Παρασκευή 19 Απριλίου 2024

Η σταύρωση

Αγαπούσε πολύ όλα τα φυτά
μα πιο πολύ λάτρευε τις
ευφορβίες που είχε
στο μπαλκόνι της.
Δύο στο σύνολο.
Η μία σε μικρή μεγέθους
γλάστρα κι η άλλη η πιο
μεγάλη σε κανονική.
Την πρώτη της την χάρισε
μια γειτόνισσα.
Την είχε δει στα σκαλοπάτια
της εισόδου με τα πορτοκαλί
ανθάκια και πολύ την ζήλεψε.
Της έδωσε λοιπόν ένα μόσχευμα
χωρίς άνθη, έπιασε αμέσως
κι έβγαλε γρήγορα τα δικά του
λουλούδια που έμοιαζαν
με κούπες.
Ίσως γι αυτό να την
αποκαλούσαν και κυάθιο.
Την δεύτερη την πιο μεγάλη
την αγόρασε απ' την λαϊκή
αγορά.
Είχε μικροσκοπικά κόκκινα
άνθη κι ήταν ψηλή με πολλά
αγκάθια.
Όταν ρώτησε πως την λένε
της απάντησαν αγκάθι
του Χριστού.
Πού να συγκρατήσουν το άλλο
δύσκολο όνομα σκέφτηκε.
Ευφορβία, κυάθιο με πενήντα
και πλέον είδη.
Ομορφαίναν το μπαλκόνι της
προς το παρόν.
Ποιος ξέρει ίσως στο μέλλον
να τις χρησιμοποιούσε για
να φτιάξει το δικό της
ακάνθινο στεφάνι.
Στο διάβα της ζωής
είχε υπερβεί πολλούς
θανάτους μα τώρα κάτι
της έλεγε πως η θυσία της
ήταν πολύ κοντά.
Γέρασαν κι ευφορβίες.
Πόσο θα ζούσαν; 
Άσε που και τα μοσχεύματα
τους αδύναμα ήσαν τώρα. 

Παρασκευή 12 Απριλίου 2024

Τα ρούχα που δάκρυζαν

Ήταν πικρό το χαμόγελο μας
σαν τα καλά μαύρα ρούχα 
που έβαζε η μαμά στις κηδείες. 
Αυστηρά ρούχα, καλοσιδερωμένα, 
ενταφιασμένα στην καρυδένια
ντουλάπα για προστασία. 
Για ένα σκοπό είχαν φτιαχτεί
αυτόν του οδυρμού και της απώλειας. 
Ρούχα επιμελημένα από τα επιδέξια 
χέρια και μάτια μιας παραδοσιακής
μοδίστρας με διπλές ραφές, πιέτες  
ίσιες και κουμπότρυπες τέλειες.  
Στη χάση και στη φέξη τα έπλενε 
η μαμά καθώς τα δάκρυα
που διαπερνούσαν τις ίνες τους
φρόντιζαν να τα αποσπούν και να
τα αποκόπτουν από τη σκόνη της 
καθημερινής τριβής. 
Φόβητρο γίνονταν για εμάς και
μόνο στη θέα τους τρέμαμε. 
Καθόλου δεν τα θέλαμε, 
δεν τα πλησιάζαμε και προσευχές κάναμε 
όσο το δυνατόν πιο σπάνιες
να είναι οι εμφανίσεις τους. 
Μια μέρα μετά το ξόδι ενός
υπέργηρου του χωριού η μαμά 
τα ξέχασε στην αναπαυτική 
πολυθρόνα της εισόδου δίπλα 
στον παλαιικό καθρέφτη. 
Τί ήταν να συμβεί αυτό;
Δάκρυσε το σπίτι συθέμελα, 
πληγώθηκαν οι κήποι, 
οι ανοικτές αυλές πάγωσαν
και τα λουλούδια χλόμιασαν 
Το χωριό λαχτάρησε για τα καλά
κι έτρεξε να δει τι συμβαίνει. 
Η μάνα στις ελιές χαμπάρι δεν πήρε. 
Μια γειτόνισσα καλοσυνάτη
με το αχρόνιαγο μωρό στην αγκαλιά
της ήρθε τα πήρε και τα έκρυψε βαθιά
στη σκοτεινή πάλι τους θέση. 
Την επέπληξαν όλοι τότε τη μαμά 
για την παράβλεψη της κι αμέσως αυτή 
μετανιωμένη και συντετριμμένη 
πήρε τα ρούχα τα σαβάνωσε με 
χαρτιά και τα έκρυψε στο σκουριασμένο 
μπαούλο της κάμαρας της 
να μείνουν εκεί για πάντα. 
Δεν ξαναπήγε σε ξόδι κι εμείς 
απαλλαγμένοι από τον φόβο
μάθαμε επιτέλους να χαμογελάμε. 
Μόνο που κάποιες νύχτες κυρίως
του Αυγούστου ακούγαμε ένα βουητό
μες στα όνειρα μας κι έναν κλαυθμό,
ήταν απ' τα ρούχα που δακρύζανε 
καταδικασμένα στην εγκατάλειψη τους. 
Δεν δίναμε σημασία όμως, 
χαμογελούσαμε  προς τα μέσα, 
μόνο που η μάνα άυπνη έμενε 
να φτιάχνει πίτες και σκαλτσούνια 
της γιορτής για να μας γλυκάνει το πρωί. 
........................................................
Όταν μετά από πάρα πολύ καιρό η μαμά
μας άφησε χρόνους αυτά τα ρούχα 
-τα δροσερά από τα δάκρυα- τής βάλαμε
λες και να μας κυνηγούσε σαν κατάρα
η ενοχή που νιώθαμε από την επιλογή μας 
να την αποτραβήξουμε από το πένθος 
που τελικά αποδείχθηκε πως ήταν 
σύμφυτο με την όλη της ύπαρξη. 

Αγώνας δρόμου

haibun
Αγώνας δρόμου.
Στον κήπο είχε τρεις λεβάντες. Τις είχε φυτέψει την ίδια χρονιά, πάνε τέσσερα χρόνια τώρα. Η μία από τις τρεις είχε ρίξει πολύ μπόι
κι είχε γίνει σωστός θάμνος. Οι άλλες δύο καχεκτικές με ελάχιστα λουλούδια και κιτρινισμένα φύλλα. Το ίδιο τις πότιζε, την ίδια κοπριά τους έριχνε, το ίδιο τις αγαπούσε δεν έλεγαν να συνέλθουν. Απογοητεύτηκε κι άφηνε το χέρι του χρόνου να αποφασίσει γι αυτές.
Γλιστρά η βάρκα
σε γαλήνια νερά-
γλάροι την σέρνουν.
Τις είχε κατά νου τις δυο αρρωστούλες. Η γιαγιά της, της έλεγε να μην πικραίνεται και πως η εύρωστη λεβάντα απλά είχε ερωτευτεί το χώμα και το φως. Αντίθετα από τις άλλες που είχαν δεν είχαν τις ηλιαχτίδες βαθιά μες την καρδιά. Σκληρά λόγια, τα απέρριπτε. Έφτασε στο σημείο να τις περιποιείται ιδιαίτερα Τις σκάλιζε πιο ταχτικά, τις δρόσιζε με τον ψεκαστήρα ακόμα και κλασσική μουσική τους έβαζε μπας και συνέλθουν.
Σκάει το κύμα
πάνω στα ακρογιάλι
τζιτζίκια ηχούν.
Κάθε καλοκαίρι η μεγάλη φούντωνε έβγαζε λουλούδια πολλά, ενώ οι άλλες δύο, οι κακομοιρασμένες, ίσα που πέταγαν ίσα με δέκα κλωνάρια με ανθούς. κι αυτά ισχνά σαν ποδαράκια μικρού πτηνού. Τους είχε δώσει κι ονόματα λες και ήταν έμψυχα πλάσματα. Την πρώτη, την ξεχωριστή, την έλεγε Μυρτώ και τις άλλες δύο τις έλεγε Χαρά και Ευθαλία. Τις λάτρευε και έπιανε κουβεντολόι μαζί τους..
Στεγνό το χώμα
κονιορτός στον δρόμο-
λίβας φυσάει.
Μάζευε πάνω στην άνθιση τους κάποια από τα κλωναράκια χωρίς να τις μαδάει τελείως. Τα άφηνε στον ήλιο να ξεραθούν. Η γιαγιά της έφτιαχνε στην παλιά της ραπτομηχανή χρωματιστά και δαντελωτά σακουλάκια. Εκεί έβαζε τα λουλούδια που είχαν πλέον αποξηρανθεί από τον ήλιο και τα έδενε με κόκκινες βελουδένιες κορδέλες. Γέμισε τις ντουλάπες της κι η κάμαρά της μοσχομύριζε σαν κήπος ολάνθιστος. Οι σκόροι δεν πάταγαν πόδι εδώ.
Ρίχνει καμάκι
ο ήλιος στο μπαλκόνι-
σταφύλια τρυγά.  

Πέμπτη 11 Απριλίου 2024

Γλάρος να ήταν;

Πήγα στο γιαλό με την παχιά άμμο
εκεί που κάποτε έπαιζες με τα παιδιά.
Περνούσε ο άνεμος, φυσούσε γκρέμιζε
πύργους έπαιρνε καπέλα, στίλβωνε μαλλιά.
Δεν τα παρατούσες.
Συνέχιζες απτόητος, τα παιδιά
χειροκροτούσαν, τα καπέλα
επέστρεφαν και θρηνούσαν
πιεσμένα κάτω από βαριά βότσαλα.

Πήγα χτες στο γιαλό.
Άγριες βιολέτες, καλαμιές
και άμμος σπυρωτή.
Ένας γλάρος έκρωζε, ένα πανί
εξαφανιζόταν, ένα ψάρι δοκιμάζονταν
στον αφρό.
Χαμηλή πτήση, έφοδος.
Ο γλάρος δεν βουτά στο κύμα.
Η άμμος καίει το ράμφος του.
Οι πύργοι μια φωτογραφία παλιά.

Ο άνεμος να τρέχει σβαρνώντας αναμνήσεις.
Τρέμουν οι πύργοι σαν χέρι σε προσευχή.
Ο γλάρος εκεί να κόβει βόλτες.
Μυρίζει καμένο.
Ανεβαίνει σαν καϊμάκι ο πόνος.
Χαμηλές πτήσεις, σκάει το κύμα
σώζονται οι πύργοι την τελευταία στιγμή.
Χειροκροτήματα ακατάπαυστα.
Τα παιδιά φευγάτα.

Εγώ, ο γλάρος, ο άνεμος κι ο γιαλός.
Μου φεύγει το καπέλο.
Άνεμος καρμανιόλα.
Το αρπάζει έπειτα ο γλάρος το παίρνει μακριά.
Εξαφανίζεται.
Δυο σύννεφα σμίγουν, πέφτουν
σταγόνες.
Τσαλαβουτάω στην άμμο,
τα χνάρια μου πατημασιές γλάρων.
Ακούω κρωξίματα, αναπηδώ.

Πλάι στην άγρια βιολέτα πέφτει
μια τριμμένη καρτ - ποστάλ
με έναν μεγάλο γλάρο.
Δοκιμάζω να την αγγίξω,
δεν ξεχωρίζω τι γράφει.
Τσαλαβουτάω στην άμμο
τα χνάρια μου μια δυσδιάκριτη γραφή,
κάποιος μου επιστρέφει το καπέλο και φεύγω.
Γλάρος να ήταν; 

Τρίτη 2 Απριλίου 2024

Τάνκα

Άνθη της μανόλιας
περιφραγμένος κήπος
ο καιρός υγρός
πετροβολώ την νύχτα
αυγή κοντοζυγώνει. 

*
Δέντρο του λωτού
σκισμένη μπουτονιέρα
το χώμα ζεστό
παίρνω κλωστή των άστρων
το άνθος καρφιτσώνω.

*
Άνθος του πένθους
θλιμμένη η βιολέτα
τα χείλη πικρά
διψάσανε οι μίσχοι
νερό ρίχνω στο βάζο.

*
Άνθη της γιορτής
στεφάνια 'θε να πλέξω
κλωστή μετάξι
κίτρινες μαργαρίτες
γιρλάντες στο λαιμό σου.

*
Λυγερή κόρη
λευκή η ανθοδέσμη
το πλήθος ξεσπά
σκύβω μαζεύω άνθη
αρώματα γαρδένιας.

*
Άνθη κερασιάς
ζεστό το ξημέρωμα
γύρη στα χέρια
στολίστηκε ο κήπος
μαγικά τα χρώματα.

*
Τούφες ομίχλης
τα άνθη μες στο βάζο
θαμπά χρώματα
μοσχοβολά το σπίτι
αμέριμνος χορέυω.

*
Ξανθιά η κόμη
αμάραντα τα άνθη
μάγουλο ωχρό
έλα να σε φιλήσω
η ομορφιά με πνίγει. 

*
Πέφτει το δείλι
τον δρόμο μου φωτίζει
μια παπαρούνα
λυχνάρι δεν θα πάρω
τα άνθη θα μου φέγγουν. 

*
Άνθη νερατζιάς
στολίστηκε η πόλη
λάμπουν τα κλαδιά
γιορτή των αρωμάτων
μαγεύεται το πλήθος. 

*
Πράσινοι μίσχοι
άνθη της μαργαρίτας
πέταλα τραβώ
ερώτηση θα κάνω
το σ' αγαπώ γυρεύω. 

*
Πυκνό το δάσος
καμαρωτές πέρδικες
αργό το βήμα
παραμερίζουν άνθη
η ομορφιά περνάει. 

*
Σταθμός του τρένου
άνθη πουλά η κόρη
ο κόσμος στέκει
τα γιασεμιά διαλέγω
η πληρωμή γενναία. 

*
Άνοιξης στολή
μπουμπούκιασαν οι κρίνοι
φύλλα θαλερά
τα χρώματα φάνηκαν
λευκά θα βγούνε άνθη. 

*
Άνθη πασχαλιάς
λαμπρό το μωβ προβάλλει
χορός μελισσών
σκύβω κλαδί να κόψω
κεντρί στο δάχτυλο μου. 

*
Μπαίνω στον κήπο
τριγύρω μου τα άνθη
φιλιά πρωινά
πανσέδες και ζουμπούλια
φωλιάζουν μες τις γλάστρες. 
*
Ροζ κυκλάμινα
καρδιόσχημα τα φύλλα
βαθιές οι ρίζες
σκύβω φιλώ τον βράχο
άνθη σκουφάκια κόβω. 

*
Λευκά τα ρόδα
τα αγκάθια αιχμηρά
αγκάλες ζεστές
δέκα μαζεύω άνθη
τα μπράτσα γρατζουνίζω. 

Δευτέρα 1 Απριλίου 2024

Παροτρύνσεις κι αποτροπές

Η λάβα

Μην αγαπήσεις της ειμαρμένης 
τα ποιήματα, αγκαλιά μην τα πάρεις. 
Στεγνώνουν πίκρα στον ήλιο τα πρωινά. 
Κάποια τα καταφέρνουν μια χαρά, 
μα κάποια άλλα τα πιο συννεφιασμένα 
σε χειμάρρους  από λάβα μεταμορφώνονται 
κι απειλούν να σε κάψουν. 
(Οδυρμός γίνονται και πεσμένα δόντια
στο πρωτοΰπνι.) 
Μην τα ακολουθείς - κι έστω αν 
υποθέσουμε ότι γλυτώσεις 
και δεν χαθείς - σίγουρα κάτω από
την σκοτεινιά των φτερούγων τους 
δια παντός θα σε κρύψουν. Με 
αφιόνι σκληρό θα σε αποκοιμίζουν 
μέχρι που θα σε βάλουν στη "στενή"
να προσεύχεσαι χωρίς αγίου μειδίαμα. 

*
Ανάσταση

Μην εμπιστευτείς τις γυναικείες μήτρες
αυτές που γεννούν κανονικά παιδιά. 
Μόνο στο αμόνι των άστρων στηρίξου. 
Μέσα από το σίδερο και τις σπίθες 
ξεπηδούν οι ποιητές κι οι απόμαχοι.
Αυτοί που μόνο την καρτερία της
ανάστασης έχουν ως ύστατη επιλογή. 

*
Σκώληξ

Μην συρρικνώνεις άλλο το σώμα σου
πληθωρικά άστο να κινείται στον άνεμο. 
Θα πεθάνεις και δεν θα βρεθεί κανείς
να σε ενταφιάσει. 
Μες τον κόσμο θα έρπεις σαν σκώληξ 
βουλιμικός που από τα απόβλητα 
της καθωσπρέπει κοινωνίας τρέφεται
και στα βουρκόνερα των βάλτων ζει. 

*
Ο αχυρώνας

Μην αποπειραθείς ποτέ να πλαγιάσεις
σε παρθενικά κρεβάτια όσο αφράτα κι 
αν είναι. 
Γνώρισε καλύτερα των αχυρώνων την
τραχιά υφή. Αγκυλώσου, τρυπήσου, 
στέναξε από ηδονή. Κι αν δεν μπορείς
εκεί να πας στους καλαμιώνες τρέξε. 
Το δηλητήριο της οχιάς είναι το καλύτερο 
αντίδοτο γι αυτούς που μίσησαν τη ζωή. 

*
Μηλιά αμίλητη

Μην θελήσεις να βαδίσεις σε 
καλόστρωτα μονοπάτια. Αγνόησε
την πελεκητή πέτρα και τη βουβή 
συνομιλία με τα προσκυνητάρια. 
Στο φρύδι του γκρεμού έλα. 
Πιάσε το κουβεντολόι με την 
αμίλητη μηλιά κι αυτή θα σε 
μυήσει στα αναπότρεπτα. 
Όμορφη εκεί έρχεται η άνοιξη
και κλείνει ραντεβού με τα πάθη
των πουλιών και των ανθρώπων. 
Φίλησε την κάτω από τους 
ανθοφόρους κλάδους. 
Η νέα γενιά των σαλεμένων ποιητών
να προκύψει μέσα από αυλούς ερωτικούς. 

*
Το κοστούμι

Μην ράψεις κοστούμι από τα
αποφόρια της άνοιξης. 
Μάδησαν οι μαργαρίτες, κύρτωσαν 
οι παπαρούνες κι οι λαδανιές 
τρίφτηκαν από το χάδι του Μαμωνά.
Σκουτί πάρε από των άστρων
την καταιγίδα. Κλείσε το μάτι
στην πούλια και θα 'ρθει στο 
λεμονοδάσος χρυσό να σου φέρει
κοστούμι αρωματισμένο με τους
ανθούς των δέντρων. Θα σε βρει
ο έρωτας να σε φιλήσει και στην
μπουτονιέρα να σου κρεμάσει 
λευκούς δυο αγάπανθους να
ομορφαίνεις στο άγημα της αυγής. 

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Η γλώσσα των γερόντων

Όλα τα μονοπάτια οδηγούσαν
στον ουρανό. 
Μοναδικός ο δρόμος αυτός
σαν του έρωτα το μοναδικό πετράδι
που κρατούσαμε στα χέρια μας
από παιδιά ακόμα στους αχυρώνες. 
Μπαίναμε στα σύννεφα και
τα βουρτσίζαμε με τα δάχτυλα
όμορφα να δείχνουν. 
Περνούσαμε καλά κι άνετα
μες στη μαλακωσιά τους, βγάζαμε
τα άρβυλα ξελαφρώναμε. 
Μαζί μας είχαμε φέρει ενδύματα
πορφυρά και ντύναμε  τα σύννεφα 
απ' άκρη σ' άκρη, έφευγαν οι ώρες
γρήγορα κι έφτανε να αποσώνει 
το φως της μέρας και να συντρίβεται
πέρα στα βουνά. 

Το δειλινό σφάδαζε δίπλα
στα ερωτευμένα ζευγάρια με το
ξυραφάκι του πόθου να τους ματώνει 
τα χείλη. 
Γεμίζαμε αίματα και κάτι μεγάλα
θεόρατα σκυλιά μας έπαιρναν 
τότε στο τρέξιμο. 
Γάβγιζαν κι από το στόμα τους
έτρεχε ασημένιο το σάλιο τους. 
Μας έφταναν, βορά οι σάρκες μας
στα δόντια τους γίνονταν. 
Έπεφτε πυκνό το αίμα μας κι επέπλεε
πάνω στους καθρέφτες των σύννεφων
τρομάζαμε. 

Τα σκυλιά υποχωρούσαν κι εμείς
γιορτάζαμε την ελευθερία μας δίπλα
στα μποστάνια με τα καρπούζια. 
Κόβαμε στα τέσσερα ένα από αυτά
και γευματίζαμε. 
Με πρησμένες κοιλιές γιορτάζαμε
τα επινίκια και σε διπλούς
μπαίναμε χορούς. 
Κοντά μας οι γέροντες ενθουσιώδεις
μας χειροκροτούσαν, γαληνεύαμε. 
Μας μιλούσαν αινιγματικά δεν
τους καταλαβαίναμε κι αυτοί 
με το στόμα ανοιγμένο ως απάνω
γελούσαν δυνατά. 
Σταματούσαμε το χορό και τους
περνάμε στο κατόπι, τους φτάναμε
δεν μας εξηγούσαν. 

Έμπαιναν στις συννεφοσπηλιές 
κλειδώνονταν και παρέδιδαν τα
κλειδιά στους αγγέλους. 
Εμείς χωρίς κλειδιά δεν είχαμε
άλλο δρόμο να πάρουμε παρά 
αυτόν του γυρισμού. 
Με λαβωμένα τα πόδια φτάναμε
σπίτια μας. 
Οι κυράδες μας όλο απορία
μας ρωτούσαν τι πάθαμε. 
Δεν απαντούσαμε οι γέροντες
μας είχαν πάρει και τη φωνή. 
Πλενόμασταν και πέφταμε στα
κρεβάτια σχεδιάζοντας νέα ταξίδια. 
Ο νους μας ήταν στους γέροντες, 
στη μυστική τους γλώσσα κι εμείς
απελπισμένα ψάχναμε τρόπους 
για το πως θα τους δελεάσουμε 
να μας δεχτούν πάλι πίσω με
μια αρμαθιά κλειδιά στα χέρια. 

Τρίτη 26 Μαρτίου 2024

haibun

Απόδραση στην εξοχή. 

Πήρε τον σπάγκο, την ψαλίδα του μπαμπά απ' την αποθήκη κι ένα καλάθι φτιαγμένο από τσιγγάνικα χέρια. Ανέβηκε στο ποδήλατο της κι έφτασε γρήγορα στο κοντινό λιβάδι. Κατάσπαρτο το μέρος με λογής λογής αγριολούλουδα. Κυρίαρχες οι παπαρούνες, τα χαμομήλια και οι μαργαρίτες. Ζωηρόχρωμες πεταλούδες πετούσαν τριγύρω προσθέτοντας τις δικές τους πινελιές στο τοπίο.

Γλυκιές ευωδιές
λουλούδισε ο τόπος-
μεθά ο αέρας.

Στήριξε το ποδήλατο στο πεύκο που βρίσκονταν καταμεσής του λιβαδιού. Ένα αεράκι μπάτσισε το πρόσωπο της. Ανέπνευσε βαθιά κι ένιωσε δέος αντικρίζοντας όλη την γύρω ομορφιά. Με ταχύ βήμα κατευθύνθηκε προς τη άκρη του λιβαδιού όπου υπήρχε μια κοντή λυγαριά. Με την ψαλίδα, έκοψε πέντε έξι βέργες κι έφτιαξε ένα περίτεχνο στεφάνι με τα ευλύγιστα κλαδιά.

Πάνω στο λόφο
στοιχισμένες κυψέλες-
μέλισσες πετούν.

Κρατώντας το καλάθι στο χέρι άρχισε να μαζεύει αγριολούλουδα 
Δεν χρειάστηκε κόπος πολύς μιας και η γη έμοιαζε με ένα αφράτο από λουλούδια χαλί. Μόλις γέμισε το καλάθι ως πάνω φτεροκόπησε η καρδιά της σαν ελεύθερο πουλί. Σήκωσε τα μανίκια ψηλά και στρώθηκε στη δουλειά. Θα έφτιαχνε ένα πολύχρωμο στεφάνι με σκοπό να στολίσει την εξώπορτα του σπιτιού.

Μια μαργαρίτα 
απαντήσεις δεν δίνει-
μυστικά κρατά.

Ξετύλιξε τον σπάγκο, κι άρχισε να παίρνει λίγα λίγα απ' τα λουλούδια πλέκοντας τα προσεχτικά γύρω απ' το στεφάνι. Σε λίγη ώρα ήταν έτοιμο. Έδειχνε πράγματι πανέμορφο. Που και που είχε μπήξει μερικά κλωναράκια πεύκου για να σπάει τη μονοτονία. Σηκώθηκε όλο χαρά, το έβαλε πάνω στα ξέπλεκα μαλλιά της κι άρχισε έναν τρελό διονυσιακό χορό. Έμοιαζε με νεράιδα που μόλις βγήκε απ' το ποτάμι.

Λαμπρός ο ήλιος  
δροσοσταλίδες σβήνει-
στεγνώνουν  τ' άνθη.

Σάββατο 23 Μαρτίου 2024

Φανερός στόχος

Κλείσε μου τα μάτια
θα βλέπω με τους πόρους. 
Σφάλισε μου το στόμα
θα μιλώ με το δέρμα. 
Κάλυψε μου τα αυτιά
θα ακούω με τα νεύρα. 
Σφράγισε μου τη μύτη
θα οσμίζομαι με τις παρειές. 
Ψαλίδισε μου τα μαλλιά
θα ομορφαίνω με τον έρωτα. 
Βγάλε μου τα νύχια
θα γρατζουνάω με τα μολύβια. 
Ξερίζωσε μου την καρδιά
θα αγαπάω με το αίμα. 
Σύντριψε μου τον θώρακα
θα αναπνέω με τις ραβδώσεις.  
Δέσε μου τα χέρια σφιχτά
θα αγγίζω με τις φλέβες.
Κόψε μου τα πόδια σύριζα 
θα περπατάω με τη φαντασία. 
Σύλησε τα όλα μπορείς. 
Ένα μονάχα αλώβητο θα κρατήσω. 
Δεν θα στο παραδώσω. 
Το μυαλό. 
Αυτός είναι ο στόχος. 
Δεν θα το βρει ποτέ σφαίρα. 
Δεν θα το κάμψει η συντριβή
κι η αδράνεια. 
Εκεί σταθμεύει η ζωή μου όλη. 
Με τις ήττες της και τις εκπορθήσεις. 
Με τις μάχητες και τις ανακαταλήψεις. 
Με τα αδήριτα θέλω και τα εκατοντάδες
μαντήλια που μέσα τους κρύβω 
τους διαλεχτούς σπόρους μην και χαθούν
στο διάβα των αιώνων απ' τη γη.

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024

Θρυαλλίδα

Λαβωμένα, κλαμένα ματωμένα
δυο παιδιά τρέμουν σύγκορμα.
Δυο παιδιά μοναχά, κροταλίζουν
τα δοντάκια τους σαν κλακέτες
γελωτοποιού.
Βλέμματα λες, τρομαγμένου ζώου
που έχασε φωλιά και φαμίλια
μέσα σε μια νύχτα.
Τρέμουν σαν φύλλα,
δυο αγγελούδια, δυο ορφανά.
Φύλλα από δέντρο που το ποντίζει
ο άνεμος.
Το δέντρο ψηλό σαν το μπόι
της πατρίδας.
Πλατάνι, έλατο, σφένδαμος
κι αυτά μικρές ριζούλες
παραχωμένες σε κενοτάφιο
ηρώων.
Ψυχούλες έρημες χωρίς
δικούς τους νεκρούς.
Μια βόμβα αφού έσπασε
στα δυο τις πλάκες τις άφησε
να χάσκουν αίολες στο κενό.

Δυο παιδιά, έρμαια
του σκληρού μαύρου μετάλλου,
του καπνού και της εντεταλμένης
απόφασης.
Αγκαλιάζονται.
Φιλιούνται.
Υπόσχεση δίνουν.
Τα ματωμένο τους ρούχο
σημαία θα γίνει.
Τα κλαμένα τους μάτια
μελάνι για το τραγούδι της
επανάστασης
Τα λαβωμένα τους χέρια
κουπιά σε θάλασσες ειρηνικές.
Όρθια η ζωή τα χειροκροτεί.
Αγκαλιάζονται, σμίγουν οι ρίζες,
θεριεύουν, αντέχουν.
Δυο θρυαλλίδες γίνονται σε έναν
κόσμο που ζητά να τα αφανίσει.
Ανάποδα τον γυρίζουν.
Αντιστέκονται...

Για τους μικρούς αγωνιστές της Παλαιστίνης

Οι ορχιδέες

Έχουμε γιορτή στο σπίτι
τελευταία.
Πέταξαν ματάκια οι ορχιδέες.
Με διαφορά μιας βδομάδας
η μία από την άλλη.
Δεν θα αργήσουν να φανούν
και τα άνθη τους.
Ξέρω πως άοσμα θα είναι αλλά
πέρα για πέρα εντυπωσιακά
σαν τα χάρτινα λουλούδια
που κόβαμε στο γλασέ χαρτί
στο νηπιαγωγείο για να φτιάξουμε
το μαγιάτικο της γιορτής στεφάνι.
Σίγουρα το Μάη θα έχουν
ανθίσει κι οι δυο.
Η μία με ροζ άνθη κι η άλλη
με λευκά.
Τα ροζ άνθη θα υπερτερούν
σε αριθμό και σε ζωντάνια.
Βλέπεις τα λευκά πάντα
πιο αδύναμα θα είναι σε σχέση
με τα άλλα χρώματα.
Αδύναμα κι εύθραυστα αλλά
τόσο αγνά και ιερά σαν τα χέρια
Της Παναγίας που κάτω
από τον σταυρό αγγίζουν
με θλίψη τα καρφιά
Του Μονογενή της. 

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024

Προσκλητήριο

Για εσάς γράφω και ξενυχτάω
ποιηταράδες που βρίσκεστε ακόμα
στα ζεστά κρεβάτια σας.
Έρχομαι μέσα στη δίνη
του παμπάλαιου ύπνου σας
κρατώντας μόνο άχρωμα
ονείρατα στις αποσκευές μου.
Όσο κι αν απελπιστικά με παρακαλάτε
δεν σας παραχωρώ ούτε μία υποψία
από χρώμα γιατί απλά εγώ μόνο
από το κόκκινο του πάθους
ξεχειλίζω που εσείς σαν ιταμή πληγή
αποστρέφεστε μην και κάψει
την απαλή σάρκα των ποιημάτων σας.

Όταν ξυπνήσετε έντρομοι το πρωί
σας πιάνει παράκρουση γιατί τίποτα
δεν έχετε να θυμηθείτε από το
νυχτερινό σας ταξίδι.
Έχουν καεί ολοσχερώς οι σελίδες
σας και με απόγνωση συγγράφετε
καινούργιες.
Πόσο σας συμμερίζομαι όταν
αγόγγυστα στριμώχνεστε
για ώρες κάτω από τον ήλιο,
σε ατελείωτες ουρές, για να
προσκυνήσετε της μούσας το αβρό χέρι.
Πολλές φορές αυτή σας απωθεί
ανεβασμένη στα ψηλοτάκουνα
παπούτσια της και τυλιγμένη
με την πάχνη της έμπνευσης.
Στέκεστε μπροστά της με τις
ογκώδεις συλλογές σας, της
ψιθυρίζετε ακατάληπτα ποιήματα
εις μάτην όμως.

Δεν νιώθετε την ακαταδεξιά της
κι επιμένετε ωσάν μωροί
να εκπλιπαρείτε.
Αυτή διαλέγει πάντα μόνη της
με ποιον ευνοούμενο θα κοιμηθεί ή όχι.
Αποτραβιέστε στο τέλος πληγωμένοι
γεμίζοντας με ιερογλυφικά
τα μαθητικά σας τετράδια.
Όσο κι αν σας καλώ να έρθετε
κοντά μου δεν με ακούτε και με
σπρώχνετε μες τη νύχτα να ζω.
Του πάθους το κόκκινο μπορεί
να σας κάψει αλλά ξέρει να γράφει
πάνω στα αποκαΐδια τα αρτιότερα
της ζωής συναξάρια.

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2024

Η κιβωτός

Τόσα χρόνια πολιορκημένοι
από ανέμους ανώνυμους
στη θάλασσα φτάσαμε ενεοί
χωρίς κουπί, σανίδα
και σωσίβιο να μας παραστέκουν.
Βουνά τα κύματα μας κατάπιναν.
Κρύα τα ρεύματα μας έζωναν.
Ύφαλοι, βράχια και σκόπελοι
στα πλευρά μας κάποια
δυσανάγνωστα μηνύματα
χαράκωναν με τις προεξοχές τους.
Πονούσαμε!
Πως να ζήσουμε;
Πώς να σωθούμε;
Πώς να απαγκιάσουμε
σε ένα πέλαγος σπαρμένο
με σπασμένα όστρακα
και αμέτρητα φύκια όμοια
με φίδια ποταμίσια;

Σχεδία κάναμε το στέρνο μας
και πηγαίναμε στα μάκρη.
Τα χέρια μας κουπιά
ανοιχτά τα αφήναμε
στα κελεύσματα των γλάρων.
Οι μόνοι συνοδοί μας.
Αυτοί μας μιλούσαν, αυτοί
μας έτρεφαν και σε αυτούς
εμπιστευόμασταν της καρδιάς
τα αινίγματα και τα σμιλευμένα
του νου μας πετράδια.

Κουραστήκαμε τη γαλάζια
να θωρούμε επικράτεια.
Ζοριστήκαμε στις σπηλιές,
μικρά τα στόμια πώς να μπούμε;
Αφρόψαρα δεν είχε εκεί ούτε
άλλη ζωή καμία.
Η μοναξιά μας αδέσποτος
κεραμιδόγατος λαβωμένος
που τα θηλυκά τον εγκατέλειψαν.
Καράβια κι αν περνούσαν
δεν μας έβλεπαν τι μας έλειπαν
τα μαντήλια κι οι ψηλοί καπνοί.

Καταποντισμένοι ψάχναμε μια
ακτή να μας δεχτεί.
Στο τέλος, αφού γδάρθηκε
η ψυχή μας και το αμόνι
του νου δεν λειτουργούσε πια,
μια και μόνη ξηρά βρήκαμε.
Μια ξέρα, μια πατουλιά γης
για να ξαποστάσουμε.
Ευτυχήσαμε δυο δελφίνια,
μια φώκια, έναν θαλάσσιο
ελέφαντα και μια κοντακιανή
ελιά.
Πνίξαμε τη μοναξιά μας
κι απολαύσαμε το νέο μας μετόχι.
Πέτρα σκληρή.
Στα στερνά φτιάξαμε μια κιβωτό,
τους άλλους ναυαγούς της μοίρας
κατά πως τους πρέπει να υποδεχτούμε.

Χαϊκού

19 χαϊκού για την Άνοιξη

Πελαργοί πετούν
ήρθαν τα χελιδόνια-
γεμάτες φωλιές. 

*
Ξερό το χώμα
ισχνές οι παπαρούνες-
ήλιος διάπυρος.

*
Άνθη κερασιάς
θαλερά ασφοδίλια- 
γη της άνοιξης.

*
Κρύο αγέρι
ανθισμένες κερασιές-
χλοερός κάμπος. 

*
Ανάσα κοφτή
λουλούδια της μανόλιας-
κήπος εύοσμος. 

*
Φέτα φεγγαριού
μυρωδάτες οι φρέζες 
ύπνος ελαφρύς. 

*
Άνοιξη ξανά-
φλογέρες στα λιβάδια
κουδουνίσματα. 

*
Λαμπρό πρωινό
βιολέτες μες τις γλάστρες-
ήχοι σήμαντρου. 

*
Ξυπνούν τα φίδια
κελαρύζουν ρυάκια-
ο λόγγος δασύς.

*
Μέλισσες πετούν-
ανθισμένες αχλαδιές
άρωμα λεπτό. 

*
Λεπτό κουκούλι
έφοδος πεταλούδας-
γύρη στα φτερά. 

*
Ασημιές κλωστές
τα σαλιγκάρια βγήκαν-
άνοιξης βροχή. 

*
Κρίνα στα χέρια-
ανοιξιάτικη μέρα
πουλιά κελαηδούν. 

*
Χαρωπή κόρη
ασφοδέλους μαζεύει-
στεφάνια γιορτής. 

*
Λάμψεις κίτρινες
βγήκαν οι μαργαρίτες-
σταγόνες βροχής. 

*
Φίνο άρωμα
ταπεινό χαμομήλι-
μπρίο του δυόσμου. 

*
Αρχή άνοιξης-
ευωδιαστά ζουμπούλια 
βολβοί στο χώμα. 

*
Πτήσεις χαμηλές-
τα πετροχελίδονα 
σκιές στους κήπους. 

*
Μήνας αλλαγών-
κακός παλουκοκαύτης
ήλιος και βροχή. 

Τρίτη 19 Μαρτίου 2024

Κολοφώνας

Το μωβ στο φόρεμα
σκληρό σαν αμέθυστος
των κορφών.
Η τσάκιση δεν πέτυχε
στο στρίφωμα.
Διπλές ράγες
που καταγκρεμνίζονται
στο κενό.
Ο εφιάλτης έρχεται
πάντα στην ώρα του.
(Λίγο πριν κλείσει η πόρτα.)
Φοράει σκούρο παντελόνι
με διπλή τσάκιση.
Ολίγον στραβή.
Οι ράγες δεν τέμνονταν
πουθενά.
Αχανές το τοπίο
επίπεδο κι άβατο.

Η γυναίκα κρούει
ένα μικρό κουδουνάκι.
Η αδερφή ξεκουράζεται
στο σαλόνι.
Ο ναύτης μπεκρουλιάζει
στην προβλήτα του λιμανιού.
Το μωβ στο φόρεμα
αναπότρεπτο.
Κανείς δεν ανέλαβε την ευθύνη.
Πάει χαμένος των ομματιών του.
Ο πυρσός έσβησε.
Τα μάτια κόκκινα αντί αυτού φωτίζουν.
Το μωβ στο φόρεμα
σκληρό σαν άτεγκτος ήχος.
Ο δικαστής απεφάνθη:
δις εις........
 

Κυριακή 10 Μαρτίου 2024

Συνθηκολόγηση

Είχα την αίσθηση πως
κάποιος ήταν μες το δωμάτιο.
Κάτι σαν σούρσιμο ακούστηκε
και νομίζω πως βήματα εντόμου
αφουγκράστηκα πάνω στο παχύ χαλί.
Και ναι, δεν λάθεψα.
Ήσουν εσύ ιδρωμένος ακόμα
από το ταξίδι, αναστατωμένος
από το πυρ ομαδόν των άστρων.
Ήρθες για άλλη μια φορά
πάνω στο σταχτί σου άλογο.
Άκουσα το χλιμίντρισμα του.
Μόνο πρόσεχε, μην το δένεις
μακριά, τώρα τελευταία
περνούν αγέλες λύκων και
μια πεινασμένη αρκούδα ήρθε
προχτές και μού ζήτησε γάλα.
Είχε ένα βλέμμα γυάλινο
δολοφόνου ή μάλλον είχε μια
άδεια ματιά δραπέτη που
ξενοκοιμάται στο βουνό με τις φτέρες.

Φοβάμαι γι αυτό, το άλογο σου λέω,
φοβάμαι και για σένα.
Έρχεσαι ανυπεράσπιστος.
Εγώ όμως σε προσέχω και
σε κλείνω στην χούφτα μου.
Εδώ σε φέρνω ζωντανό.
Τι κι αν σε βλέπω σαν μέσα
απ' όνειρο καταφέρνω να σε αγγίζω.
Δεν ξέρω πώς, μην το ρωτάς.
Είσαι όμορφα ντυμένος,
μόνο που έκανες πάλι το ίδιο λάθος
και δεν άλλαξες παπούτσια.
Τα σανδάλια που φοράς είναι
από εκείνο το παιδικό θεατρικό
που είχα παίξει, πάλιωσαν
και δες τα δεν εφαρμόζουν
στο πόδι καλά, θα σκοντάψεις.
Την επόμενη φορά βάλε
εκείνα τα ταμπά λουστρίνια
που μισοτιμής πήραμε στην
αγορά, δεύτερο χέρι ήταν.

Πόσο σου πήγαιναν!
Ήταν δύο νούμερα μεγαλύτερα
σού έκαναν όμως μια χαρά.
Εκείνος που τα είχε πριν
από εσένα τα είχε προσέξει,
δεν τα στραβοπάτησε, είχε
ελαφίσιο πέλμα σαν το δικό σου
και χωρίς κανένα ίχνος πλατυποδίας.
Αυτά να βάζεις.
Επιμένω στα παπούτσια
όπως βλέπεις με το πείσμα
μικρού παιδιού γιατί αν χαθώ κάποτε
με αυτά θέλω να μ' αναζητήσεις.
Μόνο σε αυτά τα βήματα
ξέρω να υπακούω,
όμοιο στρατιωτάκι σε παρέλαση
καρναβαλιστών σε έτη αλλοτινά.
Καταδικά μας.

Σάββατο 9 Μαρτίου 2024

haibun

Το ιερό σκεύος

Από το πρωί έβρεχε ασταμάτητα. Στο σπίτι ήταν όλα ήσυχα. Η γάτα στη μαξιλάρα της, το καναρίνι κουρνιασμένο στο κλουβί κι η μικρή αράχνη στον ατελή ιστό της. Αυτή μόνη ντυμένη βαριά με κασκόλ και γάντια περίμενε να κοπάσει λίγο η βροχή για να φύγει και να βγει έξω.

Σκούρα σύννεφα-
ήρθαν τα πρωτοβρόχια
η γη ξεδιψά.

Κατά το μεσημεράκι η βροχή χαμήλωσε λίγο. Βγήκε έξω πήρε το ποδήλατο της κι έφυγε. Η αποστολή της ήταν να πάει στο ταχυδρομείο να ρίξει ένα γράμμα. Ποδηλατώντας στη βροχή νόμιζε πως οι σιγανές ψιχάλες έβγαιναν από ένα ιερό σκεύος κι έπεφταν χαλαρά επάνω της και την έραιναν.

Χλόη στον κήπο-
βγήκαν τα χρυσάνθεμα
ήλιοι κίτρινοι.

Στο δρόμο προς το ταχυδρομείο συνάντησε μια πολύ κοντινή της φίλη που έκανε κι αυτή ποδηλασία. Την ακολούθησε ώσπου στο τέλος κατέληξαν στο μικρό καφέ για να πιουν ένα αφέψημα. Εκεί της μίλησε με θέρμη για τον τελευταίο μεγάλο της έρωτα και για το περιεχόμενο του γράμματος που είχε στείλει.

Στολίδια της γης-
σκούφοι των κυκλάμινων
οι μίσχοι λεπτοί.

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2024

Πρωινή βάρδια

Ποτέ δεν μένει ανενεργή
η χιλιόχρονη καρδιά μου.
Ξυπνάει πρωί πρωί στιλβώνει
τα παπούτσια, τροχίζει
τα μαχαίρια, αερίζει το σπίτι
κι ύστερα καταπιάνεται
με το ζύμωμα, κανείς να μην
πεινάσει.
Παίρνει σκληρό αλεύρι,
νερό βρόχινο, προζύμι
και αγουρέλαιο ανασηκώνει
ως πάνω τα μανίκια κι αρχίζει.
Φτιάχνει εφτάζυμους άρτους,
μοσχοβολιστά κριτσίνια,
αφράτα παξιμάδια και για
το τέλος αφήνει τα πρόσφορα
για να μερώσει λίγο
τους απαιτητικούς νεκρούς.

Όταν τελειώσει βγαίνει στο
θεωρείο του σώματος κι αρχίζει
το σερβίρισμα.
Κερνάει καφέδες, υποβρύχια,
μαύρη σοκολάτα και τσάι
του βουνού τους νυχτερινούς
της επισκέπτες.
Κι είναι πολλοί αυτοί που
την τιμούν με την παρουσία τους.
Μικρά παιδιά του πολέμου,
μανάδες στοργικές με
σακατεμένα χέρια, ερωτευμένοι
έφηβοι και γέροντες που της
μαθαίνουν απέξω την ιστορία.
Γιατί η ιστορία αν ξεχαστεί
μυρίζει άσχημα: κομμένο μυαλό,
σάρκα σαπισμένη και πρωτόγαλα
που ξίνισε πριν καν βγει.

Για όλους και για όλα φροντίζει
κι όταν τελειώσει καλεί κοντά
της τον άγγελο της και
το σφαγιασμένο αηδόνι για να
εξευμενίσουν με το τραγούδι
τους την ημέρα που καταφτάνει.
Ύστερα απ' όλα αυτά φορά
τα στιλβωμένα της παπούτσια,
ρίχνει ένα σάλι πάνω της
και βγαίνει απ' το σπίτι.
Τραβά για την πολιτεία
σφυρίζοντας τη διεθνή.
Εκεί συναντά τους εργάτες
της πρωινής βάρδιας
και μαζί τους πηγαίνει
στη δουλειά για να προάγει
στον άμβωνα του νέου κόσμου
τα διότι του μόχθου, του αγώνα
και της εγκαρτέρησης. 

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2024

Μια απροσδόκητη άνθιση

Από το παράθυρο είδε το δέντρο
ανθισμένο.
Ταράχτηκε, τα έβαλε με
τον εαυτό της.
Πώς και δεν το πρόσεξε νωρίτερα;
Πώς το άφησε να ανθίσει χωρίς
την δική της επιρροή;
Λεπτό - λεπτό πώς δεν είχε
συμμετάσχει στη μεγαλουργία του;

Έβαλε τα τσόχινα γάντια της
και κατέβηκε στον δρόμο.
Το δέντρο εκεί να την κοιτάζει
μέσα από την πλήρη του άνθιση.
Κάποια πέταλα μάλιστα είχαν
πέσει κάτω.
Έσκυψε τα μάζεψε και τα παράχωσε
στην τσέπη της.
Απομακρύνθηκε με μια αίσθηση
αρμονίας να διαπερνάει την σκέψη της.

Στο σπίτι έκανε μια μεγάλη
ανδραγαθία: πήρε τα πέταλα,
στόλισε τα μαλλιά της κι έπειτα
μπροστά στον καθρέφτη της
εισόδου άρχισε να γελάει δυνατά.
Σήμερα θα αποτίναζε τα δεσμά της
με το θεριό.
Διακαώς πόθησε την δική
της άνθιση κι έξαφνα πριν
ακόμα γείρει το κεφάλι αριστερά,
ήρθε και την βρήκε ασυγκράτητη
η χαρά σφαλνώντας της τα χείλη.

Οι καταχραστές

Το γκρι φουστάνι είχε
ξεχαστεί στη ντουλάπα.
Μετά την εκδημία της
μαμάς κι όταν πήραμε
να μοιράσουμε τα ρούχα
βρήκαμε στο στρίφωμα
του τις πέντε χρυσές λίρες.
Ήταν το δίχως άλλο
ο οβολός της για την
απέναντι όχθη που
εμείς καρπωθήκαμε
ως άλλοι ψυχοπομποί.

Σάββατο 2 Μαρτίου 2024

Ο μικρός άλτης

Απ' όταν έφυγες μια θάλασσα
μπήκε ανάμεσα μας και μας χώρισε.
Θάλασσα πλατιά αφιλόξενη
τρικυμιώδης.
Μέσα της πνίγονται αύτανδρα
τα καράβια και στη ζοφερή τους
πορεία τα ακολουθούν κάποιες
γοργόνες γερασμένες κι αμίλητες.
Είναι καιρός που σταμάτησαν
να ρωτάνε το οτιδήποτε και
το μόνο που κάνουν είναι
να κρατούν στα χέρια τους
μαύρα μαντήλια του πένθους.

Κοίταξε τα πως επιπλέουν στην
επιφάνεια, μη γελαστείς
και νομίσεις πως είναι βραχονησίδες
και κολυμπήσεις κοντά τους για να πας.
Μην πλησιάσεις αυτά τα μαντήλια
μαύρο ξερνούν δηλητήριο και θα αρρωστήσεις,
θολούς ανεβάζουν καπνούς
και θα ζαλιστείς και η ύφανση
τους πολύπλοκη είναι και πυκνή
κι αν πέσεις μέσα της θα σε καταπιεί
ολάκερο όπως το μυθικό κήτος τον Ιωνά.

Τώρα θάλασσες μας χωρίζουν,
μίλια πολλά μας απομακρύνουν.
Οι κόσμοι μας δεν συγκλίνουν
πουθενά.
Χάος, άβυσσος, λησμονιά, έρεβος
αναμεταξύ μας, καθόλου στεριά να βγουν
τ' αγριολούλουδα.
Εσύ ψηλά να πετάς και με τους
σταυραετούς να σμίγεις
και τα θαλασσοπούλια
κι εγώ μαινάδα να γίνομαι
να ψάχνω το παιδί εκείνο
που στο σκάμμα του έρωτα
τρία πηδούσε μέτρα.
Αυτό το παιδί ξέρει καλά
πως να καταργεί τις αποστάσεις.
Πολλά έχει χαλίκια στις τσέπες του
κι αν τα αφήσει να πέσουν
γέφυρες θα γίνουν και θαλασσοσπηλιές
για να μην κλαίει μόνη της η αγάπη.

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2024

senryu

17σύλλαβο χιουμοριστικό ποίημα με επίκεντρο τον άνθρωπο.

Κλειστή η οδός
διαδηλωτές φωνάζουν
σκούζουν σειρήνες.

*
Οδός ονείρων
σβέλτη η σερβιτόρα
ελιά στο μπούτι.

*
Ανοιχτή οδός
σαραβαλάκι έρπει
στριγγλίζουν κόρνες.

*
Ασφαλής οδός
κοριτσόπουλα περνούν
σφυρίζουν μάγκες.

*
Πηχτός ιδρώτας
ανηφορική οδός
μουσκίδι πλήθος.

*
Ήσυχη οδός
αναρριχώνται κλέφτες
γάντζοι τα πόδια.

*
Ισχνός φωτισμός
κακόφημη η οδός
ρεστάρουν μάγκες.  

*
Ορδές κυνηγών
ανθισμένη η οδός
οι κάνες στραβές 

*
Έλευση ψυχών
οδός με ασφοδείλια
ψόφιος ο χάρος. 

Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2024

Ωδή στη νύχτα

Στον φίλο Γιάννη

Στη νύχτα δόθηκα από μικρή.
Νυχτοπούλι της ήμουν
κατά πως έλεγε η μάνα μου.
Αρνιόμουν να πάω νωρίς
για ύπνο και μπροστά στον
καθρέφτη της εισόδου
αρεσκόμουν να προβάρω
το ένα μετά το άλλο τα
βαρύτιμα λαμέ ρούχα της.
Προσηνής ήμουν μαζί της
κι αυτή ανοιχτοχέρα μεγάλη
κάτω από τα πέπλα της
με έμπαζε τα πρώτα να γράψω
παιδικά σκαριφήματα.

Μια φορά, το θυμάμαι καλά,
νύχτα γεναριάτικη ήταν και
στον κήπο ακουγόταν το συρτό
μοιρολόι του γκιώνη
παράτησε μπροστά στα σκαλιά
της καρδιάς μου ένα παράνομο
βλαστάρι της.
Καρπός ενός βίαιου έρωτα ήταν.
Το δέχτηκα πώς να το αρνηθώ;
Το υιοθέτησα και στα λιανά μου
χέρια δικό μου έγινε παιδί.
Ερμή το ονόμασα τα γράμματα
μου να παίρνει και να τα ρίχνει
μέσα στο γραμματοκιβώτιο
της αγάπης.
Έτσι με αυτό τον τρόπο
αγάπησα βαθιά όλους τους
ταχυδρόμους που κατά καιρούς
πέρασαν από το σπίτι μου.

Πολλούς είχα αγαπητικούς
πριν ακόμα ξυπνήσει η φύση
το ρολόι του σώματος.
Η νύχτα μου έδινε τα πέπλα της
σαν την Σαλώμη να χορεύω
μπροστά τους.
Αγάπησα κι αγαπήθηκα πολύ
χάριν αυτής και πολλά
αγγελικά έκανα μωρά
το πέπλο μου να κρατούν
να μην τσακιστώ στα καθημερινά
νυχτοπερπατήματα μου.

Και τι δεν έβρισκα στο διάβα μου
δεν λέγεται:
Διαμαντικά, εβένους, χρυσάφια,
ασήμια αλλά και την ηδονική
κρύπτη της ποίησης.
Δελεάστηκα και βαθύπλουτη
έγινα, σήμερα εδώ να μιλώ
για τις χάρες της
και καταθέσεις πολλές
να κάνω στο όνομα της.
Τόσους θησαυρούς τι να τους
κάνω αν μοναχή μου τους έχω;
Τα μωρά μου μεγάλωσαν
κι έφυγαν κι εγώ που ξέμεινα
από αγαπητικούς νυχτοπούλι
της ζητώ να γενώ ξανά.

Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2024

Πως ο πατέρας αξιώθηκε να ζήσει τα θαύματα

Ο πατέρας ήταν πολύ ευσεβής και πίστευε βαθιά στα θεία. Άγιος άνθρωπός ασκητικός κατά γενική παραδοχή.
Πήγαινε ανελλιπώς κάθε Κυριακή στην εκκλησία, νήστευε, διάβαζε τις γραφές, άναβε συχνά τα καντήλια των κοντινών εκκλησιών κι ήταν επίτροπος στον τοπικό ναό.
Μια μέρα ηλιόλουστη, Μάρτης ήταν, πήγε σε ένα μακρινό χωράφι που συνόρευε ανατολικά με το ξωκλήσι της Παναγίας της Ζωοδόχου Πηγής.
Ήταν το μόνο χωράφι που δεν του είχε δώσει σταγόνα λάδι την προηγούμενη χρονιά και ζητούσε περισσότερο από τ' άλλα την προσοχή του.
Όταν τελείωσε με το σκάψιμο και το ανάριεμα σκούπισε με την ανάστροφη το ιδρωμένο μέτωπο και κατευθύνθηκε στο ναό για να προσκυνήσει. Πριν περάσει το κατώφλι έσκυψε κι έσβησε τη δίψα του από την ιερή κρήνη του αυλόγυρου. Μετά άνοιξε την σαρακοφαγωμένη πόρτα και σεβάσμια μπήκε στο χώρο βγάζοντας το καπέλο του.
Αφού ασπάστηκε τις εικόνες έφτασε μπροστά στην ωραία πύλη κι είπε να ανάψει τις οχτώ καντήλες που βρίσκονταν εκεί. Τις γέμισε ευλαβικά με λάδι κι έβγαλε από την τσέπη τα σπίρτα.
Τότε ήταν που έγινε κοινωνός ενός απίστευτου θαύματος.
Οι φλόγες ξεπετάχτηκαν ατίθασες και ξεπέρασαν σε ύψος τα εικοσιπέντε εκατοστά. Δυο παλάμες πάνω κάτω αντρίκιεςαγγέλους. Ανέβαιναν οι φλόγες ασυγκράτητες σαν να ήθελαν να διατρυπήσουν με μανία το ετοιμόρροπο ταβάνι και να συναντηθούν με τους αγγέλους. Ο πατέρας αποσβολωμένος σταυροκοπήθηκε και τσίμπησε τα πλευρά του για να βεβαιωθεί ότι δεν έβλεπε όνειρο.
Ταράχτηκε τόσο που τα πόδια έγιναν βαριά σαν τσιμέντο και δεν τον βαστούσαν άλλο όρθιο.
Διάλεξε το πιο κοντινό στασίδι κι έκατσε. Μια χοντρή σταγόνα
από δάκρυα διέσχισε το δεξί του μάγουλο κάνοντας την όραση του θολή. Έτριψε τα μάτια του με το μαντήλι για να δει καλύτερα.
Οι φλόγες εξακολουθούσαν να είναι τεράστιες.
Με κόπο πήρε από το ψαλτήρι το ευαγγέλιο κι άρχισε να διαβάζει με τρεμάμενη φωνή αποσπάσματα και ύμνους.
Έμεινε εκεί ως το σούρουπο. Για ένα τρίωρο οι φλόγες δεν έλεγαν να καταλαγιάσουν.
Η φοράδα του δεμένη στον πλάτανο έξω από το ναό φούρμαζε αναστατωμένη. Λίγο έλειπε να κόψει την τριχιά της. Με ασταθή βήματα βγήκε από την εκκλησία και πήγε κοντά της. Την χάιδεψε με ταπεινότητα και παραλογισμένος ακόμη από τη μέθεξη ξεκίνησε να φύγει. Την ίδια νύχτα κι ας ήταν απαγορευτική η ώρα κατέφυγε σχεδόν παραπαίοντας στον παπά του χωριού.
Του διηγήθηκε το περιστατικό με φωνή τρεμουλιαστή, αυτός τον άκουσε προσεχτικά και τον συμβούλεψε να νηστέψει για ένα μήνα. Δεν παρέλειψε να του τονίσει πως πρέπει να νιώθει ευλογημένος για αυτό που έγινε και να μην το πει παραέξω.
Εκείνο το βράδυ και για πολλές νύχτες ακόμη δεν κοιμήθηκε καθόλου. Η χαραυγή τον έβρισκε γονατιστό μπροστά στο εικονοστάσι να σταυροκοπιέται και να προφέρει εδάφια από την Αγία γραφή.
..................................................................................................................................................................
Την επόμενη χρονιά κι ενώ όλο το χωριό είχε ακαρπία, τα δικά του χωράφια ήταν υπερβολικά γεμάτα ειδικά αυτό της Παναγίας. Ο πατέρας είχε αξιωθεί κι ενός άλλου θαύματος και έτσι απόλυτα θρήσκος καθώς ήταν αποφάσισε το λάδι που έβγαλε από την απρόσμενη φετινή λαδιά να μην το κρατήσει για την φαμίλια παρά να το μοιράσει στους άπορους και στους ναούς της ευρύτερης περιοχής.
Κάπως έτσι ησύχασε το παραδαρμένο του πνεύμα κι ενισχύθηκε τα βέλτιστα η πίστη κι η προσήλωση του στα θεία.

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2024

Το εκμαγείο του έρωτα

(κι αν μάδησαν τα φτερά μου
δεν ξέχασα ποτέ τους αλλόκοσμους
αιθέρες)

Τόσο μικρός έγινες που
χωράς μέσα στη φούχτα μου.
Όνομα μου εσύ γαλήνιο.
Πεμπτουσία μου εσύ μοναδική.
Ψυχή μου εσύ ελεύθερη.
Σε θέλω, σε έχω, σε προσκυνώ.
Στη γραμμή της ζωής μου
ξαπλώνεις και κοιμάσαι και
με το μεσαίο δάχτυλο μού
δείχνεις του έρωτα τα τοπία.
Τη ζέστη των χεριών μου
αγαπάς κι από τον αντίχειρα
μου ζητάς να σου στείλει μαντήλι
αιθέριο πάνω στις ζαρωματιές του
να σμίξουμε ερωτικά
σαν δυο κυπρίνοι στην όχθη της λίμνης.

Στον έρωτα σου προσπέφτω
και σε εμπεριέχω.
Όλος εσύ μια ταξιανθία ζουμπουλιών
που το μυαλό μου λιγώνει.
Άρωμα μου εσύ μυστηριακό
Χρώμα μου εσύ πρωτόφαντο
Ψυχή μου εσύ ελεύθερη.
Στο λακκάκι του λαιμού μου
βρίσκεις καταφύγιο κι εκεί
ρίχνεις τις βαθιές ρίζες σου.
Νάμα σε ποτίζω γλυκόπιοτο.
Μεθάς και τραγούδι αρχίζεις
πωγωνήσιο καθώς παραπλήσια
στις χορδές μου ζεις κι εμπνέεσαι.

Με ανακριτικό φακό στο χέρι
σε δικάζω και σε μέμφομαι.
Σε καταδικάζω και στο αίμα
μου σε φυλακίζω παντοτινά.
Ακριβό μου εσύ στολίδι που
από τα χέρια μου έπεσες.
Σελίδα μου εσύ λευκή που
πάνω της θα φυτρώσει
πάναγνο το ποίημα.
Ψυχή μου εσύ ελεύθερη.
Στον αφαλό μου εισχωρείς
και με στάση εμβρυακή απ'
το αμνιακό μου υγρό θρέφεσαι
κι εκεί κολυμπάς.
Γεννήτορας σου γίνομαι και
κάτω από τους ήχους του
σήμαντρου σε διπλανασταίνω.

Τόσο μικρός έγινες που
χωράς μέσα στου πέλματος
μου το τόξο.
Σε ταξιδεύω, σε κυκλοφορώ
και σε αρχαϊκά σε πηγαίνω
θέατρα μαγικά για να σμίξεις
με τους μύθους των Ατρειδών.
Πολιορκητική μου εσύ μηχανή
που κοντά σου ξεψυχώ.
Ταξίδι μου εσύ μακρινό που
στο βόρειο σέλας με βγάζει.
Ψυχή μου εσύ ελεύθερη.
Σε θέλω, σε έχω, σε προσκυνώ.
Δρόμους πλατιούς ανοίγω και
χωρίς χάρτες σε οδηγώ
στα συλλαλητήρια της αγάπης
και του μόχθου.
Μπροστάρης εσύ κι εγώ
ο βαρυσήμαντος λόγος του
μέλλοντος που για χρόνια
ολάκερα θα κυοφορώ για σένα.

Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2024

Διαπραγματεύσεις

Ημισέληνος ήμουν
μα όταν έσμιξα μαζί σου
λαμπρή έγινα πανσέληνος
και φιγουράρω μπροστά
στους καθρέφτες των
καλλίπυγων κορασίδων.
Με μάτωσες.
Ιδού η σκοτεινή μου πληγή.
Με έθρεψες.
Κοίτα τα παχυλά μου μπράτσα.
Με πότισες.
Δέξου τα πολύχρωμα άνθη
του στέρνου μου.
Στο τέλος κι αφού πρώτα
με χόρτασες, αβασάνιστα
με έριξες σε ένα βαθύ χορταριασμένο
πηγάδι να συνομιλώ με της λήθης
το παγερό νύχι.

Χάνω τα μάτια μου, την καρδιά μου,
τα χέρια μου και το σώμα
μου όλο, ένα γλυφό νερό το περιλούζει
και το ροκανίζει.
Πώς θα βγω από εδώ;
Ποδηλάτισσα να γίνω να τριγυρνάω
πάνω στων μνημάτων την
αφειδώλευτη λευκότητα και
στων γεννήτορων μου την
αγιασμένη περφάνια.

Η τυράγνια σου με τρώει, κάνω
να αναρριχηθώ κι εσύ με των
λόγων σου τη φαρμακερή
σαΐτα όλο πιο μέσα με τραβάς.
Τις μάγισσες καλείς κοντά μου
κι αναθυμιάσεις με ζαλίζουν.
Με την λάβα των ηφαιστείων
απειλείς να με κάψεις.
Ιούδας γίνομαι πάνω στης συκής
την γαλακτερή παλάμη.
Αιωρούμαι ατελεύτητα....
Φοβάμαι, τρομάζω και να αποσχιστώ
από το κράτος σου θέλω.

Μισώ το νέο σώμα που με έντυσες,
περιφρονώ τα κοράκια
που με τριγυρίζουν.
Πεταλιά θέλω δυνατή να πατήσω
κι ολόφωτη να βγω
στα χρυσαφένια χωράφια του ήλιου
και στου ουρανού την τραχιά
επιδερμίδα ημισέληνος να ξαναγίνω
και να διαιρεθώ σαν τον κλέφτη
σε χιλιάδες κομμάτια.