Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024

Τα δάκτυλα του ερέβους

             .                 Στον Άκη

Διψάσαμε για λίγο σκοτάδι.
Εμάς τον χρόνο μας εδώ
τον διέπει ένας απαστράπτων
ήλιος. 
Δεν βρίσκουμε τρόπο
να κλείσουμε τα βιβλία
με τα παμπάλαια μυστικά
και να πέσουμε πάνω στο 
χώμα να κοιμηθούμε ύπνο
υγιή. 

Όλα σημαδεμένα από το φως.
Κιτρίνισαν οι σελίδες μας, 
τα χέρια μας γέμισαν πανάδες
και τα μαλλιά μας ξεστάχιασαν
από την αλμύρα και τις αχτίδες. 
Τα χωράφια γύρω μας είναι
σπαρμένα μόνο με ηλιοτρόπια.
Τόσο πολύ κίτρινο πονάει.
Πουθενά δέντρα να κυλήσει
ο ποταμός και το ρυάκι, να
ξαποστάσει ο κισσός που
έρπει κλαίγοντας για χρόνια. 

Ποθήσαμε το σκοτάδι του πηγαδιού. 
Κάναμε προσευχές, τάματα,
δεήσεις και στείλαμε τα αγόρια
μας στο άγιο βήμα να πάρουν 
τα ευαγγέλια και τα ιερά σκεύη
μήπως και εξαφανίσουμε
αυτό το ωχρό πρόσωπο
του ταχυδρόμου που περιέπεσε
στο σφάλμα της κλοπής. 
Δεν τα καταφέραμε, ασφυκτιούσαμε. 

Ψιχάλισαν τα μάτια μας
ερωτικές λέξεις που ο νους
δεν τις συγκρατεί να έρθει 
η νύχτα να τις διαβάσει. 
Ήταν η τελευταία μας ελπίδα.
Στα μανουάλια μας δεν βάζαμε
πια κεριά παρά μονάχα
τα δάκτυλα του ερέβους.
Σκοτείνιαζε λίγο και μας
άρεσε, χαμογελούσαμε.

Αρχίζαμε να καταλαβαίνουμε
τα άλεκτα γράμματα που
δεν μας παραδόθηκαν ποτέ.
Ευχαριστημένοι υποδεχτήκαμε
την πρώτη νύχτα της ζωής μας
κι ήταν νύχτα γάμου
σαν αυτή των παππούδων μας
με τις χοντρές προκαδούρες
Αποκοιμηθήκαμε κάτω από
τον ήχο και νιώσαμε 
ζωντανοί μετά από καιρό, 
ζωντανοί και επηρμένοι. 
από τα σκουρόχρωμα μας
πέπλα. 

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2024

Τέσσερις γενιές

Τέσσερις γενιές ασπάστηκαν
τα ακρόνυχα της ιερής τρέλας. 
Πρώτη ξεκίνησε η προγιαγιά 
η ξακουστή Θάλεια. 
Μια αντρογυναίκα που έμπαινε
στο αλώνι μπροστά από τα
άλογα και δεν λιγοψυχούσε.
Αυτή αγαπούσε παθολογικά 
τις παπαρούνες. 
Μάζευε κάθε άνοιξη
ασταμάτητα παπαρουνόσπορους
μέσα σε τσίγκινα κουτιά
με ξεφτισμένη επίστρωση. 
Απ' αυτούς που συνέλεγε
άλλους τους έσπερνε σε
βραγιές, με άλλους
νοστίμιζε τις σούπες κι ο,τι
περίσσευε τους έστριβε μαζί 
με καπνό και τους κάπνιζε. 
Μια συνήθεια που κράτησε
ευλαβικά ως τα βαθιά γεράματα.
Η Θάλεια έφυγε στα εκατό .
της συνοδευόμενη από
στεφάνια με παπαρούνες. 

Δεύτερη η κόρη της η Ευτέρπη
αγαπούσε παθολογικά
τους αγγέλους και τα αρσενικά.
Αρσενικό δεν της ξέφευγε
δείχνοντας μεγαλύτερη 
προτίμηση στους αμούστακους
άνδρες. 
Οι γυναίκες την έβλεπαν 
κι έστριβαν φτύνοντας τους
κόρφους τους. 
Επιπλέον οι άγγελοι την είχαν
σημαδέψει. 
Νόμιζε ότι είχε φτερά. 
Μια μέρα μάλιστα πήγε και
πέταξε από τον τρίτο όροφο,
ήταν και δεν ήταν εξήντα
χρόνων. 

Η τρίτη στη σειρά η Αντιγόνη
αγαπούσε παθολογικά 
τα μαντήλια. 
Όλα τα συρτάρια του σπιτιού
ήταν γεμάτα από αυτά. 
Τα δίπλωνε με τάξη στα
τέσσερα στα οκτώ στα δεκάξι
κατά πως έλεγε ο ποιητής 
και τα αρωμάτιζε με άνθη
λεβάντας. 
Το καθένα από αυτά το φορούσε
μόνο μια φορά κι ύστερα
το κολλάριζε και το
τακτοποιούσε δίπλα στα άλλα.
Μια μέρα την βρήκανε
στην κάμαρα της να αιωρείται.
Οι κόμποι διπλοί και την κράτησαν ψηλά.
Είχε διαλέξει τρία ολομέταξα
μαντήλια για να κλείσει μέσα
τους τα τριάντα της χρόνια. 

Ο τέταρτος στη σειρά  
ο Μιχάλης αγαπούσε
παθολογικά τα πουλιά 
κι ιδιαίτερα τα περιστέρια.
Έβγαινε στις πλατείες είτε
ήταν μέρα είτε ήταν νύχτα
και τα τάιζε. 
Αυτά τον ήξεραν και κάθονταν
στα χέρια και στους ώμους του.
Περιστρέφονταν γελώντας
δυνατά και γύριζαν κι αυτά 
μαζί του. 
Αυτός σεβάστηκε την αρρώστια
του, γάμο δεν έκανε και ποτέ
δεν πήγε με γυναίκα. 
Έζησε σαν την προγιαγιά
του πολύ και θάφτηκε κάτω 
από ένα πλάτανο που
φιλοξενούσε κιρκινέζια 
και κοκκινολαίμηδες 
Ήταν η τελευταία του επιθυμία
και το χωριό την σεβάστηκε. 

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2024

Γαμήλιος στολισμός

Με μια γλάστρα βασιλικό
σε μια χάρτινη σακούλα
βάδιζε στη λεωφόρο. 
Πολλά τα αυτοκίνητα και
πεζοδρόμια δεν υπήρχαν.
Κινδύνευε ανά πάσα στιγμή
να παρασυρθεί.
Το μικρό φυτό την
παρηγορούσε. 
Δεν της έφτανε όμως
Έπρεπε να τον βρει. 
Έπρεπε να θυμηθεί
τον αριθμό του και να τον
καλέσει να έρθει να την
μαζέψει. 
Είχαν χαθεί. 

Αυτός είχε μείνει πίσω
θαυμάζοντας στο φυτώριο
δυο γλάστρες με κοράλλια. 
Ο ιδιοκτήτης τα πωλούσε
σε εξωφρενικά μεγάλη τιμή
ακατέβατη όπως διατείνονταν.
Αγόρασε τη μία κι άρχισε
να τη καμαρώνει και να τη
χαζεύει. 
Πάνω εκεί είχαν χαθεί. 
Έπρεπε να αγοράσει τσιγάρα
αυτή κι έφυγε. 
Πού να βρεις περίπτερο
σε μια τεράστια λεωφόρο;
Πήγε μακριά. 

Βάδισε πολύ, φοβήθηκε αρκετά.
Η συνοικία ήταν κακόφημη.
Ζήτησε βοήθεια μα
αδιαφόρησαν όλοι. 
Τουλάχιστον να της πουν τον
αριθμό του. 
Δεν ήξεραν. 
Δεν ήθελαν. 
Δεν την πίστεψαν. 
Στο τέλος εκεί που είχε
απογοητευθεί ένας νεαρός
με έναν παπαγάλο στον ώμο
την βοήθησε. 
Ήταν ο μόνος που γνώριζε
τον αριθμό. 

Βρέθηκαν τελικά έξω από ένα
σουβλατζίδικο από αυτά
του δρόμου τα βρώμικα. 
Το αμάξι ήταν παραφορτωμένο
με γλάστρες. 
Που να βρήκε τόσα χρήματα;
Αναρωτήθηκε. 
Δεν είπε τίποτα. 
Ακούμπησε τον βασιλικό
στα πόδια της. 

Η συνοικία σαν μυτερό μαχαίρι
τους επιτέθηκε. 
Δεν τους άφησε να χαρούν
τις αγορές τους. 
Τους άρπαξε τις γλάστρες 
με βία, παραδόξως δεν τους
πείραξε τον βασιλικό. 
Αύριο στον γάμο τους θα ήταν
το μοναδικό τους στολίδι. 
Ο βασιλικός άλλωστε στα
όνειρα προμηνύει γάμο. 

Ο πειρατής και το ταξίδι

Σε θάλασσες αφιλόξενες
ταξιδεύεις και σε πελάγη
ανοιχτά με τα κύματα μάχαισαι. 
Τα πέλματα σου τα έχει
σκάψει η αλμύρα και τα
χέρια είναι χρόνια που έχουν
ξεχάσει την προσευχή κι
εκείνα τα γράμματα που
στους θάμνους έκρυψες. 

Επιδρομές κάνεις στα νησιά, 
στα λιμάνια και σε κείνες
τις άγονες ξέρες. 
Στα αμπάρια σου πολλά τα
λάφυρα:
Χρυσές λίρες και περιδέραια.
Ατόφιο ασήμι, πετράδια
σπάνια και ράβδοι χρυσού. 
Θα μπορούσες να οικοδομήσεις
δυο πόλεις ολάκερες με τα
καμπαναριά τους, τα χαμόσπιτα,
τα επιβλητικά μέγαρα και τα
μουσεία με τα δακρυσμένα
αγάλματα. 

Δεν το έκανες. 
Δεν το θέλησες. 
Σαν σάπιο κρέας μισούσες
την όποια ιδιοκτησία. 
Σπίτι δικό σου δεν απέκτησες
ποτέ, μόνο τις θαλασσοσπηλιές
πάντα ονειρευόσουν. 

Στην τελευταία μας συνάντηση
εκτός από τα λάφυρα που μου
έφερες, έκοψες και μου 
έδωσες την πειρατική σου
πλεξίδα και την καλύπτρα 
του άδειου ματιού σου.
Ανεξήγητη κίνηση, την
αποδέχτηκα και δεν είπα
τίποτα. 

Θα τα φορέσω και θα ρθω
κοντά σου το ταχύτερο. 
Η είδηση του θανάτου σου
με συνέτριψε. 
Το άγιο σώμα σου να βρω και
στην πόλη που της γύρισες
την πλάτη να το ενταφιάσω
με τιμές πολλές. 

Την πλεξίδα και την καλύπτρα
θα βάλω και θα ρθω. 
Τώρα εξηγώ την κίνηση σου,
παρτίδες είχες με το θάνατο
χρόνια τώρα. 
Ξέρω που σύχναζες κι αν
μπερδευτώ θα ρωτήσω 
τα κορίτσια που κοιμήθηκες.
Μεγαλοπρεπές μνήμα θα σου
στήσω στο ακριβότερο
κοιμητήριο. 
Τόσα λάφυρα τι να τα κανω;
Μαζί θα παραχώσω και τα
θυμητάρια σου, δεν ωφελεί
εδώ να τα κρατήσω. 
Μου έδωσαν το ταξίδι κι αυτό
μου φτάνει μου δήλωσαν το
θάνατο σου κι αυτό με πονεί. 

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2024

Τα προσωνύμια του Φάνη

Ο Φάνης ήταν γνωστός
στη γειτονιά σαν συνοδός
μεγάλων κυριών. 
Για την Μάνια όμως ήταν
ο μεγάλος της έρωτας. 
Θυμάται που παιδιά ακόμα
την έπαιρνε στην πίσω σέλα
του μπλέ ποδηλάτου και
την πήγαινε βόλτα στα σφαγεία
κι άλλοτε πάλι στην ακρογιάλια
με τα μπλε αρμυρίκια. 

Ο Φάνης ορφάνεψε από μητέρα
όταν ήταν έντεκα ετών. 
Ο πατέρας τον εγκατέλειψε,
γιαγιά δεν υπήρχε κι έτσι
ο Φάνης μεγάλωσε σε ίδρυμα
κι έγινε με την βούλα ο Φάνης 
ο ορφανός καθώς και ο Φάνης
του ορφανοτροφείου. 

Ο Φάνης δεν ξεπέρασε τον
χαμό της όμορφης μητέρας 
του κι όταν βγήκε από το ίδρυμα
νομοτελειακά έγινε συνοδός
μεγάλων κυριών, δεν είχε
σκουριάσει βλέπεις μέσα του 
η μνήμη της. 

Η Μάνια ωστόσο τον αγαπούσε. 
Ένα βράδυ τον κάλεσε σπίτι της.
Την επόμενη ο Φάνης της έδωσε
δακτυλίδι αρραβώνα. 
Δεν πρόλαβαν να παντρευτούν.
Ο Φάνης βρέθηκε σφαγμένος
στην είσοδο της πολυκατοικίας. 

Μια ώριμη γυναίκα η κυρία
Αλίκη ανέλαβε την ευθύνη. 
Στην απολογία της ισχυρίστηκε
πως της είχε φάει δυο σπίτια
στα χαρτιά. 
Έτσι έγινε ο Φάνης 
ο χαρτοπαίκτης. 

Στην τελευταία του κατοικία
τον συνόδεψε μόνο η Μάνια. 
Η συνοικία στα καφενεία έπαιζε
πρέφα και κουτσομπόλευε. 
Ο Φάνης ο σφαγμένος ατίμασε
τη γειτονιά με τα χαΐρια του
κανείς δεν ήθελε να τον ξέρει.
Ο κύκλος των προσωνυμίων 
του σταθερά ανέβαινε κι ας
ήταν κάτω από το χώμα. 

Η Μάνια έφερε στον κόσμο
τον παράνομο καρπό τους. 
Ποτέ δεν ξέχασε τον Φάνη. 
Ο μικρός πήρε το όνομα του.
Φάνης ο τζούνιορ. 
Τα παιδιά δεν τον έπαιζαν
στη γειτονιά κι οι γυναίκες
έφτυναν τον κόρφο τους
όταν τον συναντούσαν. 

Ο μικρός λοιπόν συνέχισε
την παράδοση του πατέρα 
κι απέκτησε γρήγορα ένα
προσωνύμιο που θα το
κουβαλούσε εσαεί και θα
τον περιθωριοποιούσε. 

Έγινε ο Φάνης ο μπάσταρδος. 
Ένας βαρύς χαλκάς στο πόδι
τον ακολουθούσε. 
Μια υπόθεση άκρως
οικογενειακή τα προσωνύμια
και μια βαριά κατάρα για τη
γενιά του Φάνη που ποτέ δεν
πατάχθηκε. 

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2024

Ανυπόγραφο

Τα βότσαλα παρατεταγμένα
στη βιβλιοθήκη είναι
τα μοναδικά περιουσιακά
στοιχεία που μου άφησες
τότε που φτερά ανέπτυξες
στους ώμους κι έφυγες. 
Και τι δεν είχες ζωγραφίσει
πάνω τους, πληθωρική μου
αγάπη! 
Έναν ήλιο, έναν τεράστιο
οφθαλμό, μια πιατέλα με
κεράσια ώριμα, έναν κήπο
ολάνθιστο να ζουζουνίζουν
τα μελισσόπουλα κι εκείνο
το σκαμνάκι της γιαγιάς που
πάνω του αυτή ξεκουράζονταν
μετά από το πολύωρο
ζαλίκι στο κορμί της γης. 

Παράπονο δεν έχω, δεν
μεμψιμοιρώ, δεν εγκαταλείπω.
Όλα στα πόδια μου, όλα
κοντά μου, έτσι να κάνω μια
πιάνω τη ζωή από τα μαλλιά. 

Αυτάρκης είμαι, σκοτάδια δεν
γνωρίζω, έχω τον ήλιο σου
συνοδοιπόρο μαζί να βγαίνω
στα ανοιχτά με τα κύματα
να συνομιλώ και με τις θύελλες.
Είναι ωραία εκεί με την αλμύρα
σύμμαχο και δεν μου λείπεις
καθόλου. 

Πρόβλημα βιοπορισμού
δεν έχω, πολλά μου άφησες
κεράσια να τρέφομαι. 
Γλυκό φτιάχνω πάστα φλόρα 
κι εκείνο το δυνατό τσέρι για
να γεμίζω τις άκαρπες ώρες
κι αν μου περισσέψουν κάποια
τα κρεμώ στον καθρέφτη μου
πλάι στις καλημέρες να τα
κοιτάζεις. 

Για όλα φρόντισες εσύ έτσι
που ανενδοίαστα να μπαίνω
στη χώρα της ποίησης
με τις άριες του έρωτα
να συνυπάρχω. 
Εκεί βρίσκω την ομορφιά 
των κήπων σου που πολλά 
μου χαρίζουν άνθη κάθε άνοιξη
τα φτωχικά μνήματα να στολίζω
και τα μικρά εικονοστάσια. 
Δεν ξεχνώ βέβαια με αυτά
τα μαγιάτικα να πλέκω
στεφάνια στις θύρες των
τροβαδούρων να τα κρεμώ. 
Δες με πως ομορφαίνω 
με αυτή τη μαργαρίτα στο αυτί! 

Παράπονο δεν έχω, δεν
μεμψιμοιρώ και δεν
εγκαταλείπω κι αν κάπου
κουραστώ έχω το προγονικό
μου σκαμνάκι που πάντα
επιμελούμαι καθαρό να μένει
και στο χρώμα της ώχρας 
να ζει μαζί με την ανάσα σου
που τη ζωή μου ανασταίνει. 

Τέλος άφησα τον οφθαλμό
που πρώτιστα σαν τα μάτια 
μου τον προσέχω. 
Με αυτόν τα αστέρια παρατηρώ
και κάποια από αυτά τα
κατεβάζω στη γη παρέα
να κάνουν στις πυγολαμπίδες
του Αυγούστου. 
Κοίταξε τα τι όμορφα φωτίζουν
τους γύρω λόφους. 

Ένα από αυτά το πιο λαμπερό
είναι το δικό σου. 
Τα καταφέρνω μια χαρά. 
Αχ! δεν μου λείπεις στιγμή, δες
με πως δεν σκοντάφτω όταν
κοντά σου έρχομαι κι απλώνω
τα σεντόνια να με αγαπάς και
σαν παιδί να με ταχταρίζεις 
που για χρόνια τη μυρωδιά 
της μάνας του ψάχνει εναγώνια. 

Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2024

Οι μελωδίες του φεγγαριού

Απόψε είχε φεγγάρι
και ξαμοληθήκαμε 
στους δρόμους. 
Η πόλη γύρω μύριζε
σπασμένο ρόδι, κανέλα
και κιτρολέμονο. 

Ούρλιαζαν τα σκυλιά
και οι νυχτοπεταλούδες
έκοβαν κυκλικές βόλτες
γύρω τους. 
Αγριεύονταν τα σκυλιά
και τις κυνηγούσαν. 

Αυτές σαν τιμωρημένα
παιδιά έτρεχαν
κι επικάθονταν στις φούστες
μας και τις τραβούσαν. 
Εμείς αποπλανημένοι 
από το σεληνόφως δεν
τις προσέχαμε. 

Πηγαίναμε αντίθετα
στη φορά τους, 
ξεχειλώνονταν οι φούστες 
μας κι ανέμιζαν
σαν τριγωνικά πανιά
τυραγνισμένα από την
όστρια. 

Στη θέα τους το φεγγάρι
μαγεύονταν και έστελνε 
χρυσές μπαλίτσες 
για να παίξουν και
να μας αφήσουν ήσυχους. 

Τότε γίνονταν το θαύμα. 
Οι νυχτοπεταλούδες 
άφηναν τις φούστες μας,
σχημάτιζαν ομάδες
κι άρχιζαν να κλωτσούν
τα μικρά φεγγάρια της γης. 

Μαγεμένοι εμείς τότε
μπαίναμε στο παιχνίδι τους. 
Το φεγγάρι ξετρελαμένο 
άρχισε να στέλνει
βροχή τα δώρα του. 

Γέμισαν οι αγκαλιές μας
με μικρά φεγγάρια.
Καταργήθηκαν οι αποστάσεις
κι ο ουράνιος θόλος
έγινε σκέπη μας. 

Μπάζαμε το φεγγάρι
στα σπίτια μας και το
κερνούσαμε γλυκό
κιτρολέμονο και λικέρ
ροδιού. 

Μεθούσε το φεγγάρι
κι εκεί πάνω στη ζάλη του
έγερνε στο καπάκι του πιάνου
κι αποκοιμιούνταν.  

Το πρωί βρίσκαμε
στην επιφάνεια του πιάνου
πεντάγραμμα με τις
μελωδίες του φεγγαριού. 
Τις καταχωνιάζαμε  
κάτω από τη μασχάλη. 
Αύριο τα παιδιά μας
θα παρέλαζαν με αυτές
τις μελωδίες. 

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024

Μαθητεία

Απ' το γενέθλιο τόπο
τρία στρέμματα γης πήρα. 
Ελιές φυτρώνουν εκεί, 
καμμιά εικοσαριά ρίζες, 
επίσης σπαραγγιές, βάτα, σκίνα, 
αγριάδες, γκορτσιές
κι ένας μεγαλοπρεπής
αθάνατος. 
Αφρόντιστος μένει εδώ
και χρόνια ο τόπος αυτός. 
Δεν κλαδεύτηκε, 
δεν ξεχερσώθηκε, 
δεν σκάφτηκε, 
δεν λιπάστηκε, 
δεν ποτίστηκε κι άφησε
την άγρια φύση ελεύθερα 
να οργιάζει και να εξαπλώνεται
σαν λόγος ρητορικός 
και φορές-φορές ακατάληπτος. 

Κάποτε ο πατέρας, σε χρονιά
σοδειάς έβγαζε δεκαπέντε
τσουβάλια καρπό ελιάς. 
Δεν με λυπεί το γεγονός αυτό
καθ' αυτό, καθώς ασύμφορο
είναι να καλλιεργηθεί αλλά 
κι ίσως να είναι προτιμότερο 
να παραιτηθεί και να γίνει
λόγγος.
Να αφηνιάσει η φύση και
να εκτραχυνθεί πάνω στο
σαρκίο του σαν γητεύτρα
θεά. 
Αχ αυτή η μαγεία της
παραίτησης πόσο με θέλγει! 

Τον αγαπώ μέσα από τις
αναμνήσεις αυτόν τον τόπο.
Εκτός από τις ελιές που
αγιασμένες είναι, ξεχωρίζω
τον γλαυκοπράσινο αθάνατο.
Έχει φυτρώσει στο σύνορο
του χωραφιού κι έχει 
οριοθετήσει τον τόπο. 
Σκληρό φυτό που στη γη
σαρκώνεται και ζητά με τα
άνθη του στον ουρανό να
αναρριχηθεί. 

Ατίθασο φυτό με πολλαπλές
παραφυάδες που αναγεννάται
συνεχώς.
Θάνατο ολοκληρωτικό
δεν γνωρίζει,  άπαξ και
ανθίσει πεθαίνει μα έχει
στρατιά πίσω να συνεχίσει
τον κύκλο της ζωής.
Αυτές οι παραφυάδες πόση
ιεροσύνη κρύβουν! 
Με κάνουν να σιωπώ μπρος
στην μεγαλοσύνη τους
και τη σοφή διάρκεια τους.
Υποσκάπτουν την παροδικότητα
και με απλωμένα χέρια
υμνούν τον ουρανό.

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2024

Το τρένο και ο κάμπος (Τέμπη)

Τσίμπα με για να ξυπνήσω, 
δεν είναι αλήθεια ένας
εφιάλτης είναι τσίμπα με. 

Στο τρίτο βαγόνι τρεις νεαροί
τρώνε σάντουιτς, ένας άλλος
πίνει μπύρα και μια κοπελιά
με γαλάζιο το φόρεμα
μασάει ανέμελα μια τσίχλα.
Χτυπάει το τηλέφωνο της. 
Το σηκώνει. 
Πετάει την τσίχλα στο καλάθι.
"Θα σε πάρω όταν φτάσω μαμά."
Πάω να κοιμηθώ τώρα. 
Φέρνει το χέρι στο στόμα, 
δεν χασμουριέται, παρότι
νυστάζει για τα καλά. 
(Το αναβάλει, αγαπά τη νύχτα,
θέλει να εξηγήσει τα μυστικά
της. 
Πάει στο πρώτο βαγόνι. 
Παραγγέλνει καφέ. 
Κάθεται στο παράθυρο.) 
Με το χέρι της, ασταμάτητα,
μοιράζει φιλιά στη νύχτα, 
στους αγγέλους που σιγά σιγά
κατεβαίνουν και στα πουλιά
που απόψε ξαγρυπνούν. 
-Οι άγγελοι έχουν αιμάτινα
χείλη και δυο λακάκια
χαριτωμένα στα μάγουλα.-
Η κοπέλα τους χαιρετά,
ανυποψίαστη. 

Έξω ο κάμπος ίσα που φαίνεται.
Η κοπέλα βλέπει καλά αλλά
ο κάμπος φορά το μαύρο, μακρύ
φόρεμα από προηγούμενα
πένθη και στριφογυρίζει 
νευρικά. 
Ένας κάστορας ανοίγει
τρύπες και κανάλια, ακούγεται
το σκάψιμο πιο πολύ από το 
θόρυβο του τρένου. 
Ο κάμπος προειδοποιεί. 
Έχει ένστικτο ο κάμπος
δεν πέφτει έξω. 
Τα δέντρα του, ανοίγουν
διάπλατα τις παλάμες τους, 
τα κλαδιά σιγοτραγουδούν
παρέα με τον άνεμο 
τη μπαλάντα του Ούρι.

Ακούγεται αυξανόμενο 
το σκάψιμο, το τραγούδι, 
οι ζαριές των άστρων, η άρπα 
του ανέμου.
Ο κάμπος ξαγρυπνά και φοβάται.
Φτάνουν γέλωτες, ουρλιαχτά
τσακαλιών και λύκων κι ύστερα
ένας εκκωφαντικός θόρυβος
που τα σκεπάζει όλα. 
Η κοπέλα με το γαλάζιο
φόρεμα πιάνεται από το
χέρι ενός αρχαγγέλου,
ταξιδεύει η κοπέλα ψηλά
και φωνάζει δυνατά:
Τσίμπα με για να ξυπνήσω, 
δεν είναι αλήθεια ένας
εφιάλτης είναι τσίμπα με. 
Ένας σκοτεινός άνθρωπος
της κλείνει το στόμα. 
Ο αρχάγγελος τον διώχνει. 
Η κοπέλα συνεχίζει να φωνάζει.
Άκου τη φωνή της και την
παράκληση της. 
Τσίμπα με....... 

Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2024

Εκκρεμές

Σε μια μεγάλη θαλασσόπετρα
ζωγράφισε με τα ακρυλικά της
μια τεράστια πασχαλίτσα. 
Την αγαπούσε αυτήν την
ενασχόληση αν και δεν τα
πήγαινε τόσο καλά με το σχέδιο.
Στο ενεργητικό της είχε έναν
σκαντζόχοιρο, μια χελώνα, 
έναν ιππόκαμπο, ένα βάτραχο
κι έναν τζίτζικα αρκετά μεγάλο
βούβαλος θα ήταν. 
Την πασχαλίτσα αφού την
πέρασε με διαφανές βερνίκι,
πήγε και την έβαλε στη γλάστρα
με τα χρυσάνθεμα. 
Είχαν ανθίσει αλλά είχαν πάνω
τους πολλή μελίγκρα. 
Νοτερή η πόλη τους ευνοούσε
την εμφάνιση της. 
Έσπαγε το κεφάλι του γιατί
να τοποθέτησε την πέτρα εκεί.
Την επόμενη συνομιλώντας
στο τηλέφωνο με μια φίλη της
εκθείαζε στο πόσο ζωντανές
ήταν οι πέτρες της και ω! ως
εκ θαύματος η πασχαλίτσα της
είχε εξαφανίσει όλες τις
μελίγκρες. 
Βιαστικά αυτός για να πειστεί
πήγε προς τα φυτά και τα βρήκε
τελείως απελευθερωμένα από
τα παράσιτα. 
Η πασχαλίτσα της μέσα στη
γλάστρα έδειχνε να έχει τώρα
διογκωμένη πολύ την κοιλιά
της. 
Σώπασε μπροστά σε αυτό το
μικρό θαύμα που έγινε η απαρχή
να  πιστέψει στην θεϊκή 
υπόσταση των χεριών της. 

*
Το ρολόι του τοίχου ήταν
σταματημένο από καιρό. 
Δυο φορές την ημέρα πάντως
μπορούσε κι έδειχνε τη σωστή
ώρα, τρεις το μεσημέρι και
τρεις τη νύχτα. 
Έλεγε να το πάει στον
ωρολογοποιό αλλά συνεχώς
το ανέβαλε. 
Ίσως και να του άρεσε αυτή
η αγρανάπαυση. 
Τρεις το μεσημέρι συνήθως
κοιμόταν αλλά τρεις τη νύχτα
ήταν ξύπνιος με το βλέμμα του
πάνω στα βιβλία ή στο γράψιμο.
Ετοίμαζε ένα βιβλίο
διηγημάτων με κεντρικό
θέμα τους ακροβάτες και
τα τεκταινόμενα στο τσίρκο.
Μια μέρα αποφάσισε να φτιάξει
το ρολόι, η βλάβη ήταν μικρή
και το πήρε γρήγορα από τον
μάστορα. 
Του στοίχισε όμως αυτή 
η κίνηση, τον αιχμαλώτισε
το πηδάλιο του χρόνου και
τον έβγαλε από τη ραστώνη
του. 
Απορροφήθηκε από την
καθημερινότητα κι ούτε λόγος
για τα διηγήματα που έμειναν
τελικά στη μέση. 
Έπαψε να ασχολείται αν και
είχε υλικό. 
Μόνο τον ακροβάτη είχε
ετοιμάσει. Τον έλεγαν Γρηγόρη. 

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2024

Ακαριαία

                               Στα παιδιά μου

Στο δάσος υπάρχει ένα πουλί, το τραγούδι του σας σταματάει και σας κάνει να κοκκινίζετε. 
Αρθούρος Ρεμπώ

Ο πόθος ομοιάζει με το άγριο
κύμα που πετάει χωρίς έλεος
τα αφρόψαρα στα βράχια.
Συντρίβονται ουρές, μάτια,
σπλάχνα και καρδιές. 
Τα μόνα που μένουν ανέπαφα
είναι τα λέπια και τα μουστάκια.
Αυτά τα παίρνουν τα κορίτσια
και φτιάχνουν δακτυλίδια.
Φαντάσου ένα δακτυλίδι 
με πέτρα από λέπι! Ακόμα
κι η διαμαντόπετρα ωχριά
μπροστά του. 
Σαν απότοκο του πόθου δεν 
συγκρίνεται σε εύρος ομορφιάς 
με τίποτα άλλο. 

*
Πηγαίναμε στα τέσσερα 
γιατί στην αντίπερα 
πλευρά της λίμνης
κυνηγούσαν αγριόχηνες
κι έπρεπε να καλυφθούμε.
Ακούγονταν διάσπαρτες
οι ριπές των όπλων σαν
ομοβροντίες τουφεκιών
σε εμφύλιες συρράξεις. 
Πηγαίναμε αργά. 
Οι καρποί από τις γύρω
καστανιές που είχαν πέσει 
στην γη μάς τσιμπούσαν 
τα γόνατα.
Πονούσαμε, αιμορραγούσαμε 
κι ήταν σαν να οδηγούμασταν
στο θυσιαστήριο ολόγυμνοι
από προθέσεις με μόνο τις
καρδιές μας ορθάνοιχτες 
στις εικασίες των φύλλων. 

*
Βαδίζαμε μέσα στο δάσος
Έλατα πολλά, κουμαριές, 
ρείκια και φλέβες νερού.
Ακούστηκε το ουρλιαχτό
ενός λύκου, δεν φοβηθήκαμε
παρότι κοντά μας είχαμε
ένα κοριτσάκι με κόκκινο
σκουφάκι. 
Η γιαγιά του είχε πεθάνει
μήνες πριν σε μια στέγη
γερόντων από προχωρημένη
ασιτία κι αιμορραγικό σοκ. 

*
Όταν οδηγήθηκα από την
πύλη του έρωτα στην ακτή
της αγάπης ήταν βράδυ κι
είχε ένα φεγγάρι ολόγιομο
και πουθενά ένα άστρο
να κάνω μια ευχή. 
Ένιωσα μια πλημμυρίδα
συναισθημάτων και μια
πρωτόγνωρη τρυφερότητα 
να διακατέχει το κάθε μου
κύτταρο. 
Σε αγαπούσα αλλιώς. 

*
Κάποτε στις τσουβαλομαχίες
που παίζαμε ένα παιδί έβγαλε
το χέρι του. 
Πονούσε πολύ, σχεδόν
ούρλιαζε. 
Το δέσαμε πρόχειρα
κι ησύχασε για λίγο. 
Η μάνα του το πήρε
και το πήγε στην κυρία
Πηνελόπη που ήταν πρακτική.
Το παιδί αυτό που αήδιαζε 
στο αυγό έγινε καλά 
με ένα κατάπλασμα αυγού
κι ολίγο αλεύρι. 

*
Στην τελευταία στροφή
πριν βγούμε στην θάλασσα
υπήρχε ένα δέντρο, μια
χιλιόχρονη ελιά. 
Σταθήκαμε στον ίσκιο της
για να γευματίσουμε. 
Όταν αποφάγαμε ένιωσα
μια περίεργη έλξη για
αυτό το δέντρο κι ήταν
σαν να μου μίλησε η ιστορία
μέσα από τις βαθιές ρυτίδες
του. 

Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2024

Προσωπογραφία

Το πρόσωπο σου στο κάδρο
του σαλονιού είναι χρόνια
που δεν ξεσκονίστηκε. 
Χέρι αγαπημένο δεν το
φρόντισε στον κύκλο της
ζωής να ανατείλει. 
Χείλη σμιχτά δεν το πλησίασαν,
φιλί να του μοιράσουν. 
Μάτι αχόρταγο - πίσω από το
δάκρυ- ποτέ δεν το έστερξε
προς το ακαθόριστο να φτάσει, 
ματιά για να ρίξει στα μεγάλα 
ονείρατα. 

Η αδηφάγα ήρθε σκόνη 
με στρώσεις πολλές και 
το κατάπιε όπως καταπίνει
η γύρη της άνοιξης το
ξεφούσκωτο ποδήλατο
του άνεργου αλιέα μπροστά
από τα κιτρινισμένα αρμυρίκια. 

Έμεινε να υπομένει το
βάρος ενός αργού και
παρατεταμένου θανάτου
με την μεγαλοσύνη της
παραίτησης ενός ασκητή. 

Δεν γνώρισε την ανθρώπινη
παρουσία παρά μονάχα
στα τρεμάμενα πόδια της
αράχνης παραδόθηκε. 
Τεράστια αράχνη που 
αγαπά τα παιδιά της λήθης
και αφροδισιακά ποτά κερνάει
τους φυλακισμένους της. 

Κι έχει πολλούς στην αρμαθιά
της εγκλωβισμένους μαζί
με εσένα. 
Το δίχτυ πυκνό πώς να
ξεφύγετε;
Το δηλητήριο γλυκό πώς να
αντισταθείτε;
Ο χρόνος πολύς πως να
θυμηθείτε;

Το πρόσωπο σου έρμαιο μιας
αγάπης φτηνής. 
Άνοστο φιλί πριν τον χωρισμό.
Πεταμένο γάντι στην κερκίδα
ενός άδειου σταδίου. 
Κανένας δεν το αναζητά 
κανείς δεν το ψάχνει κι
ούτε κανείς το καταδέχεται.

Συμπληγάδες πέτρες 
σε χτυπούν κι η λησμονιά μέσα
στο ασπράδι του ματιού της
σε κλείνει σαν ουτοπική 
ρήση που η μοίρα δεν την
προίκισε με άνθια αθανασίας
ή συμπόνιας. 

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2024

Μάχιμες παπαρούνες

Από όλες τις εποχές
αγαπώ εκείνη που γεννά
τις παπαρούνες. 
Κόκκινα πουλιά που ήρθαν
τη χλόη να στολίσουν. 
Αχ αυτό το χρώμα πόσο
παθολογικά το ζηλεύω. 
Θα το ήθελα στα μάγουλα μου
το ωχρό να κρύψει πρόσωπο
μου, όμορφη να βγαίνω
στα λυρικά μονοπάτια. 

Εύθραυστο λουλούδι σαν τις
τρεμάμενες πένες των
ποιητών λίγο πριν συλλάβουν 
το ποίημα. 
Δύσκολη ώρα όπου μέσα 
στην αρένα βρίσκεσαι να
μάχεσαι με τις λέξεις και 
τα νοήματα. 
Πονούν οι λέξεις. 
Αν δεν τις περιποιηθείς το
βέλος σου δεν θα βρει στόχο. 
Γιατί οι λέξεις είναι κόκκινα
πουλιά που ήρθαν στη γη να
συντροφεύσουν τις παπαρούνες
και δεν τα φτάνεις. 
Να το θυμάσαι καλά αυτό, 
γιατί αλλιώς αυτά τα πουλιά
μαύρα γίνονται και σε λαβώνουν. 

Θυμάμαι όταν ήμασταν παιδιά
ανοίγαμε τα κλειστά
μπουμπούκια της παπαρούνας
για να δούμε τι χρώμα έχουν. 
Αν ήταν άσπρα, κόκκινα ή ροζ.
Στο κόκκινο κέρδιζες, στο ροζ
ερχόσουν δεύτερος και στο
άσπρο πήγαινες μια θέση πίσω. 
Έτσι κι οι λέξεις έχουν
περίβλημα και κρύβονται. 
Αν βρεις αυτή την κόκκινη,
αναταράξεις θα συμβούν και
θα σου φανερωθεί το ποίημα
στιβαρό σαν βάδισμα κορμοράνου. 

Κατά τη θητεία μου στην ποίηση
άνοιξα πολλά άσπρα
μπουμπούκια και βρέθηκα στο
τέλος μιας μεγάλης ουράς
μπροστά από το βωμό της
τέχνης. 
Δεν πτοήθηκα, δεν λύγισα, 
δεν το έβαλα στα πόδια. 
Παρέμεινα εργάτης που
συνδαυλίζει τη στάχτη 
κάρβουνα να βρει για να
ζεσταθεί. 

Αν κάποτε αξιωθώ να ανοίγω
κόκκινα μπουμπούκια θα
αλλάξω σειρά και στο βωμό 
της τέχνης μπροστά θα
αποθέσω ένα μπουκέτο άλικες
παπαρούνες σαν ανταμοιβή για
την εύνοια τους κι έπειτα
μαχητής εμπρός στην πίστα θα
σταθώ για να ταΐσω τα κόκκινα
πουλιά πριν αλαργέψουν. 

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024

Η Άννα των φτωχών

Πούλησε τα ρούχα της
στις αγορές και στα παζάρια 
για ένα κομμάτι ψωμί. 
Διαπραγματεύσεις δεν έκανε. 
Όσο κι όσο τα έδωσε, είχε
ένα δύσκολο χειμώνα να βγάλει
πέρα και οι προμήθειες στο 
ντουλάπι είχαν τελειώσει προ 
πολλού. 
Πεινούσε κι ανήμπορη ένιωθε
να σηκώσει το χέρι σε γροθιά. 

Στον κακό χαμό πήγαν πρώτα
οι μάλλινες μπλούζες 
της μάνας της. 
Θυμάται καλά πόσο την είχαν
παιδέψει στα κοψίματα και
στο γιακά. 
Ζέσταιναν το σώμα της καλά
όπως καλά ζεσταίνει η φουφού 
τα χέρια του καστανά. 
Κρουστό πλέξιμο με τρεις
πλεξίδες στο σχέδιο να
ανεβαίνουν από τη βάση
του λάστιχου ως τους ώμους
κι άλλες πάλι με πλέξη
πουαντερί. 
Τις θυσίασε μαζί με τις
αναμνήσεις με ένα ερύθημα 
στο μάγουλο βαθύ. 

Εκτός από τις μπλούζες
απαρνήθηκε τα πέντε τζιν
παντελόνια της που τα είχε
αγοράσει από τη μπουτίκ
της γωνίας που πρόσφατα
έκλεισε λόγω χρεών. 
Καλά ρούχα ακριβά για το 
είδος τους. 
Εφάρμοζαν τέλεια πάνω της
κι αναδείκνυαν τα λεπτά της
πόδια. 
(Αχ οι καλλίγραμμες γάμπες  
της πόσο ξεσήκωναν τα
αρσενικά της πλατείας.) 
Με αυτά καβαλίκευε τον ήλιο
του Αυγούστου και της
σελήνης το ασημένιο
τάσι χωρίς να κουράζεται 
ή να ενοχλείται. 
Χαράμι πήγαν τελικά για λίγες
λίμπρες κρέας. 

Έχασκε η ντουλάπα της αδειανή
σαν στόμα γέρικο.
Το θέαμα την έθλιβε φοβερά.
Έμεινε μόνο με τα φορέματα 
και με τα πανωφόρια. 
Αυτά δεν τα χαλάλισε έπρεπε
άλλωστε κάτι να έχει για να
ρίχνει πάνω της. 
Ωραία ρούχα με αυστηρή 
κάπως γραμμή. 
Τέσσερα για κάθε εποχή:
Τα σκούρα για τον χειμώνα. 
Τα άσπρα για το καλοκαίρι. 
Τα λιλά για την άνοιξη και 
τα μπορντό για το φθινόπωρο. 

Σαν μέγγενη ένιωσε να την
περιθωριοποιεί το σκοτάδι
γύρω της. 
Την έλεγαν Άννα. 
Έκλαιγε συνέχεια κι ήταν η
μούσα των ποιητών μα και 
των καταφρονημένων το 
στερνό καταφύγιο. 
Την έλεγαν Άννα και στο
ντουλάπι δεν είχε ψίχα ψωμί.
Ήταν η Άννα των φτωχών.

(Επικαιρικό διαβάζεται και σαν μπροσούρα) 

Υ. Γ Το ταγιεράκι της μάνας με τις κόπιτιτσες δεν το πούλησε όπως και το κασμιρένιο κοστούμι του πατέρα με το ρολόι τσέπης να δείχνει οκτώ 
ακριβώς

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2024

Η φύση του σκύλου μου

Στην Άρυα

Το σκυλί μου κοιμάται
μαζί μου. 
Είναι ήσυχο κι επιθυμεί
να ξαγρυπνά στο πλάι μου
όταν δεν έχω άλλα κύματα
να μετρήσω. 
Το σκυλί μου παρότι
κυνηγόσκυλο ποτέ δεν
έπιασε κανέναν κατατρεγμένο
λαγό. 
Δεν ξέρει τα μονοπάτια
του δάσους, αγνοεί τα λαγούμια,
κι η όσφρηση του δεν του
χρησίμευσε σε τίποτα
άλλο πέρα από την μυρωδιά
μου. 

Το σκυλί μου είναι ειρηνικό. 
Ποτέ δεν ξεπουπούλιασε πουλί.
Δεν ξέρει τίποτα από σκάγια
κι οι πατούσες του είναι 
σαν πέλμα μωρού. 
Το σκυλί μου αναγνωρίζει
μόνο τον ήχο των
πυροτεχνημάτων και των
βεγγαλικών. 
Τουφέκι δεν μπήκε στο σπίτι
μας, δεν συνέτρεξε λόγος, 
οι πρόγονοι μας ήταν
ειρηνικοί όπως και αυτό. 

Το σκυλί μου έχει άδολη
καρδιά κι είναι πιστό στη
φύση του με έναν ανορθόδοξο
τρόπο. 
Μια βραδιά που βρήκε ένα
σκοτωμένο περιστέρι το
πλησίασε αλλά δεν το γράπωσε. 
Μάλιστα κυνήγησε μια
ύπουλη γάτα που ετοιμαζόταν
να το αρπάξει. 
Το σκυλί μου πένθησε 
για το περιστέρι και θέλησε
να επιστρέψει γρήγορα
στο σπίτι αφήνοντας τη βόλτα
στη μέση. 

Το σκυλί μου κοιμάται μαζί
κι απόψε που δεν έχω ύπνο
με βοηθά να γράψω το ποίημα.
Με ξεπερνάει. 
Με αναγνωρίζει. 
Μου συμπαρίσταται. 
Είναι η παρέα μου και το
αντίβαρο στη μοναξιά. 
Παρότι κυνηγόσκυλο
αγαπά τις απαλές κουβέρτες
κι απάνω στα χαλιά 
δεν ονειρεύεται λαγκάδια
παρά μόνο λιχουδιές. 

https://youtu.be/5RZDDHjWCkI?si=RDlvShsQgSfN8F6u

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2024

Το τριακοστό τρίτο χιλιόμετρο

Στην Φανή τη φίλη μου

Μετά από πολλά χιλιόμετρα
οδοπορείας βρέθηκα σε μια
σκοτεινή σήραγγα. 
Μια ταμπέλα μετά τη διχάλα
του δρόμου με είχε
προειδοποιήσει πως έμπαινα
σε ένα υπό κατασκευή δίκτυο
και κάτω από την προσωπική
μου ευθύνη θα γινόταν 
η διέλευση μου σε αυτό. 
Δεν το σκέφτηκα καθόλου 
πήρα την ευθύνη πάνω μου
και βάδισα. 

Η σήραγγα ήταν μεγάλη και
θεοσκότεινη. 
Δεν είχε ηλεκτροδοτηθεί
ακόμα. 
Αυτοκίνητα δεν περνούσαν. 
Οι πεζοί απόντες, είχαν πάρει
τα βουνά όπου μάζευαν
χαμομήλι και άγρια ρίγανη.
Βάδιζα ψηλαφητά, σχεδόν 
με κομμένη ανάσα. 
Το μαύρο χρώμα είναι σκληρό
όπως και να το δεις. 

Αν είχα έναν φακό μαζί μου
κάτι θα γινόταν η έστω ένα
κερί η ένα σπαρματσέτο. 
Προσπαθούσα λοιπόν να 
εξορύξω λίγο φως από το 
μαύρο για να μην σκοντάψω. 
Ήταν σαν να είχα μπει στην
κοιλιά ενός κήτους και 
περίμενα καρτερικά να με
ξεράσει. 

Άνοιγα διάπλατα τα μάτια.
Άπλωνα τα χέρια, δεν μπορείς
να φανταστείς πόσο βοηθούν
τα χέρια όταν όλα σε
εγκαταλείπουν. 
Δεν είχα μαζί μου πάρει εφόδια.
Πεινούσα και διψούσα. 
Δεν μου έμενε παρά να βαδίζω.
Κάποια στιγμή ένα αδύναμο 
φως με πλησίασε. 
Φοβήθηκα μήπως με
παρακολουθούν. 
Λάθεψα δεν ήταν κανένας απλά
έβγαινα επιτέλους στο φως. 

Ξεσκόνισα την καμπάνα του
παντελονιού μου, έδεσα τα
μαλλιά μου, ήμουν χαρούμενη. 
Στην έξοδο μια κίτρινη
μπουλντόζα με καλωσόρισε. 
Ήταν σκουριασμένη και τα
λάστιχα της ήταν σκασμένα.
Περιεργάστηκα λίγο το τιμόνι
και την άφησα. 
Πιο κάτω είδα έναν
οδοστρωτήρα, ατάραχος με
υποδέχτηκε κι έπιασε να μου
σιδερώνει το τσαλακωμένο
μου γιακαδάκι. 

Γύρω μου ψυχή. 
Στο τριακοστό τρίτο χιλιόμετρο
συνάντησα ένα ταπεινό
εικονοστάσι. 
Εκεί ήταν σκοτωμένοι είκοσι
τρεις Μάηδες. 
Άναψα το καντήλι και πήρα 
τα σπίρτα, θα μου χρειαζόνταν.
Και βέβαια δεν έπεσα έξω. 
Το φως χάνονταν κι έμπαινα
στη σκοτεινή σήραγγα της νύχτας 
σε έναν έρημο τόπο. 

Είχα κουραστεί. 
Πεινούσα και διψούσα. 
Για να μην σκέφτομαι βρήκα
μια πέτρα και κοιμήθηκα. 
Ήταν η φορά που είχα δει
το πιο ζωντανό όνειρο. 
Είχε λέει αναστηθεί ο νεκρός
του τριακοστού τρίτου
χιλιομέτρου και μου έκανε
το τραπέζι. 
Με τα σπίρτα που είχα κλέψει
άναβε κάτι θεόρατα κηροπήγια.
Πετάχτηκα πάνω έντρομη. 

Γύρισα πίσω κι άφησα τα
σπίρτα. 
Ιερόσυλη υπήρξα. 
Τι θα έκανε η μάνα του
σκέφτηκα αν έρχονταν και
δεν έβρισκε τρόπο να ανάψει
το καντήλι. 
Έκανα να φύγω, ακούστηκε
μια μηχανή να πλησιάζει. 
Ήταν η μάνα. 

Τα σπίρτα στη θέση τους.
Ευτυχώς είπα δυνατά 
κι απομακρύνθηκα, ένα κόκκινο
μάτι με κοίταζε αυστηρά. 
Ύαινα η μάνα άπλωνε νύχια
ίδια μυτερά με τα αγκάθια
των τριαντάφυλλων που
κρατούσε στα χέρια. 
Αύριο θα έφερνα δίχως άλλο
ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα 
να καλμάρει λίγο ο πόνος της.

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2024

Ισοπαλία

Βρέθηκα στο ρινγκ
με αντίπαλο έναν σωματώδη
Ινδό. 
Δεν ήμουν προετοιμασμένη 
να παλέψω. 
Γάντια δεν φορούσα, 
τα πόδια μου ασταθή
με πρόδιδαν, καρδιά
δεν είχα ούτε ψυχή 
να αγωνιστώ. 
Η μπλούζα μου σκισμένη
καθέτως έβγαζε στη φόρα
το αδύναμο κορμί μου. 

Μόλις δόθηκε το σύνθημα
για την έναρξη, άρχισε 
να σείεται ο γύρω χώρος
σαν το τραπουλόχαρτο 
στον άνεμο. 
Κόκκινα τριαντάφυλλα
έφραξαν τα μάτια μου. 
Δεν έβλεπα σπιθαμή
πέρα από τη μύτη μου. 

Όταν βρέθηκα στο πάτωμα
χτυπημένη ευθύς τα
τριαντάφυλλα κατέλυσαν 
όλο μου το κορμί. 
Δεν ήξερα τι να κάνω. 
Άρχισα να φτιάχνω 
ανθοδέσμες για να
απασχολούμαι. 
Πολλές ανθοδέσμες 
και με ποικίλα δεσίματα. 
Γέμισε το στάδιο με φλογερά
άνθη και ξάφνου ο άχρωμος
χώρος πήρε να ομορφαίνει
και να ευωδιάζει σαν κήπος
κρεμαστός, 

Ο αντίπαλος μου στο δεύτερο 
γύρο άλλαξε κι άρχισε σιγά σιγά
παραδόξως να συρρικνώνεται. 
Πρώτα υποχώρησαν τα μπράτσα
του κι ύστερα όλο το κορμί του. 
Τα χέρια του μίσχοι έγιναν
λουλουδιών και το πρόσωπο
του ανοιχτό τριαντάφυλλο
με δροσοσταλίδες. 

Το στάδιο σίγησε όπως ο λαγός
στο λαγούμι του την ώρα της
καταιγίδας. 
Εγώ συνέχισα το έργο μου. 
Ο διαιτητής σφύριξε τη λήξη. 
Ήμουν ο νικητής παμψηφεί. 
Ο κόσμος με επευφημούσε 
κι εγώ μοίραζα χαμόγελα
κι ανέμιζα τα χέρια. 
Πέταγα τις ανθοδέσμες
στο πλήθος. 
Ολοι βρέθηκαν στο τέλος
με μια κόκκινη ανθοδέσμη 
στο χέρι. 

Πήρα κατόπιν τον αντίπαλο
αγκαλιά και διαπίστωσα 
πως χωρούσε στη μια
μου μόνο παλάμη. 
Του χάρισα τριαντάφυλλα. 
Έκανε σαν μικρό παιδί. 
Στην απονομή τον κρατούσα
σφιχτά. 
Όταν μου έδωσαν το έπαθλο
το τρύπωσα στη τσέπη του. 
Είμασταν κι δυο νικητές. 

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2024

Το μαρτυρικό δέντρο

                 Για τα παιδιά της Γάζας

Οι μανάδες κάθε που
μάτωνε ο ήλιος
συγκεντρώνονταν κάτω
από το πυλύκλωνο δέντρο. 
Ήταν φυτρωμένο στη μέση
μιας μικρής πλατείας. 
Γύρω ερείπια, κλαυθμοί
και βογκητά από ένα πλήθος
που αδυνατούσε να κρατήσει
τα δάκρυα του καθώς ξέθαβε
μια ανάπηρη κούκλα μέσα 
απ' το τραχύ τσιμέντο. 

Κάθε δείλι στο δέντρο
υποδοχέα έρχονταν τα
πουλιά για να απαγκιάσουν.
Ήταν οι ψυχές των παιδιών
που πουλιά γίνονταν κι έφταναν
στο δέντρο να βρουν ανάπαυση. 
Ούτε ένα κλαδί δεν έμενε
αδειανό, ούτε μία μάνα
χωρίς μνήμα και θρήνο. 

Τα αλλόκοτα αυτά πουλιά
δεν ήξεραν να κελαηδούν
παρά μόνο να σωπαίνουν. 
Κυρτές οι μανάδες
μοιρολογούσαν
χτυπώντας τα στήθη
και τις ρίζες πότιζαν 
με αρμυρό δάκρυ.
Φορούσαν μαύρα μακριά
φορέματα κι είχαν
ξεπλεγμένα τα μαλλιά τους. 
Το δέντρο αδυνατούσε να
απορροφήσει όλους αυτούς
τους ποταμούς δακρύων. 
Ασυγκράτητος ο πόνος
ξεχείλιζε ολοτρόγυρα. 

Η πλατεία μεταμορφώνονταν
σε πλωτή λίμνη. 
Έβγαινε με τη βάρκα
χαιρέκακος κι αιμοδιψής
ο χάρος και θέριζε ανηλεώς.
Διάλεγε κατά το πλείστον
τις μικρομάνες με τα 
σκισμένα απ' τη λύπη μάγουλα. 
Τραβούσε μια φαλτσέτα 
στο χρώμα του υδραργύρου
και έπαιρνε ψυχές. 
Μόνο η Φατμέ αγνώριστη
καθώς ήταν γλίτωσε
το διωγμό είχε βλέπεις
γεράσει μέσα σε μια ώρα 
όταν έχασε και τα τρία 
της σπλάχνα στον τελευταίο
τυφλό βομβαρδισμό. 

https://youtu.be/scl3nAnrIfI?si=DIMe6mXlPxUTPSgW

Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι...*

Κοντά σου έβλεπα αστέρια
εκεί που δεν υπήρχαν. 
Λαμπροί αστερισμοί 
καταδικασμένοι στην αφάνεια
για τους άλλους σε εμένα
πλούσια δίνονταν. 
Έτσι να έκανα να απλώσω
τα χέρια και θα τους έπιανα.
Αυτοί να στολίζουν 
την ποδιά μου και τον μπούστο
μου. 
Στα μαλλιά μου να στέκουν
σαν στέμμα βασιλικό και σαν
τιάρα πάμφωτη. 
Ο θρόνος μου μια ριζιμιά
πέτρα που αλμυρό νερό 
δεν την γλύφει. 

Επιτελείς είχα κοντά σου πολλούς.  
Μια ολόκληρη στρατιά από
μικροσκοπικούς ανθρώπους. 
Αυτοί να καλλωπίζουν το σπίτι
μου, να βουρτσίζουν τα άλογα
και να κινούν για μυθικές 
εκστρατείες. 
Η Ελένη στην άκρη να κεντά
μαντήλια και να ράβει ντάνες 
από πουκάμισα μεταξωτά. 
Η Ελένη η καλύτερη μου
φίλη, η μπιστική μου παρέα. 
Αυτή κι εγώ ξεχωριστές 
μέσα από τα αλαλάζοντα 
ευήθη πλήθη, με τους 
πιο ωραίους επιβήτορες 
και με τα πιο όμορφα
στρογγυλοπρόσωπα παιδιά. 
Ο κόσμος μου μια απέραντη
επικράτεια που κανείς άλλος
στρατηλάτης δεν αξιώθηκε
να κατέχει. 

Κοντά σου έβγαινα στα πιο 
γόνιμα κι εύχαρη μέρη, 
σ' αυτά που μόλις με τα ακρόνυχα 
μου στο μέτωπο τα χάιδευα 
μού αντιγύριζαν φιλιά. 
Εκεί οι δροσιές, 
οι στριφογυριστοί ποταμοί, 
οι κρουνοί από νερό αναβλύζον
και τα αφύλακτα πηγάδια. 
Οι αποθήκες μας γεμάτες
σιτηρά κανείς να μην πεινάσει. 
Πεταλούδες και άνθη τριγύρω 
να πνίγομαι στην ομορφιά
και δυο μικρές παρθένες
να βγαίνουν στο φως και
να νυμφεύονται τον ήλιο. 

Εσύ ο ουρανός κι εσύ η χώρα μου. 
Εσύ οι αστερισμοί και τα ανοιχτά πηγάδια. 
Εσύ ο καλός ο σίτος και η σπιρτάδα του νου. 
Εσύ το μόνο φιλί καρδιάς
που άλλος κανείς δεν γνώρισε. 

*Ο τίτλος είναι στίχοι της Μαρίας Πολυδούρη. 

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2024

Το τραγούδι του ποδηλάτη

Απόψε σε βρήκα πάνω
στη σέλα του ποδηλάτου
μου ανεβασμένο 
ορθοπεταλιές να πατάς
και στην ανηφοριά
της ζωής μου αέναες
διαδρομές να κάνεις. 

Απορούσα πώς και δεν
κουραζόσουν πως κι η
κάθετη ανηφόρα δεν σε 
πρόδιδε ούτε λεπτό. 
Ακμαίος πατούσες το πετάλι, 
λαμπαδηδρόμος σε γιορτή
με γάμπες δυνατές
δρόμους άνοιγες. 
Σταματημό δεν είχες
κι ας γδερνόσουν
πλάι στις βατομουριές, 
και τα ασπαλάθια που 
σε κύκλωναν. 

Χαμογελαστός πήγαινες
και κρατούσες στα χείλη σου
σχηματισμένο το τραγούδι μας. 
Μιλούσε για τον έρωτα μας, 
ωραίον σαν απριλιάτικο ξημέρωμα, 
που μια νυχτιά
τον σεργιανίσαμε στην
υγρή χλόη πέρα και πάνω
από τις λεύκες που
ένας βοριάς αντάρτης
τις ερωτοχτυπούσε
κι αυτές πλάνταζαν
σε ρυθμούς τρελούς. 

Είσαι εδώ κι είσαι καλά
κι εγώ σου παραχωρώ 
της ζωής μου τις δύσκολες
στράτες.
Σκίζω τις κουρτίνες
για να σε βλέπω καλύτερα
κι εσύ το μόνο που έχεις
να κάνεις είναι να έρχεσαι 
και να λειαίνεις της ζωής μου
το κακοτράχαλο παρόν
με το επίμονο τραγούδι σου. 

Μην φοβηθείς δεν θα σου
κλέψω το τραγούδι. 
Έμαθα τους στίχους του απέξω
και δικό μας το έκανα
οι στάχτες μην το βρουν. 

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2024

Somonka

Τρυγητάδες

Ώριμοι καρποί
σταφύλια στο λιακωτό
ο τρύγος ήρθε
βαριές οι αναπνοές
το φιλί πετιμέζι

Γλυκός ο μούστος
το ρακί με μεθάει
λεκές στο μπούστο
υάκινθους θα σου στρώσω
Χυμώδης ο έρωτας. 

"
Προσκλητήριο

Χτυπά καμπάνα
υάκινθοι και γιασεμιά
τα πόδια γερά
συνάντηση ορίζω
ήρεμο περιγιάλι

Όρθιο το κορμί
γοργά κυλά το αίμα
κλειστή η σπηλιά
κιλίμια στρώνω κάτω
απόψε σε προσμένω.

*
Απόδραση

Ο όρμος κλειστός
φύονται γύρω πεύκα
σκαστό το φιλί
δυο υάκινθους σου στέλνω
βαρκούλα μας προσμένει

Βαριές μυρωδιές
φτερούγισμα της ψυχής
αγύρτης έρως
κρατάω μια βαλίτσα
πίσω πια δεν γυρίζω.

*
Ανάθεμα

Καυτός ο ήλιος
η άμμος τσουρουφλίζει
το πέλμα γυμνό
ανάθεμα σου ρίχνω
άπιστε έρωτα μου

Τρυφερή χλόη
παρτέρια με υάκινθους
Ψιλή βροχούλα
άλλη αγάπη βρήκα
στέρεψες το φιλί σου.

*
Πρώτο σκίρτημα

Κόρη λυγερή
μαλλιών ανέμισμα 
δωμάτιο κρύο
κρυφή γραφή σου στέλνω
ποθώ να σε φιλήσω

Άλικο άνθος
υακίνθου ανασεμιά
κλειστός ο καιρός
τους χτύπους σου ακούω
κοντά σου βρίσκω χώρο.

*
Συνάντηση

Λάδι το νερό
πανάκι δεν κουνιέται
μηχανή βάλε
έλα να σ' αγκαλιάσω
το κορμί μου σε ζητά

Έρημες ακτές
υάκινθοι πέσαν στη γη
ο ήλιος καίει
κουνώ άσπρο μαντήλι
ηδονικές οι στιγμές.

*
Γιατρικό

Κόμποι ιδρώτα 
η καρδιά αργοσβήνει
το σώμα πονά
γιατρός ο έρωτας σου
τα θαύματα θα κάνει

Ψηλός πυρετός
απότιστα λουλούδια
μόνο το σκυλί
αντάμα σου συμπάσχω
υάκινθοι σε στολίζουν. 

*
Χωρισμός

Ανοικτό γράμμα
σκιρτήματα της καρδιάς
τα λόγια πικρά
ξεφεύγεις από μένα
άπληστη η ψυχή σου

Σίδερο βαρύ
τα λόγια που σου είπα
νοτιάς ο καιρός
υάκινθοι στο παρτέρι
αγύρτης ο έρωτας. 

*
Νύχτα

Η νύχτα κλαίει
το τσεμπέρι στα μάτια
ο πόνος βαρύς
οι υάκινθοι στο χώμα
η απουσία σκληρή

Τα άστρα λίγα
ουρλιάζουν τα τσακάλια
το φως ζοφερό
τα μάτια εδώ ρίξε
ολάκερος να λάμψω. 

"
Παινέματα 

Φωτιάς σπίθισμα 
το τζάκι σιγοκαίει
τα ξύλα υγρά
προστρέχω στα χέρια σου
μοναδικό μου πάθος

Λευκοί υάκινθοι
σμσραγδένια τα μάτια
λαμπάδα κορμί
τα χρώματα θαμπώνουν
μπροστά στην ομορφιά σου. 

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2024

Η ενηλικίωση των αγγέλων

Αγαπώ τα ευθυτενή
κυπαρίσσια. 
Από την αυλή του πατρικού μου
έβλεπα τρία στη σειρά
και τα θαύμαζα έτσι όπως
υποδέχονταν τον ήλιο
χωρίς να υποκύπτουν
σε κελεύσματα. 
Ήταν μέσα στο οικόπεδο
που πωλήθηκε για να 
αγοραστεί ένα τυφλό
διαμέρισμα στην πόλη. 

Αφού το πήραμε και μας
έδωσαν τα κλειδιά πήγαμε
να το επισκεφθούμε. 
Με έκπληξη μεγάλη
διαπιστώσαμε πως ήταν
όλο γεμάτο από μπουγαδοκόφινα. 
Ούτε ένα τετραγωνικό 
δεν έμενε άδειο για να 
το κατοικήσουμε. 

Πέρασαν δέκα χρόνια
στη σειρά, άστεγοι εμείς, 
πήγαμε πάλι να το δούμε. 
Τότε διαπιστώσαμε και πάλι
πως τα μπουγαδοκόφινα
ήταν ακόμα εκεί. 
Με την διαφορά ότι τώρα
αυτά ήταν γεμάτα με
καλοσιδερωμένα ασπρόρουχα. 
Μοσχοβολούσε το σπίτι
λεβάντα και άγρια ορχιδέα. 

Σίγουρα κάποιοι άγγελοι
θα το είχαν προ πολλού
κατοικήσει. 
(Νομίζω δεν ήταν άσχετο
πως το διαμέρισμα αυτό
υπαγόταν στη συνοικία των αγγέλων.) 
Φύγαμε άπραγοι και δεν 
κοιτάξαμε καθόλου πίσω. 
Άλλωστε πώς να τα βάλουμε 
με το ακραιφνές;

Χαλάλι είπαμε οι τρεις σειρές
από τις κοντακιανές ελιές
στο οικόπεδο που
πουλήθηκε μετά από μεγάλη χρεία. 

Καλημέρα απανταχού.

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2024

Παραλήρημα

Από μακριά έρχονταν
παραλλαγμένη η μουσική.
Κύματα αλλότρια έλεγες πως
την έφερναν ως εδώ.
-Έμπαινε σεινάμενη στη σάρκα
τους και την δονούσε
όπως δονείται ο λαιμός
του βατράχου στην επαφή
του με το κελαρυστό νερό.-
Βραχνός ο τραγουδιστής,
υπόκωφοι οι ήχοι κι από
κάτω χειροκροτήματα
ζητωκραυγές και ιαχές.

Μην ήταν κάποια χοροεσπερίδα
η μήπως γάμος ή τα βαφτίσια
του φεγγαριού στο γέμισμα του;
Ότι κι αν ήταν, όπως κι αν ήταν
η μουσική αυτή τη συντρόφευε.
Έκλεινε τα μάτια για να ακούει
πιο καλά.
Σφάλιζε τα χείλη για να μην
κραυγάσει η μοναξιά.
Μέγγενη τα χέρια της έσφιγγαν
τα γόνατα για να μην "φύγει".

Μεσάνυχτα, κι αυτή μόνη της
στο σπίτι, το σκυλί βόλταρε
στον κήπο, το σαμιαμίδι στο
εικόνισμα καλοτύχιζε το σπίτι.
Κρύωνε μα δεν είχε χέρια
εύκαιρα για να ρίξει μια
ζακέτα στους ώμους.
Μέγγενη τα χέρια της γύρω
από τα γόνατα.
Έμεινε ακίνητη να παρακολουθεί...
Παγωμένη σχεδόν νεκρή.

Δεν ήθελε να τελειώσει
η μουσική, ούτε οι κραυγές,
ούτε τα ακανόνιστα παλαμάκια.
Ένιωθε προσκεκλημένη της γιορτής.
Πήρε βαθιά ανάσα, φύσηξε
ένα σκνιπάκι που την
ενοχλούσε, άνοιξε τα μάτια
για λίγο. Το σπίτι σκοτεινό σαν
πάτος τσουκαλιού.
Το σκυλί γαύγιζε, αυτή γλεντούσε
μέσα της..

Η μουσική εξακολουθούσε
να έρχεται κατά κύματα,
αν είχε χέρια θα έγραφε ποίημα.
Βούιζαν τ' αφτιά της, η επέλαση
των στίχων την κυρίευσε,
Πήρε να τους θυμάται, όταν
θα απόσωνε η μουσική θα
έγραφε αναντίρρητα το
καλύτερο της τραγούδι.

Για μια Μάντω με χρυσές πλεξούδες
και γάμπες αισθησιακά μακριές.

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2024

Η μέλισσα

Ήσουν μια μέλισσα
με διάφανα φτερά. 
Δυο φτερά κρουστά
που σε απογείωναν. 
Στους ουρανούς σε πήγαιναν
ολοένα να ζητάς χρησμούς
από τους Θεούς. 
Στη γη ερχόσουν μόνο
για να τραφείς. 
Αγέρωχος σαν οπλαρχηγός
δεν καταδεχόσουν χώμα
να πατήσεις. 

Κάποτε όταν στάθηκες
στο λουλούδι μιας
φραγκοσυκιάς έχασες
το ένα σου ποδαράκι. 
Από τότε με ένα ξύλινο
ποδαράκι κυκλοφορείς. 
Σαν γάντζος αυτό σε δένει
τώρα ταπεινά με τη γη. 

Ασημένιο τάμα έκανα στην
Παναγιά την Ευαγγελίστρια
να σε φυλάει από μάτι
κακό κι από επιβουλές. 
Ένα μέτρο πάνω από
τη γη αιωρείσαι
και φτάνω το ποδαράκι σου
να το φροντίζω. 

Τους ουρανούς πια
έπαψες να αποζητάς 
και κοντά μου σε έχω 
να νοστιμίζεις τη ζωή μου 
με το μέλι σου, σκιά
να μου κρατάς στα κραταιά 
μεσημέρια του Ιουλίου. 

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2024

Παραφροσύνη

Πάντοτε εγώ όταν βρέχει
τρώω παγωτό και διαβάζω
Ίψεν.
Διαμάντια οι σταγόνες
πέφτουν κάθετα στις λέξεις
και τις νοτίζουν.
Υγρές οι λέξεις με υποδέχονται
αναφανδόν.
Σφραγίζουν το μυαλό μου.
Τρεκλίζουν πάνω στη γλώσσα μου.
Επικάθονται στο μπράτσο μου
σαν στρατιωτικά περιβραχιόνια.
Βαυκαλίζομαι πως τις ξεντύνω
και γεύομαι στο έπακρο
την ουσία τους.
Τις κρατώ εντός μου
σαν αμαρτία ανομολόγητη.

Άθυρμα οι λέξεις με ζητούν
για συμπαίκτη τους.
Μου δίνουν τον πιο περιζήτητο
ρόλο.
Εγώ ο στρατηγός
κι εγώ ο μονάρχης.
Εγώ η ιερόδουλη της φωτιάς
με τα μακριά ματοτσίνορα
κι εγώ ο πρωταγωνιστής
σε μια υπαίθρια σκηνή
την ώρα του σούρουπου.
Με καταπονούν με τις αξιώσεις
τους.

Βγαίνω στους δρόμους χωρίς
προφύλαξη μήπως και ξεφύγω.
Καταλύτης η βροχή
με διαπερνά.
Το αίμα τρέχει πιο γρήγορα.
Νομίζω πως θα εκραγώ
σαν ένα πυροτέχνημα στα πόδια
των νεόνυμφων.
Οι νεόνυμφοι είναι τα δικά μου
που δεν γέννησα παιδιά.
Χρόνια τα κυοφορώ.
Χρόνια με μεταλλάσσουν
σε κάτι υδαρές και ρευστό.

Παρεισφρέω στην τελετή και
οι νεόνυμφοι με υποδέχονται
με ιαχές και συνθήματα.
Υποκλίνομαι και γλεντάω
με την ψυχή μου.
Σηκώνω το ποτήρι ψηλά
κι αυτοί με ορίζουν μητέρα των λέξεων
που κανείς ποτέ δεν θα
καταγράψει παρά μόνο
οι τρελοί θα τις ψελλίζουν
κάθε που πιάνει βροχή.

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024

Τελεσίδικες μάχες

Δώσε μου το χέρι σου. 
Είναι Σεπτέμβρης και
το καλοκαίρι με αραιή
τη λευκή γενειάδα του 
απομακρύνεται. 
Μην αρνηθείς να βαδίσουμε
μαζί στα σκαλοπάτια
του φθινοπώρου. 
Κοίταξε τα φύλλα πως τρέμουν. 
Δες τα πουλιά πως συνάζονται
στα σύρματα σαν καλόγεροι
δίπλα στο αναλόγιο για την
πρωινή προσευχή. 
Ρίξε μια ματιά στα σύννεφα
πως πήραν να φορούν τη
βαριά πανοπλία και 
ετοιμάζονται να ξεκινήσουν
την αέναη μάχη τους με τον
ήλιο. 

Απόψε που είσαι γεμάτος
με τις μυρωδιές του μούστου
έλα εδώ να μεθύσουμε. 
Μην ξεσυνερίζεσαι το 
κακιωμένο καλοκαίρι που
τριγυρνά ξυπόλητο στις
παραλίες με τις σπασμένες
ομπρέλες και τα σεβάσμια
αρμυρίκια. 
Φεύγει ο καιρός. 
Πετάει μακριά ένα ψάθινο
καπέλο αδειανό από υποσχέσεις. 
Οι πελαργοί εξετάζουν
δίβουλοι τις φωλιές τους
κι απλώνουν νύχι για να
κρατηθούν από τη σκεπή
του ουρανού. 

Σε καρτερώ κι άνοιξα
μεσίστια μια σημαία για 
να με δεις. 
Έχει τα χρώματα της ώχρας
και σχεδιασμένο πάνω της
ένα αιμοδιψές κοράκι που
μέχρι πριν λίγο κατασπάραξε
έναν ανίδεο γλάρο. 
Δεν μπορεί παρά να με 
προσέξεις. 
Ένα τραγούδι συνέθεσα
για εμάς και το τοποθέτησα
δίπλα στην παρτιτούρα που
αγαπούσες. 

Μόνη δεν μπορώ άλλο
να τραγουδώ έλα να πιάσεις 
τουλάχιστον το σιγόντο. 
Χαλάλισα τις χορδές μου 
να μιλάω για τα πάθια του
έρωτα. 
Στην κρήνη μου θα βρεις
νερό για να πλυθείς και να
λουστείς. 
Αχ τι όμορφος θα δείχνεις! 
Σαν τον κούρο θα είσαι που
τον σμίλευσαν έμπειρα χέρια. 
Δες με πως χαράσσω πάνω
του το ακριβό σου όνομα. 
Αιώνιος να προπορεύεσαι... 
Στο βιβλίο των μεγάλων
ερώτων σε περίοπτη θέση
να κατοικείς. 
Κι εγώ θα σταθώ δίπλα σου
να καταμετρώ σιωπηλά τις
μεγάλες μάχες που κέρδισες
κόντρα στη φθορά. 

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2024

Μαγγανεία

Εμείς πριν ακόμα 
μιλήσουμε μάθαμε
να τραγουδάμε. 
Πρώτο τραγούδι
το νανούρισμα της μάνας
πάνω από τα δαντελένια
κλινοσκεπάσματα. 
Τινάζαμε τις γροθιές μας, 
τη συνοδεύαμε. 
Καθησυχαστικές οι νότες
στα μέτρα μας οι στίχοι. 
Μιλούσαν για τον γενναίο
καβαλάρη που αψηφά
τους δράκους κι ελευθερώνει
την ναρκωμένη πεντάμορφη. 

Γελούσε η μάνα, χαίρονταν 
η καρδιά μας κι από 
αγάπη μούδιαζαν τα μέλη μας. 
Όταν αυτή, ξημέρωμα πια, 
αποκοιμιώνταν ήρεμη
σαν νερό που στέκει 
αμίλητο στο ποτήρι
εμείς συνεχίζαμε το τραγούδι. 
Ο καβαλάρης έφευγε
αγκαλιά με την αγαπημένη του. 
Ο πρωτομάστορας κόμιζε
στην καρδιά του τα τελευταία
λόγια της γυναικός του. 
Τα πουλιά μιλούσαν
για τη χαμένη ομορφιά
της αδερφής. 

Ξυπνούσε η μάνα από 
τις φωνούλες μας, έτριβε
τα μάτια, ξεσκέπαζε το
καναρίνι κι έπιανε το τραγούδι. 
Τότε μόνο εμείς κλείναμε
τα βαριά μας βλέφαρα
και κοιμόμασταν περιχαρείς. 
Η μάνα συνέχιζε να τραγουδάει. 

Σε όλες τις δουλειές η μάνα
τραγουδούσε:
Στην ελιά, στον τρύγο, στο
ξεβοτάνισμα, στο αλώνι. 
Αργήσαμε να μιλήσουμε
μας είχε βλέπεις απορροφήσει
οι μελωδίες. 

Στο σχολείο τραγουδιστά
μάθαμε την αλφάβητα. 
Αδαείς οι δάσκαλοι φώναζαν,
εκλιπαρούσαν για λίγη ησυχία. 
Εμείς απτόητοι συνεχίζαμε... 
Μέχρι και σήμερα βλέπουμε
στον ύπνο μας πως τραγουδάμε
μπροστά από ένα αγριεμένο
πέλαγο και με τη μαγγανεία  
των στίχων μας σώζουμε
τα παροπλισμένα καράβια
από βέβαιο πνιγμό. 

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024

Η πολιορκία

Που είσαι εσύ που με
προμήθευες μ' άστρα. 
Που είσαι εσύ τώρα;
Έπεσε σκοτάδι και δεν
βλέπουν τα όνειρα μου
τη στράτα παραπέρα. 
Σκοτεινά τ' όνειρα μου, 
κοίτα, εφιάλτες γίνονται
και με φοβίζουν. 
Δεν βρίσκω φως για να
τους φέξω και σκοντάφτουν. 

Όλες οι πηγές μου 
χαλασμένες κι ανενεργές.
Κάηκαν οι λύχνοι, έλιωσαν
τα κεριά κι εκείνο το
τσακμάκι του παππού
δεν ανάβει. 
Φταίει που δεν τα πρόσεξα, 
φταίει που δεν τα συντήρησα, 
μα πάνω από όλα φταίει
η αυτάρκεια των προηγούμενων
ημερών. 

Γιατί όπως και να το πεις
πάντα το μείζον κυνηγούσα
πάντα το υπερβατικό 
με καθόριζε. 
Όλα δυνατά κι όλα μεγάλα
σε μια ζήση υπερβάλλουσα.
Τώρα ηττημένη αποζητώ
λίγο να μου δοθεί φως. 
Μα εσύ αμίλητος μένεις 
μακριά μου κι αδιαφορείς. 

Μια ολοσκότεινη νύχτα
σε είδα να περνάς κάτω
από το παραθύρι μου 
και να σφυρίζεις. 
Βγήκα να σε ανταμώσω
μα εσύ έφυγες τρέχοντας. 
Ακατάδεκτος κοιτούσες
τ' αψήλου. 
Ένα παιχνίδι θαρρώ
πως μου έπαιζες ή μήπως
λαθεύω; 

Αν πρόσεξα καλά ένα
δισάκι φορούσες στον ώμο. 
Βαρύ θα ήταν γιατί σαν να
έγερνες απ' την αριστερή
σου πλευρά. 
Εκεί πιστεύω πως κρατάς
τον οπλισμό σου. 
Το δίκαννο και τ' αστέρια σου. 

Ολιγαρκής σε προσμένω
λίγα να μου μοιράσεις 
άστρα. 
Να πάψω να γυρίζω 
σαν χαμένη στα καλντερίμια. 
Να καθίσω στο παράθυρο
ξέγνοιαστη να σε θαρρώ
να έρχεσαι καμαρωτός 
σαν ιππότης εποχής, τα
καλούδια σου να μου δίνεις
απρόσκοπτα. 
Να σταματήσω πια 
να πολιορκώ ουρανούς
ματαιόδοξους κι εχθρικούς. 
Να ασφαλίσω τους μεντεσέδες
και με κοφτή την ανάσα
πλάι σου να υπάρξω. 

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2024

Η παρακμή μιας εποχής

Ήταν μετά από τη βροχή, 
έστεκε δίπλα σε ένα 
παγκάκι, ολομόναχος. 
Νέος ποιητής ανερχόμενος. 
Οι χούφτες του κλειστές. 
Τι να κρατούσε εκεί;
Μήπως σπόρους βασιλικού, 
άνθη καλεντούλας ή χωνάκια
γιασεμιού; 
Ποιος να ξέρει! 
Έστεκε εκεί κάτωχρος 
και βουβός. 

Πέρασε ξυστά ένας ποδηλάτης. 
Τον άγγιξε στον ώμο. 
Τραντάχτηκε, άνοιξαν
οι χούφτες του. 
Κάθε ένα του δάκτυλο αίφνης
μετουσιώθηκε σε κρίνο. 
Πήρε να γράψει ποίημα. 
Οι χούφτες τώρα ανοιχτές, 
δεν είχαν τίποτα όμως
να φανερώσουν.... 
Μόνο που λίγο πιο πέρα
ακούγονταν καθαρά μια
μελωδία αγαπημένη. 
Ο κόσμος παραμέριζε 
για να ακούσει. 
Αυτός έντυνε τη μελωδία
με στίχους. 
Κράτησε πολύ λίγο όμως
αυτή η μυσταγωγία. 

Όταν ξανάκλεισε τις χούφτες
οι πεζοί εξαφανίστηκαν, 
οι μελωδίες έπαψαν, 
τα ποιήματα παραπετάχτηκαν 
στους υπονόμους. 
Ο ποιητής αποχώρησε. 
Έμεινε μόνο στο παγκάκι
αζήτητη μια ανθοδέσμη
με ολόλευκα κρίνα. 
Ίσως αύριο κάποιος χαμάλης
την μαζέψει κι ένας καινούργιος
εμφανιστεί στίχος πέρα
από τον χρόνο και την παρακμή
του. 

(Τα ποιήματα που θα γραφτούν
από εδώ κι ως το εξής
θα μιλούν εξ ολοκλήρου
για τον ποδηλάτη που 
άργησε να 'ρθει 
να αναδιατάξει τις γραμμές 
του πενταγράμμου.
Οι μελωδίες να ξεχυθούν 
στους δρόμους κι ο κόσμος
να λικνιστεί ξανά στους 
ήχους τους, χωρίς 
να καρτεράει επίδοξους
ποιητές παρά μονάχα
αργασμένες παλάμες.) 

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2024

Ωδή σε έναν μέτριο ποιητή

Aλλοίμονον, είν’ υψηλή το
βλέπω, πολύ υψηλή της
Ποιήσεως η σκάλα"

Κ. Π. Καβάφης. 

Λέξεις και μελάνι πλέον 
δεν βρίσκω για να γράψω 
τα ποιήματα. 
Η χώρα της ποίησης που
για χρόνια πολλά μου δόθηκε 
μου ζητάει τώρα επιτακτικά
να την εγκαταλείψω. 
Βουβή βαδίζω κι ο αέρας
μου λιγοστεύει επικίνδυνα. 

Αποτάνθηκα στις αγορές
μελάνι για να βρω έστω
έναν μικρό στίχο για να γράψω. 
Με έδιωξαν κακήν κακώς
τη μετριότητα μου σαν είδαν. 
Απευθύνθηκα στη συνέχεια
στους φίλους μου μα αυτοί
ούτε καν μου έριξαν μια
ματιά. 
Απασχολημένοι ήταν με
τα τετριμμένα της ζωής
και με τις αγωνίες. 

Συντετριμμένη πήγα και
βρήκα τη μούσα μου για
να με βοηθήσει. 
Φτωχική αυτή μου έδωσε
μόνο τρεις λέξεις που στο
σάκο της είχαν περισσέψει
και μου ζήτησε τρεις να
γράψω προτάσεις που θα
αντέξουν στο χρόνο. 

Ήταν τρία ρήματα αγαπημένα. 
Το σ' αγαπώ. 
Το σε ποθώ. 
Και το σε θέλω. 
Ανέσυρα αίμα από την καρδιά
μου κι άρχισα να γράφω:
Σ' αγαπώ όπως αγαπά το
κυπαρίσσι τη σκιά του 
κοιμητηρίου κι όμορφα
λικνίζει την κορφή του
σαν να δίνεται στον έρωτα. 

Σε ποθώ όπως ποθεί ο ναύτης
μετά από ένα υπερατλαντικό
ταξίδι την καλή του και στην
τσέπη του χαϊδεύει το
δαχτυλίδι του αρραβώνα. 

Σε θέλω όπως βουλιμικά 
ζητά το μωρό τη θηλή 
της μάνας για να χορτάσει 
κι εκείνη πεθαμένη εδώ 
και μία ώρα λίγες που της 
έμειναν τελευταίες σταγόνες 
του δίνει. 

Δεν βρίσκω τίποτα άλλο
να γράψω, μίκρυναν τα φτερά
και δεν πετώ. 
Μέτριος λοιπόν θα υπάρχω 
κι από τη μούσα μου θα αντλήσω
ξανά έμπνευση μέχρι που να
απασφαλίσω τη χειροβομβίδα
επαίτης για να μπω στην
ουρά λίγη να απαιτήσω δόξα. 

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024

Ευκταίο

Με γαλότσες ως επάνω
απ' το γόνατο κυκλοφορούν 
στα νερά της βροχής
οι νεκροί μου. 
Έχουν μακριά νύχια βαμμένα
κόκκινα, άστατα μαλλιά και 
ώμους κυρτωμένους
κι ολίγον τι μαλλιαρούς. 
Αγαπούν τη βροχή, τα
σπασμένα κεραμίδια και
τις κονιορτοποιημένες 
πέτρες. 

Περπατούν στα νύχια
και κρατούν κάτι μεγάλα
μολύβια που ξεχνούν να 
ξύσουν κι έτσι άδικα θαρρώ
πως παιδεύονται να
σημειώσουν στο τετράδιο 
την ημερομηνία
της αποδημίας τους. 

Στα πανηγύρια τριγυρίζουν
αμέριμνοι και πάντα στη
λοταρία κερδίζουν τον 
πρώτο λαχνό.
Αν τους συναντήσεις
χαιρέτισε τους, μόνο
μίλα σιγανά γιατί φοβούνται
πολύ τους οξείς ήχους και
πετάγονται πάνω άναυδοι. 
Μην τους κεράσεις κρασί
γιατί όταν πιουν κλαίνε
ασταμάτητα σαν μικρά παιδιά
που τους στέρησαν το
γλειφιτζούρι. 

Άκουσε τους προσεκτικά
και τα μυστικά τους εναπόθεσε
στην καρδιά σου γιατί 
εκεί είναι το μέρος που
εμπιστεύονται να ζουν. 
Και τέλος μάθε, πως καθότι
είναι αρκετά φλύαροι, να τους
κρατάς πάντα πολύ ελεύθερο
χώρο για να μην πεθάνουν
ακαριαία από έλλειψη πάθους. 

Πλησμονή

Έχει βαριά συννεφιά
απόψε και πως θα βρουν
δίοδο για να επιστρέψουν
για λίγο στη γη οι προσφιλείς
μου νεκροί. 
Ως εδώ φτάνουν έντονες
οι διαμαρτυρίες τους. 
Ακούω τις αγανακτισμένες
φωνές τους, το σύρσιμο 
των ποδιών τους, την 
εξασθενημένη τους ανάσα, 
πίσω από την παχιά χλαμύδα
των σύννεφων, που τους 
κλείνει ερμητικά το δρόμο. 

Βροχοποιός γίνομαι και
σηκώνω τα χέρια σε ανάταση
οι ουρανοί να με σπλαχνιστούν
λίγο και βροχούλα ψιλή 
να ξεκινήσει. 
Ασημώνω εκκλησίες και τα
τάματα μου ακουμπάω ευλαβικά
στις αφανέρωτες εικόνες
των βράχων τα δάκρυα 
των νεκρών μου να φανούν 
και πάλι στο πεινασμένο μου 
σώμα σαν επίκληση έρωτα. 

Γιατί κάθε που συννεφιάζει
οι νεκροί μου γοερά κλαίνε
και να ποτίσουν ποθούν
τα μέρη που αγάπησαν. 
Σιωπηλή περιμένω, 
κοντάρια παίρνω και χτυπώ:
Η χλαμύδα να τρυπήσει, 
να υποχωρήσουν τα σύννεφα
και σαν δροσούλα πρωινή
να εμφανιστούν πάνω στην 
μαραμένη μου χλωρίδα. 

Γιατί ο άνυδρος καιρός
τελευταία έπληξε τα άνθη μου
και αδυνατώ να τους φτιάξω
στεφάνι. 
Θα περιοριστώ στα φύλλα
της μυρτιάς που ανθεί δίπλα
στη στέρνα για να ευωδιάσω
το τελετουργικό της άφιξης τους. 

Και να! 
Κοίτα πως άνοιξαν 
οι δρόμοι, πως ξεπετάχτηκαν 
οι άνεμοι σαν δράκοντες
μέσα απ' τη σπηλιά. 
Και να!  Ξανά των δικών μου 
νεκρών τα χέρια σφιχτά κρατώ 
σαν εικόνα σεπτή 
που την είχα για καιρό χαμένη. 

Βροχή οι νεκροί μου και
                          με επισκέπτονται. 

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2024

Θυσία

Ήρθε πυρπολητής
ο Σεπτέμβρης και
κατέκαψε τους καρπούς
και τα σπαρτά μου.
Δέκα δεμάτια αστραπές
κρατούσε στα χέρια
κι έσπερνε το κακό.
Κατέβαιναν τα ελάφια
από ψηλά για να φάνε
και δεν έβρισκαν.
Ανέβαινε και μια κόρη
στο μούστο πνιγμένη
λαχταρώντας λίγο σταφύλι
κι έφευγε άπραγη
χωρίς σοδειά και δώρα.

Έκανα να της μιλήσω
και δεν ήθελε.
Έκανα να την χαιρετήσω
και με αρνούνταν.
Έμενα να παρατηρώ
τα σπαρτά μου, τα δέντρα μου
που φλόγες έβγαζαν
κι η καρδιά μου χτυπούσε
σαν το ταμπούρλο
του αρλεκίνου στην άδεια
σκηνή.

Τα σκιάχτρα με συμπονούσαν
και μου έτειναν το μαντήλι
που είχαν στο λαιμό.
Τα δάκρυα πολλά
δεν ωφελούσε.
Τα χελιδόνια στριφογύριζαν
στον αέρα με κατακαμένες
τις ουρές.
Ερχόσουν κι εσύ με το
σκισμένο πουκάμισο
και τις στέρφες παλάμες
και με μάλωνες.

Άνυδρος τόπος, πυρά
και στάχτη.
Αναθυμιάσεις και τρίξιμο
οστών.
Μακριά ακούστηκε
ένα υπόκωφο μπουμπουνητό.
Αναθάρρησα.
Παρακάλεσα τη βροχή
για να έρθει αλλά ζύμωνε
ψωμί για τα δώδεκα
παιδιά της και δεν ευκαιρούσε.
Ένα από τα παιδιά της
όμως με συμπόνησε κι ήρθε.
Ήταν το πιο μικρό,
το πιο θαρραλέο.
Πήρε αλαμπρατσέτα
τον Σεπτέμβρη και κίνησαν
γι' αλλού.

Άφησαν πίσω καμένη γη
και μάρμαρα νεκρά.
Παρηγοριά μου τώρα
τα κυκλάμινα που θα
ξεμυτίσουν απ' το χώμα
κι ένα μικρό αμπέλι
που αλώβητο έμεινε.
Κρασί να φτιάξω για
να μπορέσω να ξεφυλλίσω
το βιβλίο της φύσης
από την αρχή.  

Σάββατο 31 Αυγούστου 2024

Ταξίδι στο άγνωρο

Πατρονάρισα τη θάλασσα
και στη φόρεσα γαλάζιος
να βγαίνεις στη γη
και να κινείς τις αλυσίδες
της ματαιοδοξίας.
Το υγρό στοιχείο σου
με κατακτάει, εισχωρεί
στις φλέβες μου,
μπαίνει σαν ουρλιαχτό λύκου
στα αυτιά μου,
επιστρέφει το φως
που έχασα στις κόρες
των ματιών μου,
χαϊδεύει τους λαγόνες μου
και στον έρωτα με ρίχνει
αθώο θύμα στην αρένα
με τα πριονωτά μαστίγια.

Δες με ομόρφυνα:
Πινέλα ψάξε να βρεις
να μην χαθώ στην ανωνυμία.
Λεξικά άνοιξε για να διαλέξεις
τις λέξεις που δεν φοβούνται
την πυρά, θούριους για
να φτιάξεις.
Μεταμορφώσου σε πουλί
ωδικό για να με τραγουδούν
οι άστεγοι κάτω από τις
γέφυρες.
Και κυρίως γίνε μαχητής που
θα με βγάλει ξανά στον κόσμο
να συνομιλώ με τα αγάλματα
όταν τα περιλούζει
η αυγουστιάτικη βροχή.

Στις μεγάλες εκτάσεις τώρα
κατοικείς και στους ωκεανούς
ξαπλώνεις και κοιμάσαι
ύπνο παιδιού ατάραχο.
Ανάμεσα στα καράβια
που διαφεντεύεις ένα είναι
το δικό μου.
Αρμένισε το στεριά να βρει
ή έστω μία ξέρα να πριονίσει
καλά τις γωνίες του και
καλόπνοο να συνεχίσει
το ταξίδι του στα ρόδινα
περιγιάλια των αιωνόβιων
ασκητών.

Τετάρτη 28 Αυγούστου 2024

Η κρυφή συνάντηση

Κρυμμένος πίσω από τη
σκοτεινή πλευρά του
φεγγαριού με βλέπεις
καθώς πετάς σβουνιές
στα άστρα για να ανθίσουν
και πάλι στους ουράνιους
κήπους τα λευκά αστρολούλουδα.
Την κίνηση των χεριών
σου παρακολουθώ και
σε θωρώ καθαρά να φοράς
εκείνο το καρώ κουστούμι
με τα μπλε και τα πράσινα
τετραγωνάκια.
Είσαι ωραίος σαν την ποτιστική
βροχή του Αυγούστου
που πέφτει στα αγροτεμάχια
της μνήμης.
Είσαι γαλήνιος σαν τον φλοίσβο
που γλείφει τις ακτές της λησμονιάς.

Θηλιές ρίχνω στον αέρα
και σου πλέκω δυο ζευγάρια
κάλτσες να φοράς, γυμνό
να μην σε βρίσκουν
οι πρωινές βροχοσταγόνες.
Απορώ πως βρίσκεις χρόνο
να έρχεσαι κάθε βράδυ
εκεί στην κρύπτη
του φεγγαριού και με αγωνία
μεγάλη να με προσμένεις.

Πολλά τα εκτάρια που
καλλιεργείς παθιασμένος.
Αμέτρητα τα λουλούδια
που ποτίζεις με το δάκρυ
των αφηνιασμένων εφήβων.
Πάμπολλα τα πεθαμένα ελάφια
που καλείσαι να βάλεις
στη σειρά για να εκστρατεύσεις
στο όνειρο.

Σε θαυμάζουν οι αθώες ψυχές
κι αγάλλονται καθώς
κρατάς σφιχτά τις ουρές
των άστρων και πηδάς
από βραγιά σε βραγιά
για να επιτελέσεις
το καθήκον σου.
Σε ονοματίζω κηπουρό
του ουρανού και εραστή
του κάλλους.
Κρυφογελάς και με ορίζεις
συμπαίκτη σου στα αέναα
παιχνιδίσματα της Άνοιξης
πάνω στα ματωμένα κεφάλια
των περιστεριών που άφησες
πίσω.

Το γράμμα μου θαρρώ
πως δεν θα φτάσει
ποτέ σε εσένα.

Κυριακή 11 Αυγούστου 2024

Ολιγόλεκτα

Αφοσιώθηκα σε σένα. 
Την παρτιτούρα των
παλμών σου πλησίασα
και τραγούδια χίλια
σου έγραψα, να έχεις
να ακούς εκεί στα ψηλά
ακρόπρωρα  του ήλιου
που ζεις μοναχικός
περιπατητής της στεφάνης του. 

*
Λύγισα από το φως σου
σαν στάρι γινωμένο στου
Ιούλη το περιβόλι. 
Κύρτωσε η πλάτη μου 
και στη γη ακουμπά. 
Στο χώμα γέρνω και φυτρώνω. 
Καρπίζω υδροχαρή φιλιά
από αυτά τα παράξενα που
οι κλόουν μοιράζουν 
τις Κυριακές στα παιδιά. 

*
Μυστήριο σε τυλίγει. 
Από παιδικά παραμύθια
βγαίνεις και πάντα το
μάγο με τη σπασμένη
ταρταρούγα υποδύεσαι. 
Σου χτενίζω τα μαλλιά
κι εσύ μου προσφέρεις
ένα κανίστρι με
μήλα για να ξυπνώ
και να σε βλέπω.