Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2025

Επιλογή

 Επιλογή 

Παραδίπλα στα καρνάγια βρίσκεις 
παροπλισμένα κάποια πλοία
με σκουριασμένα τα όκια.
Πέρασαν θύελλες 
Χτυπήθηκαν από κύματα βουνά 
Συνάντησαν σειρήνες, συνομίλησαν 
με γοργόνες και θαλάσσια όντα. 
Αν τα αφουγκραστείς, τα κατανοήσεις
και στήσεις το αυτί σου
στα ύφαλα τους δεν μπορεί παρά 
να ακούσεις τη λαλιά τους.
Τις διαταγές του καπετάνιου δυνατά 
" όρτσα τα πανιά "
και το άλλο " πόντισε την άγκυρα"
Μένει εσύ να διαλέξεις.
Νεφέλες 

Μες στις νεφέλες θα σε βρω
κάπου είσαι κρυμμένος 
σιγά πατάς μην ακουστείς
στα όνειρα δοσμένος 

Στους κόσμους σου μέσα θα μπω
κλειδί κρατώ στο χέρι 
μ' αναμαλλιάζει  ο άνεμος 
τα δάκτυλα για χτένι 

Θέλω να ρθω καί νά με δεις
τους ώμους σου ν' αγγίξω
στην αγκαλιά σου ναυαγός 
άγκυρα για να ρίξω 

Είμαι πουλί χωρίς τροφή 
ρυάκι χωρίς κοίτη 
θε να πετάξω εκεί ψηλά 
μπρος στον αποσπερίτη 

Πολλά ζητώ μα θα σε βρω
ολόγυμνος να βγαίνεις 
απ' τα ουράνια νερά 
στη σκήτη μου να μπαίνεις

Θέλω να ρθω καί νά με δεις
τους ώμους σου ν' αγγίξω 
στην αγκαλιά σου ναυαγός 
άγκυρα για να ρίξω 
Το αερόστατο 

Κλείστηκες σ' αερόστατο 
να πας ψηλά στα νέφη 
άφησες πίσω ότι αγαπάς 
κι ότι σε μένα πέφτει

Από ψηλά τώρα θωρείς 
του έρωτα τις πίκρες 
σφυρίζεις μάγκικο σκοπό 
κι αποσιωπείς τις ήττες 

Εγώ σου λέω σ' αγαπώ 
κι εσύ κοιτάς τ' αστέρια
χρυσό πετάω το σκοινί 
να σε κρατώ στα χέρια 

Εκεί που μένεις δεν κρατά 
κι ο έρωτας πεθαίνει 
βουβή περνάει η χαρά
κανέναν δεν προφταίνει 

Βγάλε το μαύρο απ' τη ζωή 
κι έλα εδώ να ζήσεις
μες στα πυκνά μου τα μαλλιά 
έλα να κατοικήσεις 

Εγώ σου λέω σ' αγαπώ 
κι εσύ κοιτάς τ' αστέρια
χρυσό πετάω το σκοινί 
να σε κρατώ στα χέρια 
Δώσε πνοή 

Φύσηξα στο ποτήρι σου
θάμπωσε το γυαλί σου
θάμπωσαν όλα τα όνειρα 
μαζί και η ζωή σου 

Έφυγες πήγες μακριά 
να σώσεις τη μορφή σου
στα σύννεφα που κατοικείς
βρήκες την ύπαρξη σου

Έλα εδώ να δεις ξανά 
πόσο σε αγαπάω 
μες στα μελτέμια όπου ζω
για σένανε μιλάω 

Βουκέντρα εμέ με μάτωσε
τα λόγια που χρωστούσες 
με έσυρες στον θάνατο 
κι είπες πως μ' αγαπούσες

Δώσε πνοή να σε χαρώ 
λίγο να αναπνεύσω 
παγώσανε οι φλέβες μου
φοβάμαι δεν θ' αντέξω

Έλα εδώ να δεις ξανά 
πόσο σε αγαπάω 
μες στα μελτέμια όπου ζω
για σένανε μιλάω

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2025

Το τσέλο 

Σ' είχα Θεό μα έφυγες 
μια του Σαββάτου νύχτα 
γι' άλλα περβόλια κίνησες 
για τ' ουρανού την πίστα 

Μην με μαλώνεις κάθομαι 
κι αναπολώ τις μέρες 
που'χες στους ώμους σου φτερά 
στις κνήμες σου αιθέρες 

Ψηλά πετούσες μα εδώ 
στεκόσουν με κοιτούσες 
μ' ένα μολύβι έγραφες 
όσα από με ζητούσες 

Μην με μαλώνεις κάθομαι 
κι αναπολώ τις μέρες 
που'χες στους ώμους σου φτερά 
στις κνήμες σου αιθέρες 

Τώρα που πήγες μακριά 
αχ πιότερο σε θέλω 
ακούω τις φτερούγες σου
και ήχους από τσέλο 

Μην με μαλώνεις κάθομαι 
κι αναπολώ τις μέρες 
που'χες στους ώμους σου φτερά 
στις κνήμες σου αιθέρες 

Οι ήχοι αυτοί με φέρνουνε
κοντά σε ό,τι αγαπούσα 
δεν είν' στροβίλισμα του νου
μα αυτό που αποζητούσα 

Μην με μαλώνεις κάθομαι 
κι αναπολώ τις μέρες 
που'χες στους ώμους σου φτερά 
στις κνήμες σου αιθέρες 
Κρυφό μαργαριτάρι 

Με τα δοξάρια της βροχής 
ήρθα κοντά σου απόψε 
τα μαύρα τριαντάφυλλα
της γης μου έλα και κόψε 

Σ' είχα Θεό και προσευχή 
κλειστό μαργαριτάρι 
με μια λεπίδα τ' άνοιγα 
στο φόραγα γιορντάνι 

Είν' ο λαιμός σου ποταμός 
κι όλα τα παρασέρνει 
στη βουερή τη θάλασσα 
και στους βυθούς με φέρνει 

Σ' είχα Θεό και προσευχή 
κλειστό μαργαριτάρι 
με μια λεπίδα τ' άνοιγα 
στο φόραγα γιορντάνι 

*
Αγγέλου μορφή 

Το όνομα σου ύμνησα
το άγιο σου το σώμα 
όμορφα το ξετύλιγα
χρυσό του 'σταζα χρώμα 

Να φέγγεις ν' αστραποβολάς
να μοιάζεις του αγγέλου
χρυσή ρομφαία να κρατάς 
γλυκό κρασί αμπέλου 

Μέθυσα με τα λόγια σου 
σταλιά σταλιά σε ήπια
τους φόβους σου πολέμησα
της λήθης τα τερτίπια 

Να φέγγεις ν' αστραποβολάς
να μοιάζεις του αγγέλου
χρυσή ρομφαία να κρατάς 
γλυκό κρασί αμπέλου 

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2025

Αντιήρωας 

Τσιγάρο πίνεις και καφέ 
δεν λογαριάζεις ώρες 
ταξίδια κάνεις με το νου 
γυρνάς σε άλλες χώρες. 

Δεν ξέρω πως σε αγάπησα 
πως έγινες συνήθεια
ξέρω μονάχα πως βραχνάς 
μου έγινες στα στήθια. 

Ρούχα φοράς αλλόκοτα 
βραχιόλια και κολιέδες 
βάφεις τα νύχια μελανά 
τραβάς και ναργιλέδες 

Δεν ξέρω πως σε αγάπησα 
πως έγινες συνήθεια
ξέρω μονάχα πως βραχνάς 
μου έγινες στα στήθια. 

Στην αγκαλιά σου ναυαγός 
έρχομαι κάθε βράδυ 
βουτιές κάνω στο σώμα σου 
στο δικό σου το σκοτάδι 

Δεν ξέρω πως σε αγάπησα 
πως έγινες συνήθεια
ξέρω μονάχα πως βραχνάς 
μου έγινες στα στήθια


Μαντεψιές

Μάγισσα είσαι κι ήρθα 'γω
μαντεψιές να ζητήσω 
το βόλι που 'χω στην καρδιά 
με βοτάνια να σβήσω  

Πολιορκία στην καρδιά 
Ο έρως έχει στήσει 
κάνω να πάρω το σπαθί 
αλλά δεν βρίσκω λύση 

Η λαβωμένη μου καρδιά 
έμεινε δίχως ταίρι 
συντρίμμια μπρος στα πόδια σου
να με φυσά τ' αγέρι 

Πολιορκία στην καρδιά 
Ο έρωτας έχει στήσει 
κάνω να πάρω το σπαθί 
αλλά δεν βρίσκω λύση 

*
Οβίδες 

Βουρκώσανε οι ουρανοί 
κι εφάνη καταιγίδα 
μα των ματιών οι κεραυνοί 
χτυπούν δίχως ελπίδα 

Σε δρόμους βγήκα ανοιχτούς 
κι οι μπόρες σου μ' επλήξαν 
τη λήθη είχες αρχηγό 
και οι λαβές εξείχαν

Με χτύπησες αλύπητα 
και το παιδί δεν είδες 
που είχα μέσα στη καρδιά 
το σκότωσες μ' οβίδες 

Σε δρόμους βγήκα ανοιχτούς 
κι οι μπόρες σου μ' επλήξαν 
τη λήθη είχες αρχηγό 
και οι λαβές εξείχαν
Παλικαράκι 

Αντάρτισσα έχεις καρδιά 
θύελλα στα μαλλιά σου
στύβεις την πέτρα στο λεπτό 
λεπίδι η λαλιά σου.

Μπροστά διαβαίνεις προχωράς 
τον έρω­τα κατέχεις 
ορθόπλωρα τα στήθη σου
σκαρί εσύ π' αντέχεις.

Στο παραθύρι σου μπροστά 
παλικαράκι λιώνω 
δυο μέρες έχω να σε δω
λευκό πανί σηκώνω 

Μπροστά διαβαίνεις προχωράς 
τον έρω­τα κατέχεις 
ορθόπλωρα τα στήθη σου
σκαρί εσύ π' αντέχεις.

*
Παντοκράτωρας 

Τρεις μέρες έχω να σε δω
και μοιάζουν με αιώνες 
ήρθαν τα καλοκαίρια μας
μα στη καρδιά χειμώνες. 

Σε προσκαλώ να 'ρθεις εδώ 
τους πάγους για να λιώσεις 
με ήλιο παντοκράτωρα 
έλα να με γλυτώσεις 

Ο έρωτας για σένανε 
στο κομπολόι χάντρα 
ρίξε μου μόνο μια ματιά 
κι έλα πίσω στη μάντρα 

Σε προσκαλώ να 'ρθεις εδώ 
τους πάγους για να λιώσεις 
με ήλιο παντοκράτωρα 
έλα να με γλυτώσεις.

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2025

Αφίσα 

Σάββατο βράδυ έφυγες 
προτού ανάψουν φώτα 
το τρένο δίπλα κύλαγε 
κι είχες αλλάξει ρότα 

Είσαι του Μάη λάγγεμα 
κάνεις δεν παραβγαίνει 
στολίδι είσαι στο λαιμό 
που το κορμί μαθαίνει.

Ανέλπιστα σε έχασα 
σκοτάδι τώρα πίσσα  
σε ζήτησα σε έψαξα 
σε έκρυψε μι' αφίσα 

Είσαι του Μάη λάγγεμα 
κάνεις δεν παραβγαίνει 
στολίδι είσαι στο λαιμό 
που το κορμί μαθαίνει.

*
Τρωικός πόλεμος 

Ελένη της πικρής ζωής 
γυναίκα και υφάντρα
έφτιαξες το πουκάμισο 
φόρεσες μαύρη χάντρα 

Η Τροία ήταν μέσα σου
την φύλαγες στο αίμα 
χτυπούσαν τα βραχιόλια σου
σαν είπες φεύγω τέρμα. 

Δυο έθνη εσύ πλάνεψες 
βουκέντρα τα δυο χείλη 
μόνη στο τέλος έμεινες 
κι αναπολείς το δείλι 

Η Τροία ήταν μέσα σου
την φύλαγες στο αίμα 
χτυπούσαν τα βραχιόλια σου
σαν είπες φεύγω τέρμα

Η μπαλαρίνα 

Χαρούμενα σε κοίταξα 
με θέρμη στη ματιά μου 
ποσώς εσένα σ' ένοιαξε 
κι ας σ' είχα άγκυρα μου

Στον άνεμο εμήνυσα 
ο χρόνος μας να τρέξει 
σε δυο τροχούς ανέβηκα 
μια ώρα πριν να φέξει 

Μια πεταλούδα πέταξε 
διάφανα τα φτερά της
η μπαλαρίνα κοίταξε 
σκληρή 'ταν η ματιά της

Στον άνεμο εμήνυσα 
ο χρόνος μας να τρέξει 
σε δυο τροχούς ανέβηκα 
μια ώρα πριν να φέξει 

*
Η φήμη 

Καυτά μου φύγαν δάκρυα 
τότε που 'πες αντίο 
τίναξες τα ιμάτια 
σου φάνηκε αστείο 

Εγώ δεν σε ξεπέρασα 
χαράκτηκες στη μνήμη 
τα χρόνια κι αν επέρασαν
αβυσσαλέα φήμη 

Κρατώ σφιχτά το σκίτσο σου
βλέπω το πρόσωπό σου
πότε μου δεν σ' αρνήθηκα
δεν σβήστει τ' όνειρο σου

Εγώ δεν σε ξεπέρασα 
χαράκτηκες στη μνήμη 
τα χρόνια κι αν επέρασαν
αβυσσαλέα φήμη 
Το ρήγμα 

Ανέμου ζώνη φόρεσες 
και πέταξες στα ύψη
με ουρανούς συγγένεψες 
δάκρυ να μη μου λείψει. 

Σ' ακολουθώ και χάνομαι 
μες στο κενό θα τρέξω 
βαθύ το ρήγμα πιάνομαι 
στη φυλακή σου απέξω 

Γιορτής μαντήλι φόρεσα
σανδάλια για παπούτσια 
μακριά να ζω δεν μπόρεσα 
δικά σου τα καπρίτσια 

Σ' ακολουθώ και χάνομαι 
μες στο κενό θα τρέξω 
βαθύ το ρήγμα πιάνομαι 
στη φυλακή σου απέξω 

*
Η άπτερος νίκη 

Πένθιμοι είναι οι στίχοι μου
κι αγκάθια έχουνε σώμα
άπτερος είναι η νίκη μου 
βλασταίνει σ' άλλο χώμα 

Σε γύρεψα στα πέρατα 
στης γης το περικάρπιο 
μούμιες παντού και τέρατα 
άργησε να ρθει τ' αύριο. 

Ανάθεμα την, τη στιγμή
που στη σκηνή εστάθης 
σώμα μου πήρες και ψυχή 
με πλάνεψες κι εχάθης 

Σε γύρεψα στα πέρατα 
στης γης το περικάρπιο 
μούμιες παντού και τέρατα 
άργησε να ρθει τ' αύριο. 
Χωρίς αποφάσεις 

Θα βγω ψηλά σ' ένα βουνό 
τα σύννεφα να πιάσω 
μέσα στις ελατοκορφές 
πνοές για να μοιράσω 

Ξοδεύτηκα μες τη ζωή 
σε δρόμους να γυρίζω 
κι είπα να πάρω ένα στρατί 
χωρίς να αποφασίζω 

Ανώφελα όλα γύρω μου
τρένο που δεν τσουλάει 
ράγες που μείναν ορφανές 
κέρμα που δεν μετράει

Ξοδεύτηκα μες τη ζωή 
σε δρόμους να γυρίζω 
κι είπα να πάρω ένα στρατί 
χωρίς να αποφασίζω 

*
Του απαρνημένου 

Στ' απαρνημένου την αυλή 
συχνάζουν κορασίδες 
που 'χουν τα στήθη τους στητά 
και φέρνουν καταιγίδες 

Χωρίς φωτιά να καίγομαι 
σπινθήρας να πετιέμαι 
να καίω και να φλέγομαι 
καπνός και να λυγιέμαι

Ήρθα κι εγώ μια χαραυγή 
προσκύνημα να κάνω 
να δω κορίτσια σαν νερά
την ομορφιά να υφάνω 

Χωρίς φωτιά να καίγομαι 
σπινθήρας να πετιέμαι 
να καίω και να φλέγομαι 
καπνός και να λυγιέμαι
Στρατιώτης λιποτάχτης 

Διπλόχορδα σου έφερα 
μπουζούκια κουρδισμένα 
τον πόνο για να τραγουδάς
της καρδιάς τα καμμένα 

Με καις στάχτη γίνομαι 
στρατιώτης λιποτάχτης 
μες στα όνειρα πνίγομαι 
ξέθωρος ένας χάρτης 

Πλαγιάζω μες στα κύματα 
στους βυθούς κατεβαίνω
κοράλλια βουτώ αναθήματα 
της αγάπης όρκο σβησμένο 

Με καις στάχτη γίνομαι 
στρατιώτης λιποτάχτης 
μες στα όνειρα πνίγομαι 
ξέθωρος ένας χάρτης 

*
Του φεγγαριού καδένα 

Έριξα απόψε τα χαρτιά 
για σένανε αγάπη 
πολλά βρήκα ανομήματα 
βλαστήμια και απάτη 

Καλά δεν σε λογάριασα 
χελι γλιστράς και φεύγεις 
το δάκρυ που σου άφησα 
μια σκιά που αποφεύγεις 

Αμάρτησαν τα χέρια μου
σε χάδια πληρωμένα 
απλώθηκε το βλέμμα μου 
σε φεγγαριού καδένα 

Καλά δεν σε λογάριασα 
χελι γλιστράς και φεύγεις 
το δάκρυ που σου άφησα 
μια σκιά που αποφεύγεις 




Ο βυθός 

Σ' αγαπώ κι είναι άπειρα 
τα χιλιόμετρα που τρέχω.
αχάραγα σαν το πουλί 
κελαηδώ για να αντέχω 

Στις μουσικές χαρίζομαι 
εισβάλω στο βυθό σου
είμαι κοντά στ' ορκίζομαι 
παραμύθι μαγικό σου

Η μοίρα για εμάς έπλεξε 
δίχτυ σφιχτό κι υφάδι 
Η καρδιά μας ανέπτυξε 
ταχύτητα που τα σπάει 

Στις μουσικές χαρίζομαι 
εισβάλω στο βυθό σου
είμαι κοντά στ' ορκίζομαι 
παραμύθι μαγικό σου

*
Το όστρακο 

Σε θέλω είναι αχαλίνωτος 
ο πόθος που σου κρύβω 
το κορμί σου περίπατος 
σ' εξοχή κι όλο στρίβω 

Πλαγιάζω στα λουλούδια σου
καρπίζω στη ψυχή σου
γεννιέμαι μες τα λόγια σου
θάλασσα η φωνή σου

Σε θέλω όστρακο γίνομαι 
να παίζεις με το κύμα 
στο άγγιγμα σου αφήνομαι 
κάνε κι εσύ ένα βήμα 

Πλαγιάζω στα λουλούδια σου
καρπίζω στη ψυχή σου
γεννιέμαι μες τα λόγια σου
θάλασσα η φωνή σου


Τρελή σερπαντίνα 

Σβήνεις ξανθό αστέρι μου 
στον ουρανό πεθαίνεις
απόψε γίνε ταίρι μου
εξαρχής με μαθαίνεις 

Σε κράτησα στα χέρια μου 
τρελή μου σερπαντίνα 
δεν χώρας είσαι έννοια μου
αστείρευτη πομπίνα 

Στα ύψη πας και χάνεσαι 
ανεμόπτερο στα χάη 
σε κυνηγώ δεν πιάνεσαι
κι η καρδιά σταματάει 

Σε κράτησα στα χέρια μου 
τρελή μου σερπαντίνα 
δεν χώρας είσαι έννοια μου
αστείρευτη πομπίνα

*
Λυγαριά

Απόψε εγώ σου δίνομαι 
σε πλάγιασα στο χώμα 
αετός και παραδίδομαι 
στο αφίλητο σου στόμα 

Λυγίζεις το κορμάκι σου
σαν λυγαριά σκορπιεσαι 
γίνομαι το μεράκι σου
μα όσο πας μ' αρνιέσαι 

Χρόνια μακριά σου χάνομαι 
λουλούδι σε υγρό τάφο
σε αγγίζω και πιάνομαι 
στίχους πρόχειρα γράφω 

Λυγίζεις το κορμάκι σου
σαν λυγαριά σκορπιεσαι 
γίνομαι το μεράκι σου
μα όσο πας μ' αρνιέσαι. 

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2025

Το τραύμα

Τι είχα αγγίξει από εσένα δεν ξέρω.
Σχεδόν τίποτα. 
Ήρθες σαν υγρή, μετά τη βροχή, εσπέρα, 
σαν αρχαγγελικός ύμνος που τον
καταπίνει η καταιγίδα και τίποτα 
δεν μπόρεσες να απομνημονεύσεις. 
Έναν στίχο έστω. 
Μια εικόνα. 
Μια παραίνεση. 
Τοπίο στη βροχή ήσουν, μια ομίχλη 
που σκεπάζει τα δέντρα και τα 
αποκόβει από τη γη.

Δεν έχω ρίζες, δεν έχω χώμα μόνο 
πολλούς αξόδευτους καρπούς που
αθώρητοι παραμένουν στα κλαδιά. 
Μόνο εσύ θα τους έβλεπες, μόνο 
για εσένα ωρίμασαν και μέλωσαν 
αλλά ω! τι συμφορά τα σχιστά σου 
μάτια αλλού δόθηκαν, με άλλες συνομιλείς 
αγάπες και στο τέλος οι καρποί 
στη γη θα πέσουν υπακούοντας στο 
νόμο της φθοράς.

Πόσο θα ήθελα από κάτω να σταθείς 
και να δοκιμάσεις έστω ένα.
Με πνίγουν οι χυμοί τους,
τα αρώματα τους με λιγώνουν 
και το ωραίο τους περίβλημα δεν
με αφήνει να ησυχάσω ούτε μια 
στιγμή ειδικά τις νύχτες. 
Τραυματισμένη από την ομορφιά 
τούς παραδίδομαι κι αν δεν έρθεις 
έγκαιρα θα χαθώ πέφτοντας σε 
γκρεμούς που άνοιξαν οι σεισμικές 
δονήσεις ενός έρωτα που εσύ 
αδόκητα παράβλεψες πριν καν τον γευτείς. 

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2025

Οι τρεις στρώσεις

Αν έρθεις στο σπίτι μου και ξύσεις 
με το νύχι σου την επιφάνεια του 
τοίχου στην κάμαρα μου θα βρεις 
τρεις στρώσεις μπογιάς:
Μια λουλακί.
Μια ροζ. 
Μια λευκή. 
Το λουλακί αντιστοιχεί στους
χρόνους που απομονωμένη έζησα 
κοντά στη θάλασσα εκεί όπου στα ύστερα,
στης άμπωτης τους καιρούς, σάβανο 
τη φόρεσα μπροστά στα απανωτά πένθη 
της οικογένειας και στις δικές μου μικρές 
αποδημίες. 
Το ροζ αντιστοιχεί στους εφηβικούς 
έρωτες που μούσκευαν το μαξιλάρι μου 
κι η μαμά το έπαιρνε και το στέγνωνε 
στον ήλιο κι άλλοτε πάλι με την ιδια την 
ανάσα της χωρίς ποτέ να ξεστομίσει λέξη.
Το λευκό αντιστοιχεί στις λευκές μου
νύχτες όταν νυχοπατούσα κι έβγαινα 
στο μπαλκόνι να δω την πανσέληνο κι
αυτή γενναιόδωρα μου χάριζε μια δέσμη 
με αχτίδες που ως τα σήμερα τις φυλάω 
μέσα στα κλειστά σεντούκια της εισόδου 
που εσύ αδικαιολόγητα κρατάς τα κλειδιά.

Ίσως να φοβάσαι τα ολόγιομα φεγγάρια 
αλλά ίσως κι εμένα που δεν θα άντεχες 
ποτέ να με δεις φωταγωγημένη σαν τις εκκλησιές τότε που φθάνει το φως 
από τους ουρανούς με τη συνδρομή των περιστεριών που σαν παιδί κακιωμένα σημάδευες. 

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2025

Το κυδωνόπαστο

Εμείς τους νεκρούς μας δεν τους
στέλνουμε απεριποίητους κι 
απροστάτευτους στο χώμα. 
Και δεν εννοώ μόνο το ρουχισμό τους
που πάντα είναι ιδιαίτερος αλλά
και για τον οπλισμό που μαζί τούς δίνουμε. 
Ένα ζευγάρι σπαθιά τοποθετούμε πάντα 
στην κάσα τους και λάμες αστραφτερές
για τον αγώνα που θα δώσουν 
στο σύνορο του ποταμού με τα
κακά πνεύματα και τα ύπουλα 
δαιμόνια. 

Με ηρεμία κοιμόμαστε τις νύχτες 
ποντάροντας στη νίκη τους. 
Στα όνειρα μας έρχονται τροπαιοφόροι
και μας φιλεύουν πολλά ορεκτικά,
κρύες σούπες και ψητά της γάστρας. 
Το πρωί την ώρα που ξυπνάμε
αισθανόμαστε την παρουσία τους
στους ολόσωμους καθρέφτες της
εισόδου. 
Μας παρακολουθούν μειδιώντας 
κι εμείς εξετάζουμε τα μάτια τους
αν έχουν κάποια πίκρα ή διάφορο 
με κανέναν. 
Τους καθησυχάζουμε χώνοντας 
στη τσέπη τους κέρματα για τσιγάρα. 

Χορτάτοι όπως είμαστε δεν
πιάνουμε καν μες στη μέρα τα τσουκάλια. 
Η μόνη μας τροφή ρόδια και κυδώνια 
απ' τον κήπο εκεί που μικρή σκάρωνες 
παιχνίδια με τις πάνινες κούκλες σου
υπό την επιτήρηση της μάνας σου. 
Όταν το απόγευμα πηγαίνουμε 
στα μνήματα δεν τους πάμε λουλούδια,
ούτε λιβάνι, ούτε καρβουνάκια 
παρά μόνο δύο μερίδες κυδωνόπαστο 
και ζεστό ψωμί να έχουν να θυμούνται 
κάτι από τις γήινες γεύσεις και τον 
ιδρώτα της μάνας πάνω στο μαντήλι. 

Οι οβολοί

Ψάχναμε ανάμεσα στα πτώματα 
τον άνθρωπο μας.
Κρανία παραμορφωμένα, μάτια 
χυμένα και μυαλά, γη μπλαβισμένη 
από το αίμα και το μπαρούτι. 
Πουθενά ο άνθρωπος μας.
Πουθενά ένα σημάδι του.
Τότε κι ενώ κάναμε να φύγουμε 
ήρθε ο αγγελιοφόρος και μας μήνυσε 
πως ανελήφθηκε ο δικός μας άνθρωπος 
τα ξημερώματα. 
Ένας αρχάγγελος τον συνόδεψε και 
του όρισε καθήκοντα 
Πόστο έπιασε στις πύλες του ουρανού 
μας είπε κι από εκεί μας παρατηρεί με 
το μεγάλο γυάλινο μάτι του.
Δεν του ξεφεύγει τίποτα.
Έτσι κι εμείς σταματήσαμε να αμαρτάνουμε
και να μεθάμε στα κρασοπουλιά. 
Ερωτευτήκαμε ένα σύννεφο και κάθε 
πρώτη Κυριακή του χρόνου τον
επισκεπτόμαστε με λίγους οβολούς 
στην τσέπη δανεικούς. 
Έχουν τη χρεία μας οι νεκροί των μαχών.

Στιγμιαία κατάκτηση

Δάκρυσε η νύχτα απόψε 
κι έκρυψε την πανσέληνο 
πίσω από τα σύννεφα. 
Βαριά, πολλά τα δάκρυα 
έφυγαν από το πέπλο 
του ουρανού κι έγιναν 
βροχή δυνατή συνοδευόμενη 
από βροντές και αστραπές. 
Απογοητεύτηκαν όσοι είχαν
βγει για να αποθανατίσουν 
την πανσέληνο. 

Αδράνησαν οι μηχανές τους,
αδράνησαν τα μάτια τους
κι επέστρεψαν άπραγοι 
στο σπίτι τους πίσω από τους
κίτρινους λόφους και τις 
ξύλινες παράγκες με τα τρωκτικά. 
Τα παιδιά ξύπνησαν, τους πλησίασαν 
για να τους δώσουν κουράγιο 
όμως αυτοί δεν μίλησαν 
απλά πήγαν στην κουζίνα 
κι έψησαν καφέ για δύο. 

Κάτω από τις σανίδες του 
δαπέδου στο κατώι με τον 
αχυρώνα τα ζώα φούρμαζαν 
ανήσυχα. 
Δεν έδωσαν βάση, δεν τα
παρηγόρησαν μόνο βγήκαν 
στο μπαλονάκι να δουν 
τη βροχή που η νύχτα τη
συντηρούσε παντοιοτρόπως.

Ο καφές αχνιστός τους έκαψε 
τη γλώσσα παρόλα αυτά 
συνέχισαν να τον πίνουν 
με μεγάλες γουλιές. 
Και όπως εστίαζαν το βλέμμα 
τους στον ουρανό είδαν ντροπαλή 
να προβάλλει, φορτωμένη 
τα κάλλη της, η πανσέληνος. 
Χαμογέλασαν.
Τσιτώθηκε το μάγουλο τους.
Άναψαν τα μάτια τους.

Εκείνη την πανσέληνο 
την φωτογράφισαν τελικά 
μόνο στη μνήμη τους. 
Την έκαναν δική τους 
στα γρήγορα πριν ξαναχαθεί 
και τους εγκαταλείψει 
αγαπώντας τον ουρανό 
πιο πολύ από αυτούς που
έστω στιγμιαία την είχαν 
κατακτήσει αληθινά για πρώτη φορά. 

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2025

Ο θόρυβος στην πόρτα

Ακούστηκε χτύπημα στην πόρτα.
Μην ήταν ο άνεμος που ήρθε και την σφυροκόπαγε;
Όχι ήταν η αγάπη που κατέφθασε κοντά μου
καλώντας με.
Ακούστηκε γύρισμα κλειδιών στην πόρτα. 
Μην ήταν η έμπιστη φίλη που ήρθε 
να φέρει το ζυμωτό ψωμί που μόλις έφτιαξε. 
Όχι ήταν η αγάπη που δεν ξέχασε 
τους δρόμους της καρδιάς ζητώντας με.
Ναι ήρθε η αγάπη με την κουστωδία πέντε
αγγέλων να μου χαϊδέψει τα μαλλιά με την 
πνοή των λουλουδιών και των δρυμών. 
Ναι ήρθε η αγάπη με το μακρυμάνικο πουκάμισο 
να φέρει δώρα που μυρίζαν γιορτή κι επίσημη
μέρα γύρω απ' το τραπέζι. 
Την υποδέχτηκα ανοίγοντας το πεπαλαιωμένο
κρασί από το δρύινο βαρέλι. 
Την καλοδέχτηκα φορώντας εκείνο το κόκκινο 
φόρεμα με τα ξυλωμένα γαζιά που έμοιαζαν 
με ερωτηματικά και ποιος να τα απαντήσει;
Της έστρωσα τραπέζι να γευματίσει κι ο δίσκος 
στο πικ - απ έπαιζε τα τραγούδια μας.
Χόρεψα για χάρη της. 
Σιγοτραγούδησα.
Μέτρησα το μπόι μου στον τοίχο κι είχα 
ψηλώσει ξαφνικά δέκα οργιές, δεν χωρούσα
στο σπίτι, έφευγα ψηλά σαν κυπαρίσσι. 
Πετούσα. 
Ξύπνησα με το μαξιλάρι μουσκεμένο.
Η εξώπορτα ασφαλισμένη. 
Ο άνεμος στο θηκάρι του.
Η φίλη παραδίπλα έβλεπε για πολλοστή φορά
την ίδια ταινία. 
Εσύ ξανά πάλι δεν φάνηκες κι αν κάποτε 
στο παρελθόν με πλησίασες είχες 
μπουκωμένο το στόμα με βρισιές και 
το σώμα σου προετοιμασμένο για καυγά 
κι αμάχη χωρίς καμιά αιτιολογία. 

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2025

Υπόσχεση

Θα σου φέρω κροκάλες από τον
Ρουσσούμ γιαλό της Αλοννήσου. 
Επάνω τους να σχεδιάζεις φεγγάρια,
ήλιους, ουράνια τόξα και τον αλύγιστο
Προμηθέα άντε και τον Σίσυφο.
Κι αν το πενάκι σου φθάρθηκε, καινούργιο
θα σου φέρω αγορασμένο από παζάρια στα
νότια της χώρας. 
Μην αναστενάζεις. 
Όλα θα στα φέρω.
Χρώματα πολλά: ώχρα, καφέ κυρίως 
και οπωσδήποτε γαλάζιο.
Θα παραλείψω το λευκό 
Δεν θα το χρειαστείς, έχεις το λευκό σου
δέρμα να το ταιριάξεις στα σύννεφα
και στους γλάρους. 
Κι αν βαρεθείς τα τοπία, τις θάλασσες,
τα λουλούδια και τους θεούς μία άλλη επιλογή 
θα σου προτείνω.
Την προσωπογραφία μου να κάνεις. 
Με χάραξε ο χρόνος μην αργείς.
Σπατάλησα βλέμματα κοίταξέ με. 
Όμορφα εσύ να με κοιτάξεις και στον
καμβά να ενσταλάξεις όσα χαμόγελα 
σου οφείλω.
Μόνο στάσου με σπουδή σε εκείνη 
την ελίτσα που έχω στην δεξιά παρειά.
Μην την παραποιήσεις, είναι ευαίσθητη 
και θα πληγωθεί.
Ζωγράφισε την όπως ακριβώς δείχνει.
Τρεμάμενη σαν φλόγα και σαν μικρό 
στον άνεμο χορτάρι. 
Αν τα καταφέρεις, θα ανταμειφθείς 
με δύο φιλιά πάνωθε της.
Δυο φιλιά που χρόνια σου χρωστάω.
Στο τάζω. 

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2025

Δεκαεφτά συλλαβές

Έλα κοιμήσου 
στο θλιβερό μου στρώμα 
κι άσε να βρέχει.

Σιγανή βροχή 
τα χρυσάνθεμα τρέμουν 
γέρνουν στο χώμα. 

Ζεύγος κοτσυφιών 
τα πρωινά τραγούδια 
σύλληψη Θεού. 

Ήρεμη νύχτα 
κεντίδια του ουρανού 
τα πεφταστέρια.

Καύτρα τσιγάρου 
στην απέραντη νύχτα 
μοναδικό φως. 

Άκου τους ύμνους 
που φέρνει ο αέρας
απ' τους ουρανούς. 

Γιορτή αγγέλων 
τρέμουν λευκές φτερούγες 
στη πίστα της γης.

Κλείσε τα μάτια 
το φως να διατρέξει 
όλο το σώμα. 

Σκούπα μάγισσας 
ανέβα ξεκινάμε 
πτήση μαγική. 

Σκιαχτερή μάσκα 
φόρεσες και φοβάμαι 
κλάματα μπήγω. 

Μικρό αηδόνι 
ζέστη φωλίτσα βρήκε
σε χούφτα παιδιού. 

Παίζει το τσέλο 
χορεύει η τσιγγάνα 
δίπλα στη φωτιά. 

Ανοιχτή πρόσκληση

Έκλεισε τη μπαλκονόπορτα 
και στένεψε ο χώρος. 
Στένεψε το σαλόνι με τα έπιπλα,
οι κρεβατοκαμαρές με τα μπρούτζινα 
κρεβάτια, η βιβλιοθήκη με τα
σκονισμένα βιβλία και το κουζινάκι 
που έψηνε τον καφέ 
Στένεψαν όλα απελπιστικά,
μα πιο πολύ στένεψαν οι τοίχοι 
με τις θλιβερές κορνίζες. 
Δεν χωρούσαν άλλο, πήραν λοιπόν 
και σωριάστηκαν όλες στο δάπεδο. 
Σκοτεινά τα τοπία τους.
Ούτε μια υποψία φωτός στα σχέδια τους.
Τότε στένεψε και σκοτείνιασε κι άλλο 
ο χώρος. 
Πνίγονταν. 
Έπρεπε σαφώς να βρει μια λύση 
Πήρε το χρησιμοποιημένο πινέλο 
με την κίτρινη μπογιά και ζωγράφισε 
ήλιους, πολλούς ήλιους, έναν σε καθένα 
ένα από τους πίνακες. 
Και τότε άνοιξε ξάφνου ο χώρος, φωτίστηκε.
Το σπίτι πήρε τις αρχικές του διαστάσεις. 
Ανέπνευσε βαθιά και κρέμασε τα κάδρα 
στους τοίχους. 
Έξω είχε πλέον νυχτώσει μα εδώ ήταν 
όλα φωτεινά 
Το φαινόμενο αυτό κράτησε για τριάντα
μερόνυχτα όσα και τα κάδρα στους τοίχους. 
Αν δεις ένα σπίτι ολοφώτιστο μέρα νύχτα 
είναι το δικό μου.
Έλα δίχως άλλο τα σκούρα σου μάτια 
χρειάζονται κάμποσο ακόμα φως
για να βλέπουν τα θαύματα.

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2025

Ίσως

Ένα απόγευμα πριν ακόμα νυχτώσει 
και βγει το φεγγάρι ολοπόρφυρο 
με βρήκε να περπατάω πάνω στο 
πέτρινο γεφύρι σταφίδα στο μεθύσι. 
Δεν σε ήξερα ακόμα κι η γυάλινη 
σφαίρα δεν είχε προλάβει να μιλήσει 
για εμάς. 

Όπως προχωρούσα ακανόνιστα 
παραπάτησα και βρέθηκα σχεδόν 
στο φρύδι του γεφυριού. 
Λίγο έλειψε να βρεθώ στο κενό και
να καταδυθώ στα παγωμένα νερά 
του ποταμού. 
Υπήρξα τυχερή δεν ξέρω. 
Ίσως.

Από την άλλη μεριά πάλι σκέφτομαι 
πως έτσι δέν θα σε είχα γνωρίσει και 
δεν θα είχα βυθιστεί βαθιά μέσα στο 
φλεγόμενο καμίνι του έρωτα σου.
Ίσως λοιπόν αυτή η κατάδυση να ήταν 
τελικά λυτρωτική για εμένα.
Θα γλύτωνα από τα πάθη του κορμιού. 
Θα απέφευγα να μιλώ μέχρι και σήμερα 
για την γλύκα του φιλιού σου.
Θα ξέφευγα από τη λάμα των ποιημάτων 
που σου αφιέρωσα.

Ναι αυτή η πτώση όντως ήταν απαραίτητη 
γιατί εφεξής καταδικάστηκα χαμένη να ζω 
χωρίς το άγιο σώμα της αγάπης να μου 
μιλά σε εκατό ξεχασμένες γλώσσες μόνο 
για εσένα. 

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2025

Δάκρυα χαράς και άλλα

Δάκρυα χαράς 

Είμαι εγώ αυτή που έζησε 
μες την προϊστορία κι είδε 
τα αγάλματα να δακρύζουν 
στη θέα ενός σιτοβολώνα 
που τον κυματίζει ο άνεμος.

*
Επισύναψη 

Είμαι εγώ αυτή που έζησε
στις αρχές του αιώνα και
αναθεμάτισε τη στιγμή 
που δεν συμμάχησε
με την ιλαρότητα των
πρωινών καλαηδισμών
από κοτσύφια λαβωμένα 
στο στέρνο. 

*
Εμπλοκή 

Είμαι εγώ αυτή που εζησε
στις θερμές νύχτες 
του Αυγούστου και δεν 
καταδέχτηκε να προσφερθεί 
σε χορό με τον υπέροχο 
κατά τα άλλα οικοδεσπότη
υποκρινόμενη αδιαθεσία. 

*
Μέτοικος 

Είμαι εγώ αυτή που έζησε 
στη χώρα του ποτέ 
κι είχε για φίλους
κάποια παράξενα ανθρωπάκια 
που είχαν στην ανάστροφη 
της παλάμης τους
χαραγμένο το σημείο 
του απείρου και μια 
σφηκοφωλιά.

*

Κατάδυση σε πρώτο πρόσωπο 

Είμαι εγώ αυτή που έζησα
στα βάθη μιας ύπουλης 
θάλασσας. 
Συγγενεψα με μυστήριο όντα
και βράγχια έβγαλα και
πτερύγια στο κορμί. 
Καταδύομαι και δεν χρειάζομαι 
αναπνευστήρα μόνο μια
συγνώμη σου για να επιστρέψω 
προτου με βρει η γοργόνα 
και με καθυστερήσει άλλους 
δύο αιώνες. 

Συνταξιδιώτες

Σε είχα κάνει Θεό μου
κι εσύ με απέφευγες. 
Μπροστά στην ωραία πύλη 
στεκόσουν και με κοιτούσες 
με βλέμμα βλοσυρό σαν του αετού 
που εποπτεύει το χώρο για να 
βρει τη λεία του γιατί πολύ 
έχει πεινάσει τον τελευταίο καιρό
περφάνια και ανταμοιβή. 

Δίβουλα τα χέρια σου στρέφονταν 
μια δεξιά μια αριστερά και δεν γνώριζα 
αν ήθελαν να με αγκαλιάσουν ή
να με διώξουν με ένα ράπισμα 
μακριά μέσα σε εκείνο το βάραθρο 
που τόσο φοβόμουν και που εσύ 
μου είχες για κατοικία ορίσει. 

Ξεκούμπωτο πουκάμισο φορούσες 
και πρόβαλλε γυμνό το στήθος σου 
εκεί που κάποτε έγερνα 
κι έδιωχνα την κούραση μακριά 
κι έβλεπα να πλαταίνει ο κόσμος,
η συνοικία, η αγορά, η πλάση
και μαζί να πλαταίνεις κι εσύ 
και να με καταλαμβάνεις σαν τον
αέρα που καταλαμβάνει τα πανιά 
και δίνει ώθηση στο καράβι.
Έτσι κι εγώ μαζί σου ταξίδευα. 

Σανδάλια φορούσες στα πόδια σου
κι είχες ξεχάσει να τα δέσεις.
Σε πλησίασα διπλό κόμπο να 
κάνω, φοβόμουν βλέπεις 
μην σκοντάψεις και πέσεις 
καθώς στο ιερό θα έμπαινες 
να πάρεις την Αγία γραφή το
απολυτίκιο να διαβάσεις του
Ανώνυμου Αγίου. 

Σε είχα κάνει Θεό μου 
κι εσύ απομακρυνόσουν.
Ανέμιζε η γενειάδα σου κι εσύ 
ψηλά ως τον θόλο έφτανες 
στην μεριά του Παντοκράτωρα,
αυστηρά να με κρίνεις και δεν λέω 
πολλά ανομήματα είχα μα σ' αγαπούσα 
με την καρδιά λέφτερη σαν εκείνου 
του Αγίου που μαρτυρά θάνατο οδυνηρό
μα ούτε μια στιγμή δεν λυγίζει. 

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2025

Καρτερία

Αγαπώ τη ζέστα του κορμιού σου
την διαφυλάττω, απεγνωσμένα διατρέχω 
κόκκινα ποτάμια ευρύκοιτα. 
Μούσκλια με πνίγουν και μια πέτρα σκληρή 
σημαδεύει την αγωνία μου. 
Περπατώ  παρακολουθώντας το πετάρισμα 
μιας μικρής χρυσόμυγας, την ακολουθώ 
πιστά κι αδιαμαρτύρητα ακροπατώντας 
με σύνεση μη και πατήσω το γούνινο γάντι
της αγριοσυκιάς ή τη σκληράδα του μαρμάρου. 

Ψηλαφίζω τις ίνες του κορμιού σου, 
απεγνωσμένα να διαβάσω τη μυστική γραφή.
Τα ψηφία όμως άγνωστα,  περίτεχνα ωσάν 
γραμμένα από σεπτά χέρια  βυζαντινών μοναχών. 
Αδυνατώ να βγάλω το όποιο νόημα. 
Θυμώνω κλωτσώντας τους κλώνους 
μιας νάρκισσης φτέρης, την ξεφυλλίζω 
με μανία - άδεια κλαδιά με δακρυσμένα 
γόνατα- κι η ανάγκη ακόρεστη.

Στέκομαι απόμερα πλάθοντας με φύλλα 
και χυμούς φτέρης μπάλες - οβίδες για το 
τελικό χτύπημα.
Σε διάσελα φτανω και στήνω εξέδρα
σημαδεύοντας με ακρίβεια τη σφυρηλατημένη
μάσκα του θανάτου.
Αγαπώ τη ζέστα του κορμιού σου. 

20/9/2003

Ακαταδεξιά

Αυτήν την ώρα εσύ κοιμάσαι 
μα εγώ ξαγρυπνώ και για τους δύο. 
Πάνω από την κλίνη της κόρης ξαγρυπνώ 
που απόψε θα πεθάνει όχι από έρωτα 
όπως αποφάνθηκες αλλά από μια μορφή 
καλπάζουσας μοναξιάς. 
Δεν θα την προλάβεις. 
Αμέτοχος πάντα εσύ κοιμάσαι 
και στο τρίτο όνειρο βρίσκεσαι τώρα.
Σε χιονισμένα τοπία περπατάς, με βασιλιάδες 
χαριεντίζεσαι κι έναν κήπο με μπλε ορτανσίες 
επισκέπτεσαι. 
Πάντα μπλε οι ορτανσίες ποτέ εκείνες 
οι ροζ οι αυθεντικές των παρελθόντων 
χρόνων που καλλιεργούσαν οι ορεσίβιες
κυράδες κι έσταζαν υγρασία. 
Η κόρη αργοπεθαίνει και της κρατώ σφιχτά 
το χέρι όπως σφιχτά κρατά τη ξεφούσκωτη
μπάλα το μικρό χαμίνι μην και τη χάσει. 
Αν ψιθυρίσω το όνομα της ίσως ξυπνήσεις. 
Πάντα αγαπούσες τα σπάνια ονόματα. 
Το κρατάω μυστικό.
Μόνο για μένα είναι. 
Ευθυμία θα την λέω κι είχε όντως πολλές 
χαρές προηγουμένως η ζωή της πριν σε
γνωρίσει και χαθεί στην παράνοια.
Όταν ξυπνήσεις δεν θα την βρεις εδώ 
θα την έχω φυγαδεύσει με το φορείο 
της μνήμης από την πίσω πόρτα στη μάνα της
για να την νεκροντύσει.
Εσένα θα σε αφήσω μόνο σου να περπατάς 
και να τρίζουν οι μπότες σου στο χιόνι,
βιαστικά να κόβεις ένα μπουκέτο ορτανσίες 
για να μου φέρεις κι εγώ να μην τις καταδέχομαι.
Αντιπαθώ το ψυχρό μπλε χρώμα έπρεπε 
να το ξέρεις όπως αντιπαθώ τους βασιλιάδες 
που εσύ προσκυνάς και μαζί τους κοιμάσαι. 

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2025

Τα φαντάσματα

Στην κάμαρα μου είναι όλα ήσυχα 
και τακτοποιημένα. 
Το κρεβάτι στρωμένο, το σκυλί 
στο χαλί, τα ρολόγια δεν χάνουν 
ούτε ένα δευτερόλεπτο, τα μπιμπελό 
καλογυαλισμένα και ο ανεμιστήρας
σαν απολιθωμένο ζώο περιμένει το θέρος. 
Όλα σε τάξη από ένα χέρι αόρατο. 

Εγώ στο γραφείο μπροστά στον υπολογιστή 
με ακατανόητες κινήσεις εισβάλω στη ζωή 
των άλλων σαν να μολεύω το απαράβατο 
της ερημίας τους.
Δεν είμαι απρεπής απλά χρειάζομαι τροφή 
για να σιτίσω τη μοναξιά. 
Δεξιά κι αριστερά δύο ντάνες με βιβλία
όλα μισοτελειωμένα με τους σελιδοδείκτες 
να με περιπαίζουν βγάζοντας μου γλώσσα. 

Παίρνω μια ερωτική ανθολογία τυχαία 
διαλέγω τη σελίδα 125 είναι ένα όμορφο 
ποίημα που μιλά για το πως το φως επηρεάζει 
τα γυμνασμένα μέλη των εραστών. 
Μου αρέσει πολύ.
Αν το είχα γράψει εγώ θα ήταν κάτω 
του μετρίου. 
Τσεκάρω με το μολύβι δύο στίχους 
και διπλώνω τη σελίδα για να το ξαναβρώ.
Σίγουρα θα το χρειαστώ, πάντα μας χρειάζεται
λίγος έρωτας σαν αντίδωρο. 

Το δικό μου σώμα δεν είναι καλά γυμνασμένο, 
μάλιστα χαλάρωσε αρκετά. 
Ποιον ενδιαφέρει θα μου πεις;
Παίρνω ένα μολύβι γράφω ένα ποίημα.
Μου αρέσει λίγο. 
Το δουλεύω καλύτερα. 
Το αποτέλεσμα δεν με ευχαριστεί. 
Στο τέλος το σκίζω. 
"Θα ήθελα να ήσουν εδώ" το τιτλοφορούσα. 

Μην μπεις στον κόπο να έρθεις δεν θα ανοίξω. 
Εγώ με το σκυλί μου θα διαβώ πάλι μια νύχτα
ατελείωτη με λίγο ύπνο και πολλά τσιγάρα. 
Ίσως κατά τη διάρκεια της να γράψω 
επιτέλους κάτι πιο δυνατό. 
Για παράδειγμα για τα φαντάσματα που
κυκλοφορούν ελεύθερα στο μπαλκόνι μου
και με κάνουν να χάνω τον ειρμό μου.
Ας είναι. 
Δεν φεύγουν. 

Δεκαεφτά σαϊτιές

Μυτερό καρφί 
ο σταυρός χωρίς σώμα 
και ποιον να κλάψεις. 

Ώριμο σύκο 
το βάζο σφραγισμένο 
βουτιές στη γλύκα. 

Κόκκινο φαρί 
ατίθαση η χαίτη 
μύγες στα σκέλια. 

Απόψε φύγε 
θησαύρισε το σώμα 
μύριες ηδονές.

Κρουστή η πηγή 
έσκυψε να πιει νερό 
μια πασχαλίτσα. 

Μες το τηγάνι 
λαμποκοπά ο γαύρος 
πρωινή ψαριά. 

Κόκκινος ήλιος 
φιλιέται με τη νύχτα. 
πριν βασιλέψει. 

Βγήκαν οι τράτες 
στρογγυλό το φεγγάρι 
στα νερά γλιστρά. 

Όνειρα γλυκά 
βάλε στο μαξιλάρι 
μια προσευχή. 

Καυτά τα φιλιά 
λούστηκαν την αρμύρα
τ' ανοιχτού πόντου.

Τα βασιλικά 
κορφολογά η κόρη 
κι απλώνουν παντού. 

Ξανθό το παιδί 
το φεγγάρι σαν τόπι 
έλα να παίξεις. 

Αχυρόστρωμα 
βούλιαξε το κορμί σου
σ' ονείρων κύκλους. 

Σκληρή κουβέντα 
προπέτης ο έρωτας
μες τα αγκάθια ζει.

Δάκρυ και αίμα 
η μάχη κι αν τέλειωσε
στην καρδιά βαστά.

Ώρα δειλινού 
μια λωρίδα ουρανού 
χρυσή βάφτηκε. 

Γελά ο κλόουν 
κορόμηλο το δάκρυ 
όταν ξεβαφτεί.

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2025

Οι φωλιές των κοτσυφιών

Από μικρή έμαθα να μιλάω 
την γλώσσα των πουλιών. 
Αποκλειστικά αυτή μεταχειριζόμουν 
στις συναναστροφές μου.
Ελάχιστοι με καταλάβαιναν 
δύο τρεις φίλοι και η μάνα μου. 
Στην υπόλοιπη οικογένεια κανείς 
δεν με καταλάβαινε, θύμωναν
και έφευγαν μακριά μου.
Αποκλεισμένη έμεινα από τη γειτονιά 
το σχολείο, την πόλη, τον έρω­τα. 

Μοναχική βάδιζα, ξέμπλεκα τις κοτσίδες 
που μου έφτιαχνε η μάνα μου το πρωί 
και χόρευα ανέμελα στον αέρα σχεδόν 
πετούσα παρέα με τους φτερωτούς 
φίλους μου. 
Δεν την εγκατέλειψα ποτέ αυτή 
τη γλώσσα ούτε όταν μετά από πολλές 
παραινέσεις οι δάσκαλοι βίαια μου δίδαξαν 
το αλφάβητο τους.
Τους καταλάβαινα μα δεν μιλούσα..
Είχα τους λόγους μου.
Η γλώσσα των πουλιών είχε για μένα 
μια απίστευτη αρμονία. 

Τώρα που μεγάλωσα και η μάνα έφυγε 
μαζί και οι φίλοι δεν έχω με ποιον 
να συνταυτιστώ και να μιλήσω. 
Αυτή ήταν κι η αιτία που γνωρίστηκα
με τους στίχους. 
Είναι η μόνη γλώσσα που τη δική μου 
γλώσσα πλησιάζει και που κατανοώ.
Αν και απείρως την αγάπησα τη γλώσσα 
των πουλιών δεν κατόρθωσα να την 
διδάξω σε κανέναν,
Τώρα που σε βρήκα ίσως μπορέσω 
να στην μάθω να έχω έναν σύντροφο 
που θα μου πλέκει το πρωί κοτσίδες 
κι εγώ να πηγαίνω πετώντας πέρα από 
τα ανθρώπινα στις φωλιές των κοτσυφιών.

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2025

Τάνκα

Στο καμπαναριό 
δεμένο το σήμαντρο 
από μια τριχιά 
θηλιά θανάτου μοιάζει 
θαρρώ πως αιωρούμαι. 

Είπα στη ροδιά 
να ανθίσει για μένα 
κι αυτή θύμωσε
κόβει κλαρί με δέρνει 
επάνω μου ξεσπάει 

Τα άσπρα κρίνα 
ανθίζουν μες στην άμμο 
στην άνυδρη γη
κόβω και φτιάχνω μάτσο 
δική σου ανθοδέσμη. 

Νωρίς το πρωί 
με ξύπνησε ο γρύλος 
ψάχνω τον βρίσκω 
κρυμμένος στο χαλάκι 
κούρδιζε το βιολί του.

Έπεσε χιόνι 
τη νύχτα που κοιμόμουν 
λευκή η αυλή 
τρέχω να παίξω λίγο 
με σταματά μια κόρνα. 

Μια παπαρούνα
στον ήλιο φανερώνει 
πέταλα λεπτά 
αίμα στάζει στη χλόη 
μια πινελιά θυσίας. 

Νωρίς το βράδυ 
διαβάζω στο βιβλίο 
στίχους της καρδιάς 
ο έρωτας μεγάλος 
απόκοσμος αλήτης 

Μια καρδερίνα 
κλεισμένη στο κλουβί της
το ρίχνει έξω 
εωθινό τραγούδι 
σπάει τη φυλακή της. 

Αίσθημα παλμών 
ακούγονται οι χτύποι 
πολύ δυνατά 
τρέχει γοργά το αί­μα 
θάλασσα που αφρίζει. 

Πάνω στο χώμα 
λαμπρό φύτρωσε άνθος 
άγρια μολόχα 
τον άχαρο το δρόμο 
ευθυτενής στολίζει. 

Έρωτος κρήνη 
σκάλισα τ' όνομα σου
στη σκληρή πέτρα 
κάνω να ξεδιψάσω 
με καίνε τα φιλιά σου. 

Βγήκε ο ήλιος 
αειθαλής η μέρα 
μοιράζει χαρές 
σκύβω και παίρνω μια
φυραίνει το σκοτάδι.

Άγνωστο δέντρο 
φύτρωσε στην αυλή μου
τ' όνομα ρωτώ 
κανείς δεν το γνωρίζει 
ανάδοχος θα γίνω. 

Τα αποθηκευμένα

Η γρια αράχνη 
γνωρίζει καλύτερα 
να πλέκει ιστούς. 

Δρεπάνι χάρου 
το τσιγάρο στο χέρι 
κι όμως φουμάρω.

Το βαλς ξεκινά 
ξαναμμένα σώματα 
στροβιλίζονται. 

Αλεπούς φωλιά 
πεταμένα πούπουλα 
κι ένας πετεινός 

Μορφή του σκιάχτρου 
αχυρένιο το σώμα 
ρούχα αμπιγέ. 

Πάνω στο τείχος 
σκαρφάλωσε η φτέρη 
κι έριξε ρίζες. 

Λευκό το χρώμα 
χωνάκι του γιασεμιού 
ξυπνάς και νεκρούς. 

Λείπουν τα δόντια 
ανάμεσα στα κενά 
άνεμος περνά. 

Μετά τη μάχη 
"κοιμούνται" οι οπλίτες 
σε τάφους υγρούς.

Τα βεγγαλικά 
λουρίδες στο σκοτάδι
μόλις έκοψαν. 

Τέλος εποχής 
άδεια η αποβάθρα 
χωρίς σούσουρο. 

Βροντά το όπλο 
αεικίνητος λαγός 
κρυφτό θα παίξει. 

Έρημο κάστρο 
τα ανοιχτά παντζούρια 
βαράν δυνατά.

Κούκος κελαηδά 
έφερε την άνοιξη 
πριν την ώρα της.

Το βέλος βρήκε
στον ύπνο τη χελώνα
δεν την λάβωσε. 

Άνθη κερασιάς 
σε μπουτονιέρα νεκρού 
ζωή μαρτυρά. 

Καημένα νιάτα 
το δόντι που έπεσε
χρόνια προσθέτει.

Δεκαεφτά στολίδια

Το σαμιαμίδι 
στο εικόνισμα πίσω 
σεμνά προσκυνά

Λιτό το μνήμα 
ολόγυρα τα άνθη 
που της άρεσαν.

Λευκή κερασιά 
το νούμερο στη μπλούζα 
μεγάλο πέφτει  

Ο αρουραίος 
στα σαγόνια της γάτας 
μεζές εκλεκτός. 

Πρωινή ώρα 
πανωφόρι έβαλα 
τα δυο σου φτερά. 

Ισχυρός βοριάς 
παρέσυρε στα βράχια 
την πεταλούδα. 

Οι μαργαρίτες 
απάντηση δεν δίνουν 
ντροπαλά γέρνουν.

Οι τράτες φεύγουν 
πάνω στο κατάστρωμα 
σκισμένα δίχτυα. 

Ζυμωτό ψωμί 
γουργουρίζουν οι κοιλιές 
ο φούρνος κλειστός. 

Μέσα στο τσίρκο 
χαμόγελα των κλόουν 
βγαίνουν στη σκηνή. 

Αχνιστά  τζάμια 
γράφω το σ' αγαπώ μου 
κι αυτό δακρύζει. 

Το ταραξάκο 
αμόλυσε τους κλέφτες 
λουκέτο βάλε.

Κάτω στον κάμπο 
ασημένιες οι ελιές 
τιμή δεν έχουν. 

Κορυφές δέντρων 
καθρεφτίζουν τα νερά 
μέσα στη λίμνη. 

Κρίμα τη χαρά 
απέτυχε το γλυκό 
έκοψ' η κρέμα.

Ξαφνική βροχή 
μουσκίδι γινήκαμε 
κλειστές οι στοές. 

Δες τα τζιτζίκια 
κι ας είναι να πεθάνουν 
πάλι τραγουδούν. 

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2025

Ο πνιγμός

Ήμουν κρυμμένη πίσω από ένα δέντρο 
και δεν με βρήκες όσο κι αν έψαχνες. 
Οι ρίζες του με προστάτεψαν, οι φυλλωσιές, 
ο κορμός του και τα κλαδιά με φύλαξαν 
για να γίνω αθέατη, ένα μικρό σημαδάκι 
σε ένα άγνωστο σύμπαν, πολύ μακριά σου.
Ζητούσα επιτακτικά να μπορέσω να υπάρξω
χωρίς σου. 
Φιλί πεταμένο σε κάποιες ράγες ενός τρένου
παροπλισμένου που ξέχασε τις διαδρομές
κι εσύ ωστόσο συνεχίζεις να το καρτερείς.

Εκεί κάτω από το δέντρο μετρούσα παλμούς. 
Οι βαθιές ρίζες του έδεσαν τα πόδια μου
με τη γη για να μην έρθω κοντά σου όσο 
κι αν το λαχταρούσα.
Ο κορμός και τα κλαδιά μού πρόσφεραν 
τη σκιά τους και τη φροντίδα τους.
Οι φυλλωσιές μού μουρμούριζαν στίχους 
για μια αγάπη ανεκπλήρωτη. 
Παθιαζόμουν κι έστρεφα τα μάτια ψηλά 
πέρα από την επικράτεια σου μη τυχόν 
ανακαλύψεις τη λάμψη τους.

Κράτησε ώρες αυτό το περιστατικό. 
Σε έβλεπα καθώς περνούσες μα η καρδιά
σφαλιστή δεν μίλαγε.
Συντρόφευσα το δέντρο και φίλος 
μου έγινε αχώριστος, η φυλακή μου.
Ένα πράγμα μόνο δεν υπολόγισα:
Εκείνα τα καυτά δάκρυα που στο κοντινό 
μέλλον θα ξεράνουν σίγουρα εσένα κι εμένα. 
Τα δάκρυα πολλά κι απορώ πώς ακόμα 
επιζείς και δεν πνίγηκες μέσα στα κανάλια 
που δημιουργήθηκαν κι εγώ χέρια ελεύθερα 
δεν έχω για να σε σώσω.

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2025

17σύλλαβα σύνολα

Ήρθε η νύχτα 
με τ' ακριβά πασούμια 
λευκά σαν χιόνι. 

Βρυχηθμός ζώου 
η ώρα για να δέσω 
τα κορδόνια μου. 

Κάτω στον κάμπο
θυμιατά με λιβάνι 
οι νεραντζανθοί

Ο χρόνος περνά
αγέραστη η ψυχή 
κάρβουνο καίει 

Βγήκε ο ήλιος 
στ' αρχονταρίκι κερνούν 
υποβρύχιο. 

Σοκάκι νησιού 
οι γάτες αλητεύουν
ναργιλέ ζητούν. 

Η δαμασκηνιά 
στο πρώτο αεράκι 
παλτουδιά ζητά. 

Δριμύ το κρύο 
έκλεψα το σακάκι 
από το σκιάχτρο. 

Μέρες ανίας 
οι πειρατές ξεπλέκουν 
τις κοτσίδες τους.

Άνθισες πάλι 
στις μυρτιές όταν πήγες 
απελπισμένος.

Σκληρός αχάτης 
η πέτρα των ματιών σου 
ασυγκίνητη. 

Πυγολαμπίδες 
κι ανέβηκα τη σκάλα 
χωρίς λυχνάρι. 

Μικρούλα ροδιά
τροφαντοί οι καρποί σου
πώς τους έδεσες;

Από στο κάστρο 
φύγαν τα φαντάσματα 
άναψαν πυρσοί.

Συριγμός φιδιού 
εξοπλισμός της γάτας 
μ' αιχμηρά νύχια. 

Βραδινό χιόνι 
έφτιαξα χιονάνθρωπο
πριν βγει ο ήλιος. 

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2025

Γάζα ώρα μηδέν (οι ξυραφιές της ιστορίας πονούν)

(οι ξυραφιές της ιστορίας πονούν)

Ήρθε η ώρα να πας πίσω στο σπιτικό σου, 
να βρεθείς ξανά στην κάμαρα σου 
με το σιδερένιο διπλό κρεβάτι που πάνω 
του χαρίστηκες στον πρώτο σου έρωτα.
Να βρεις εκείνες τις παλιές νυφικές
φωτογραφίες των γονιών σου κρεμασμένες πάνω στο λαδί τοίχο να σου χαμογελούν όλο νόημα. 
Κι ακόμα να ξαναβρείς το λαβομάνο με το σαπούνι της ελιάς και το κανάτι με το νερό 
που έπλενες τα πρωινά το ωραίο πρόσωπο σου. 

Πλησίασε η ώρα να βρεθείς ξανά στο σαλόνι σου να ανοίξεις το τάβλι ή το σκάκι για μια παρτίδα με τα παιδιά σου λίγο πριν κοιμηθούν αποκαμωμένα. 
Να ανάψεις το τζάκι για να ζεσταθείς να φύγουν τα κρυοπαγήματα που έβγαλες έναν 
άδικο χειμώνα πάνω στα οροπέδια. 
Έπειτα να καθίσεις στην αναπαυτική πολυθρόνα 
της γιαγιάς μήπως και ξεμπερδέψεις κάποτε το δυσκολο νήμα της ζωής. 

Έφτασες μετά από πολύμηνη απουσία στη δράκα της γης που αγάπησες όσο οτιδήποτε άλλο. 
Να σταθείς στην κουζίνα να ψήσεις καφέ και ζεματιστό γάλα να φτιάξεις για το πονόλαιμο. 
Να βγάλεις από τη συρταριέρα το πορσελάνινο της μάνας σου σερβίτσιο που είχε μόνο για τους μουσαφιραίους. 
Κατόπιν να μπεις μπροστά στη μασίνα 
να ετοιμάσεις το γιορτινό τραπέζι, χορταστικό πιλάφι με κρέας κι ύστερα εκείνο το γλυκό το σιροπιαστό που πάντα πετύχαινες. 

Αποκαρδιώθηκες.
Δεν βρήκες τίποτα ούτε κάμαρα, ούτε σαλόνι,
ούτε κουζίνα, ούτε καν οικογένεια είχες.
Κουβέντα για το καναρίνι σου καμιά. 
Παντού ερείπια, χαλάσματα και θάνατος. 
Ένα κατάμαυρο σκοτάδι απλωμένο γύρω 
με την πλάνη του να απειλεί την νεότητα σου 
και εκείνο το χαμόγελο που κατέβαζε τις μαντήλες των κοριτσιών χαμηλά αποκαλύπτοντας τα εβένινα μαλλιά τους 
με τη χωρίστρα στη μέση ή στ' αριστερά.

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2025

Αναστάσιμο

Ήταν μαβιά τα μάτια σου 
σαν τις μαβιές ίριδες που φυτρώνουν 
στις όχθες της πατρίδας παραμονές 
του Πάσχα. 
Απρίλη έβγαιναν πάντα, πάνω 
στο τρελό μεθύσι του έρωτα.
Καμαρωτές και με λιγωτικά
αρώματα ξάφνιαζαν τα κορίτσια 
που κινούσαν να πάνε 
στις εκκλησίες για να ακούσουν 
τα τροπάρια και τους ύμνους 
του Μεγαλοβδόμαδου. 

Έτσι και τα δικά σου μάτια 
ακόμα και σήμερα 
μικρά κοριτσόπουλα παιδεύουν 
κι ας έχει φτάσει η ώρα 
να αγναντεύσουν τον κόσμο μέσα 
από βάρκες που κινούν για τις χώρες 
του βυθού εκεί που οι ίριδες 
είναι άγνωστο ακόμα είδος. 

Οι ευαίσθητες ίριδες δεν μένουν 
για πολύ στη γη, κάνουν ανάσταση 
μαζί μας και με του Μαγιού 
το ξάφνιασμα φεύγουν μακριά.
Παίρνουν τα αρώματα, φοράνε 
τα κρινολίνα τους και βαστώντας 
τα λευκά ομπρελίνα τους αποχωρούν. 
Μην τις κατσαδιάσεις που 
μας απαρνιούνται και μόνους 
μας αφήνουν να λιώνουμε με κόπο 
το κάρβουνο απ' τα χείλη 
των μονάδων. 

Στους πλανήτες που πάνε έχουν 
κατοίκους με καρδιές γλυκιές 
σαν το μήλο και σαν το λωτό.
Ευγενικούς ανθρώπους που
τις αγαπούν με πάθος τόσο 
για τα χρώ­ματα τους κι όσο κυρίως 
για την αποστολή τους που δεν 
είναι άλλη παρά η διαρκής ανάσταση
χωρίς πάθη, δάκρυα και ξύλινους 
σταυρούς αλλά μονάχα με χαρμόσυνα 
συμβάντα και κωδωνοκρουσίες. 

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2025

Τυχαιότητα

Η πεταλούδα ήρθε και στάθηκε 
πάνω στη φούστα της. 
Κοντή η φούστα τής έφτανε ψηλά 
ως τους σφριγιλούς μηρούς. 
Να παρασύρθηκε από τα ψεύτικα 
λουλούδια που είχε το ρούχο πανω του
ή να την υποδοϋλωσαν τα αρώματα 
του σώματος της στις νότες της βανίλιας,
της κανέλας και του σανταλόξυλου που
βάρυναν αυτήν την απόφαση της.

Ζαλισμένη από τα αρώματα η πεταλούδα 
έμεινε εκεί τρία ολόκληρα λεπτά 
χρόνος ικανός για να την δει καλά και 
να την θαυμάσει.
Ήταν μεγάλη με λευκά και σιέλ 
χρώματα. μα δεν ζύγιζε παραπάνω 
από μια ουγγιά.
Την κοίταξε με βλέμμα γεμάτο έξαψη 
όπως ένας εραστής περιεργάζεται 
τις πτυχές του έρωτα στα χείλη της
ερωμένης του.

Την σαγήνευσε τόσο η ομορφιά της 
που θέλησε να την αγγίξει.
Να αισθανθεί το βελούδο της και να
αιχμαλωτίσει κάτι από το μεγαλείο της.
Δεν το αποτόλμησε όμως την εμπόδισε 
η εύθραυστη φύση της κι εκείνες οι
μικροσκοπικες της κεραίες που άδραζαν
περιπαθώς τα αρώματα. 
Την άφησε να φύγει και αυτή πέταξε 
τινάζοντας με χάρη τα φτερά της 
σαν να την χαιρετούσε. 

Όταν έφτασε σπίτι δεν άλλαξε ρούχα, 
δεν έβγαλε τη επίμαχη φούστα. 
Της ήταν πολύ δύσκολο να απελευθερωθεί
από το μαγικό της άγγιγμα που ακόμα 
το ένιωθε πανω της σαν θεσπέσια πλάνη.
Το βράδυ άλλωστε θα έβγαινε βόλτα με 
τον φίλο της κι ήθελε απόψε να την 
περιβάλλει κάτι το μαγικό. 

Όντως εκείνη τη νύχτα αυτός της
εξομολογηθηκε πως ποτέ άλλοτε η 
επιδερμίδα της δεν ήταν τόσο απαλή 
και σχεδόν βελουδένια σαν τα φτερά μιας
πεταλούδας όπως είπε χαρακτηριστικά. 
Ήξερε κάτι ή μιλάμε για μια απλή τυχαιότητα;
Αυτή πάντως δεν μαρτύρησε τίποτε από 
τη σαγήνη που είχε το απόγευμα νιώσει 
το έβρισκε σαν μεγάλη προδοσία.