Πέμπτη 20 Ιουνίου 2024

Πώς να ξεχωρίσεις τους ποιητές

Οι ποιητές φορούν στενά
και λεπτά ρούχα για να
αντιλαμβάνεται ο κόσμος
πόσο δυνατά πάλλεται η 
καρδιά τους όταν αφήνονται 
να πέσουν στης έμπνευσης 
τον άγριο οίστρο. 

Αν δεις άνθρωπο να φορά
τσόχινο καπέλο και βαριά
παλτουδιά μην τον πιστέψεις
αν σου πει πως είναι ποιητής
Ψεύδεται. 
Οι ποιητές καθόλου δεν 
κρυώνουν καθώς μες στις 
στράτες τους φυτρώνουν 
οι ανεμώνες του Γενάρη 
που γελαστές τους καλοδέχονται 
με πέταλα μαβιά και κόκκινα. 

Αν πάλι δεις άνθρωπο 
να κρατά μαχαίρι μην πας
κοντά του, απομακρύνσου. 
Ψυχή δεν έχει. 
Φλόγα δεν προσκυνά κι η 
γλώσσα του δεμένη είναι
με τους ιστούς μιας 
πανάρχαιας αράχνης. 
Οι ποιητές δεν ξέρουν από 
αμάχη και σκληρά πρόσωπα. 
Όπλα δεν θα βρεις στη 
φαρέτρα τους μήτε καρφιά
οξειδωμένα στα χέρια τους. 
Άοπλοι ρίχνουν σπόρους
στη γη για να γευματίσει
ο σπούργιτας και το αηδόνι. 
Απόκληροι του πολέμου 
δεν ρίχνονται ποτέ στην πυρά, 
όχι γιατί φοβούνται αλλά γιατί
αρέσκονται στην δικιά τους
ενδημική φλόγα.

Και τέλος αν δεις άνθρωπο
να χτίζει κάστρα μην τον
βοηθήσεις ούτε να πεις πως
θα σε δεχτεί κοντά του. 
Ανεμομαζώματα είναι τα
πλούτη του και θρύψαλα. 
Οι ποιητές κονάκι δεν έχουν, 
με τον πηλό και με την
πέτρα χτίζουν ποιήματα
και νέες πολιτείες. 
Σε βυθούς πλάι στα κοράλλια
τη σκέπη τους έχουν, 
φιλόξενες φωλιές βρίσκουν
για να ζουν και με πελαγίσια
σεντόνια σκεπάζονται 

Εκεί θα τους συναντήσεις
όταν ναυαγός βγεις μια μέρα
από τον πόνο και από την 
απόρριψη ηττημένος. 
Τους τεθνεώτες συγγενείς τους 
μην παρηγορήσεις οι ποιητές 
ζουν πέρα από γήινα και τις
μετατοπίσεις. 
Μάρμαρο πάρε και λάξευσε 
δυο στίχους τους αιώνια να
σε ταξιδεύουν μέσα από το
ανεκπλήρωτο πιθανόν και
το αδόμητο έστω.

Κυριακή 16 Ιουνίου 2024

Πατέρας σαν χώμα

Πατέρα ακουμπάω τα
σκληρά σου χέρια. 
Κοντά δάκτυλα ροζιασμένα, 
νύχια ακανόνιστα
ποτισμένα στο χώμα. 
Στην άργιλο, στο μαυρόχωμα
και στην ποταμίσια άμμο. 
Δεν προλάβαινες πατέρα
στο νιπτήρα να πας. 
Δεν απιστούσες της γης. 
Δεν αποχωριζόσουν στιγμή
την πέτρα, το κλαδί, το τσαπί.
Σπόρος πατέρα νυμφεύτηκες 
κάθε κόκκο χώματος 
από τη μήτρα της μάνας 
σου ακόμα. 

Το μεγάλο νύχι δουλεμένο
ως το δέρμα, φαγωμένο 
απ' τις ρίζες του σέλινου
κι από την επιμονή του χόρτου. 
Σφιχτά ζητούσες να δένονται 
τα ματσάκια πριν βγουν
στην αγορά και μπουν στη
παλάντζα πουγκί να γίνουν
για τη φτωχική σου τσέπη
και τροφή για τη χρεία της φαμίλιας. 
Ακούραστος ανέβαινες 
τ' αψήλου με τις φαρδιές
πατούσες σου. 
Βοτάνιζες την αγριάδα, την
τσουκνίδα, την αντράκλα και
κι έτρωγες σμέουρα υπνωτισμένος. 

Σε αγγίζω πατέρα. 
Εικόνα σε βάζω στα βιβλία
που δεν γράφτηκαν και
ονοματοδοσία τους δίνω
παρατηρώντας προσεκτικά
την κοφτή ανάσα σου. 
Όλοι σε επαινούν. 
Όλοι σε θαυμάζουν. 
Όλοι σε θέλουν. 
Μονάχα εγώ σε μέμφομαι. 
Κάνω να σε κοιτάξω, φεύγεις. 
Κάνω να σου μιλήσω, χάνεσαι
στους Αγίους και στα 
κλειστά ξωκλήσια. 
Κάνω να σε μάθω, 
μου ξεφεύγεις σαν την 
ουρά του χαρταετού 
στην επιφάνεια της λίμνης. 
Όλα πατέρα θα τα δεχτώ. 
Μα εκείνο το χαμόγελο σου
που τόσο με καταδιώκει
στείλτο μου εδώ για να διαβάζω
καθαρά τις κινήσεις στη σκακιέρα 
της ζωής.
Χρεώθηκα πολλές ήττες πριν
ακόμα σχηματιστώ. 

Παρασκευή 14 Ιουνίου 2024

Σκηνοθεσία

Έκανες θόρυβο. 
Ήσουν δίπλα στην ιτιά
και μιλούσες. 
Ακατάληπτα έλεγες λόγια
μπερδεμένα. 
Για μάγισσες μιλούσες, για
ψαράδες και για τσιγγάνες
ερωτιάρες με μακριές 
τις μαντήλες. 
Τα πλήθη στέκονταν 
και σε κοιτούσαν με μάτια
εκστασιασμένα. 

Οι μάγισσες ήταν τα χέρια
της μάνας που σκάφτει τη γη. 
Οι ψαράδες ήταν τα πόδια
του πατέρα που ανεβαίνει
στην ανεμόσκαλα χωρίς
να στρεκλάει. 
Και τέλος οι τσιγγάνες ήταν
τα ρόδινα μάγουλα της αδελφής
που αποκοιμήθηκε με το
παραμύθι του αθώου γίγαντα. 

Έκανες μεγάλη φασαρία. 
Ήσουν δίπλα στην ιτιά 
και τής έπιανες κουβέντα. 
Τα πλήθη απομακρύνονταν
σαν τα νερά της παλίρροιας. 
Αντρίκια λόγια έλεγες 
διανθισμένα με σπάνιες 
λέξεις σαν τα ξεχωριστά
κοσμήματα της γιαγιάς 
μπροστά στην εικόνα 
του Άη Νικόλα στο ομώνυμο
ξωκλήσι. 

Ένα παιδί μονάχα απόμεινε
να σε παρακολουθεί. 
Ήταν ο μικρός Αναστάσης
με δυο κεριά αναμμένα. 
Ψηλά ίσα με το μπόι του. 
Εσύ συνέχιζες να συνομιλείς
και το παιδί σού μετέφραζε
τη γλώσσα των φύλλων. 
Ένας κόμπος σε έπνιγε. 

Σαν απόσιωσες κι ήρθε
η νύχτα πήρες το δρόμο 
για το σπίτι. 
Το παιδί έμεινε όλη νύχτα
να εξετάζει την ιτιά. 
Ο άνεμος σού έστελνε
μυνήματα κι από μακριά
έρχονταν τα θροΐσματα 
των δέντρων. 

Έτριβες τα χέρια σου 
ικανοποιημένος σαν 
τον δάσκαλο που στέκει
μπροστά στο λυμένο 
πρόβλημα με καμάρι
κι ύστερα απομακρύνει 
τη σκόνη της κιμωλίας
απ' το μουστάκι κι από
τα βλέφαρα για να μην
θολώσει τη μνήμη του κάδρου.

Κυριακή 9 Ιουνίου 2024

Ο χαρταετός

Ευτυχώς που πριν το
φευγιό σου μου άφησες
πίσω για κληρονομιά βαριά
τα πολύτιμα χέρια σου.
Με αυτά νίκησα τη μοναξιά
κι έμαθα γρήγορα πως
να σπάω το σκληρό
περίβλημα του πόνου.
Στην κοσμηματοθήκη μου
τα έβαλα προσεκτικά
μαζί με τα μαλάματα της
μάνας.
Τα χέρια σου αγάπη και
τι δεν μου έμαθαν, τι δεν
μου δίδαξαν και από πόσους
εφιάλτες δεν με προστάτεψαν
ωραία να κοιμάμαι στην
κλίνη του έρωτα χωρίς φόβους.

Σε έκταση τα άνοιγα
και πετούσα στα ύψη.
Ανάλαφρο πέταγμα πάνω
από λιβάδια στρωμένα
με ρείκια κι αινιγματικές
παπαρούνες.
Στεκόμουν προς στιγμή και
μάζευα δυο ματσάκια και
στην δύση τα πήγαινα
να έχουν τροφή και φόντο
οι ερωτευμένοι έφηβοι για
να χαμογελούν στη ζωή.
Δεν κουραζόσουν αγάπη
κι η ανάσα σου δεν κόνταινε
διόλου όσο κι αν μετεωριζόμουν
στον αιθέρα.

Σε πρόταση τα άνοιγα
και προχωρούσα στο φως.
Χαίρονταν η ψυχή και το αίμα
έβρισκε διέξοδο ανάμεσα
από κοιτάσματα οψιδιανού και
περλίτη.
Με πήγαιναν ταξίδια
σε χώρες νέες και σε
λιμάνια με επιβατικά πλοία
με έβγαζαν να κουνάω μαντήλια
και να μαζεύω το δάκρυ
του αποχωρισμού να μην
πονάνε τα ορφανά παιδιά
μόνα στις προκυμαίες.
Δεν λύγιζες αγάπη, δεν
κουραζόσουν, αντένες τα
χέρια σου μουσικά να ντύνουν
τον βίο των ποιητών.

Σε ανάταση τα άνοιγα
κι ακουμπούσα ουρανό.
Πλατιά χαμογελούσα
στους αστερισμούς,
στους αγγέλους και
στα πάλλευκα σύννεφα.
Εκεί ο κόσμος μου τώρα,
πλάι στο δικό σου και σιμά
στην εμπατή Του Θεού.
Στα θαύματα με πηγαίνεις.
Στα μετάξια με ντύνεις.
Νέκταρ με κερνάς και τα
ασφοδίλια απομακρύνεις
από τις θύρες των ναών.
Ιέρεια με χρήζεις σε μια
μελλοντική θρησκεία που
θα περιβάλλει με λατρεία
τα σαστισμένα χαμόγελα των
παιδιών που τους ξέφυγε
ο χαρταετός με την καλοζυγισμένη
ουρά κι ανέβηκε τ' απείρου
για να σε συναντήσει.

Παρασκευή 7 Ιουνίου 2024

Σελίδα 152

Καπνίζοντας το δεύτερο
πρωινό μου τσιγάρο είπα 
να σε συναντήσω λίγο. 
Έψαξα και σε βρήκα. 
Άλλοτε στις θαλασσοσπηλιές
αψιμαχίες να στήνεις
με τους γλάρους
κι άλλοτε σε εκατόχρονα
σφραγισμένα πηγάδια
τους θείους βοστρύχους σου
να λούζεις. 
Δεν με κοιτούσες, 
μονάχα το βλέμμα σου
πάντα σταθερά το κάρφωνες
στις μερμηγκοφωλιές. 
Πέρα από τα ανθρώπινα και
πέρα από τα διαυγή μάτια
όλες οι επιλογές σου ως τώρα. 

Ήσουν όμορφος και από χρόνια
πολλά πλασμένος για τον
επέκεινα.
Στα χείλη μου είχα σμιλεμένα
τα τραγούδια σου. 
Γιατί σιωπάς;
Στη σκέψη μου είχαν
διπλά καρφωθεί οι ατάκες σου. 
Γιατί ξεμακραίνεις;
Φτερά στις φτέρνες μου
και σε φτάνω. 
Οι ανάσες μου δέκτες ραδιοφώνων
και σε παρακολουθώ. 
Τα χέρια μου κουπιά 
που στα υδάτινα μονοπάτια
σου με βγάζουν. 
Τι δεν βρίσκω εκεί! 
Το καπέλο σου, η εφημερίδα σου, 
το μπρελόκ σου, το σημειωματάριο σου
και εκείνο το σκαλισμένο
κουτάκι με τις ψεύτικες πέρλες. 

Άοπλη έρχομαι ως εκεί. 
Εσύ, ίδιος πάνοπλος αστακός
μέσα στα κοράλλια κρύβεσαι
και ένα πουκάμισο θαλασσί
σκεπάζει το στέρνο σου. 
Δεν με ξεγελάς. 
Άτι κάτασπρο η καρδιά μου
τους λαγόνες σου αιχμαλωτίζει. 
Αγαλματίδια σου φέρνω 
και πόρπες ασημένιες
τους θεούς να εξαγοράζεις. 
Έχουμε πολλά να πούμε
μα κυρίως πολλά να ξεχάσουμε
που σαν βελόνες διαπερνούν 
τις όποιες αιτιάσεις μας. 
Το βιβλίο που διάβαζες 
εκείνο το Σάββατο
έμεινε στην προτελευταία σελίδα
και σε περιμένει. 
Σελίδα 152,τσαλακωμένη ελαφρά. 

Κυριακή 2 Ιουνίου 2024

Μελλοντικός κόσμος

 Το ποίημα γράφτηκε
στη λευκή σελίδα.
Το ποίημα τα είπε όλα
πριν εμφανιστεί στη σκηνή.
Έμοιαζε με το παιδί
που πριν πάει σχολείο
επαναλαμβάνει την
ορθογραφία του.
Δυο σταγόνες γάλα
στην επιφάνεια του
συμβάλλει στην επάρκεια του
και πολύ θα το βοηθήσει
να αναπτύξει ανάστημα.
Ψηλό να γίνει σαν το
κυπαρίσσι στα χάη
του σούρουπου.

Από το ποίημα περίσσεψαν
δυο σύμφωνα.
Το δέλτα και το λάμδα.
Τα τράβηξε μακριά
από τον ιστό του
η τρεμάμενη φωνή
της μούσας.
Άπληστη ήταν.
Το δέλτα έμοιαζε
με τον καρπό του
κουμ κουάτ που έχει
ωριμάσει και με ζάχαρη
ντύθηκε για να μπει
στο βάζο.
Το ποίημα αλάφρωσε
έδιωξε τις περιττές
θερμίδες μακριά.
Το παιδί ξερογλείφεται
και περιφρονεί το ποίημα.
Το παιδί αγαπά τα
γλειφιτζούρια και το
χωνάκι παγωτό.

Το λάμδα έμοιαζε
με την γκλίτσα του
τσοπάνου φτιαγμένη
από ξύλο σφενδάμου.
Αφού επιτέλεσε
το καθήκον της
τώρα σε μια προθήκη
εκτίθεται μουσείου.
Την βλέπουν πολλά
μάτια μα το παιδί
δεν μπορεί να την
χρησιμοποιήσει πουθενά.
Το παιδί γερά έχει
δυο πόδια κουτσό
για να παίζει.
Ανάπηρο έμεινε
το ποίημα και
η ανάσα του μυρίζει
σαπισμένο δόντι.
Το παιδί αγαπά
τις αναρριχήσεις
στο άχρονο και στο
άτοπο.

Το ποίημα αφού
εκτέθηκε στη σκηνή
έκανε υπόκλιση
κι αποχώρησε.
Χειροκροτήματα
απέσπασε πολλά.
Δίβουλο το παιδί
το κοίταξε, δεν
χειροκρότησε.
Τα δύο σύμφωνα
αποδείχτηκαν μοιραία.
Αν κάποτε το παιδί
αγαπήσει τα ποιήματα
ίσως θα μιλήσουμε
για μια νέα ανάσταση
με λέξεις γλυκές
κι ατίθασες και
βλέμματα σπινθηροβόλα.