους
Και κάθε βράδυ
Ενδύεσαι με εκείνο
Το μαύρο φανελάκι
Στήνοντας καρτέρι στον αμαξά
Με το άχρονο χαλινάρι
Εκεί μπροστά στο χάνι
Με τη κατεψυγμένη μανιταρόσουπα...
Στη φρουτιέρα μόνο απόμεινε το ροδάκινο
Κι εσύ πεταρίζεις τα βλέφαρα
Κι αναζητάς τη λύση
Αυτομολείς την όρασή σου
Στους βενταλένιους ίσκιους της Αγαύης
Πάρε το πρώτο μονόπτερο αεροπλάνο
Στους ρόζους της Θήβας
Λιποτάκτησε το πατροκτόνο
Μετάξι του δράκοντα
Μην αργείς...
"Σήμερα έμαθα να σκαλίζω ιδεογράμματα."

Σάββατο 23 Αυγούστου 2008

άκανθοι

το βορινό μπαλκονάκι

Μάζεψες πέτρες, χαλίκια,
πήρες κι ένα σακί άμορφο αμάλγαμα
ασβέστη κοχλαστό υψικαμίνου
κι έχτισες εκείνο το βορινό το μπαλκονάκι
Ήθελες ένα ησυχαστήριο, ένα δικό σου κελί
Δεν περισσεύει η υπομονή, άκουσέ με!
Στο σαβανωμένο πλήκτρο αυτοδίκησε
το κοντοκουρεμένο παιδάκι της φυγής.
Το βορινό το μπαλκονάκι
ποτέ εσύ δεν το έδωσες
Κι αν το χτυπούσαν
άνεμοι, χαλάζι, καταιγίδες
ήταν το μόνο σου ασφαλές καταφύγιο
Έτσι ευαίσθητος κι επιρρεπής όμως
έχασες τα βράγχια σου.
Μη γλιστράς πάλι ….πίστεψέ με
Τώρα άδικα το ψάχνεις
-μετά από τόσα χρόνια-
Στη κουτσή αστραπή
Στοιχηματίζεις, βγάζεις ανακοινώσεις
στα πρακτορεία με τα ρυμουλκά
Δεν έρχεται…
Γιατί σπαταλάς τον χρόνο σου;
Το καταφύγιό σου, το πήραν άλλοι
Το βορινό το μπαλκόνι…ξέχνα το!
Σου κόστισε ακριβά.
Και μάλιστα…θυμάσαι;
έπιανε βρύα πνιγηρά στα τοιχώματά του
αυτά τα βρύα ελλοχεύουν στη καρδιά σου
Πρασίνισες δεν το έχεις καταλάβει;



η γέφυρα

Η άγρια σπαραγγιά συνωμότησε
με τις ανάσες της αμυγδαλιάς
κι έφτιαξε μια γέφυρα
Φυλλώματα και πέτρες, σαθρά τοιχία χαλαζία
και πρεμνοφυείς δοκοί σκαλωμένοι
στο αλέτρι του βυθού.
Τα μαστόρια ανειδίκευτα στο γαλανό γλωσσίδι
σφύριζαν έκτακτα δελτία θυέλλης.
Κι η θάλασσα να ασημώνει στο φεγγάρι
φουρνιές ελευθερίας
Κρύους κορμούς σάπιους
και πέτρες πεντόβολα στο κύμα πάνω.
Μια αγριελιά έβοσκε ταπεινά στην άμμο
το πράσινο σμαράγδι του παπαγάλου.
Κάτω από την αμυγδαλιά δεν έπλενες μεταξωτά…
"Συνωμοσία παρακμής"
Η θάλασσα σε λοιδορούσε φτύνοντας φύκια
"Τα μαλλιά, σου είπαν του πνιγμένου Όμηρου"
Πήρες την ξύλινη σκάλα του γηραιού καπετάνιου
Της έλειπε το τρίτο σκαλοπάτι
Ανέβηκες στη πρυμναία διχάλα,
αλλά πως το εφαντάσθης
– προπέτης του διαταραγμένου σύμπαντος-
πως ήταν μυγδαλιά;
Κυπάρισσος ήταν, ένα ευθυτενές
δέντρο με άδειες φωλιές κορυδαλλών
Και το κάστρο, κούφια παλάμη αλατιού,
να στεγάζει μισθοφόρους και σπίτια
από λουόμενες κορδέλες, κεραμοσκεπές
κι έναν αδούλωτο ουρανό με μάτια αρχαγγέλων
Κι η θάλασσα να σε λοιδορεί βγάζοντας
σε πλειστηριασμό τα πόδια του μαΐστρου
Τι δεν αγαπά τις γέφυρες
και το ανάπηρο καροτσάκι της σκάλας
Έρμαιο πάντα στα πυροτεχνήματα
του δικού σου βυθού.
"Συνωμοσία παρακμής"
Κοίταξες το παλαιό πέτρινο ρολόι
…Φόρτωσε κεράσια!
Η αμαρτία της καθημερινότητας
Πού έκρυψες τον αστερία κι έσβησε
το φως στο πρελούδιο της καμάρας;

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2008

ενδεδυμένο βρέφος

"Λίπαζες μεγάλα αγκάθια σουβλερά
δεν ήθελες να σε πλησιάσει
το παιδί με τη κόκκινη χτένα"

Στο μοναστήρι στα γκρεμνά
με τα θαυματουργά ασπρόμαυρα
πλακάκια που δάκρυζαν
ανεμώνες βυθού
Και τις χλομές ξελογιάστρες
κυδωνιές στη στέγη
Μην πριονίζεις τη μνήμη σου
Όλα τα θυμάσαι!
Ναι, εκεί που κάθε Αύγουστο μήνα
ξεσκόλιζε το ποίμνιο του
ο δυτικός γύπας για προσκύνημα
Εκστράτευσες με τις τυφλές
κόκκινες μπέρτες
Απρόσκλητος!
Η ηγουμένη κάθονταν
στον σκαλιστό της άμβωνα
πλοηγώντας μονότονα ένα σκαλοπάτι
βάσανου τριγμού
Δίπλα της η νεωκόρος Αθηνά
άκληρη συμβία του έφιππου θεού σου
Κούρντιζε τροχαλίες κεριών
στον καθρέπτη του αιφνίδιου ύπνου.
Μια κεροδοσιά φωτεινών δαχτύλων
δεμένη πάνω στην μετόπη που έκλεψες
Τι να σου προσάψω;

Σπάσε τον καθρέφτη
δεν εννοείς πως το είδωλό σου
εφοδιάζεται με άσφαιρες ρυτίδες;
Στα χωριά σου,τα άμωμα άμφια
κοιμήθηκαν χωρίς εφιάλτες...
Παρότι λύθηκαν οι φασκιές
της μώρας δεν τα φίμωσαν
Αυτά μόνο επευφημώ!
Υπνοβατούσες κραδαίνοντας
τόπια μέντας για να μοιράνεις
τις υποδιαιρέσεις των φιλιών
Σεσημασμένος φυγάς πάντα

"Λίπαζες μεγάλα αγκάθια σουβλερά
δεν ήθελες να σε πλησιάσει
το παιδί με τη κόκκινη χτένα"

Στο μοναστήρι στα γκρεμνά
κάθιδρη η Αθηνά κρατούσε
στα χέρια ένα ενδεδυμένο βρέφος
με αμφίβολο αρματωμένο βλέμμα
και ρόδινες πατούσες ελαφρόμυαλες
Με ένα σουγιά κι ένα σφυρί
άνοιγε καρύδια παραμυθένια, χλωρά
και ετάιζε το βρέφος εγκάρσια ψίχα.
Ήξερε πως η ηγουμένη
δεν είχε τροφή
την είχε ασημώσει στον ποιητή
με τα φωτεινά δάχτυλα.
Μεγάλωσε το βρέφος μόνο
με τα άπορα τσόφλια του κόσμου
Πικρόχολο το σώμα σκληρό το βλέμμα
στη σαρμανίτσα από εκδίκηση έβαλε
φωτιά!
Η φαντασία του πέτρινου κρίνου
στην παλέτα του πράσινου βάλτου
ποτέ δεν ενηλικιώθηκε
Μην περιμένεις πλέον να δεις
τις ρίζες να σκάνε πάνω στον πάγο
Στο μοναστήρι με τα ασπρόμαυρα πλακάκια
σκάκι παίζεις με απούσα την βασίλισσα
Μεταφύτευσε, έστω, τα χρόνια σου
στο κορμό της κυδωνιάς
να σου προσφέρει μία εστία φιλίας
Που ξέρεις;

"Λίπαζες μεγάλα αγκάθια σουβλερά
δεν ήθελες να σε πλησιάσει
το παιδί με τη κόκκινη χτένα"
Ήσουν εσύ!

Σάββατο 26 Ιουλίου 2008

οι δρομείς της θλίψης

Η θλίψη ένα ολοστρόγγυλο
λιπώδες μάτι με τις μαύρες σκιές
της εκπατρισμένης πείνας
Βουτηγμένο στο στεφάνι
του φεγγαριού στην αγχόνη του.
Είναι δύσκολο να αφαιρέσεις
τις μαύρες σκιές ...
Το θαλάσσιο συρματόπλεγμα
αποσώθηκε στο υδροχλώριο μάρμαρο.
Είναι μακριά και το φεγγάρι…

Τα εφήμερα υλικά ξέρεις δεν βοηθούν
Κρύβουν την αειπαθή παράνοια
των λικνιζόμενων μαινάδων
με τους ασταύρωτους σταυρούς
των ποταμιών στα χέρια τους
(σπογγαλιείς κρύου ιδρώτα της τρίτης πλάσης)
Αν δεν πιστεύεις κοίτα το φεγγάρι
Τι κι αν κουράστηκα
έμειναν τρία μαύρα στίγματα
Αδερφοποιτοί ομφαλοί ηφαιστείων
με σγουρούς πόθους στις όχθες τους
και φλέβες εξόριστης λυγαριάς
στον αυτοκρατορικό τους μανδύα.

Τρία μαύρα στίγματα…
με τις βαλσαμωμένες χορδές
των εξεγερμένων αηδονιών
στην ενόραση της σάρκας
Να συνθέτουν τον εναρκτήριο ύμνο
των αγώνων στη γη της Ολυμπίας!
Κακοφορμισμένες μελωδίες
οστών μες σε τυφλά στάδια
Τρία μαύρα στίγματα…τιμής ένεκεν
στη μαρμαρυγή των δορυφόρων.

Το σπασμένο ειδώλιο του άλτη
Τριταίου σου έφερε την είδηση
"Η αοιδός θλίψη κούτσαινε στον εφαλτήρα
της ζωής….λάμβανε μέρος στους αγώνες
(πριν οι αναστενάρηδες μολυνθούν από τον
καλογυαλισμένο πάγο της μικρής θεάς!)
Λογοκριμένες παραστάσεις ήττας
από βιαστικούς κουρασμένους
επόπτες άσπορης συνουσίας… "
Κι ένα άβουλο πλήθος επαιτών
με πλαστικούς βραχίονες
να ανεμίζει γούνινα γάντια συκής.

Τρία μαύρα στίγματα…φυλάξου!
Το ψαροκόκαλο της αλαβάστρινης
ράχης βορά στους αιλουροειδείς ιστούς
Στο διάδρομο τέσσερα ξεψύχησε ο κότινος
πάνω σε μαρκαρισμένα κύμβαλα μετάλλια
Ακουστά ίσως έχεις τον μαλλιαρό κόμπο
του δήμιου με το αφιονισμένο δηλητήριο
Έμειναν τρία μαύρα περιβραχιόνια
κι εκείνες οι σκληρές προκαδούρες
των δρομέων στο φεγγάρι.

Δεν τους ακούς;
Με την πετονιά και το αγκίστρι στο χέρι
κι ένα γαλακτερό δόλωμα
πανάρχαιου κάκτου.
Μην...μην τυφλώνεις το φεγγάρι
ένα γηραιό θυμόσοφο μάτι
περιπαίζει τους αλιείς!
Δες η παλίρροια μαγνητίζει
σφουγγάρια μαυροπίνακα
Έρχομαι....

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2008

λέξεις 2

Ξόδεψες μια ζωή
για σκέψου το λίγο
για να μάθεις μόνο το ωμέγα

Στο υπόγειο κρεβάτι
ερωτεύτηκες την περιέργεια
της απατημένης γρίλιας

Ξυπνώντας κάθε πρωί έπρεπε
να αφαιρέσεις ένα βέλος
από τους ρόζους της ανώνυμης δρυός

Έτρεφες αγριομηλιές με φίλους
που ποτέ δεν κατανόησαν
το νόστιμο γέλιο

Στα δάση στα χωρίς
λύκους και κοκκινοσκουφίτσες περιφέρονται
αλαζονικά κόκκινα φέρετρα

Τον ύπνο σου επισκέπτονταν
πλειάδες ποιητών
ακόμα δεν ξεχρέωσες το ψωμί;

Η στοχαστική πένα
κατεβάζει απαγορευμένο μελάνι
κατόπιν εντολής της γηραιάς σουπιάς

Ο έλατος δεν είναι μόνο περήφανος
κρατάει την ταπεινότητα
της άκαπνης ανηφόρας

Με μια δρασκελιά στο κωδωνοστάσιο
σιγουρεύτηκες για την διαταραγμένη
αρχιτεκτονική της αμαρτωλής καμπάνας

Θαλασσινές αποδράσεις κάνουν
μόνο οι στείροι βράχοι
με τα σκληρά κότσια

Το μυστήριο λύθηκε
τα δάκρυα της πεταλούδας τα φυλάς
στα επιδαύρεια θησαυροφυλάκια

Στα νεοκλασικά του μέλλοντος
θα κατοικούν χρυσόδετες
σοφές κουκουβάγιες

Αδιάκριτα μάτια περιπολούν
τα πράσινα γόνατα του έρωτα
μην σκάψεις!

Έχασες την βέρα σου
στο αίμα του αχυρώνα
Ακυρώθηκε ο γάμος

Άνοιξαν οι ουρανοί να βάψουν
κόκκινα τα αερόστατα μάτια σου
πώς τους περίμενες!

Στα αρχαία θέατρα αριθμείς
κάθε βράδυ τις θέσεις
των επισήμων νεκρών

Κουβαλάς πανικό
που δεν αγαπάς
μην ανοίγεις το παράθυρο…

Μονότονα τα σαββατοκύριακα
ψάχνουν το ιδεώδες pin
της δεύτερης άνοιξης

Νοίκιασες ένα μικρό φωτεινό δωμάτιο
εκεί βρήκες τη γριά αράχνη
ανεκτίμητα τα γρόσια της!

Ξόδεψες μια ζωή
για σκέψου το λίγο
για να μάθεις μόνο το ωμέγα