Κυριακή 30 Μαρτίου 2025

Μπρος ολοταχώς

Τα καράβια εξαφανίστηκαν κι οι
βαρκούλες χάθηκαν. 
Το μικρό λιμάνι επιχωματίστηκε 
και πώς θα βρεις τρόπο να έρθεις 
να με συναντήσεις στο άσπρο ακρωτήρι 
δίπλα στο στέκι του φαροφύλακα;

Μαίνονται άνεμοι τώρα ισχυροί. 
Ένα μανταρίνι κρατώ στο χέρι 
και το ξεφλουδίζω. 
Η σπιρτάδα μου καίει τα μάτια. 
Κάνω να σκουπιστώ μα ο γραίγος 
μου έκλεψε το μαντήλι με τα χρυσά 
σιρίτια.
Αφήνω τα δάκρυα να πέσουν στην
πέτρα. 
Ο ήλιος τα στεγνώνει ευθύς. 

Ο φαροφυλακας πίνει βαριά ποτά,
βλαστημάει και μιλά συνεχώς για
μια γυναίκα με μάτια πικραμύγδαλα. 
Μου προτείνει ένα ποτήρι 
με αλκοόλ, λικέρ νομίζω. 
Δεν το παίρνω ξέμαθα εδώ και χρόνια
να πίνω οτιδήποτε. 

Δυνάμωσαν κι άλλο οι άνεμοι.
Ο ήλιος-λεβέντης σε αλώνι μαρμάρινο-
κρύβεται πίσω από ένα μαύρο σύννεφο. 
Φτάνει όπου να 'ναι καταιγίδα. 
Ο φαραφυλακας φοράει ένα κόκκινο σκουφί
και φθαρμένο παντελόνι. 
Στο σπιτάκι του τρίζει μια πόρτα. 
Ακούω τους γλάρους, ακούω τους 
τριγμούς δεν ακούω εσένα. 

Πλοίο δεν φαίνεται. 
Σε λιμάνια άλλα να πας εκεί που τα
καράβια βάρδια έχουν πιάσει
και τα γρι γρι ετοιμάζονται για απόπλου. 
Θα σε περιμένω όσα κι αν διαβούν 
χρόνια. 
Άλλωστε νοερά κοντά μου βρίσκεσαι
από πάντα. 
Φρόντισε μόνο πολλά να μου
φέρεις μαντήλια με χρυσά σιρίτια
τις ηλιαχτίδες να αντικαταστήσω. 
Κουράστηκε η πέτρα να απορροφάει 
κι άλλα δάκρυα κι ο ήλιος ξεσκέπαστο 
παιδί τη μάνα του ζητάει.

Σάββατο 29 Μαρτίου 2025

Ο υγρός τάφος

Αγαπούσε τα πουλιά και τα
χρυσορόδινα φουρά της αμφιλύκης.
Πριν ακόμη φέξει έπαιρνε 
το άλογο της, μια σταχτιά φοράδα,
κι έβγαινε στο δάσος με τις σημύδες 
και τις αιώνιες βελανιδιές.
Τα πουλιά είχαν κιόλας ξυπνήσει.
Σμήνη από σπίνους την υποδέχονταν
και ζευγάρια κορυδαλλών την
χαιρετούσαν. 
Γλυκόηχες άρχιζαν μουσικές 
και ζεστά τιτιβίσματα ξεκινούσαν. 

Σήμερα όμως όλα άλλαξαν.
Τα πουλιά δεν κελαηδούσαν.
Τα δέντρα δεν ανέπνεαν και
τα φουρά της αμφιλύκης είχαν 
απεμπολήσει την ομορφιά κι 
είχαν γκριζάρει σαν τους κροτάφους 
ενός πρώαρα γερασμένου νέου. 
Ένα σκαντζοχοιράκι είχε μαζευτεί 
σε μπάλα και κατρακυλούσε στο γκρεμό. 

Υπερχείλισε ο ποταμός Αχέροντας 
κι έπνιξε το δάσος μαζι με όλη την έμβια 
φύση του. 
Καταρράκτες δημιουργήθηκαν. 
Παραπόταμοι έρεαν.
Λίμνες απλώθηκαν εκεί που κάποτε 
φύτρωνε η αλισφακιά και το φλισκούνι. 
Η υγρή κόλαση καταπλάκωσε τη ζωή της
το σπίτι της βυθίστηκε στη λάσπη 
μόνο το σκαντζοχοιράκι επέζησε 
ανεβασμένο πάνω στην καμινάδα 
μετρούσε τις ημέρες που του απέμεναν
χωρίς διόλου τροφή.

Τρίτη 25 Μαρτίου 2025

Υπόσχεση

ΕΛλαδα μου πήρα τα δυο 
λάμδα από το όνομά σου 
και δεκανίκια τα έκανα στους
δρόμους της ιστορίας να πηγαίνω 
με το κεφάλι ψηλά. 
Τι για χρόνια πολλά σε λαμπρές μάχες 
ρίχτηκα και νικητής βγήκα.
Τα πλευρά μου όμως έσπασα 
και τα δύο μου πόδια τσάκισα.
Μονάχος βαδίζω και το ελλιπές 
όνομα σου δοξολογώ. 
Μπροστά στο μνημείο των ηρώων 
στέκομαι και δάφνινο φέρνω 
στεφάνι στους αιώνες να ζουν
ωραίοι και μακάριοι.
Υπόσχεση δίνω πολλά να γεννήσω 
παιδιά που το όνομά σου θα 
συμπληρώσουν κι αλώβητη 
να κυκλοφορείς στα απόρθητα 
του κόσμου φυλάκια.
Αγόρια και κορίτσια λυγερά θα 
χαρώ να έχω που εμένα θα βοηθήσουν 
να γιατρευτώ και χωρίς δεκανίκια 
ακμαίος να υπάρχω μέσα στις χρυσές 
σελίδες της απαράμιλλης δόξας σου 
και του λαμπρού σου πεπρωμένου. 

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2025

Τα παιδιά της Άνοιξης

Μοσχοβολάει το χνώτο της Άνοιξης 
άρωμα λεβάντας κι άγριας φρέζας.
Βάλε την μπροστά σε ασημένιο 
καθρέφτη και φυλάκισε εκεί αυτά 
τα αρώματα την ζωή σου να ποτίσουν. 
Ύστερα κοιτάξου σ' αυτόν και τη μορφή 
θα πάρεις ξωτικού που ημίγυμνο
πλένεται στο ποτάμι. 

Ρουμπινένια τα χείλη να καλούν σε έρωτα. 
Βαθιά θάλασσα τα μάτια να πολιορκούν 
ακυβέρνητα καράβια. 
Το μέτωπο κήπος εαρινός που ένα ζευγάρι 
πεταλούδων έχει για σπίτι. 
Τα μαλλιά σκάλες στριφογυριστές που βγάζουν
στα ουράνια. 
Και τέλος τα μάγουλα φουσκωμένα μπαλόνια 
στα χέρια παιδιού που ορφάνεψε ένα Μάρτη. 

Διστακτικές μην έχεις κινήσεις αρματωμένη 
έρχεται η Άνοιξη και με βήμα ταχύ. 
Μην της μιλήσεις θα σου κλέψει τη φωνή
κι άλαλος πως θα τραγουδάς τον έρω­τα 
κάτω από τα παραθύρια.
Μόνο κοίταξε την ίσα στα μάτια κι ένα λουλούδι 
κρέμασε της στο αυτί. 
Η ομορφιά της θα σε σκλαβώσει μα μην 
την μαρτυρήσεις γιατί σύννεφο θα γίνει 
και θα χαθεί για πάντα. 

Σαν ερωμένη να την δεις που θέλεις να την 
πλαγιάσεις πάνω στο χορτάρι. 
Το χέρι της να κρατάς σφιχτά καθώς 
ανεβάζεις την φούστα της στον αρχέγονο 
να πέσεις χορό. 
Πολλά κι όμορφα παιδιά να γεννηθούν 
έτσι που να μοσχοβολάει ο κόσμος σαν
απόρθητη ελατοκορφή πνιγμένη στο θυμάρι 
και στην άγρια μέντα. 
Νικητής εσύ που την κέρδισες 
αιώνια νέος θα παραμείνεις και με χέρια 
επιδέξια θα της στεφανωνεις τα μαλλιά
και δακτυλίδι θα της περνάς μονόπετρο 
στον αντίχειρα κάθε που γιορτάζει.

Τρίτη 18 Μαρτίου 2025

Ανερμήνευτα όνειρα

Στο ίδιο προσκεφάλι κοιμηθήκαμε.
Λευκό μαξιλάρι με δαντέλα 
στην άκρη περίτεχνη από τα χέρια της μάνας. 
Το σταυρώσαμε τρεις φορές λαμπερά 
να μας βρούνε όνειρα, συνέχεια 
της καλοκαμωμένης μας ζήσης. 
Στη στράτα των ονείρων ένα ένα 
πετούσαμε τα πετραδάκια το δρόμο 
να βρούμε του γυρισμού κατά το ξημέρωμα. 

Στα όνειρα που μας συνόδευσαν 
υποκλιθήκαμε σαν θεατές στο θέατρο 
του παραλόγου. 
Εσύ με ένα ποδήλατο της πολιτείας 
διέσχιζες τα στενά. 
Μαντήλι φορούσες στο λαιμό που ο αέρας 
το πλατάγιζε πέρα δώθε σαν σημαία 
σε νοερό σύνορο. 
Το πρόσωπό σου ξαναμμένο σαν πρώιμη 
αγριοφράουλα πετούσε σπίθες. 
Εγώ πάνω σε ολόασπρο άλογο το
περιαστικό διέσχιζα δάσος. 
Στο καλαθάκι δίπλα στη χαίτη τοποθετούσα
κλωνιά από αειθαλή δέντρα. 
Μύριζε ένα γύρω ρετσίνι και στεγνή άργιλος. 
Τα πατζάκια μου λερωμένα και το
στρίφωμα ξυλωμένο από τη χαλαρή τριχιά. 

Το πρωί με τον καφέ να αχνίζει 
δεν είπαμε τίποτα. 
Στα βάζα του σαλονιού κλαδιά από 
αειθαλή δέντρα. 
Στο κέντρο της κάμαρας πάνω στο χαλί 
σαν περιστέρι ριγμένο το λευκό σου μαντήλι.
Κοιτούσαμε δεξιά αριστερά για να
αποφύγουμε να κοιταχτούμε κατάματα.
Ακούστηκε το κουδουνάκι του ταχυδρόμου. 
Ανοίξαμε την πόρτα.
Κοντοστάθηκε.
Του ψήσαμε καφέ.

Έβγαλε το καπέλο αφήνοντας ελεύθερη 
μια ξανθιά του τούφα. 
Ήταν όμορφος σαν άγγελος φευγάτος. 
Ψαχούλεψε τη σάκα του και μας παρέδωσε 
την αλληλογραφία μας. 
Όταν έφυγε άφησε πίσω του την σκόνη
των δρόμων. 
Δεν ξεσκονίσαμε παρά αφήσαμε τη σκόνη 
να αιωρείται στον πικρό αέρα του σαλονιού. 
Ξέραμε πως θα ξαναπερνούσε το επόμενο 
πρωί την ίδια ώρα ακριβώς με ένα 
πάκο από γράμματα.
Βλέπεις είχαμε πολλούς ξενιτεμένους
αδερφούς και πολλά ανερμήνευτα όνειρα 
κι αυτός σαν καλός μάντης τα γνώριζε όλα
και μας παρηγορούσε.

Κυριακή 16 Μαρτίου 2025

Η σκακιέρα του ουρανού

Έλα εδώ να σου δείξω τους
δρόμους της καθολικής σιωπής. 
Αμάρτησα κάτω από ουρανούς 
που μεροληπτούσαν με λέξεις άφατες.
Όλα τα φωνήεντα είχαν αποτραβηχτεί 
μαζί με τα πνεύματα και τους τόνους. 
Άηχο ο κόσμος κοχύλι. 

Τρία σύμφωνα μόνο έμελε να με κατοικήσουν. 
Το κάπα, το λάμδα και το χι.
Κάπα όπως καλημέρα όταν πετιέσαι 
από το κρεβάτι με ένα άνθος γαρυφαλλιάς 
στο αυτί και τεντώνεις το σώμα 
σε στάση ευλύγιστου τόξου έτοιμο να φύγει
προς το στόχο. 

Λάμδα όπως λίλιουμ σε παρτέρι καλυμμένο 
από την ώχρα του πρωινού. Λουλούδι 
δεμένο σε ανθοδέσμη νυφική που μικρό παιδί 
έπιασε στον αέρα ενώ ένα γύρω οι ερωμένες 
των λιμανιών καιροφυλακτούσαν.
Αν και αποκαρδιωμένες δεν το κουνούσαν ρούπι
προσμένοντας την οδηγία των άστρων
ή των σοφών τις προσταγές. 

Και τέλος το χι όπως χιόνι εκείνο το πρώτο 
που πέφτει στις κορυφές μήνα Νοέμβρη 
και το οσμίζονται ανυπότακτα θηρία κι άλλοτε 
πάλι ο άνεμος το βάζει στις σόλες του και
κατεβαίνει στις πολιτείες για να θερίσει 
ξεμπράτσωτες κορασίδες που παζαρεύουν
ένα μέτρο καθαρό μετάξι 

Καλημέρα λοιπόν με ένα λίλιουμ στο χέρι 
στο χρώμα του χιονιού που αργά έχει αρχίσει 
να μου σκεπάζει το σώμα. 
Δεν φαίνομαι μα εσύ θα με γνωρίσεις.
Δεν αναπνέω μα εσύ θα με αφουγκραστείς.
Είσαι εδώ. 
Σε διάλεξα μέσα από ένα πλήθος 
που ασυγκράτητο έτρεχε στις μεγάλες 
συγκεντρώσεις για να φωνάξει Όχι
ενώ για επιλογή του είχε χιλιάδες Ναι.

Κόλαφος λοιπόν οι σημαίες που δεν 
κυμάτισαν και διπλωμένες έμειναν δίπλα 
στην παλιά σερβάντα με τα ρακοπότηρα
των πεθαμένων. 
Τη σιωπή τους να θαυμάζεις και με έλαια 
λεβάντας να τις θυμιατίζεις οι νέες γενιές 
να τις κληρονομήσουν και να τις προτάξουν 
ορθά μπροστά από ανέφελους ουρανούς
εκεί που ο ήλιος την σκακιέρα του άπλωσε
για μια τελευταία παρτίδα με τους αγγέλους 
που έκπτωτοι κλαίνε. 

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2025

Μια νέα αρχή

Ήρθε ο καιρός να αποχωριστείς 
τα σκοτάδια σου. 
Να η χαραυγή προβάλλει και με
ένα μαυριτάνικο σπαθί στο χέρι 
τέμνει στα δυο το σαρακοφαγωμένο 
τέμπλο του ουρανού. 
Αναβλύζει αίμα κατακόκκινο
με μια υποψία χρυσού στους 
τελευταίους του κόμπους. 
Υποχωρεί το σκότος που σε ήθελε. 
Έτοιμη η παλαίστρα για τη μάχη
που θα δοθεί με αυστηρούς κανόνες. 
Έσω έτοιμος. 

Άκου τις ελάχιστες νότες του γρύλου. 
Άκου του ανυπότακτου αλέκτωρα την 
συνηθισμένη φωνή.. 
Άκου του ημίονου την επίμονη περπατησιά. 
Στον αχυρώνα δυο κλωσσόπουλα 
λυμαίνονται το παχύ ασπράδι ενός 
σπασμένο αυγού. 
Το ροδομάγουλο κορίτσι θα μείνει νηστικό
σήμερα. 
Ας είναι. 
Πάρε το από το χέρι για μια βόλτα στο δάσος. 
Τακτοποίησε πρώτο λίγο τα σγουρά σου
μαλλιά έτσι που να μην σκοντάφτει πουθενά 
το βλέμμα. 

Εκεί στο δάσος η χαρά είναι κρυμμένη 
πίσω από την ανθισμένη αμυγδαλιά. 
Σε περιμένει ανυπόμονα εδώ και μέρες. 
Πρόσεχε τα άνθη.
Αντέχουν στο ψύχος αλλά φοβούνται 
πολύ την παλάμη της απραξίας. 
Μην ρίξεις τα άνθη. 
Πονάει η γύμνια. 
Η χαρά θα σε ταξιδέψει σε νέους κόσμους. 
Εκεί που άλλοτε δεν πήγες. 
Κόψε ένα λουλούδι της γης μια λευκή 
ορχιδέα και χάρισε της το.
Εσύ που γνώρισες το μαύρο ξέρεις να εκτιμάς 
το απαστράπτον λευκό περισσότερο από 
τον καθένα. 
Μόνο μια συμβουλή μου άκουσε. 
Το κορίτσι μην απαρνηθείς. 
Τάισε το κουμαροκαρπούς και τα 
δυσεύρετα αυγά της πέρδικας χάρισε της.
Αυτό η ελπίδα και η απαντοχή.
Αυτό ο νέος κόσμος που σου ξάνοιξε την ψυχή. 

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2025

Κρυφή αγάπη

Σε αγάπησα κι ας μου ξέφευγες 
όπως μια πέτρα που κατρακυλά 
στον γκρεμό και στην όχθη του
ποταμού καταλήγει ποταμίσιο
να γίνει βότσαλο. 
Μικρό παιδί το προφταίνει 
και αφού εξετάζει τις φλέβες του
στο υγρό ύφασμα του παντελονιού 
το κρύβει για να μην το χάσει. 
Το βράδυ γυρνώντας στο σπίτι ή μάνα 
του κάνει πως δεν καταλαβαίνει,
αρπάζει το βότσαλο και το περνάει 
στην κάλτσα που ξηλώθηκε για να 
την ράψει πιο σταθερά. 

Το παιδί επίμονα εξετάζει τα ρούχα του.
Τρέχει στο μπάνιο, μπαίνει 
στο λουτήρα πλένεται στα χέρια του
το σαπούνι όμοιο με βότσαλο 
που κατρακυλά σε γκρεμό απάτητο. 
Η μάνα φοβάται, χτυπάει την πόρτα,
το παιδί δεν απαντάει, ακούει αφηρημένο
από μακριά την βουή του ποταμού.
Οι φωνές κατόπιν σταματούν. 

Όταν βγαίνει στην κάμαρα η μάνα 
έχει αποκοιμηθεί δίπλα στην σβηστή 
φωτιά. 
Στην ποδιά της μάνας η κάλτσα, 
πουθενά το βότσαλο ή το λεπτό βελόνι.
Ψάχνει τις τσέπες της, τίποτα.
Το παιδί ανεβάζει τον διακόπτη
να δει καλύτερα.
Η μαμά δεν ξυπνά.
Η μαμά παραμιλάει, φωνάζει κάποιον 
Γιάννη. 
Το παιδί τρέχει στην πόρτα 
Απέξω περνάει ο καστανάς. 
Παίρνει με ένα δίδραχμο μια σακούλα. 
Τώρα που κοιμήθηκε η μάνα 
αυτό θα είναι το βραδινό του.
Από μακριά ακούγονται βότσαλα 
να κατρακυλούν σαν ήχοι απόκοσμοι.

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025

Συναίνεση

Άπλωσε το χέρια πάνω απ' τη
φωτιά δεν κάηκε. 
Έβαλε τα χέρια κάτω απ' τη 
βροχή δεν βράχηκε. 
Πρόταξε τα χέρια στον λίβα
δεν ίδρωσε. 
Ακούμπησε τα χέρια πάνω 
απ' το κλειστό πηγάδι δεν θύμωσε. 
Μόνο όταν την πλησίασε ο έρωτας 
με τα καψαλισμένα φτερά 
κάηκε, βράχηκε, ίδρωσε και θύμωσε 
έτσι καθώς μακάρια κοιμόταν πάνω στα
φλοράλ σεντόνια με τα αταίριαστα
για την εποχή λουλούδια.
Έτσι αισθάνθηκε επιτέλους τη χαρά 
πως ξαναζούσε. 

*
Έσπρωξε το συρματόπλεγμα και μπήκε 
στο λιβάδι. 
Μια αμυχή στο χέρι δεν την ένοιαξε. 
Ο τόπος κατάσπαρτος με αγριολούλουδα 
αγριόχορτα και βλαστάρια της γης. 
Έβγαλε το μαχαιράκι κι άρχισε να
μαζεύει παχολάχανα, ραδίκια, 
καβουράκια και πικραλίδες. 
Το χώμα ήταν νωπό και δεν δυσκολεύτηκε. 
Είχε περάσει μια μεγάλη περίοδος 
βροχών που αφύπνησε τη γη.
Πριν φύγει έχασε το ασημένιο 
δαχτυλίδι της, το έψαξε παντού 
δεν το βρήκε. 
Έφυγε πιο πλούσια κι ας έχασκε 
βαρύ το αποτύπωμα στο δάκτυλο της
από το χαμένο κόσμημα. 

*
Κόπασε ο αέρας και το σώμα 
παραδόθηκε στην άπνοια, κάτι 
σαν βουβή κόλαση τους είχε πλησιάσει. 
Αύριο δεν θα μπορέσουν να πετάξουν 
οι χαρταετοί με τις σγουρές ουρές. 
Τα παιδιά θα κλαίνε και οι μανάδες 
μάταια θα ξεφυσούν το αεράκι της
καρδιάς τους μπας και κάτι αλλάξει. 
Το βράδυ στο σπίτι δίπλα στο τζάκι 
τα παιδιά θα χαϊδεύουν τους
τσαλαπατημένους χαρταετούς.
Η οργή είχε βρει ευτυχώς κανάλι 
εκτόνωσης κι ο ουρανός συνεσταλμένος 
άρχισε να μαζεύει μέσα σε ένα θεόρατο 
πουγκί τα αστέρια του όλα για να 
τα χαρίσει στα απαρηγόρητα παιδιά. 
Κάποτε τα παραμύθια από μόνα τους 
δεν βοηθούν. 

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2025

Δημιουργία

Έμπηξε ένα ξύλο στο χώμα 
και φύτρωσε λουλούδι. 
Άφωνη στάθηκε μπροστά 
στο θαύμα. 
Δεν ωφελεί να εξηγείς. 
Δεν ωφελεί να ψάχνεις,
παλιούς να ανοίγεις
παπύρους και να προβαίνεις 
σε αναλύσεις.
Η παρακμή σου θα φανεί.
Τα θαύματα ενυπάρχουν 
προ του σχηματισμού του
σύμπαντος, προ της έλευσης 
του φωτός και επιβεβαιώνουν 
με τρόπο εκρηκτικό 
το αναπόσπαστο δέσιμο 
της ανθρώπινης φύσης 
με το άχραντο. 

(όπου άχραντο το Θείο στην ανθρώπινη φύση
το ανεξερεύνητο στα καθημερινά μικρά)

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2025

Μυστική αποστολή

Έμαθα το όνομά σου μόλις 
χτες βράδυ, δεν το ήξερα. 
Μου το ψιθύρισε ένα παιδί 
με γρατζουνισμένο μάγουλο 
και περικνημίδες στα πόδια. 
Είχε έρθει από μακριά μέσα 
στον καυτό ήλιο, ιδρωμένο 
και ταλαίπωρο και με βρήκε. 

Με πλησίασε και με έπιασε 
από τη μέση, σχεδόν με 
ταρακούνησε.
Έτσι τον λένε μου είπε αυτόν 
που κρυφά αγαπάς. 
Αυτό είναι το πραγματικό του 
όνομα, όλα τα άλλα είναι 
αποκυήματα της φαντασίας 
του, της μέθεξης ενοράσεις.

Το φίλησα στο μέτωπο, του 
σφούγγιξα τον ιδρώτα και το
τάρταρα σιμιγδαλένιο γλυκό. 
Δεν το καταδέχτηκε.
Μόνο μου ζήτησε ζαχαρωτά 
πολύχρωμα σαν αυτά της μάνας 
του.
Όταν του έφερα, χάρηκε και 
με μια ξαφνική κίνηση πέταξε 
μακριά τις περικνημίδες.
Ένιωσα άβολα, ένιωσα σαν να 
με κυνηγούσαν αφηνιασμένα 
θεριά.

Κάτω από τις περικνημίδες είχε 
μεγάλες κι ανοιχτές πληγές. 
Δεν άντεξα και σχεδόν λυπόθυμη 
κρατήθηκα από τον ώμο του.
Με συνέφερε.
Κοίτα τις πληγές μου είπε, έτσι 
είναι η καρδιά του αγαπημένου σου
και πρόσεξε καλά, το όνομα 
του να μην το μαρτυρήσεις ποτέ 
σε κανέναν γιατί κάκτου
λουλούδι θα γίνει και λίγες θα του 
απομείνουν μέρες πάνω στη γη.

Γύρισε την πλάτη κι έφυγε. 
Τότε μόνο κατάλαβα πως είχε φτερά 
και αντί για χέρια είχε μια πυκνή 
φυλλωσιά άγριας φτέρης από 
την οποία καθώς βάδιζε έπεφταν 
πλήθος μαραμένα φύλλα. 
Έσκυψα και τα μάζευα και σε κάθε ένα 
από αυτά ήταν το όνομά σου γραμμένο. 
Ψέλλισα ένα αδύναμο "μην φεύγεις."
Το τραυματισμένο παιδί δεν ήταν 
τίποτα άλλο παρά η ίδια η καρδιά σου 
που ζωντάνεψε μόνο για μένα και 
για τόσο λίγο. 

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2025

Ο τρομερός δράκος

Επειδή οι μέρες είναι πονηρές 

Τα μαύρα πουλιά κατέβηκαν 
στη χώρα αρχές του χρόνου. 
Έκατσαν στα ηλεκτροφόρα 
σύρματα πάνω από την πλατεία. 
Μαύρισε η πλατεία κι ο κόσμος 
σκόρπισε στα τέσσερα σημεία
υποψιασμένος. 

Τα μαύρα πουλιά δεν έφερναν 
κανένα προμάντεμα χαράς.
Αντιθέτως έσπειραν τρόμο 
και φόβο στους κατοίκους 
της μικρής πολίχνης.

Σαρκοβόρα, ανθρωποφάγα 
κι αιμοχαρή άρχισαν τις χαμηλές 
πτήσεις. 
Έτρεχε αλλόφρον το πλήθος 
για να σωθεί, κλείνονταν στα 
σπίτια μα κι εκεί ο κίνδυνος 
δεν αποσοβούσε.

Τα πουλιά έσπαγαν τα τζάμια 
με τα ατσάλινα ράμφη τους, 
μετακυλούσαν πέτρες και 
χοντρές λαμαρίνες με τα γαμψά 
τους νύχια. 
Κατέσχιζαν σάρκες, μόλευαν 
αγκαλιές, ξεδιψούσαν με αίμα. 

Μεγάλοι σεισμοί και της γης 
αναταράξεις συνόδευσαν την
κάθοδο τους στη χώρα. 
Κανείς, ούτε καν οι αρχηγοί 
κατάφεραν να τα σταματήσουν. 
Βγήκαν οι πανοπλίες από τα
σεντούκια, βγήκαν τα όπλα,
τα σπαθιά κι εκείνα τα 
κουμπούρια των προγόνων. 

Μάχονταν οι κάτοικοι μέχρι 
θανάτου μα ανίκητα τα μαύρα 
πουλιά συνέχιζαν τις επελάσεις.
Μαυροντυμένες οι γυναίκες 
έφτιαχναν σπερνά κι έκρυβαν 
τα παιδιά κάτω από τις φούστες 
τους, ίσως το μέλλον να ήταν 
φωτεινότερο.

Ο όλεθρος επέχαιρε κι έτριβε 
με ικανοποίηση τα χέρια του. 
Τα μαύρα πουλιά τα είχε 
ξεράσει ο δράκος της λίμνης 
που κανένας γενναίος δεν 
τόλμησε να πάρει κοντάρι 
να τον εξοντώσει. 
Γη των Ψαρών έγινε η μικρή 
τους κοινότητα κι η δόξα 
κανένα στεφάνι δεν κρατούσε.

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2025

Προδοσία

Έστησε το αντίσκηνο του
δίπλα σε έναν συνοικισμό από 
μπουλούκια. 
Τσιγγάνοι ήταν κατά το πλείστον 
γυναίκες και παιδιά με λαχουρωτά 
ρούχα και σώματα φιδίσια.
Εκεί να κατασκηνώσει, ελευθερία 
να γευτεί και σκέψεις καθάριες. 
Νομάς να γίνει, να πλέκει καλάθια 
με τις αλυγαριές.
Ξυπόλητος να περπατά πάνω στο 
χαλί με τις παπαρούνες. 
Το ντέφι να παίρνει να διασκεδάζει 
τους πικραμένους και τους ζητιάνους
γύρω από τη φωτιά. 

Πήρε κάρβουνο έβαψε το πρόσωπό του,
τα χέρια του, την πλάτη του
για να τους μοιάζει. 
Μόνο το στήθος του δεν πείραξε. 
Εκεί το τατουάζ μίας γυναίκας, εκεί
μια καρδιά που σκουρόχρωμο ήταν 
κουρελάκι.
Γυναίκα η αιτία.
Θεϊκό το όνομά της. Ελοΐζα.
Αυτή που απαρνήθηκε τη φυλή της
και κοσμική έγινε κυρία με τέλειο 
το ανφάς και χείλη σαρκώδη.
Το μέρος αυτό θα επέλεγε 
για να νιώθει την ορμή της αγάπης του 
να αυγαταίνει σαν χείμαρρος του χειμώνα. 
Μίας αγάπης μοιραίας που στα παζάρια
πουλήθηκε έναντι αδράς αμοιβής 
από την πλευράς της άπιστης Ελοΐζας.

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2025

Αναβολή

αν είναι να 'ρθει, θε να 'ρθει, αλλιώς θα προσπεράσει
Κώστας Ουράνης

Ανέβηκε πρόθυμα στο σκαμνάκι.
Το σκοινί το είχε δέσει ψηλά
από χθες.
Πέρασε τη θηλιά στο λαιμό.
Κοίταξε γύρω του, όλα στη θέση τους,
όλα τακτοποιημένα.
Έκανε το σταυρό του.
Ξανακοίταξε εξεταστικά το δωμάτιο.
Το πιάνο είχε πιάσει σκόνη,
δεν το είχε από πριν προσέξει.
Άκουσε το νιούρισμα της γάτας του.
Τον γυρόφερνε ανήσυχη ίσως
να είχε έρθει η ώρα του φαγητού της.
Δεν έλεγε να σταματήσει παρόλο το
παρακαλετό.
Στο κατόπι το γέρικο του ροτβάιλερ
με το λουρί στο στόμα τον καλούσε
για την απογευματινή βόλτα.
Ανυπόμονο γάβγιζε κι όρθωνε τα αυτιά.
Τα κατοικίδια δεν ήξεραν τις προθέσεις του.

Μετεωρίστηκε για λίγο κι έπειτα
έβγαλε τη θηλιά.
Ο λαιμός του κρουστός.
Τα χέρια του παγωμένα.
Τα μελίγγια χτυπούσαν δυνατά.
Πλησίασε τη σόμπα, έκαιγε ακόμα.
Ζεστάθηκε.
Στη τσαγιέρα κόχλαζε το νερό, το
απομάκρυνε.
Ετοιμάστηκε για τη βόλτα αφού πρώτα
τάισε τη γάτα.
Το ροτβάιλερ κρατούσε το λουράκι.
Κουνούσε ευχαριστημένο την ουρά.
Ο αέρας έδιωξε μακριά μια μύγα.
Δεν την είχε από πριν προσέξει.
Ίσως να μπήκε τώρα από το μισάνοιχτο
παράθυρο.

Βγήκε στην είσοδο.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, είχε γένια
πέντε ημερών που τον αγρίευαν.
Προχώρησε, αναστενάζοντας.
Στο τραπεζάκι με τους λογαριασμούς
είδε ένα γράμμα σε φάκελο κίτρινο Α4
με ένα γραμματόσημο στα δεξιά
Είχε τη διεύθυνση του.
Για αποστολέα είχε εκείνη.
Αναθάρρησε.
Χαμογέλασε.
Ποιος το περίμενε....

Αφού τελείωσε με την βόλτα και μπήκε
σπίτι άνοιξε τον φάκελο.
Τα καλλιγραφικά της γράμματα τον καλούσαν
αύριο το απόγευμα στις έξι η ώρα στο σταθμό
για να την παραλάβει.
Θα επέστρεφε.
Χαμογέλασε.
Χάιδεψε το γράμμα.
Μύρισε το λεπτό της άρωμα.
Ύστερα το μάτι του πήγε στο σκοινί.
Ανέβηκε στη σκάλα και το κατέβασε.

Βγήκε στο μπαλκόνι.
Ο αέρας μύριζε κίτρο και αρμπαρόριζα.
Θυμήθηκε πως έτσι μύριζε και το σώμα της.
Έδεσε το σκοινί στις προεξοχές.
Αύριο θα πέταγε τη σπασμένη απλώστρα.
Τώρα που θα ήταν δυο χρειάζονταν πιο
πολύ χώρο για τη μπουγάδα.

Κάθισε στο τραπέζι κι έκανε τσιγάρο.
Η μέρα τον αποχαιρετούσε.
Είχε βαμμένα τα μάγουλα της ροζ.
Υποκλίθηκε στην ομορφιά της
και μπήκε μέσα, ήταν η ώρα του δείπνου.
Η γάτα τρίφτηκε στα πόδια του ενώ
το σκυλί του είχε νωχελικά καθίσει
πάνω στη μεγάλη ασπρόμαυρη μαξιλάρα.
Η νύχτα έπεφτε σιγά σιγά, το άρωμα της
διάχυτο στην κάμαρα έδινε υποσχέσεις.

Ένα όνειρο

Στην κρύα νύχτα ξεβράστηκε
Σε παγωμένη λίμνη βρέθηκα 
γυμνή να παλεύω στην όχθη 
να βγω. 
Κολύμπι δεν ήξερα, πυξίδα 
δεν κρατούσα μόνο την καρδιά 
στα χέρια μου είχα, ρόδο
εκατόφυλλο να την ξεφυλλίζω. 
Στο τέλος τίποτα δεν περίσσεψε.
Έμεινα πιασμένη από μια καλαμιά
με την γονατισμένη μου καρδιά 
να βγάζει οξείς ήχους και να με
παρακαλάει απεγνωσμένα τα φύλλα 
της να συγκολλήσω.
Ένα γύρω τα πέταλα απομακρύνονταν.
Ούρλιαξα θυμό μεγάλο. 
Ανέβηκαν φυσαλίδες.
Είχα ήδη πεθάνει και δεν το γνώριζα. 

Εκπυρσοκρότιση

Ο χρόνος σε σεβάστηκε και 
δεν άγγιξε τα γκρίζα μάτια σου. 
Είχε άδικο ο Αλεξανδρινός 
την ομορφιά τους κράτησαν 
ακέρια σαν παλιό αρωματικό
κρασί στο πέτρινο κελάρι. 
Και μένω εδώ να τα θωρώ 
σπίθες να βγάζουν και μαχαίρια 
να κρατούν κι όποιος γλυτώσει. 
Και μένω εδώ να τα κοιτάζω
τις βαριές τους βλεφαρίδες 
να ανοιγοκλείνουν και να με
φυλακίζουν σε κελί υγρό 
και σκοτεινό.

Δέσμιος τους τώρα και πώς
να ξεφύγω;
Υπηρέτης τους και πώς να μην
υποκλιθώ;
Αιχμάλωτος τους και πώς να 
απελευθερωθώ;
Στήνω τραπέζι και τα καλοδέχομαι
με μια ανθοδέσμη στα χέρια από 
τις τουλίπες του δειλινού. 
Εδώ θα μείνω κι αν κάποτε 
αποστραγγίξω το δάκρυ τους
και διψάσω δεν θα τα αρνηθώ.
Τη βροχή θα καλέσω κι εκείνο
τον καταρράκτη που περνάει 
ανάμεσα από τα χέρια σου για να 
δροσιστώ και να νίψω το πρόσωπό μου.
Όμορφη να με θωρείς νερό αθάνατο 
να σε κερνώ και στο χορό να μπαίνω 
κρατώντας του νόστου μαντήλι. 

Στο ζωνάρι κρύβω δυναμίτη 
αν τυχόν μου αντισταθείς. 

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2025

Διάρρηξη

Στολίδι τα γκρίζα σου μάτια. 
Από που τα πηρες;
Στις προθήκες με τα βυζαντινά 
σκουλαρίκια λείπει ένα ζευγάρι. 
Δεν υπονοώ τίποτα. 
Αυτοκρατόρισσες στα χάρισαν 
για να θωρείς κατάματα την ιστορία. 
Όπως μικρό παιδί στο παραμύθι 
κοιτάζει ίσα το ασέλωτο άλογο 
του μικρού πρίγκιπα και το παίρνει
για να ταξιδέψει πολύ πέρα από τη 
λογική, πολύ πιο πέρα από τα συμβάντα. 
Στα μέρη εκείνα που ανθούν 
οι αγαπησιάρικες λέξεις με τα 
μεγάλα νοήματα. 
Αχ και να σε είχα κοντά μου
διαρρήκτης να μην γίνω τις 
προθήκες κι αδειάσω και με
συλλάβουν οι αυλικοί σου.

Ο ιπτάμενος φίλος

Σαν το κιρκινέζι που επιστρέφει 
από τις θερμές χώρες 
ήρθα στην αγκαλιά σου.
Τι κι αν είναι χειμώνας ακόμα 
εγώ δεν το υπολόγισα, με θάρρος 
ζώστηκα και την Άνοιξη δίπλα στις 
μπουμπουκιασμένες φρέζες του
μπαλκονιού σου είπα να φέρω.

Χιλιόμετρα πολλά έκανα.
Δάση πέρασα με κουμαριές και ρείκια.
Θάλασσες χαιρέτησα και κι εκεί στάθηκα 
για λίγο και στο χορό των δελφινιών υποκλίθηκα. 
Σε ασήμαντες βραχονησίδες ξεκουράστηκα.
Σε μια γαλάζια κορδέλα ακροβάτης 
έγινα και ξενιστής.
Άκου το τιτίβισμα μου.
Νιώσε των φτερών μου την ακαταμάχητη 
ελευθερία. 
Αφουγκράσου την πείνα μου όμοια με το
λεπίδι του έρωτα που τις όμορφες καρδιές 
στα δυο κατατέμνει. 

Είμαι το κιρκινέζι σου.
Ο αδούλωτος αέρας σου.
Το ραντεβού σου με την ομορφιά. 
Ο χάρτης που μελετάς για τα ταξίδια. 
Η απαρχή για το πολυπόθητο σμίξιμο
των ξαναμμένων κορμιών 
Δώσε μου τα πρωινά φιλιά σου.
Δώσε μου το ποτήρι της ηδονής γεμάτο
από υποσχέσεις.

Πόσο πολύ πόθησα να νιώσω την ανάσα σου,
δίπλα στο καταπονημένο μου σώμα,
να χαρτογραφεί την έξαψη των κυττάρων μου. 
Πόσο πολύ σε νοιάστηκα, εσύ που τους
χειμώνες με βεργούλες διώχνεις μακριά. 
Ήρθα και θα μείνω. 
Εσύ ο βιότοπος σου.
Εσύ ή υπέρχειλη κούπα 
Μα πάνω από όλα εσύ ο κηπουρός μου
που θα ξεχερσώσει την πίκρα από τα
χείλη μου με τη βουκέντρα του φιλιού σου. 

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2025

Η ΕΠΙΓΕΥΣΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Λοβοτομή

Σπατάλησα μια ζωή 
για να σε βρω 
κι όταν σε βρήκα 
(ριπή από ατλάζι
στον αγριεμένο καιρό)
σε έχασα σαν τα σβησμένο 
ίχνη ενός δραπέτη 
πάνω στην τροχιά 
της σελήνης.

*
Επιστροφή 

Μέσα σε διαδρόμους 
νοσοκομείων,
με τη μυρωδιά 
του χλωροφόρμιου 
να με απειλεί,
σε συνάντησα.
Ακροβατούσες μεταξύ 
ζωής και θανάτου 
και σε τράβηξα πίσω.
Κοχύλι που ξαναγυρνά
στη μήτρα της θάλασσας
θρυμματισμένο. 

*
Καταδίωξη

Στο χνούδι που έχουν 
οι παπαρούνες 
στους μίσχους τους
πάνω 
θα γράψω τα ποιήματα.
Να έρχονται 
οι μαγιοπούλες
με τα χρυσά μενταγιόν 
να τα διαβάζουν.
Ανάστατες οι νεράιδες 
να κρύβονται τρέχοντας 
στους ποταμούς 
την ομορφιά τους
μη δουν και την συλήσουν.
 
*
Ανάσταση 

Στο ψυχιατρείο 
τα κλινοσκεπάσματα
είχαν κυανό χρώμα.
Δεν ήταν γιατί 
ήθελαν να μοιάζουν 
σε ουρανό ή θάλασσα 
αλλά διότι 
στο πλυσταριό 
που πλύθηκαν 
περίσσευε το λουλάκι
αυτό που χρησιμοποιούσε 
η νόνα για να φρεσκάρει 
τα τοιχία του σπιτιού της
κάθε που πλησίαζε 
στον κόσμο η ανάσταση.

*
Ορχήστρα 

Το ραδιόφωνο έπαιζε 
γλυκανάλατα τραγούδια. 
Δεν έβρισκε σταθμό 
που να συντονίζεται 
πλήρως με της καρδιάς 
τους θορύβους. 
Έριξε νερό στο πρόσωπο της,
μάτισε λίγο το σάλι της
και πήρε το σαξόφωνο
πλέον αποφασισμένη
για όλα. 
Έπρεπε να τολμήσει 
και να διαπλατύνει 
τις οκτάβες του έρωτα 
στο έπακρον 
σύμφωνα με την ορχήστρα 
των πουλιών το λυκαυγές.

Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2025

Ανάφλεξη

Με τα καλαμποκόφυλλα 
οι γιαγιάδες μας γέμιζαν στρώματα,
παπλώματα και μαξιλάρια.
Ζεσταίνονταν τα σώματα με αυτά. 
Ξεκουράζονταν τα κορμιά.
Χτυπούσαν δυνατά οι καρδιές 
σαν έμπαιναν στου έρωτα 
τον αέναο στροβιλισμό. 
Χριτς χρατς τα καλαμποκόφυλλα
να θορυβούν άγρια τίς νύχτες. 
Οϊμέ οι γειτονιές να απαντάνε. 
Όμορφα χρόνια με αθώα ακόμα 
τα χαμόγελα καί χωρίς πολλές 
αιτιάσεις οι αγκαλιές. 

Τώρα τα καλαμποκόφυλλα τα καίνε 
στα χαντάκια δίπλα στους κήπους. 
Μεγάλες οι φλόγες που ανεβαίνουν,
ίσαμε δυο μέτρα περίπου, τα φίδια και
τις σαύρες να φοβίζουν και τα παιδιά 
να τα κάνουν να λακάνε. 
Αν έχεις μάτια εσωτερικά
θα διακρίνεις ανάμεσα στις φλόγες 
κάτι μεγάλα χέρια με δαγκάνες 
αντί για δάκτυλα να προσπαθούν 
να περισώσουν κάτι από το ανέφικτο. 
Είναι οι ψυχές που κατεβαίνουν 
κι έρχονται εδώ λαχταρώντας λίγη 
ζεστασιά κι ανάπαυση. 

Στους ουρανούς που ζουν 
έχει πολλή ψύχρα και από μόνα 
τους τα σεντόνια των σύννεφων 
δεν τους φτάνουν, κρυώνουν και
τουρτουρίζουν όλες τις εποχές. 
Επιπλέον τα σώματα τους υποφέρουν,
καθώς δεν αναπαύονται καλά έτσι 
που κοιμούνται στις κακοτράχαλες 
βουνοκορφές πλάι στις αποικίες 
του τσαγιού, πονούν οι αρθρώσεις 
τους κάθε που κατεβαίνουν τις 
σκάλες για να έρθουν ως εδώ. 

Συμπόνεσε τους κι άσε στην άκρια 
κάποια ξερά φύλλα, στρωσίδια για 
να φτιάξουν. 
Αυτοί θα σε ευγνωμονούν και
δάκρυα θα χύνουν που στη συνέχεια 
βροχές θα γίνονται, τα χωράφια 
να καρπίζουν όπως παλιά μαζί με 
τα αθώα χαμόγελα και τις χωρίς 
πολλές αιτιάσεις αγκαλιές.

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2025

Ενάργεια

Ο τελάλης

Ξέκοψε από τις στρατιές των 
αγγέλων κι έλα εδώ. 
Εγώ με νύχια σκληρά θα σου
γράφω ποιήματα πάνω στην
πελεκημένη πέτρα. 
Δυνατά θα στα απαγγέλω 
με τη φωνή του ξακουστού τελάλη.
Θυμήσου τον.
(Αυτόν με την ευγενική όψη
και τις χθόνιες λέξεις που
περνούσε κάθε εξάμηνο)
Γυναίκες τον υποδέχονταν 
με γύψινα χέρια. 
Την πιο μικρή διάλεγε,
αυτή με τα σαγηνευτικά μάτια. 
Στον έρωτα ρίχνονταν, 
στην άκρια της προβλήτας,
με τις αγκαλιές γεμάτες 
από την αιωνιότητα του εφήμερου. 

*
Το ξωτικό 

Στο κάστρο διπλοκλείδωσαν 
τις πόρτες, έβαλαν για σιγουριά 
και βαριές αλυσίδες.
Το στοιχειό που ζούσε μέσα 
από εκεί να μην φεύγει και
στις ρούγες του χωριού 
διαρκώς να περιδιάβαινει 
σκιάζοντας τα αθώα κορίτσια. 
Μόνο που δεν ήξεραν 
πως πριν περάσουν τις αλυσίδες 
το ξωτικό είχε προλάβει 
κι είχε κλέψει την πεντάμορφη 
κόρη του άρχοντα
που στα όρη έως τα σήμερα 
κουστωδίες στρατιωτών 
ματαίως την αναζητούν με
αναμμένες τις δάδες
και φολιδωτά τα σώματα.

*
Ανυπαρξία 

Τίναξε τα φτερά του.
Λίγο χιόνι είχε πάνω. 
Είχε ανέβει στις Άλπεις 
για να φτάσει και να ανάψει 
το φεγγάρι. 
Τώρα ένιωθε χρήσιμος
και ωραίος. 
Τράβηξε μια φωτογραφία.
Το φεγγάρι υπέρλαμπρο 
έσβησε τη μορφή του. 
Υπηρξε;
Στο πέτο του καρφιτσωμένο 
ένα εντελβάις.

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2025

Ολιγολεκτα

Αμελητέο πλην καθ' όλα δυνατό 

Δαγκωτό θα σου πάρω το φιλί
έτσι που από μια μόνη ρανίδα 
αίματος δικού σου 
νεαρός βλαστός να γενώ 
στα μάτια σου να αναρριχηθώ
κλεφτά.

*
Παρελθούσες εικόνες 

Στον εγκαταλελλειμένο  
σιδηροδρομικό σταθμό 
ακούστηκε ο θόρυβος 
από ένα τρένο που πλησίαζε.
Ξαφνιάστηκε.
Ο σταθμός ήταν κλειστός
εδώ και δυο δεκαετίες. 
Τρένο δεν περνούσε πια.
Έρημος ο σταθμός.
Στις ράγες χτες το απόγευμα 
είδε να φυτρώνει μια 
ανυπόμονη μαργαρίτα. 
Η μόνη ζωή εκεί. 
Την σκέφτηκε τώρα κάτω 
από το συμπαγές σίδερο 
να πεθαίνει. 
Αντί να τα γίνει ως είθισται 
θύμα μιας μυστικής αγάπης 
έμελλε να στενάξει 
κάτω από την επέλαση 
ενός αμείλικτου παρελθόντος.

*
Αδιαμαρτύρητα.  

Τα πόδια της ήταν παγωμένα,
τα χέρια της πολύ κρύα 
Έλεγες και θα πέσουν
αμαχητί πάνω στο παρκέ. 
Σήκωσε τα χέρια στην 
ανάταση.
Δεν θα γυμνάζονταν 
απλά θα παραδίδονταν 
στο σκληρό περίβλημα 
του χειμώνα όπως τα ψάρια 
με υποταγή ενδίδουν 
στόν παγωμένο φλοιό 
της λίμνης.

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2025

Απαρχή της ποίησης

Το ρολόι σταμάτησε στις τέσσερις 
η ώρα ακριβώς. 
Δεν ξέρω ακόμα αν ήταν απομεσήμερο
γλαυκό ή νύχτα βαθιά που έπαψε 
να χτυπά. 
Θα το βρω.
Απαρχή της ποίησης το χρόνο ξέρω 
να διαφεντεύω. 
Αν ήταν μέρα σίγουρα θα ήταν η ώρα 
που μαζεύω αγκαλιές τα γιασεμιά 
να στα χαρίσω η ζωή σου
να μοσχοβολάει.
Αν ήταν νύχτα μάλλον θα ήταν η ώρα 
που έρχομαι και χουχουλιάζω τα πόδια 
σου που ξύλιασαν περπατώντας 
στην παγωμένη πίστα των ονείρων. 
Δεν έχει λοιπόν σημασία πότε 
οι δείκτες ακινητοποιήθηκαν
εγώ θα είμαι εκεί να σε φροντίζω 
σαν σφυγμό στο πρώτο ξύπνημα 
και μακριά να φυγαδεύω τα σώματα 
των κολασμένων νεκρών που δεν λένε 
να αναπαυθούν εδώ και τρεις δεκαετίες. 

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2025

Η συγκατοίκηση με την μοναξιά

Ήρθε η ώρα να πάει για ύπνο. 
Λίγο πιο πριν είχε αλλάξει τα σεντόνια. 
Είχε βάλει εκείνα τα νυφιάτικα 
που η μαμά της είχε δώσει 
για προίκα. 
Αγορασμένα χρόνια πριν από μια
ξανθιά γυρολόγο.
Έρχονταν κάθε εξάμηνο κι έπαιρνε 
τις δόσεις. 
Το χωριό την περίμενε αναφανδόν 
μαζί και η μαμά με τα κολλαριστά της
χιλιάρικα στα χέρια. 

Γελούσε δυνατά η γυρολόγος, το βλέμμα 
πονηρό κι αυθάδες. 
Ο γιούκος γέμιζε λογής λογής στρωσίδια, 
σεντόνια αθάνατα, κουβέρτες ολόμαλλες
κεντήματα, βελέντζες και πολύχρωμες φλοκάτες.
Ο μαμά αγόραζε, η πατέρας γκρίνιαζε. 
Η μαμά θα μπορούσε να ποικίσει 
δέκα ακόμα θυγατέρες με αυτά που 
αγόραζε. 
Ο γιούκος όλο κι ανέβαινε.
Χαμηλοτάβανο το σπίτι 
οπισθοχωρούσε.
Δυσανασχετούσαν τα ρούχα, 
η μαμά καμάρωνε. 

Τώρα μπροστά σε αυτά τα άσπρα σεντόνια 
και με την μαμά φευγάτη,
την έπνιγαν οι αναμνήσεις. 
Την τίμησε την μαμά κι έστρωσε σχεδόν 
όλο τον πλούσιο ρουχισμό της.
Δεν χρειάστηκε να αγοράσει ποτέ 
τίποτα παραπάνω για τις ανάγκες 
του νοικοκυριού της. 
Περίσσια τα ρούχα. 
Αμέτρητη η έγνοια της μάνας. 

Μα είχε έρθει η ώρα να πάει για ύπνο. 
Κατέβασε το ακουστικό από το τηλέφωνο 
κανείς να μην την ενοχλήσει. 
Μαύρο παλιό τηλέφωνο, κειμήλιο 
κι αυτό.
Βυθίστηκε στα σεντόνια, έστρωσε το
σώμα της για να μην πονάει. 
Απλώθηκε σκοτάδι. 
Ακούγονταν το του - του από την
ανοιχτή συσκευή. 
Μάνιαζε η μοναξιά χωρίς χάδι 
απροστάτευτη.

Την πήρε ο ύπνος αμέσως. 
Στο όνειρό της ήρθε η μαμά, 
την φίλευε λέει αποξηραμένα 
βερίκοκα και καραμέλες βουτύρου. 
Το πρωί έβγαλε έξω τα ρούχα να λιαστούν.
Προς μεγάλη απογοήτευση της
στην κόκκινη φλοκάτη είχε κάνει 
επιδρομή ο σκώρος.
Αχ βρε μαμά στείλε εκείνα τα ματσάκια 
λεβάντας που μάζευες από την αυλή. 
Μόνο αυτά βοηθούν. 
Σε παρακαλώ. 
Κι εγώ σε αντάλλαγμα θα αφήνω 
ενεργό το τηλέφωνο να μην μανιάζει 
μες στη νύχτα  η μοναξιά κι εγώ μαζί της. 

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2025

Το χώρισμα

Ανάμεσα σε εσένα και εμένα 
ένας τοίχος ψηλός χτισμένος 
μαστορικά από πέτρες λειασμένες 
με το μυστρί του ανέμου.
Στις ενώσεις τους μες απ' το ελάχιστο 
χώμα ξεπετιούνται σκυλάκια, 
άγρια φτέρη, λειχήνες κι αγκιναράκια .
Αυτοφυή όλα.
Ένας εκλιπών Θεός τα ευλογεί. 
Μια μήτρα άγριου θηλαστικού 
ζωή να τους δίνει και υπόσταση. 

Δεν σε βλέπω δεν με βλέπεις. 
Δεν σε φτάνω δεν με φτάνεις. 
Μόνο την ανάσα σου ακούω. 
Μόνο το γρατσούνισμα της πένας 
σου νιώθω σαν στέκεσαι δίπλα στο
πρώτο αγκωνάρι και μου γράφεις 
ποιήματα και στίχους.
Κάποιες φορές μέσα στης αγρύπνιας 
σου τις ώρες τους απαγγέλεις δυνατά. 
Δακρύζω και νοερά σου δίνομαι.
Ξυπνάω και σε θέλω. 

Από τις σχισμές μέσα έρχεται καθαρά 
το καρδιοχτύπι σου σαν σφυριά δυνατή 
πάνω στο μελίγγι. 
Πονάω.
Σε φωνάζω. 
Εκλιπαρώ να σε δω να έρχεσαι 
Κάνω να πατήσω στα ακροδάχτυλα 
μα το ύψος τρανό δεν με αφήνει.
Κάνω να γκρεμίσω τις πέτρες
μα λαβώνομαι.
Κολλάω στις ρίζες, κολλάω στο χώμα 
κολλάω στο συμπαγές των επιφανειών. 
Σπάω τα νύχια μου.
Τσακίζω τα δάκτυλα. 

Χρόνια λοιπόν ζω στο ίδιο τετραγωνικό 
μέτρο του έρωτα με εσένα 
Χρόνια σού κλέβω στίχους και με μουσική 
τους ντύνω. 
Άκου την αγάπη, άκουσε την άρπα μου. 
Ψήλωσε.
Φτερά βγάλε. 
Αφέσου.
Φτιάξε μια σκάλα, μια σκαλωσιά έστω 
κι αν δεν μπορείς πάρε την ευλυγισία 
από το κλειδί του σολ κι αγκάλιασε με. 

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2025

Ομολογίες ζώης

Φυσάει βοριάς και παίρνει 
τα καπέλα από τις κυρίες 
και τα πετάει στη θάλασσα. 
Αρπάζει τα σκουφάκια των 
παιδιών και στα ύψη τα πηγαίνει 
χειρομάντηλα να γίνουν να
σκουπίζουν τα δάκρυα τους
τα χερουβίμ.
Τρέχει ο κόσμος αλαλάζοντας 
να κρυφτεί στα υγρά σπίτια. 
Σπρώχνει ο βοριάς τα σώματα τους.
Παίρνουν φωτιά οι καμινάδες.
Σπίθες και τριγμοί ξύλων.
Τζάκια και τουλίπες καπνού. 

Ερημώνει η πλατεία.
Ο καστανάς κατεβάζει τα χέρια άεργος,
πίνει τσίπουρο και ταΐζει 
τα ορφανά περιστέρια. 
Σβήνει η θράκα.
Σκορπίζεται η στάχτη. 
Ο καστανάς τρίβει τα μάτια του.
Μαβίζουν τα χείλη, κοκκινίζει ο ορίζοντας
Ώρα δειλινού. 
Ο καστανάς θυμάται τα σκοτωμένα 
παιδιά.
Δεν κλαίει παρά γελάει δυνατά. 
Τα περιστέρια τσιμπολογούν 
σπόρια ερημίας κι ύστερα με ένα 
φρουστ εξαφανίζονται.

Ο καστανάς έντρομος πετάει 
τη χτεσινή εφημερίδα στον υπόνομο. 
Ανοίγουν παράθυρα. 
Οι μανάδες δεν δακρύζουν άλλο πια.
Μόνο ορισμένες χαρακώνουν ακόμα 
βαθιά τα μάγουλα τους.
Τα σκοτωμένα παιδιά 
επιστρέφουν στα σπίτια τους.
Βαθιές οι πληγές, τις κλείνουν
σχολαστικά. 
Χειμωνιάτικο βράδυ και τα νεκρά 
παιδιά  μυρίζουν αιθάλη, κάρβουνο
και ζαχαρωμένο μέλι. 
Παραλογίζονται οι μανάδες.
Ρίχνουν τα μάτια στη θάλασσα.
Κατευθύνονται ως τα εκεί να πνίξουν 
τα καπέλα που επιπλέουν με χέρια σαΐτες. 

Ηφαίστεια τα μάτια σου ενεργά

"Δεν χαίρομαι πια
 τις αμυγδαλιές στον κήπο 
 που σε θυμίζουν."

 Χόρχε Λουίς Μπόρχες 

                          σε εσένα 

Τα μάτια σου μαύρα 
σαν δυο πιτσιλιές μελάνης 
στην επιφάνεια του χιονιού. 
Αχ πόσο αγάπησα αυτά τα σκοτάδια 
που έντυναν περιμετρικά τις κόρες 
σου.
Έμπαινα  στον βυθό τους κι ήταν 
σαν να περιδιάβαινα ζαλισμένη 
κρατήρες ενεργών ηφαιστείων. 

Άκουγα τη γη να βρυχάται, 
να εξαπολύει βλαστήμιες 
και ακατάσχετα λόγια. 
Παρακολουθούσα εκστασιασμένη
και στις ραφές του φορέματος 
μου έκρυβα λέξεις και κωδικούς. 
Πλησίαζα σε απόσταση αναπνοής. 
Δεν φοβόμουν, η λάβα δεν με τρόμαζε 
τουναντίον μάλιστα μπορώ 
να πω πως μαγευόμουν.

Μαθημένη καθώς ήμουν από του έρωτα 
τις φωτιές, μεθούσα μην κάνοντας 
βήμα πίσω. 
Έβαζα το αυτί πάνω στη σάρκα της γης
για να ακούω καλύτερα. 
Σε διάβαζα πιο καλά, σε μελετούσα.
Κι ήταν φορές που αποκοιμιόμουν 
κάτω από τη ρυθμική αντήχηση 
των κρότων.
Πήγαινα σε όνειρα ψυχεδελικά 
με τη φαντασία να καλπάζει αχαλίνωτη
μέσα σε ηδονικά δωμάτια φτηνών 
ξενοδοχείων.

Τα μάτια σου έβενοι λαμπεροί.
Το μόνο που με φόβιζε κοντά τους
ήταν να μην στάξουν δάκρυ καυτό. 
Τα δάκρυα πνίγουν  και σκοτώνουν 
πιο πολύ από τη λάβα. 
Αποσυνθέτουν το σώμα, σκεβρώνουν 
τη μνήμη καταστρέφουν τη ζωή. 
Και χωρίς σώμα, μνήμη, και ζωή 
πώς θα βγαίνω στους κρατήρες 
να αποθησαυρίζω καταχθόνιους
φθόγγους που ποιήματα ζωντανά 
θα γεννούν ικανά να σε φέρουν πίσω. 

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2025

Οι δοκιμασίες

Στην παρέα της Ν. Φιλαδέλφειας 

Πίσω από ένα πυκνό σύννεφο 
που το πάει σε βροχή κρυβόσουν 
κι εγώ σε αναζητούσα.
Έκοβα αμάραντες τουλίπες 
από τους κήπους του δειλινού 
και ξανοιγόμουν για να σε βρω. 
Στη χρυσή σκάλα του ουρανού 
την ασφυκτικά γεμάτη από τις 
άκακες ψυχές έβγαινα κι ανέβαινα
δύο δύο τα σκαλοπάτια. 

Λαχάνιαζα, ίδρωνα μου κοβόταν 
η ανάσα μα δεν τα παρατούσα.
Είχα πολλή απόσταση να διασχίσω 
και πολλές ψυχές να χαιρετήσω 
μέχρι να φτάσω στον προορισμό μου. 
Μικρές φωτίτσες τα μάτια των ψυχών 
μου έδειχναν τον δρόμο για να μη χαθώ
μέσα σε άγνωστα τρίστρατα. 
Ένα τρίχρονο παιδί μάλιστα 
με φίλευε μύγδαλα που τα τσάκιζε
με τα δυο του χέρια. 
Δεν πεινούσα μα τα έπαιρνα μη τυχόν 
μου θυμώσει. 

Ατελείωτη η σκάλα.
Περνούσαν μέρες περνούσαν νύχτες 
κι εγώ πήγαινα. 
Οι ψυχές κοντά μου πάντα. 
Απορούσα πώς και δεν νύσταζαν 
και πώς ακούραστες έμεναν 
για να με καθοδηγούν.
Στιγμή δεν σταματούσα.
Άλλωστε δεν είχε ίσκιο να σταθώ.
Δεν είχε δέντρο να ξαποστάσω,
μερικές μόνο σειρές από ροζ πικροδάφνες 
στα αριστερά μου έβρισκα. 

Όσο πιο κοντά σου έφτανα 
τόσο εσύ απομακρυνόσουν.
Άπλωνα χέρια για να σε αγκαλιάσω 
μα μου ξέφευγες. 
Έτεινα τις τουλίπες για να ομορφύνεις
μα δεν τις καταδεχόσουν. 
Δελέαζα το τρίχρονο αγόρι και
σου έστελνα γράμμα και γραφή 
κι εσύ το απειλούσε ότι θα το γκρεμίσεις 
από τις σκάλες. 
Σε μέμφομαι. 
Σε λοιδωρώ.
Σε πολιορκώ.
Ποτέ όμως εδώ δέν θα σε έχω. 
Αυτό το σύννεφο η βρόχινη φυλακή σου
είναι κι αυτή η χρυσή σκάλα όσες 
κι αν περάσω δοκιμασίες δεν οδηγεί 
στην Ιθάκη σου.

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025

Το τσιγκέλι ή αλλιώς η ζωή

Τράβηξε από την καρδιά της
την κεντρική αρτηρία και με τις βελόνες 
του πλεξίματος άρχισε να πλέκει.
Θα έφτιαχνε ένα σάλι να καλύψει 
τους ώμους της.
Κρύωνε.
Φύσαγε βοριάς δυνατός κι έπαιρνε 
τις θηλιές και τις ανακάτευε. 
Αντί για λουλούδια στο σχέδιο 
του πλεκτού σχηματίζονταν αστέρια,
μισοφέγγαρα και απαίσιοι κρατήρες. 
Πάλευε να το διορθώσει.
Τίποτα. 

Είχε ξεμείνει στους δρόμους 
πουθενά ένα υπόστεγο απάνεμο 
για να αποφύγει τις ριπές του ανέμου. 
Θυμήθηκε την ποιήτρια μπροστά 
στις απόρθητες φυλακές Γενάρη μήνα 
με χιονοθύελλα να εκλιπαρεί ζεστασιά. 
Αχ! και να έβαζε στους ώμους της
αυτό το σάλι όσο βαρύ κι αν ήταν. 
Πέρασαν χρόνια πολλά όμως 
και πώς να την συναντήσει;

Αφού τελείωσε το βασικό σχέδιο 
πήρε να φτιάξει τα κρόσσια.
Τα ήθελε μακριά σαν τα μαλλιά 
της Μόνα Λίζας -και κάπως μπερδεμένα-
να φτάνουν κάτω από τη μέση 
και να σκεπάζουν τα ισχία.
Κόντευε να τελειώσει. 
Τα χέρια της είχαν ξυλιάσει.
Άκουγε τριγμό δοντιών.
Έβλεπε άγρια βλέμματα να την κυνηγούν. 
Έκανε να φύγει. 
Κάποιος την πλησίασε. 
Ήταν ολόγδυτος.
Του πέρασε το σάλι στα πλευρά. 
Τα μετρούσες άνετα ήταν τόσο λιγνός 
που έμοιαζε σαν παλιό αριθμητήριο 
σε αίθουσα θανάτου. 

Ξέχασα να σας πω ίσως το πιο βασικό.
Το σάλι ήταν ολοπόρφυρο 
και δεν θα είναι καθόλου υπερβολή 
αυτό που θα σας ομολογήσω. 
Έμοιαζε με σφαχτάρι στην κεντρική 
αγορά κι ο γδυτός άντρας 
μόλις τώρα είχε πεθάνει. 
Έχεις δει άνθρωπο να τον διαπερνούν 
τα αιχμηρά κέρατα ενός τσιγκελιού;
Ναι εγώ το είδα ολοκάθαρα.
Εκείνο το πρωί νομίζω πως αντίκρισα 
για πρώτη φορά την κόλαση. 

Υ.Γ Στοιχειά τα ποιήματα και καταλύουν 
ερειπωμένα σπίτια. 
Πρόσεξε σαν πας εκεί. 
Θραύσματα οι λέξεις θα πέσουν πάνω σου
και θα σε πληγώσουν θανάσιμα, την καρδιά 
σου στοχεύοντας με ακρίβεια χιλιοστού. 

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2025

Imayo με σπάσιμο (δυο ποιήματα σε ένα)

Ρούχα με φραμπαλάδες-
το ρόδι σπάει 
η γιορτή ξεκίνησε 
γελούν τα παιδιά 
οι ντάμες παίρνουν θέση 
δίπλες του χορού 
το κουδούνι χτυπάει 
Ο άγιος ήρθε.

*
Αναμμένο το μαγκάλι-
λεπτό το κρύο 
δυο ρόδια στη φρουτιέρα 
ώριμοι καρποί 
φιλέματα της φύσης 
πλούτος στα χέρια 
κεχριμπαρένιο το χρώμα 
η πείνα σβήνει.

*
Ακουαρέλες παντού-
το χρώμα ρευστό 
ηλίανθοι και ρόδια 
γεμάτος καμβάς 
παιδικές οι ζωγραφιές 
τα μάτια λάμπουν 
απαλές οι πινελιές 
θαυμαστά έργα.

*
Περνά ο καβαλάρης-
ρόδια στα χέρια 
τα γκεμια χαλαρώνει 
τρέχουν τα παιδιά 
πανάκριβα τα δώρα 
οι μάνες γελούν 
γεμάτες οι αγκαλιές 
γλυκά τα σπόρια.

*
Ψιλό πέφτει το χιόνι-
τα φύλλα τρίζουν 
το τζάκι αναμμένο 
ξυπνά η γιαγιά 
το ρόδι ξεσπειρίζει
γελά το παιδί 
γεμάτη η γαβάθα 
οι χούφτες άδειες.

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2025

Ο επισκέπτης

Τις νύχτες όταν με ξυπνούν 
οι εφιάλτες βρίσκω τα
καλογυαλισμένα σου παπούτσια 
στο χαλάκι της εισόδου. 
Πάντα περιποιημένα.
Τίποτα δεν δείχνει πως
πέρασες στράτες πολλές 
μέχρι να φτάσεις ως εδώ. 

Τα πλησιάζω και τα ακουμπώ 
με χέρια τρεμάμενα.
Θαρρώ πως έχουν ακόμα 
την ζέστα του κορμιού σου
κι από τους ανοιχτούς τους
πόρους αναδύουν μια οσμή κέδρου.
Πάντα εσύ αγαπούσες τα κωνοφόρα 
μα και τη ζεστασιά των πεταλούδων 
όταν αυτές λιάζονται στον ήλιο
ανενεργές και μεθυσμένες.

Όταν τελειώσω το πέμπτο τσιγάρο 
κι αποσύρομαι τους ρίχνω 
μια τελευταία ματιά.
Τότε συντελείται ένα θαύμα. 
Ακούω καθαρά τα βήματα σου.
Ακούω το λαχάνιασμα της αναπνοής σου.
Ακούω το τελευταίο που μου
έγραψες τραγούδι. 

Το πρωί όταν ξυπνάω και
πηγαίνω να επιθεωρήσω τους
κάκτους της εισόδου βλέπω 
το χαλάκι να έχει μείνει ορφανό. 
Παίρνω το λυχνάρι το τρίβω 
για να εμφανιστείς, μα τίποτα 
δεν γίνεται. 
Αρνείσαι να βγεις στο φως. 

Απογοητεύομαι, εγώ που πάντα 
πίστευα στα παραμύθια
μένω να κινούμαι σε μια 
πραγματικότητα πεζή που αρκείται 
να φορά κάτι ελεεινά και 
κακοφτιαγμένα παπούτσια. 
Μα το κύριο δεν είναι αυτό 
αλλά το  ότι ποτέ δεν μου μπαίνουν 
και με σφίγγουν τρομερά. 
Πληγώνομαι και τα πετάω μακριά
περιμένοντας τη νύχτα 
ελεήμονη να γίνει για εμάς και 
με χάδια να καταπραΰνει 
την πικρία μας.

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

Σάρκινο φιλί

Ο έρωτας κρυμμένος πίσω
από την συκομουριά έστελνε
τα καλογυαλισμένα βέλη του. 
Κανείς άλλος δεν τον κατάλαβε
εκτός από αυτούς.....
Κανείς δεν τον πρόσεξε όσο κι
αν ηχηρά βροντούσε από λαγνεία. 
Ουδείς δεν τον υπολόγισε, 
ψυχρή η καρδιά ενδύθηκε πέπλα βαριά. 
Μονάχα οι δυο εραστές 
τον γεύτηκαν. 
Αποκλειστικά δικός τους τρύπιος καμβάς 
για να ζωγραφίσουν πάνω του
τα πάθια της αγάπης. 

Παράνομος έρωτας και το σώμα
στην πρώτη του άνθιση
να εκλιπαρεί την σαρκική ένωση
που ποτέ όμως δεν ήρθε. 
Μεταμεσονύχτιο του πόθου φιλί
που δόθηκε κλεφτά ύστερα 
από έναν γλυκό, ολιγόωρο 
ύπνο δίπλα στις φλύαρες καλαμιές. 

Αποτραβιόταν το σώμα 
από τα γήινα κι έβαζε πλώρη 
για το υπερβατό. 
Ποιος να τους δει εκεί ψηλά
που πήγαν;
Το σπίτι της δεν την νοούσε 
και ποτέ δεν διάβασε τον δυσανάγνωστο 
κοχλία της για χρόνια. 
Είχε μαγκώσει σαν κλειδαριά 
που ποτέ δεν ανοίγει για να βγεις 
στο φως σαν εαρινό ξεφάντωμα. 

Χορεύτρια στα βήματα της ηδονής
αυτή κι ο εραστής της το ντέφι 
και οι εκρηκτικές κλακέτες. 
Ένα τους χαρίστηκε σάρκινο 
φιλί μόνο, πεινασμένοι εσαεί να το 
κουβαλάνε στις κλειστές τους
αποσκευές, μακριά από τα ήθη 
και τη μονότονη τριβή του κόσμου.

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2024

Ανταλλάξιμο είδος

Οβολός το φιλί σου που
τον ζητά ο βαρκάρης σαν ανταμοιβή
στα μαύρα περάσματα. 
Θάνατος που κουβαλάς
στο στήθος σαν μισοτελειωμένο
τατουάζ. 
Πονά η βελόνα. 
Πονά και σπαράζει η θύμηση. 
Το σώμα πυρπολημένο από φωτιές
άρπαγες τρέχει να σωθεί. 
Μαύρα τα νερά σαν βασάλτης 
ραγισμένος που πριν λίγο
τον εξόρυξαν. 
Το μάτι του βαρκάρη είναι
δίχρωμο σαν της κεραμιδογάτας
που την πάτησε πριν το λεωφορείο. 

Το νέον τυφλώνει τα μάτια. 
Στις αποβάθρες στριμώχθηκαν
φύλλα από ένα αόρατο δέντρο.
Μπούκωσαν οι ράγες ερημιά. 
Οι επιβάτες δυσαρεστημένοι
χτυπούν τα πόδια στα πλακάκια. 
Το τρένο που θα σε έφερνε
ακύρωσε το δρομολόγιο του. 
Μην ήρθες κι έλειπα;
Ρωτάω τους επιβάτες
δεν γνωρίζουν. 
Ο ζητιάνος μόνο μου έδειξε
το μισοάδειο τασάκι του απελπισμένος. 
Ένα δίδραχμο το φιλί σου
που θορυβεί ακόμα σαν χαλασμένο
κλάξον. 

Φεύγω σαστισμένη μήπως
και σε συναντήσω. 
Δεν σε βρίσκω. 
Γύρω μου οι άνθρωποι απορούν, 
κάποιοι βιάζονται. 
Βρέχει. 
Σφυρίζουν οι άνεμοι κι εγώ
κλαίω σαν ορφανό παιδί στο
πολύβουο σταυροδρόμι. 
Ακούω το τρένο να περνά. 
Τρέχω αδίκως.
Ο ζητιάνος με συμπονεί και
μου δίνει το κέρμα. 
Άδειο απομένει το τασάκι. 
Πήχτρα η καρδιά από την απουσία. 
Φεύγω. 
Βρέχει. 
Πετάω το κέρμα στον υπόνομο. 
Μικροποσό το φιλί σου και
μακάβριο ανταλλάξιμο είδος. 
Πάλι με γέλασες.

Πήρε μέρος στο 32ο Συμπόσιο Ποίησης που
διοργάνωσε η άοκνη πριγκιπέσσα μας.
https://princess-airis.blogspot.com/2024/12/32-1-11th-anniversary.html?m=1

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2024

Υπόλογος μιας επέλασης

λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, 
κι η μάνα το ζηλεύει.

Ήσουν ο φυσιοδίφης κι ο
γητευτής των φιδιών.
Υπνώτιζες την δενδρογαλιά, την
φοβερή έχιδνα, τον πύθωνα και
τον ύπουλο αστρίτη. 
Με μαγικά χέρια και με λόγια
που είχες εκμυεύσει από
πανάρχαια λεξικά καθυπόταζες
τη φύση τους. 

Απ' όταν έφυγες γέμισαν
τα χωριά αλλά και οι πολιτείες
από τα φοβερά αυτά ερπετά. 
Συριγμοί ακούγονται παντού
και μια τεράστια ουρά
προσπαθεί να τυλίξει γύρω της
τα θαυμάσια σώματα των
αγαλμάτων και την προσιτή
φύση των ειδωλίων. 
Τρέμει η γη σαν κλαράκι φτελιάς
μπροστά στον γκρεμό. 

Τρέχει ο κόσμος να σωθεί
πανικόβλητος. 
Με κασμάδες και φτυάρια οι
άνδρες σκάβουν τα σπλάχνα
της γης κρύπτες να ανοίξουν
για να στεγάσουν τα γυναικόπαιδα. 
Αλαλαγμοί ακούγονται, κατάρες
εκτοξεύονται και προσευχές 
που είχαν ξεχαστεί βγαίνουν
από τα χείλη. 

Κάθε μετρό κι ένας νεκρός. 
Κάθε πόντος και μια σβησμένη
ανάσα. 
Μανάδες εγκαταλείπουν τα
μωρά τους έξαλλες. 
Οι ποιητές ξεχνούν τις ρίμες
τους πάνω στα πυρπολημένα 
από τον ήλιο αλώνια. 
Όποιος γλυτώσει. 

Μαινάδα εγώ κι αρχαία θεά
εκλιπαρώ να γυρίσεις πίσω. 
Δείχνω την φωτογραφία σου
στους αγγέλους να σε
γνωρίσουν κι εδώ να σε φέρουν. 
Μιλάω στο αυτί του Θεού να
μας σπλαχνιστεί. 
Χτυπάω τις καμπάνες πένθιμα
μήπως κι αλλάξεις γνώμη. 

Ανασηκώνεις το ματοτσίνορο
και μου ξεφεύγεις, τραγούδια
ερωτικά ψελλίζεις και τις
κλειστές θύρες επιθεωρείς. 
Άφαντος από τα γήινα τραβάς
τ' αψήλου και χάνεσαι πίσω
από τις δαντέλες των σύννεφων. 
Με έναν εγωισμό που οι νεκροί
μόνο κατέχουν απομακρύνεσαι. 

Με σεισμούς σε απειλώ με εσύ
πιο δυνατός από τον εγκέλαδο
μας προσπερνάς. 
Σε παίρνουν φαλάγγι ιερά
λείψανα, εξαπτέρυγα και 
μικροί ερωτιδείς μα εσύ μας
αποφεύγεις με τη μορφή σου
να θυμίζει κόλαση και σφαγείο. 
Αλύγιστος και με προμηθεϊκη
τόλμη μας αφήνεις άλλη μια
φορά να χαθούμε μέσα στον
ζόφο και στο δηλητήριο. 
Αχ! Τα φτερά γιατί στα έδωσα;

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2024

Εσύ είσαι...

Εσύ είσαι που μπαίνεις
στη λάμψη της αστραπής
κι έρχεσαι εδώ καθώς
βρέχει. 
Κατακαίεις τη χλόη, τα κλαδιά
του σφενδάμου, την άμυαλη
αμυγδαλιά και την μικρή
πασχαλίτσα τσουρουφλίζεις. 
Δες την πως έχει γείρει
στο έδαφος και τινάζει
τα ποδαράκια της. 
Βοήθησε την να γυρίσει από
την καλή πλευρά. 
Νιώσε την αδυναμία της. 
Θα σε ανταμείψει με έναν
γύρω θανάτου κάτω απ' του
κεραυνού τη μουσική 
επένδυση να συνοδεύει 
το απεγνωσμένο της φευγιό. 
Πάρε την μαζί σου αγάπη. 
Εκεί ψηλά στα μέρη σου
που ανθούν τα χρυσάνθεμα
και οι έρωτες άφησε την 
να ζουζουνίζει. 
Θα είναι παρηγοριά στα
λουλούδια των απέραντων
κήπων σου και το κλειδί
της αιώνιας άνοιξης θα κρατά. 

*
Εσύ είσαι που δίνεις τροφή
στα τζιτζίκια και τις
παρτιτούρες τους μαθαίνεις
απέξω. 
Στο γλαυκό ζεις καλοκαίρι
και στα λιόδεντρα στήνεις
την αιώρα σου τις μεσημβρινές
ώρες για να σε βρει ο οίστρος
μαζί του να σε πάρει στης
ποίησης τα ακανθώδη
παρατηρητήρια. 
Ξέκλεψα κάποιους στίχους 
σου εχτές με λόγια να ντύσω
των πουλιών τα ορατόρια
και των τζιτζικιών τα
χαυνωτικά πρελούδια. 
Πάντα εσύ. 
Για όλα εσύ. 
Ο μαέστρος με την χρυσαφένια
μπαγκέτα. 

*
Εσύ είσαι το κολιμπρί που
πεταρίζει γύρω από ένα
ερμαφρόδιτο άνθος χωρίς
σταματημό. 
Έλα στη χούφτα μου και χωράς. 
Έλα στο κοχύλι του αυτιού μου
να στήσεις φωλιά. 
Έχουν ξεκινήσει οι ψύχρες 
και θα σου χρειαστεί λίγη
ζεστασιά να μην μαργώσουν
τα φτερά σου και χάσω την
παρέα σου. 

*
Εσύ είσαι που κατρακυλάς 
μαζί με τις χιονονιφάδες 
από δυσθεώρητα ύψη. 
Επικάθεσαι στις πυραμίδες
των βουνών σαν μυθικό
εντελβάις και στις πεδιάδες
εισχωρείς βαθιά στο χώμα
σαν πλατανόριζα πλάι στο
αλάλητο νερό. 
Κρύσταλλο τα χέρια σου. 
Γιορτή η προσευχή σου. 
Μεγάλη η νύχτα σου για
να αφήνονται στα ονείρατα
τα μικρά αγγελούδια. 
Σε ακούω όσο κι αν σιγείς. 
Σε βλέπω όσο κι αν κρύβεσαι. 
Λουλούδι κι άγγελος. 
Νερό και ρίζα. 
Χιόνι και πλησμονή. 
Όλα εσύ. 
Πανταχού παρών σε ό,τι
όμορφο και αειθαλές.

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2024

Μέθη

Σκαπανέας γίνεσαι τις
νύχτες κι έρχεσαι κοντά μου. 
Ρήγματα βαθιά προκαλείς
στο σώμα μου και με απότομες
χαράδρες με διαπερνάς. 
Το ναρκωμένο μου σώμα ξυπνάς. 
Δες με αναπνέω. 
Ανοιχτοί όλοι οι πόροι 
νέα παράταση μου δίνουν
ζωής. 
Ηδονικά βιώνω το θαύμα
της δικής σου επαφής
κι εξαρχής πςριεργάζομαι 
το ακαταμάχητο σου σθένος. 

Ακούω τη σκαπάνη σου
να χτυπάει και στου μυαλού
τους κύκλους αναπτερώνεται
η ελπίδα. 
Κάνω όνειρα μεγάλα. 
Ιπτάμενος γίνομαι και πετώ
με δυο τεράστια φτερά
πεταλούδας πάνω από δάση
και όρη απάτητα. 
Μεθυστικά βρίσκω άνθη
και τα τρυγάω. 
Ανώνυμες συναντώ πολιτείες
βυθισμένες και στην επιφάνεια
τις φέρνω και λαμπρά
τους δίνω ονόματα. 

Σαν ξυπνάω το πρωί όλα 
είναι στη θέση τακτοποιημένα. 
Πουθενά ίχνος από την
νυχτερινή σου έφοδο. 
Μόνο που μέσα στην καπελιέρα 
βρίσκω ένα ζευγάρι
αδύναμα φτερά κι ένα ποίημα
μακροσκελές. 
Τα δοκιμάζω, δεν μου κάνουν. 
Διαβάζω το ποίημα αναθαρρεύω
και σε καρτερώ. 
Εγώ μονάχα τις νύχτες μπορώ
να πετώ ψηλά μαζί σου
Αυτές μόνο επιθυμώ
διάρκεια να δίνουν στις ώρες
μου και ανασεμιές ζωής
στη μοναξιά μου. 

Το οχυρό

Κυματίζει ο σιτοβολώνας
στο κάδρο της κουζίνας
κι εσύ μου λείπεις. 
Μια αέναη κίνηση από το
βορά προς το νότο
κι εσύ ξέχασες να έρθεις
να πάρεις το σακάκι σου. 
Έχει κρύο πολύ κι οι 
χιονονιφάδες έχουν κηρύξει
ανένδοτο. 
Δεν έχεις που να σταθείς, 
κορμάκι να ζεσταθείς. 

Φώλιασε ο γκιώνης και δεν
ακούγεται κι εσύ κολυμπάς
μέσα στις περγαμηνές και
στους επαίνους. 
Στο οχυρό σου κανέναν
δεν δέχεσαι. 
Ψηλό οχυρό με τρεις σειρές
από πολεμίστρες. 
Ποιον μάχεσαι;
Ποιος δεν σε θέλει;

Για φρουρούς όρισες δυο
ύαινες. 
Χτες έμαθα πως κατασπάραξαν
έναν άμοιρο κυνηγό. 
Φοβάμαι τους κοπτήρες τους
μα πιο πολύ τρέμω τον
συριγμό της φωνής τους. 
Δεν παλιώνει η αγάπη όσο
το αίμα διψάει ακόμα θάνατο. 

Ατρόμητη θα έρθω να σε
βρω, το αποφάσισα. 
Δεν μου πρέπουν τα ίσως
και ο φόβος. 
Κι αν είναι να πληγώ θα είναι
από άκρατη λατρεία. 
Είναι γλυκά τα βέλη τα συνήθισα. 
Φτάνει να δω τα ματόκλαδα
σου να κινούνται όπως
ο σιτοβολώνας στο ξεφτισμένο
κάδρο της κουζίνας. 

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2024

Μια αγάπη του πολέμου

Αιχμαλώτισα την τελευταία
λάμψη των ματιών σου 
κι άναψα το χριστουγεννιάτικο
δέντρο. 
Στο κέντρο του δωματίου το
έβαλα να ξεχωρίζει απ' όλα μες
στο σπίτι. 
Στολίδια δεν πρόσθεσα, στολίδι
η καρδιά σου που κρυστάλλινη
τώρα έχει γίνει. 
Την ακούω να πάλλεται και
γρήγορα να χτυπάει. 

Μες στους ήχους της βυθίζομαι
όπως βυθίζεται η λόγχη που
αστοχεί στον κορμό του
ευκαλύπτου κι έτσι 
την τελευταία στιγμή
αλαλάζοντας 
ο στρατιώτης σωζεται. 

Είμαι ο στρατιώτης που
πεθυμά την αγαπημένη του
και σφίγγει το φυλακτό της
όταν οι σφαίρες σφυρίζουν
γύρω του. 
Είμαι η αγαπημένη σου που
αποξηραίνει τριαντάφυλλα
και γιασεμιά και στα στέλνει. 
Κι' εσύ το φωταγωγημένο έλατο
με την πιο δυνατή λάμψη
που σήμερα με κέρασε
το δυνατότερο αίσθημα.

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024

Το μεγάλο μυστικό

Η θάλασσα στα βάθη της
πήρ' έναν ναύτη.... 

Αλιεύσαμε από τη θάλασσα
ένα μεγάλο όστρακο. 
Υπερμεγέθες. 
Δεν εκλεινε μέσα του 
θησαυρούς ή μαργαριτάρια
παρά μονάχα την πίκρα του
ψαρά που ναυάγησε μαζί
με το σκάφος του μπροστά
στο αγριεμένο μάτι του βοριά. 
Δεν απόμεινε τίποτα
μόνο οι στεναγμοί της γυναικός
του και των παιδιών του
το βρισίδι. 
Τον έψαξαν οι αρχές. 
Τον κάλεσε η εκκλησία. 
Τον φώναξαν οι γλάροι. 
Άδικος κόπος, το αίμα του
δεν γύρισε πίσω. 
Χάθηκε. 
Ένα κήτος τον γυρόφερνε 
στην αρχή μα αυτός δεν του
έκανε τη χάρη, του προέταξε
την άρνηση του απλώνοντας 
τον δείκτη επιδεικτικά 
Αιωρήθηκε το σώμα του
μακριά πολύ απ'τα πορτοκαλί
κοράλλια όπου είχε καταλήξει. 
Άνεμος έγινε που στοιβάζει 
τα φύκια στις ακτές. 
Περνάει τώρα από κοντά μας, 
άκουσε το, και μας τρομάζει. 
Περνάει η πίκρα του στα χείλη
μας και μας εξοντώνει. 
Το μεγάλο όστρακο άδειο
σαν τα μάτια του ζωγράφου
στα χέρια μας απόμεινε. 
Δεν αποκαλύψαμε σε κανέναν
το μυστικό μας, το κρύψαμε
καλά. 
Σταλιά σταλιά στραγγίξαμε 
την πίκρα του μέσα μας κι ένα
καντήλι ανάψαμε για το
συγχώριο στο ξωκλήσι 
με τον αγριεμένο Ποσειδώνα.