Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2025

Ο χρησμός

Πάνω στο κύμα το πικρό 
ήρθα να κατοικήσω
τον πόνο που χω στην καρδιά 
στα πέλαγα να αφήσω 

Στη χαίτη τους γαντζώθηκα 
με πήγαν σ' άλλα μέρη 
εκεί που το φιλί ανθεί 
κι η αγάπη βρίσκει ταίρι 

Βγήκα σε άγονο νησί 
φυλάκιο δικό σου 
στα κάστρα σου με έκλεισες 
έλυσα το χρησμό σου

Πολλές μου έδωσες χαρές 
σε σφαλιστά δωμάτια 
κι εγώ ελεύθερο πουλί 
σκορπούσα σε κομμάτια 

Όλα της γης σου έδωσα 
στολίδια και καλούδια 
το ακριβό μου όνομα 
την πίστη του Ιούδα 

Βγήκα σε άγονο νησί 
φυλάκιο δικό σου 
στα κάστρα σου με έκλεισες 
έλυσα το χρησμό σου

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2025

Η αιώνια άνοιξη

Είσαι η αιώνια άνοιξη 
γι αυτό και τα χελιδόνια 
δεν εννοούν να φύγουν φέτος,
έρημα θα απομείνουν τα 
ηλεκτροφόρα σύρματα
σαν τα χέρια των μανάδων 
τις νύχτες. 
Τα χελιδόνια δεν θα ταξιδέψουν.
Δίπλα στις φωλιές τους
θα ταΐζουν τους νεοσσούς τους
με αίμα και σάρκα 
από το σώμα σου.

Είσαι η αιώνια άνοιξη 
γι αυτό πάνω στην παγωμένη 
επιφάνεια της λίμνης 
προβάλλουν ολόφρεσκα  
νούφαρα χωρίς να ραγίζουν 
Ψάρια περπατούν καμαρωτά 
κι ύστερα μπαίνουν 
στο χάρτινο χωνί 
για να ταΐσουν τα σκελετωμένα
παιδιά των πολέμων
και τους τρελούς ποιητές. 

Είσαι η αιώνια άνοιξη 
γι αυτό και οι χείμαρροι 
και οι παραπόταμοι 
καθρεφτίζουν στα νερά τους
τις πυκνές φυλλωσιές 
των πλατάνων. 
Φυλλαράκι δεν έπεσε φέτος.
Κίτρινα χαλιά δεν έστρωσε η γη.
Η αειθαλή σου φύση 
θα καταργήσει τους κανόνες 
και νέα θα δώσει βλαστάρια
και σωτήριες σκιές. 

Είσαι η αιώνια άνοιξη 
γι αυτό και οι κορυφές 
των βουνών 
πανάλαφρες θα μείνουν 
χωρίς μια ιδέα χιονιού.
Εντελβάις θα φυτρώσουν 
και αλπικά φυτά 
θα ξεπροβάλλουν 
στις απάτητες χαράδρες.
Τα αγριοκάτσικα θα περπατούν 
ανέμελα χωρίς το φόβο της 
παγωμένης πίστας και
του παραπατήματος. 

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2025

Ταχταρίσματα

Έβλεπε τη σιλουέτα της στο τζάμι 
της κουζίνας. 
Θα ήταν δεν θα ήταν δεκαπέντε 
χρονών, χαριτωμένη με μακρύ μαλλί. 
Φορούσε ένα πράσινο εφαρμοστό 
μπλουζάκι που έκλεινε μπροστά 
με σούστες. 
Κοιτάζονταν σείοντας το σώμα της. 
Είχε μια ελαφριά κύφωση, την ενοχλούσε 
ίσιωνε την πλάτη, κορδώνονταν. 
Αδημονούσε.
Την είδε η μάνα της και πήγε και
στάθηκε απέναντι της στο σκαμνί. 
Την καμάρωνε. 
Αυτή σταμάτησε την επίδειξη. 
Ντράπηκε.
Προχώρησε και κάθισε στα γόνατα της.
Έγινε πάλι παιδί. 
Η μάνα της την ταχτάρισε.
"Ελένη μου καλέ Ελενιώ"
Πήρε να λυγίζει η καρδιά της.
"Ελένη μου στα αλώνια σου και μες στα
περιβόλια σου."
Είχε γλυκιά φωνή η μάνα της και λίγο 
τσιριχτή. 
Την χάιδεψε στο μάγουλο συνεχίζοντας 
το τραγούδι. 
"και μες στα περιβόλια σου."
Της έφτιαξε πλεξίδα τα μαλλιά, ξέχασε 
την κύρτωση για λίγο. 
Ξεκίνησε άλλο τραγούδι. 
"..και γίνε γυφτοπούλα Λενιώ μου και
πούλα κόσκινα."
Ύστερα κοίταξε γύρω συνωμοτικά δεν 
τους έβλεπε και δεν τους άκουγε κανείς. 
"Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φόρα κόκκινα."
Αφού χόρτασε τραγούδι την κοίταξε 
βαθιά στα μάτια και της είπε. 
"Όμορφη βλέπω πως είσαι 
κι αν δεν χαλάσεις καρδιές θα κάψεις."

Από εκείνη τη μέρα δεν την ξαναφόρεσε 
την εφαρμοστή μπλούζα που της τόνιζε 
τη γραμμή και για πολύ καιρό διάλεξε μια
πλεκτή γαλάζια ευρύχωρη που ξετρύπωσε 
μέσα από ένα αμερικάνικο δέμα. 
Έχει ως τα σήμερα μια φωτογραφία με το 
ρούχο αυτό.

Η γιαγιά Τρίσω

Η γιαγιά μάς πήγαινε βόλτα κάποια 
απογεύματα σε μια φίλη της στον πέρα
μαχαλά, μακριά από το πέτρινο ρολόι. 
Την φίλη της Τρίσω την έλεγαν από 
το βαφτιστικό Τρισεύγενη.
Δεν είχε παιδιά γι αυτό το σπίτι της
ήταν πάντα καλοσυγυρισμένο με 
χασεδένια τραπεζομάντηλα και βαριά 
μπαούλα με προικιά. 
Μας έφτιαχνε καφέ από κριθάρι σε 
κεραμικό φλιτζανάκι.
Μετά ακολουθούσε το λουκουμάκι 
με το νερό. 
Μας άρεσε η παρέα της κι η γιαγιά 
την αγαπούσε. 
Σαν άγουρη ροδιά έμοιαζε. 

Όταν την επισκέφτηκα χρόνια μετά 
με θυμόταν. 
"Τι να σε ταρτάρω;"μου είπε. 
"Εκείνο τον κριθαρένιο καφέ πεθύμησα"
της απάντησα "στο παλαιϊκό σερβίτσιο."
"Κοριτσάκι μου τελέψανε οι φτώχειες"
αντέτεινε "τώρα έχουμε μηχάνημα που
τα φτιάχνει όλα."
"Μου πέταξαν οι συγγένισσες και τα
φλιτζανάκια και το μπακιρένιο μπρίκι."
"Τώρα έχουμε ποτήρια κολωνάτα."

Ένα δάκρυ μου ξέφυγε.
Αχ! γιαγιά Τρίσω να 'ξερες πόσο φτώχυνε 
το σπιτικό σου.

Αδιαμαρτύρητα θα σε ξαναφιλήσω

Τα χείλη σου απαλά είναι σαν τα πέταλα 
ενός ρόδου που μια κόρη απ' το δημόσιο 
κήπο έκοψε και το κάρφωσε στο στήθος. 
Το ρόδο των χειλιών σου έκρυβε αγκάθια 
που αρκούντως με λάβωσαν. 
Δεν κατηγόρησα κανέναν ούτε εσένα, 
ούτε την κόρη μα ούτε την άνοιξη που 
γέννησε το ρόδο. 
Υπέμεινα τον πόνο όπως μια μάνα 
υπομένει τις σκανδαλιές και τις τσιρίδες 
του βλαστού της.

Έκανα στην άκρη να περιποιηθώ την πληγή. 
Απόρησα πως λίγα αγκάθια επέφεραν  
ένα τέτοιο τραύμα. 
Εσύ έφυγες αμέσως. 
Φοβήθηκες. 
Τρέχοντας σχεδόν απομακρύνθηκες
Το αίμα επέτεινε το άγχος σου ήξερα από
παλιά πόσο πολύ το τρόμαζες. 
Ίσως γι αυτό δεν αγάπησες ποτέ σου
τα ρόδα που σου έφερνα.
Γνώριζες καλά την κρυφή απειλή. 
Γρήγορα τα τακτοποιούσες στο βάζο. 

Έλα όμως που τα ζήλεψαν τα χείλη σου
και τα αντέγραψαν.
Πήραν το άρωμα τους, την απαλότητα τους,
την καλλιέπεια τους μα κι αυτή τους την 
επικινδυνότητα .
Δικό μου το φταίξιμο. 
Όταν θα σου ξαναφέρω ρόδα θα τα έχω 
κόψει πολύ ψηλά στο μίσχο, αγκάθια να μην
φέρνουν που με ηδύτητα τα χείλη σου
θα αντιγράφουν. 
Έτσι μια φορά να σε φιλήσω χωρίς να λαβωθώ. 

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2025

Εγκιβωτισμένη

Ζω σε ένα σπίτι χωρίς πόρτες και 
παράθυρα μόνο ένας φεγγίτης μου
έχει απομείνει για να βλέπω και να 
τρυγώ το φως.
Ελάχιστο πάντα.
Άνθρωποι μετά από εσένα δεν με 
πλησιάζουν κι ούτε κι εγώ τους μπορώ. 
Παρέα μοναδική μου τα πουλιά που 
έρχονται κάθε κονταυγή και με ξυπνούν 
από το λήθαργο. 
Έχουν μουδιάσει τα άκρα μου από την
αχρηστία και τα μάτια μου έχουν στενέψει
απελπιστικά. 
Τη μορφή μιας αλλόκοτης φυλής 
έχω πάρει. 

Πολλοί οι καθρέφτες και με βλέπω. 
Απορώ πως ακόμα δεν τους έσπασα.
Η μόνη μου παρηγοριά είναι τα βιβλία .
Μια μέρα σκάλα θα τα κάνω να βγω 
στον φεγγιτη κι ίσως τοτε απελευθερωθώ 
από τα εσωτερικά δαιμόνια. 
Ίσως ποιος ξέρει μπορεί να σε συναντήσω 
και να σε καλέσω για μια παρτίδα σκάκι 
στο διπλανό καφενείο. 
Εσύ ή απαρχή όλων και το σφυρί 
παρά πόδας το κρατώ.
Φτάνει να το θελήσεις. 

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2025

Οι μέρες σου

Κάθε βράδυ κούρδιζε το ρολόι του
στις έντεκα η ώρα ακριβώς ούτε 
λεπτό διαφορά.
Μια φορά ξέχασε να το κουρδίσει
Το πρωί οταν το αναζήτησε για να 
το φορέσει στο χέρι ανέλπιστα 
διαπίστωσε πως δεν είχε σταματήσει. 
Περίμενε φαίνεται κι αυτό την ώρα του 
θανάτου του να τον συντροφέψει στο 
ταξιδι να μην μείνει μόνος του στα 
ασφοδίλια χωρίς ίχνος ήχου που να τον 
παρηγορεί. 

*
Απαρηγόρητος την έκλαψε.
Του είπαν πως έφυγε πάνω στην 
άνθιση της κι αυτός συμπλήρωσε 
πως έφυγε ακριβώς την ίδια μέρα 
που στον κήπο τους έσκασε μπουμπούκι 
η αγαπημένη της εκατόφυλλη
τριανταφυλλιά από όπου μάζευε 
τα πέταλα για να φτιάξει το γλυκό
του κουταλιού. 

*
Το σπίτι ήταν σκαρφαλωμένο πάνω
σε έναν λόφο. 
Λίγο παραπάνω ξεκινούσε ένα πυκνό 
πευκοδάσος ως εδώ ερχόταν η ανάσα του. 
Εκεί στο πευκοδάσος εδώ και χρόνια 
είχαν στήσει τη φωλιά τους ένα ζευγάρι γερακιών.
Κατέβαιναν χαμηλά σχεδόν κάθε μέρα
για να αναζητήσουν τροφή. 
Τα έβλεπε να ζυγιάζονται στον αέρα και 
να κόβουν βόλτες πάντα μαζί. 
Πόσο τα ζήλευε η άδεια της αγκαλιά!
Πέρασε μια δεκαετία χωρίς τον ίσκιο του
κι όμως η πληγή νωπή εξακολουθούσε 
να είναι σαν το αί­μα του ενός από τα 
γεράκια που βρήκε μια μέρα στην πόρτα 
της μπροστά σκοτωμένο.
Λυπήθηκε το ταίρι του πιότερο. 




Ο χτύπος του ρολογιού

Σου 'δωσα πρώτη το φιλί 
μια μέρα που 'χε χιόνι 
ήμουνα άβγαλτο παιδί 
κι εσύ μικρό τρυγόνι

Σταθήκαμε για μια στιγμή
στη λεύκα αποκάτω 
γύρω σφύριζε ο βοριάς 
ο κόσμος άνω κάτω 

Με ζέστανε η ανάσα σου
μ' έθρεψε ο έρωτας σου
έγειρα στην αγκάλη σου
στην άσπρη φορεσιά σου 

Γενάρης ήτανε θαρρώ 
μεσάνυχτα με κρύο 
και το φεγγάρι φώτιζε 
το άγνωστο πεδίο 

Γύρω στην πόλη ερημιά 
χτύπησε το ρολόι 
κι εσύ πήρες τις πίκρες μου
χάντρα σε κομπολόι

Με ζέστανε η ανάσα σου
μ' έθρεψε ο έρωτας σου
έγειρα στην αγκάλη σου
στην άσπρη φορεσιά σου

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2025

Η δίψα του περιπατητή

Πολλές φορές αισθάνομαι πως είμαι 
μια μαριονέτα κι εσύ από ψηλά κινείς 
τα νήματα. 
Χάνω την αυτοτέλεια μου και σου
παραδίδομαι όπως ο ασθενής στον
χειρουργό του.
Αμαχητί και χωρίς εξηγήσεις.
Ο νους ζει επίσης τότε μια παροιμιώδη 
ενάργεια.
Διάφανη σαν γυαλί νιώθω και φοβάμαι 
μην σπάσω στα δυο.
Για να το αποφύγω γράφω ποιήματα,
συνθέτω στίχους, σκιτσάρω πρόσωπα 
πάνω στον πάγο. 

Περιοδικά οδηγούμε στη φάση της
νωχελικότητας.
Όλα γύρω ακινητοποιούνται.
Αδρανής σαν πέτρα θέλω να παραδωθώ 
στον βαρκάρη που με το τσιγκελωτό 
μουστάκι με καλεί στην ακτή. 
Μόνο που με θέλει ολόγυμνη χωρίς 
ποιήματα, σκίτσα και μουσικές. 
Είναι λέει μικρή η βάρκα, οι πόνοι 
μεγάλοι που κουβαλάει και δεν χωράνε
πολυτέλειες. 
Τον απορρίπτω. 

Ανυπομονώ να φτάσω πάλι στη φάση 
της κίνησης.
Και τώρα σε ρωτώ. 
Αν σου γράψω το καλύτερο ποίημα,
το ωραιότερο θα κόψεις τα σκοινιά 
που με θέλουν δέσμια σου;
Εσύ άλλωστε αγαπούσες τα ποιήματα 
και δη τα ερωτικά και τα γευόσουν 
με ένα τρόπο μοναδικό με τη δίψα 
του περιπατητή.

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2025

Επιλογή

 Επιλογή 

Παραδίπλα στα καρνάγια βρίσκεις 
παροπλισμένα κάποια πλοία
με σκουριασμένα τα όκια.
Πέρασαν θύελλες 
Χτυπήθηκαν από κύματα βουνά 
Συνάντησαν σειρήνες, συνομίλησαν 
με γοργόνες και θαλάσσια όντα. 
Αν τα αφουγκραστείς, τα κατανοήσεις
και στήσεις το αυτί σου
στα ύφαλα τους δεν μπορεί παρά 
να ακούσεις τη λαλιά τους.
Τις διαταγές του καπετάνιου δυνατά 
" όρτσα τα πανιά "
και το άλλο " πόντισε την άγκυρα"
Μένει εσύ να διαλέξεις.
Νεφέλες 

Μες στις νεφέλες θα σε βρω
κάπου είσαι κρυμμένος 
σιγά πατάς μην ακουστείς
στα όνειρα δοσμένος 

Στους κόσμους σου μέσα θα μπω
κλειδί κρατώ στο χέρι 
μ' αναμαλλιάζει  ο άνεμος 
τα δάκτυλα για χτένι 

Θέλω να ρθω καί νά με δεις
τους ώμους σου ν' αγγίξω
στην αγκαλιά σου ναυαγός 
άγκυρα για να ρίξω 

Είμαι πουλί χωρίς τροφή 
ρυάκι χωρίς κοίτη 
θε να πετάξω εκεί ψηλά 
μπρος στον αποσπερίτη 

Πολλά ζητώ μα θα σε βρω
ολόγυμνος να βγαίνεις 
απ' τα ουράνια νερά 
στη σκήτη μου να μπαίνεις

Θέλω να ρθω καί νά με δεις
τους ώμους σου ν' αγγίξω 
στην αγκαλιά σου ναυαγός 
άγκυρα για να ρίξω 
Το αερόστατο 

Κλείστηκες σ' αερόστατο 
να πας ψηλά στα νέφη 
άφησες πίσω ότι αγαπάς 
κι ότι σε μένα πέφτει

Από ψηλά τώρα θωρείς 
του έρωτα τις πίκρες 
σφυρίζεις μάγκικο σκοπό 
κι αποσιωπείς τις ήττες 

Εγώ σου λέω σ' αγαπώ 
κι εσύ κοιτάς τ' αστέρια
χρυσό πετάω το σκοινί 
να σε κρατώ στα χέρια 

Εκεί που μένεις δεν κρατά 
κι ο έρωτας πεθαίνει 
βουβή περνάει η χαρά
κανέναν δεν προφταίνει 

Βγάλε το μαύρο απ' τη ζωή 
κι έλα εδώ να ζήσεις
μες στα πυκνά μου τα μαλλιά 
έλα να κατοικήσεις 

Εγώ σου λέω σ' αγαπώ 
κι εσύ κοιτάς τ' αστέρια
χρυσό πετάω το σκοινί 
να σε κρατώ στα χέρια 
Δώσε πνοή 

Φύσηξα στο ποτήρι σου
θάμπωσε το γυαλί σου
θάμπωσαν όλα τα όνειρα 
μαζί και η ζωή σου 

Έφυγες πήγες μακριά 
να σώσεις τη μορφή σου
στα σύννεφα που κατοικείς
βρήκες την ύπαρξη σου

Έλα εδώ να δεις ξανά 
πόσο σε αγαπάω 
μες στα μελτέμια όπου ζω
για σένανε μιλάω 

Βουκέντρα εμέ με μάτωσε
τα λόγια που χρωστούσες 
με έσυρες στον θάνατο 
κι είπες πως μ' αγαπούσες

Δώσε πνοή να σε χαρώ 
λίγο να αναπνεύσω 
παγώσανε οι φλέβες μου
φοβάμαι δεν θ' αντέξω

Έλα εδώ να δεις ξανά 
πόσο σε αγαπάω 
μες στα μελτέμια όπου ζω
για σένανε μιλάω

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2025

Το τσέλο 

Σ' είχα Θεό μα έφυγες 
μια του Σαββάτου νύχτα 
γι' άλλα περβόλια κίνησες 
για τ' ουρανού την πίστα 

Μην με μαλώνεις κάθομαι 
κι αναπολώ τις μέρες 
που'χες στους ώμους σου φτερά 
στις κνήμες σου αιθέρες 

Ψηλά πετούσες μα εδώ 
στεκόσουν με κοιτούσες 
μ' ένα μολύβι έγραφες 
όσα από με ζητούσες 

Μην με μαλώνεις κάθομαι 
κι αναπολώ τις μέρες 
που'χες στους ώμους σου φτερά 
στις κνήμες σου αιθέρες 

Τώρα που πήγες μακριά 
αχ πιότερο σε θέλω 
ακούω τις φτερούγες σου
και ήχους από τσέλο 

Μην με μαλώνεις κάθομαι 
κι αναπολώ τις μέρες 
που'χες στους ώμους σου φτερά 
στις κνήμες σου αιθέρες 

Οι ήχοι αυτοί με φέρνουνε
κοντά σε ό,τι αγαπούσα 
δεν είν' στροβίλισμα του νου
μα αυτό που αποζητούσα 

Μην με μαλώνεις κάθομαι 
κι αναπολώ τις μέρες 
που'χες στους ώμους σου φτερά 
στις κνήμες σου αιθέρες 
Κρυφό μαργαριτάρι 

Με τα δοξάρια της βροχής 
ήρθα κοντά σου απόψε 
τα μαύρα τριαντάφυλλα
της γης μου έλα και κόψε 

Σ' είχα Θεό και προσευχή 
κλειστό μαργαριτάρι 
με μια λεπίδα τ' άνοιγα 
στο φόραγα γιορντάνι 

Είν' ο λαιμός σου ποταμός 
κι όλα τα παρασέρνει 
στη βουερή τη θάλασσα 
και στους βυθούς με φέρνει 

Σ' είχα Θεό και προσευχή 
κλειστό μαργαριτάρι 
με μια λεπίδα τ' άνοιγα 
στο φόραγα γιορντάνι 

*
Αγγέλου μορφή 

Το όνομα σου ύμνησα
το άγιο σου το σώμα 
όμορφα το ξετύλιγα
χρυσό του 'σταζα χρώμα 

Να φέγγεις ν' αστραποβολάς
να μοιάζεις του αγγέλου
χρυσή ρομφαία να κρατάς 
γλυκό κρασί αμπέλου 

Μέθυσα με τα λόγια σου 
σταλιά σταλιά σε ήπια
τους φόβους σου πολέμησα
της λήθης τα τερτίπια 

Να φέγγεις ν' αστραποβολάς
να μοιάζεις του αγγέλου
χρυσή ρομφαία να κρατάς 
γλυκό κρασί αμπέλου 

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2025

Αντιήρωας 

Τσιγάρο πίνεις και καφέ 
δεν λογαριάζεις ώρες 
ταξίδια κάνεις με το νου 
γυρνάς σε άλλες χώρες. 

Δεν ξέρω πως σε αγάπησα 
πως έγινες συνήθεια
ξέρω μονάχα πως βραχνάς 
μου έγινες στα στήθια. 

Ρούχα φοράς αλλόκοτα 
βραχιόλια και κολιέδες 
βάφεις τα νύχια μελανά 
τραβάς και ναργιλέδες 

Δεν ξέρω πως σε αγάπησα 
πως έγινες συνήθεια
ξέρω μονάχα πως βραχνάς 
μου έγινες στα στήθια. 

Στην αγκαλιά σου ναυαγός 
έρχομαι κάθε βράδυ 
βουτιές κάνω στο σώμα σου 
στο δικό σου το σκοτάδι 

Δεν ξέρω πως σε αγάπησα 
πως έγινες συνήθεια
ξέρω μονάχα πως βραχνάς 
μου έγινες στα στήθια


Μαντεψιές

Μάγισσα είσαι κι ήρθα 'γω
μαντεψιές να ζητήσω 
το βόλι που 'χω στην καρδιά 
με βοτάνια να σβήσω  

Πολιορκία στην καρδιά 
Ο έρως έχει στήσει 
κάνω να πάρω το σπαθί 
αλλά δεν βρίσκω λύση 

Η λαβωμένη μου καρδιά 
έμεινε δίχως ταίρι 
συντρίμμια μπρος στα πόδια σου
να με φυσά τ' αγέρι 

Πολιορκία στην καρδιά 
Ο έρωτας έχει στήσει 
κάνω να πάρω το σπαθί 
αλλά δεν βρίσκω λύση 

*
Οβίδες 

Βουρκώσανε οι ουρανοί 
κι εφάνη καταιγίδα 
μα των ματιών οι κεραυνοί 
χτυπούν δίχως ελπίδα 

Σε δρόμους βγήκα ανοιχτούς 
κι οι μπόρες σου μ' επλήξαν 
τη λήθη είχες αρχηγό 
και οι λαβές εξείχαν

Με χτύπησες αλύπητα 
και το παιδί δεν είδες 
που είχα μέσα στη καρδιά 
το σκότωσες μ' οβίδες 

Σε δρόμους βγήκα ανοιχτούς 
κι οι μπόρες σου μ' επλήξαν 
τη λήθη είχες αρχηγό 
και οι λαβές εξείχαν
Παλικαράκι 

Αντάρτισσα έχεις καρδιά 
θύελλα στα μαλλιά σου
στύβεις την πέτρα στο λεπτό 
λεπίδι η λαλιά σου.

Μπροστά διαβαίνεις προχωράς 
τον έρω­τα κατέχεις 
ορθόπλωρα τα στήθη σου
σκαρί εσύ π' αντέχεις.

Στο παραθύρι σου μπροστά 
παλικαράκι λιώνω 
δυο μέρες έχω να σε δω
λευκό πανί σηκώνω 

Μπροστά διαβαίνεις προχωράς 
τον έρω­τα κατέχεις 
ορθόπλωρα τα στήθη σου
σκαρί εσύ π' αντέχεις.

*
Παντοκράτωρας 

Τρεις μέρες έχω να σε δω
και μοιάζουν με αιώνες 
ήρθαν τα καλοκαίρια μας
μα στη καρδιά χειμώνες. 

Σε προσκαλώ να 'ρθεις εδώ 
τους πάγους για να λιώσεις 
με ήλιο παντοκράτωρα 
έλα να με γλυτώσεις 

Ο έρωτας για σένανε 
στο κομπολόι χάντρα 
ρίξε μου μόνο μια ματιά 
κι έλα πίσω στη μάντρα 

Σε προσκαλώ να 'ρθεις εδώ 
τους πάγους για να λιώσεις 
με ήλιο παντοκράτωρα 
έλα να με γλυτώσεις.

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2025

Αφίσα 

Σάββατο βράδυ έφυγες 
προτού ανάψουν φώτα 
το τρένο δίπλα κύλαγε 
κι είχες αλλάξει ρότα 

Είσαι του Μάη λάγγεμα 
κάνεις δεν παραβγαίνει 
στολίδι είσαι στο λαιμό 
που το κορμί μαθαίνει.

Ανέλπιστα σε έχασα 
σκοτάδι τώρα πίσσα  
σε ζήτησα σε έψαξα 
σε έκρυψε μι' αφίσα 

Είσαι του Μάη λάγγεμα 
κάνεις δεν παραβγαίνει 
στολίδι είσαι στο λαιμό 
που το κορμί μαθαίνει.

*
Τρωικός πόλεμος 

Ελένη της πικρής ζωής 
γυναίκα και υφάντρα
έφτιαξες το πουκάμισο 
φόρεσες μαύρη χάντρα 

Η Τροία ήταν μέσα σου
την φύλαγες στο αίμα 
χτυπούσαν τα βραχιόλια σου
σαν είπες φεύγω τέρμα. 

Δυο έθνη εσύ πλάνεψες 
βουκέντρα τα δυο χείλη 
μόνη στο τέλος έμεινες 
κι αναπολείς το δείλι 

Η Τροία ήταν μέσα σου
την φύλαγες στο αίμα 
χτυπούσαν τα βραχιόλια σου
σαν είπες φεύγω τέρμα

Η μπαλαρίνα 

Χαρούμενα σε κοίταξα 
με θέρμη στη ματιά μου 
ποσώς εσένα σ' ένοιαξε 
κι ας σ' είχα άγκυρα μου

Στον άνεμο εμήνυσα 
ο χρόνος μας να τρέξει 
σε δυο τροχούς ανέβηκα 
μια ώρα πριν να φέξει 

Μια πεταλούδα πέταξε 
διάφανα τα φτερά της
η μπαλαρίνα κοίταξε 
σκληρή 'ταν η ματιά της

Στον άνεμο εμήνυσα 
ο χρόνος μας να τρέξει 
σε δυο τροχούς ανέβηκα 
μια ώρα πριν να φέξει 

*
Η φήμη 

Καυτά μου φύγαν δάκρυα 
τότε που 'πες αντίο 
τίναξες τα ιμάτια 
σου φάνηκε αστείο 

Εγώ δεν σε ξεπέρασα 
χαράκτηκες στη μνήμη 
τα χρόνια κι αν επέρασαν
αβυσσαλέα φήμη 

Κρατώ σφιχτά το σκίτσο σου
βλέπω το πρόσωπό σου
πότε μου δεν σ' αρνήθηκα
δεν σβήστει τ' όνειρο σου

Εγώ δεν σε ξεπέρασα 
χαράκτηκες στη μνήμη 
τα χρόνια κι αν επέρασαν
αβυσσαλέα φήμη 
Το ρήγμα 

Ανέμου ζώνη φόρεσες 
και πέταξες στα ύψη
με ουρανούς συγγένεψες 
δάκρυ να μη μου λείψει. 

Σ' ακολουθώ και χάνομαι 
μες στο κενό θα τρέξω 
βαθύ το ρήγμα πιάνομαι 
στη φυλακή σου απέξω 

Γιορτής μαντήλι φόρεσα
σανδάλια για παπούτσια 
μακριά να ζω δεν μπόρεσα 
δικά σου τα καπρίτσια 

Σ' ακολουθώ και χάνομαι 
μες στο κενό θα τρέξω 
βαθύ το ρήγμα πιάνομαι 
στη φυλακή σου απέξω 

*
Η άπτερος νίκη 

Πένθιμοι είναι οι στίχοι μου
κι αγκάθια έχουνε σώμα
άπτερος είναι η νίκη μου 
βλασταίνει σ' άλλο χώμα 

Σε γύρεψα στα πέρατα 
στης γης το περικάρπιο 
μούμιες παντού και τέρατα 
άργησε να ρθει τ' αύριο. 

Ανάθεμα την, τη στιγμή
που στη σκηνή εστάθης 
σώμα μου πήρες και ψυχή 
με πλάνεψες κι εχάθης 

Σε γύρεψα στα πέρατα 
στης γης το περικάρπιο 
μούμιες παντού και τέρατα 
άργησε να ρθει τ' αύριο. 
Χωρίς αποφάσεις 

Θα βγω ψηλά σ' ένα βουνό 
τα σύννεφα να πιάσω 
μέσα στις ελατοκορφές 
πνοές για να μοιράσω 

Ξοδεύτηκα μες τη ζωή 
σε δρόμους να γυρίζω 
κι είπα να πάρω ένα στρατί 
χωρίς να αποφασίζω 

Ανώφελα όλα γύρω μου
τρένο που δεν τσουλάει 
ράγες που μείναν ορφανές 
κέρμα που δεν μετράει

Ξοδεύτηκα μες τη ζωή 
σε δρόμους να γυρίζω 
κι είπα να πάρω ένα στρατί 
χωρίς να αποφασίζω 

*
Του απαρνημένου 

Στ' απαρνημένου την αυλή 
συχνάζουν κορασίδες 
που 'χουν τα στήθη τους στητά 
και φέρνουν καταιγίδες 

Χωρίς φωτιά να καίγομαι 
σπινθήρας να πετιέμαι 
να καίω και να φλέγομαι 
καπνός και να λυγιέμαι

Ήρθα κι εγώ μια χαραυγή 
προσκύνημα να κάνω 
να δω κορίτσια σαν νερά
την ομορφιά να υφάνω 

Χωρίς φωτιά να καίγομαι 
σπινθήρας να πετιέμαι 
να καίω και να φλέγομαι 
καπνός και να λυγιέμαι
Στρατιώτης λιποτάχτης 

Διπλόχορδα σου έφερα 
μπουζούκια κουρδισμένα 
τον πόνο για να τραγουδάς
της καρδιάς τα καμμένα 

Με καις στάχτη γίνομαι 
στρατιώτης λιποτάχτης 
μες στα όνειρα πνίγομαι 
ξέθωρος ένας χάρτης 

Πλαγιάζω μες στα κύματα 
στους βυθούς κατεβαίνω
κοράλλια βουτώ αναθήματα 
της αγάπης όρκο σβησμένο 

Με καις στάχτη γίνομαι 
στρατιώτης λιποτάχτης 
μες στα όνειρα πνίγομαι 
ξέθωρος ένας χάρτης 

*
Του φεγγαριού καδένα 

Έριξα απόψε τα χαρτιά 
για σένανε αγάπη 
πολλά βρήκα ανομήματα 
βλαστήμια και απάτη 

Καλά δεν σε λογάριασα 
χελι γλιστράς και φεύγεις 
το δάκρυ που σου άφησα 
μια σκιά που αποφεύγεις 

Αμάρτησαν τα χέρια μου
σε χάδια πληρωμένα 
απλώθηκε το βλέμμα μου 
σε φεγγαριού καδένα 

Καλά δεν σε λογάριασα 
χελι γλιστράς και φεύγεις 
το δάκρυ που σου άφησα 
μια σκιά που αποφεύγεις 




Ο βυθός 

Σ' αγαπώ κι είναι άπειρα 
τα χιλιόμετρα που τρέχω.
αχάραγα σαν το πουλί 
κελαηδώ για να αντέχω 

Στις μουσικές χαρίζομαι 
εισβάλω στο βυθό σου
είμαι κοντά στ' ορκίζομαι 
παραμύθι μαγικό σου

Η μοίρα για εμάς έπλεξε 
δίχτυ σφιχτό κι υφάδι 
Η καρδιά μας ανέπτυξε 
ταχύτητα που τα σπάει 

Στις μουσικές χαρίζομαι 
εισβάλω στο βυθό σου
είμαι κοντά στ' ορκίζομαι 
παραμύθι μαγικό σου

*
Το όστρακο 

Σε θέλω είναι αχαλίνωτος 
ο πόθος που σου κρύβω 
το κορμί σου περίπατος 
σ' εξοχή κι όλο στρίβω 

Πλαγιάζω στα λουλούδια σου
καρπίζω στη ψυχή σου
γεννιέμαι μες τα λόγια σου
θάλασσα η φωνή σου

Σε θέλω όστρακο γίνομαι 
να παίζεις με το κύμα 
στο άγγιγμα σου αφήνομαι 
κάνε κι εσύ ένα βήμα 

Πλαγιάζω στα λουλούδια σου
καρπίζω στη ψυχή σου
γεννιέμαι μες τα λόγια σου
θάλασσα η φωνή σου


Τρελή σερπαντίνα 

Σβήνεις ξανθό αστέρι μου 
στον ουρανό πεθαίνεις
απόψε γίνε ταίρι μου
εξαρχής με μαθαίνεις 

Σε κράτησα στα χέρια μου 
τρελή μου σερπαντίνα 
δεν χώρας είσαι έννοια μου
αστείρευτη πομπίνα 

Στα ύψη πας και χάνεσαι 
ανεμόπτερο στα χάη 
σε κυνηγώ δεν πιάνεσαι
κι η καρδιά σταματάει 

Σε κράτησα στα χέρια μου 
τρελή μου σερπαντίνα 
δεν χώρας είσαι έννοια μου
αστείρευτη πομπίνα

*
Λυγαριά

Απόψε εγώ σου δίνομαι 
σε πλάγιασα στο χώμα 
αετός και παραδίδομαι 
στο αφίλητο σου στόμα 

Λυγίζεις το κορμάκι σου
σαν λυγαριά σκορπιεσαι 
γίνομαι το μεράκι σου
μα όσο πας μ' αρνιέσαι 

Χρόνια μακριά σου χάνομαι 
λουλούδι σε υγρό τάφο
σε αγγίζω και πιάνομαι 
στίχους πρόχειρα γράφω 

Λυγίζεις το κορμάκι σου
σαν λυγαριά σκορπιεσαι 
γίνομαι το μεράκι σου
μα όσο πας μ' αρνιέσαι. 

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2025

Το τραύμα

Τι είχα αγγίξει από εσένα δεν ξέρω.
Σχεδόν τίποτα. 
Ήρθες σαν υγρή, μετά τη βροχή, εσπέρα, 
σαν αρχαγγελικός ύμνος που τον
καταπίνει η καταιγίδα και τίποτα 
δεν μπόρεσες να απομνημονεύσεις. 
Έναν στίχο έστω. 
Μια εικόνα. 
Μια παραίνεση. 
Τοπίο στη βροχή ήσουν, μια ομίχλη 
που σκεπάζει τα δέντρα και τα 
αποκόβει από τη γη.

Δεν έχω ρίζες, δεν έχω χώμα μόνο 
πολλούς αξόδευτους καρπούς που
αθώρητοι παραμένουν στα κλαδιά. 
Μόνο εσύ θα τους έβλεπες, μόνο 
για εσένα ωρίμασαν και μέλωσαν 
αλλά ω! τι συμφορά τα σχιστά σου 
μάτια αλλού δόθηκαν, με άλλες συνομιλείς 
αγάπες και στο τέλος οι καρποί 
στη γη θα πέσουν υπακούοντας στο 
νόμο της φθοράς.

Πόσο θα ήθελα από κάτω να σταθείς 
και να δοκιμάσεις έστω ένα.
Με πνίγουν οι χυμοί τους,
τα αρώματα τους με λιγώνουν 
και το ωραίο τους περίβλημα δεν
με αφήνει να ησυχάσω ούτε μια 
στιγμή ειδικά τις νύχτες. 
Τραυματισμένη από την ομορφιά 
τούς παραδίδομαι κι αν δεν έρθεις 
έγκαιρα θα χαθώ πέφτοντας σε 
γκρεμούς που άνοιξαν οι σεισμικές 
δονήσεις ενός έρωτα που εσύ 
αδόκητα παράβλεψες πριν καν τον γευτείς. 

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2025

Οι τρεις στρώσεις

Αν έρθεις στο σπίτι μου και ξύσεις 
με το νύχι σου την επιφάνεια του 
τοίχου στην κάμαρα μου θα βρεις 
τρεις στρώσεις μπογιάς:
Μια λουλακί.
Μια ροζ. 
Μια λευκή. 
Το λουλακί αντιστοιχεί στους
χρόνους που απομονωμένη έζησα 
κοντά στη θάλασσα εκεί όπου στα ύστερα,
στης άμπωτης τους καιρούς, σάβανο 
τη φόρεσα μπροστά στα απανωτά πένθη 
της οικογένειας και στις δικές μου μικρές 
αποδημίες. 
Το ροζ αντιστοιχεί στους εφηβικούς 
έρωτες που μούσκευαν το μαξιλάρι μου 
κι η μαμά το έπαιρνε και το στέγνωνε 
στον ήλιο κι άλλοτε πάλι με την ιδια την 
ανάσα της χωρίς ποτέ να ξεστομίσει λέξη.
Το λευκό αντιστοιχεί στις λευκές μου
νύχτες όταν νυχοπατούσα κι έβγαινα 
στο μπαλκόνι να δω την πανσέληνο κι
αυτή γενναιόδωρα μου χάριζε μια δέσμη 
με αχτίδες που ως τα σήμερα τις φυλάω 
μέσα στα κλειστά σεντούκια της εισόδου 
που εσύ αδικαιολόγητα κρατάς τα κλειδιά.

Ίσως να φοβάσαι τα ολόγιομα φεγγάρια 
αλλά ίσως κι εμένα που δεν θα άντεχες 
ποτέ να με δεις φωταγωγημένη σαν τις εκκλησιές τότε που φθάνει το φως 
από τους ουρανούς με τη συνδρομή των περιστεριών που σαν παιδί κακιωμένα σημάδευες. 

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2025

Το κυδωνόπαστο

Εμείς τους νεκρούς μας δεν τους
στέλνουμε απεριποίητους κι 
απροστάτευτους στο χώμα. 
Και δεν εννοώ μόνο το ρουχισμό τους
που πάντα είναι ιδιαίτερος αλλά
και για τον οπλισμό που μαζί τούς δίνουμε. 
Ένα ζευγάρι σπαθιά τοποθετούμε πάντα 
στην κάσα τους και λάμες αστραφτερές
για τον αγώνα που θα δώσουν 
στο σύνορο του ποταμού με τα
κακά πνεύματα και τα ύπουλα 
δαιμόνια. 

Με ηρεμία κοιμόμαστε τις νύχτες 
ποντάροντας στη νίκη τους. 
Στα όνειρα μας έρχονται τροπαιοφόροι
και μας φιλεύουν πολλά ορεκτικά,
κρύες σούπες και ψητά της γάστρας. 
Το πρωί την ώρα που ξυπνάμε
αισθανόμαστε την παρουσία τους
στους ολόσωμους καθρέφτες της
εισόδου. 
Μας παρακολουθούν μειδιώντας 
κι εμείς εξετάζουμε τα μάτια τους
αν έχουν κάποια πίκρα ή διάφορο 
με κανέναν. 
Τους καθησυχάζουμε χώνοντας 
στη τσέπη τους κέρματα για τσιγάρα. 

Χορτάτοι όπως είμαστε δεν
πιάνουμε καν μες στη μέρα τα τσουκάλια. 
Η μόνη μας τροφή ρόδια και κυδώνια 
απ' τον κήπο εκεί που μικρή σκάρωνες 
παιχνίδια με τις πάνινες κούκλες σου
υπό την επιτήρηση της μάνας σου. 
Όταν το απόγευμα πηγαίνουμε 
στα μνήματα δεν τους πάμε λουλούδια,
ούτε λιβάνι, ούτε καρβουνάκια 
παρά μόνο δύο μερίδες κυδωνόπαστο 
και ζεστό ψωμί να έχουν να θυμούνται 
κάτι από τις γήινες γεύσεις και τον 
ιδρώτα της μάνας πάνω στο μαντήλι. 

Οι οβολοί

Ψάχναμε ανάμεσα στα πτώματα 
τον άνθρωπο μας.
Κρανία παραμορφωμένα, μάτια 
χυμένα και μυαλά, γη μπλαβισμένη 
από το αίμα και το μπαρούτι. 
Πουθενά ο άνθρωπος μας.
Πουθενά ένα σημάδι του.
Τότε κι ενώ κάναμε να φύγουμε 
ήρθε ο αγγελιοφόρος και μας μήνυσε 
πως ανελήφθηκε ο δικός μας άνθρωπος 
τα ξημερώματα. 
Ένας αρχάγγελος τον συνόδεψε και 
του όρισε καθήκοντα 
Πόστο έπιασε στις πύλες του ουρανού 
μας είπε κι από εκεί μας παρατηρεί με 
το μεγάλο γυάλινο μάτι του.
Δεν του ξεφεύγει τίποτα.
Έτσι κι εμείς σταματήσαμε να αμαρτάνουμε
και να μεθάμε στα κρασοπουλιά. 
Ερωτευτήκαμε ένα σύννεφο και κάθε 
πρώτη Κυριακή του χρόνου τον
επισκεπτόμαστε με λίγους οβολούς 
στην τσέπη δανεικούς. 
Έχουν τη χρεία μας οι νεκροί των μαχών.

Στιγμιαία κατάκτηση

Δάκρυσε η νύχτα απόψε 
κι έκρυψε την πανσέληνο 
πίσω από τα σύννεφα. 
Βαριά, πολλά τα δάκρυα 
έφυγαν από το πέπλο 
του ουρανού κι έγιναν 
βροχή δυνατή συνοδευόμενη 
από βροντές και αστραπές. 
Απογοητεύτηκαν όσοι είχαν
βγει για να αποθανατίσουν 
την πανσέληνο. 

Αδράνησαν οι μηχανές τους,
αδράνησαν τα μάτια τους
κι επέστρεψαν άπραγοι 
στο σπίτι τους πίσω από τους
κίτρινους λόφους και τις 
ξύλινες παράγκες με τα τρωκτικά. 
Τα παιδιά ξύπνησαν, τους πλησίασαν 
για να τους δώσουν κουράγιο 
όμως αυτοί δεν μίλησαν 
απλά πήγαν στην κουζίνα 
κι έψησαν καφέ για δύο. 

Κάτω από τις σανίδες του 
δαπέδου στο κατώι με τον 
αχυρώνα τα ζώα φούρμαζαν 
ανήσυχα. 
Δεν έδωσαν βάση, δεν τα
παρηγόρησαν μόνο βγήκαν 
στο μπαλονάκι να δουν 
τη βροχή που η νύχτα τη
συντηρούσε παντοιοτρόπως.

Ο καφές αχνιστός τους έκαψε 
τη γλώσσα παρόλα αυτά 
συνέχισαν να τον πίνουν 
με μεγάλες γουλιές. 
Και όπως εστίαζαν το βλέμμα 
τους στον ουρανό είδαν ντροπαλή 
να προβάλλει, φορτωμένη 
τα κάλλη της, η πανσέληνος. 
Χαμογέλασαν.
Τσιτώθηκε το μάγουλο τους.
Άναψαν τα μάτια τους.

Εκείνη την πανσέληνο 
την φωτογράφισαν τελικά 
μόνο στη μνήμη τους. 
Την έκαναν δική τους 
στα γρήγορα πριν ξαναχαθεί 
και τους εγκαταλείψει 
αγαπώντας τον ουρανό 
πιο πολύ από αυτούς που
έστω στιγμιαία την είχαν 
κατακτήσει αληθινά για πρώτη φορά. 

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2025

Ο θόρυβος στην πόρτα

Ακούστηκε χτύπημα στην πόρτα.
Μην ήταν ο άνεμος που ήρθε και την σφυροκόπαγε;
Όχι ήταν η αγάπη που κατέφθασε κοντά μου
καλώντας με.
Ακούστηκε γύρισμα κλειδιών στην πόρτα. 
Μην ήταν η έμπιστη φίλη που ήρθε 
να φέρει το ζυμωτό ψωμί που μόλις έφτιαξε. 
Όχι ήταν η αγάπη που δεν ξέχασε 
τους δρόμους της καρδιάς ζητώντας με.
Ναι ήρθε η αγάπη με την κουστωδία πέντε
αγγέλων να μου χαϊδέψει τα μαλλιά με την 
πνοή των λουλουδιών και των δρυμών. 
Ναι ήρθε η αγάπη με το μακρυμάνικο πουκάμισο 
να φέρει δώρα που μυρίζαν γιορτή κι επίσημη
μέρα γύρω απ' το τραπέζι. 
Την υποδέχτηκα ανοίγοντας το πεπαλαιωμένο
κρασί από το δρύινο βαρέλι. 
Την καλοδέχτηκα φορώντας εκείνο το κόκκινο 
φόρεμα με τα ξυλωμένα γαζιά που έμοιαζαν 
με ερωτηματικά και ποιος να τα απαντήσει;
Της έστρωσα τραπέζι να γευματίσει κι ο δίσκος 
στο πικ - απ έπαιζε τα τραγούδια μας.
Χόρεψα για χάρη της. 
Σιγοτραγούδησα.
Μέτρησα το μπόι μου στον τοίχο κι είχα 
ψηλώσει ξαφνικά δέκα οργιές, δεν χωρούσα
στο σπίτι, έφευγα ψηλά σαν κυπαρίσσι. 
Πετούσα. 
Ξύπνησα με το μαξιλάρι μουσκεμένο.
Η εξώπορτα ασφαλισμένη. 
Ο άνεμος στο θηκάρι του.
Η φίλη παραδίπλα έβλεπε για πολλοστή φορά
την ίδια ταινία. 
Εσύ ξανά πάλι δεν φάνηκες κι αν κάποτε 
στο παρελθόν με πλησίασες είχες 
μπουκωμένο το στόμα με βρισιές και 
το σώμα σου προετοιμασμένο για καυγά 
κι αμάχη χωρίς καμιά αιτιολογία. 

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2025

Υπόσχεση

Θα σου φέρω κροκάλες από τον
Ρουσσούμ γιαλό της Αλοννήσου. 
Επάνω τους να σχεδιάζεις φεγγάρια,
ήλιους, ουράνια τόξα και τον αλύγιστο
Προμηθέα άντε και τον Σίσυφο.
Κι αν το πενάκι σου φθάρθηκε, καινούργιο
θα σου φέρω αγορασμένο από παζάρια στα
νότια της χώρας. 
Μην αναστενάζεις. 
Όλα θα στα φέρω.
Χρώματα πολλά: ώχρα, καφέ κυρίως 
και οπωσδήποτε γαλάζιο.
Θα παραλείψω το λευκό 
Δεν θα το χρειαστείς, έχεις το λευκό σου
δέρμα να το ταιριάξεις στα σύννεφα
και στους γλάρους. 
Κι αν βαρεθείς τα τοπία, τις θάλασσες,
τα λουλούδια και τους θεούς μία άλλη επιλογή 
θα σου προτείνω.
Την προσωπογραφία μου να κάνεις. 
Με χάραξε ο χρόνος μην αργείς.
Σπατάλησα βλέμματα κοίταξέ με. 
Όμορφα εσύ να με κοιτάξεις και στον
καμβά να ενσταλάξεις όσα χαμόγελα 
σου οφείλω.
Μόνο στάσου με σπουδή σε εκείνη 
την ελίτσα που έχω στην δεξιά παρειά.
Μην την παραποιήσεις, είναι ευαίσθητη 
και θα πληγωθεί.
Ζωγράφισε την όπως ακριβώς δείχνει.
Τρεμάμενη σαν φλόγα και σαν μικρό 
στον άνεμο χορτάρι. 
Αν τα καταφέρεις, θα ανταμειφθείς 
με δύο φιλιά πάνωθε της.
Δυο φιλιά που χρόνια σου χρωστάω.
Στο τάζω. 

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2025

Δεκαεφτά συλλαβές

Έλα κοιμήσου 
στο θλιβερό μου στρώμα 
κι άσε να βρέχει.

Σιγανή βροχή 
τα χρυσάνθεμα τρέμουν 
γέρνουν στο χώμα. 

Ζεύγος κοτσυφιών 
τα πρωινά τραγούδια 
σύλληψη Θεού. 

Ήρεμη νύχτα 
κεντίδια του ουρανού 
τα πεφταστέρια.

Καύτρα τσιγάρου 
στην απέραντη νύχτα 
μοναδικό φως. 

Άκου τους ύμνους 
που φέρνει ο αέρας
απ' τους ουρανούς. 

Γιορτή αγγέλων 
τρέμουν λευκές φτερούγες 
στη πίστα της γης.

Κλείσε τα μάτια 
το φως να διατρέξει 
όλο το σώμα. 

Σκούπα μάγισσας 
ανέβα ξεκινάμε 
πτήση μαγική. 

Σκιαχτερή μάσκα 
φόρεσες και φοβάμαι 
κλάματα μπήγω. 

Μικρό αηδόνι 
ζέστη φωλίτσα βρήκε
σε χούφτα παιδιού. 

Παίζει το τσέλο 
χορεύει η τσιγγάνα 
δίπλα στη φωτιά. 

Ανοιχτή πρόσκληση

Έκλεισε τη μπαλκονόπορτα 
και στένεψε ο χώρος. 
Στένεψε το σαλόνι με τα έπιπλα,
οι κρεβατοκαμαρές με τα μπρούτζινα 
κρεβάτια, η βιβλιοθήκη με τα
σκονισμένα βιβλία και το κουζινάκι 
που έψηνε τον καφέ 
Στένεψαν όλα απελπιστικά,
μα πιο πολύ στένεψαν οι τοίχοι 
με τις θλιβερές κορνίζες. 
Δεν χωρούσαν άλλο, πήραν λοιπόν 
και σωριάστηκαν όλες στο δάπεδο. 
Σκοτεινά τα τοπία τους.
Ούτε μια υποψία φωτός στα σχέδια τους.
Τότε στένεψε και σκοτείνιασε κι άλλο 
ο χώρος. 
Πνίγονταν. 
Έπρεπε σαφώς να βρει μια λύση 
Πήρε το χρησιμοποιημένο πινέλο 
με την κίτρινη μπογιά και ζωγράφισε 
ήλιους, πολλούς ήλιους, έναν σε καθένα 
ένα από τους πίνακες. 
Και τότε άνοιξε ξάφνου ο χώρος, φωτίστηκε.
Το σπίτι πήρε τις αρχικές του διαστάσεις. 
Ανέπνευσε βαθιά και κρέμασε τα κάδρα 
στους τοίχους. 
Έξω είχε πλέον νυχτώσει μα εδώ ήταν 
όλα φωτεινά 
Το φαινόμενο αυτό κράτησε για τριάντα
μερόνυχτα όσα και τα κάδρα στους τοίχους. 
Αν δεις ένα σπίτι ολοφώτιστο μέρα νύχτα 
είναι το δικό μου.
Έλα δίχως άλλο τα σκούρα σου μάτια 
χρειάζονται κάμποσο ακόμα φως
για να βλέπουν τα θαύματα.

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2025

Ίσως

Ένα απόγευμα πριν ακόμα νυχτώσει 
και βγει το φεγγάρι ολοπόρφυρο 
με βρήκε να περπατάω πάνω στο 
πέτρινο γεφύρι σταφίδα στο μεθύσι. 
Δεν σε ήξερα ακόμα κι η γυάλινη 
σφαίρα δεν είχε προλάβει να μιλήσει 
για εμάς. 

Όπως προχωρούσα ακανόνιστα 
παραπάτησα και βρέθηκα σχεδόν 
στο φρύδι του γεφυριού. 
Λίγο έλειψε να βρεθώ στο κενό και
να καταδυθώ στα παγωμένα νερά 
του ποταμού. 
Υπήρξα τυχερή δεν ξέρω. 
Ίσως.

Από την άλλη μεριά πάλι σκέφτομαι 
πως έτσι δέν θα σε είχα γνωρίσει και 
δεν θα είχα βυθιστεί βαθιά μέσα στο 
φλεγόμενο καμίνι του έρωτα σου.
Ίσως λοιπόν αυτή η κατάδυση να ήταν 
τελικά λυτρωτική για εμένα.
Θα γλύτωνα από τα πάθη του κορμιού. 
Θα απέφευγα να μιλώ μέχρι και σήμερα 
για την γλύκα του φιλιού σου.
Θα ξέφευγα από τη λάμα των ποιημάτων 
που σου αφιέρωσα.

Ναι αυτή η πτώση όντως ήταν απαραίτητη 
γιατί εφεξής καταδικάστηκα χαμένη να ζω 
χωρίς το άγιο σώμα της αγάπης να μου 
μιλά σε εκατό ξεχασμένες γλώσσες μόνο 
για εσένα. 

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2025

Δάκρυα χαράς και άλλα

Δάκρυα χαράς 

Είμαι εγώ αυτή που έζησε 
μες την προϊστορία κι είδε 
τα αγάλματα να δακρύζουν 
στη θέα ενός σιτοβολώνα 
που τον κυματίζει ο άνεμος.

*
Επισύναψη 

Είμαι εγώ αυτή που έζησε
στις αρχές του αιώνα και
αναθεμάτισε τη στιγμή 
που δεν συμμάχησε
με την ιλαρότητα των
πρωινών καλαηδισμών
από κοτσύφια λαβωμένα 
στο στέρνο. 

*
Εμπλοκή 

Είμαι εγώ αυτή που εζησε
στις θερμές νύχτες 
του Αυγούστου και δεν 
καταδέχτηκε να προσφερθεί 
σε χορό με τον υπέροχο 
κατά τα άλλα οικοδεσπότη
υποκρινόμενη αδιαθεσία. 

*
Μέτοικος 

Είμαι εγώ αυτή που έζησε 
στη χώρα του ποτέ 
κι είχε για φίλους
κάποια παράξενα ανθρωπάκια 
που είχαν στην ανάστροφη 
της παλάμης τους
χαραγμένο το σημείο 
του απείρου και μια 
σφηκοφωλιά.

*

Κατάδυση σε πρώτο πρόσωπο 

Είμαι εγώ αυτή που έζησα
στα βάθη μιας ύπουλης 
θάλασσας. 
Συγγενεψα με μυστήριο όντα
και βράγχια έβγαλα και
πτερύγια στο κορμί. 
Καταδύομαι και δεν χρειάζομαι 
αναπνευστήρα μόνο μια
συγνώμη σου για να επιστρέψω 
προτου με βρει η γοργόνα 
και με καθυστερήσει άλλους 
δύο αιώνες. 

Συνταξιδιώτες

Σε είχα κάνει Θεό μου
κι εσύ με απέφευγες. 
Μπροστά στην ωραία πύλη 
στεκόσουν και με κοιτούσες 
με βλέμμα βλοσυρό σαν του αετού 
που εποπτεύει το χώρο για να 
βρει τη λεία του γιατί πολύ 
έχει πεινάσει τον τελευταίο καιρό
περφάνια και ανταμοιβή. 

Δίβουλα τα χέρια σου στρέφονταν 
μια δεξιά μια αριστερά και δεν γνώριζα 
αν ήθελαν να με αγκαλιάσουν ή
να με διώξουν με ένα ράπισμα 
μακριά μέσα σε εκείνο το βάραθρο 
που τόσο φοβόμουν και που εσύ 
μου είχες για κατοικία ορίσει. 

Ξεκούμπωτο πουκάμισο φορούσες 
και πρόβαλλε γυμνό το στήθος σου 
εκεί που κάποτε έγερνα 
κι έδιωχνα την κούραση μακριά 
κι έβλεπα να πλαταίνει ο κόσμος,
η συνοικία, η αγορά, η πλάση
και μαζί να πλαταίνεις κι εσύ 
και να με καταλαμβάνεις σαν τον
αέρα που καταλαμβάνει τα πανιά 
και δίνει ώθηση στο καράβι.
Έτσι κι εγώ μαζί σου ταξίδευα. 

Σανδάλια φορούσες στα πόδια σου
κι είχες ξεχάσει να τα δέσεις.
Σε πλησίασα διπλό κόμπο να 
κάνω, φοβόμουν βλέπεις 
μην σκοντάψεις και πέσεις 
καθώς στο ιερό θα έμπαινες 
να πάρεις την Αγία γραφή το
απολυτίκιο να διαβάσεις του
Ανώνυμου Αγίου. 

Σε είχα κάνει Θεό μου 
κι εσύ απομακρυνόσουν.
Ανέμιζε η γενειάδα σου κι εσύ 
ψηλά ως τον θόλο έφτανες 
στην μεριά του Παντοκράτωρα,
αυστηρά να με κρίνεις και δεν λέω 
πολλά ανομήματα είχα μα σ' αγαπούσα 
με την καρδιά λέφτερη σαν εκείνου 
του Αγίου που μαρτυρά θάνατο οδυνηρό
μα ούτε μια στιγμή δεν λυγίζει. 

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2025

Καρτερία

Αγαπώ τη ζέστα του κορμιού σου
την διαφυλάττω, απεγνωσμένα διατρέχω 
κόκκινα ποτάμια ευρύκοιτα. 
Μούσκλια με πνίγουν και μια πέτρα σκληρή 
σημαδεύει την αγωνία μου. 
Περπατώ  παρακολουθώντας το πετάρισμα 
μιας μικρής χρυσόμυγας, την ακολουθώ 
πιστά κι αδιαμαρτύρητα ακροπατώντας 
με σύνεση μη και πατήσω το γούνινο γάντι
της αγριοσυκιάς ή τη σκληράδα του μαρμάρου. 

Ψηλαφίζω τις ίνες του κορμιού σου, 
απεγνωσμένα να διαβάσω τη μυστική γραφή.
Τα ψηφία όμως άγνωστα,  περίτεχνα ωσάν 
γραμμένα από σεπτά χέρια  βυζαντινών μοναχών. 
Αδυνατώ να βγάλω το όποιο νόημα. 
Θυμώνω κλωτσώντας τους κλώνους 
μιας νάρκισσης φτέρης, την ξεφυλλίζω 
με μανία - άδεια κλαδιά με δακρυσμένα 
γόνατα- κι η ανάγκη ακόρεστη.

Στέκομαι απόμερα πλάθοντας με φύλλα 
και χυμούς φτέρης μπάλες - οβίδες για το 
τελικό χτύπημα.
Σε διάσελα φτανω και στήνω εξέδρα
σημαδεύοντας με ακρίβεια τη σφυρηλατημένη
μάσκα του θανάτου.
Αγαπώ τη ζέστα του κορμιού σου. 

20/9/2003

Ακαταδεξιά

Αυτήν την ώρα εσύ κοιμάσαι 
μα εγώ ξαγρυπνώ και για τους δύο. 
Πάνω από την κλίνη της κόρης ξαγρυπνώ 
που απόψε θα πεθάνει όχι από έρωτα 
όπως αποφάνθηκες αλλά από μια μορφή 
καλπάζουσας μοναξιάς. 
Δεν θα την προλάβεις. 
Αμέτοχος πάντα εσύ κοιμάσαι 
και στο τρίτο όνειρο βρίσκεσαι τώρα.
Σε χιονισμένα τοπία περπατάς, με βασιλιάδες 
χαριεντίζεσαι κι έναν κήπο με μπλε ορτανσίες 
επισκέπτεσαι. 
Πάντα μπλε οι ορτανσίες ποτέ εκείνες 
οι ροζ οι αυθεντικές των παρελθόντων 
χρόνων που καλλιεργούσαν οι ορεσίβιες
κυράδες κι έσταζαν υγρασία. 
Η κόρη αργοπεθαίνει και της κρατώ σφιχτά 
το χέρι όπως σφιχτά κρατά τη ξεφούσκωτη
μπάλα το μικρό χαμίνι μην και τη χάσει. 
Αν ψιθυρίσω το όνομα της ίσως ξυπνήσεις. 
Πάντα αγαπούσες τα σπάνια ονόματα. 
Το κρατάω μυστικό.
Μόνο για μένα είναι. 
Ευθυμία θα την λέω κι είχε όντως πολλές 
χαρές προηγουμένως η ζωή της πριν σε
γνωρίσει και χαθεί στην παράνοια.
Όταν ξυπνήσεις δεν θα την βρεις εδώ 
θα την έχω φυγαδεύσει με το φορείο 
της μνήμης από την πίσω πόρτα στη μάνα της
για να την νεκροντύσει.
Εσένα θα σε αφήσω μόνο σου να περπατάς 
και να τρίζουν οι μπότες σου στο χιόνι,
βιαστικά να κόβεις ένα μπουκέτο ορτανσίες 
για να μου φέρεις κι εγώ να μην τις καταδέχομαι.
Αντιπαθώ το ψυχρό μπλε χρώμα έπρεπε 
να το ξέρεις όπως αντιπαθώ τους βασιλιάδες 
που εσύ προσκυνάς και μαζί τους κοιμάσαι. 

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2025

Τα φαντάσματα

Στην κάμαρα μου είναι όλα ήσυχα 
και τακτοποιημένα. 
Το κρεβάτι στρωμένο, το σκυλί 
στο χαλί, τα ρολόγια δεν χάνουν 
ούτε ένα δευτερόλεπτο, τα μπιμπελό 
καλογυαλισμένα και ο ανεμιστήρας
σαν απολιθωμένο ζώο περιμένει το θέρος. 
Όλα σε τάξη από ένα χέρι αόρατο. 

Εγώ στο γραφείο μπροστά στον υπολογιστή 
με ακατανόητες κινήσεις εισβάλω στη ζωή 
των άλλων σαν να μολεύω το απαράβατο 
της ερημίας τους.
Δεν είμαι απρεπής απλά χρειάζομαι τροφή 
για να σιτίσω τη μοναξιά. 
Δεξιά κι αριστερά δύο ντάνες με βιβλία
όλα μισοτελειωμένα με τους σελιδοδείκτες 
να με περιπαίζουν βγάζοντας μου γλώσσα. 

Παίρνω μια ερωτική ανθολογία τυχαία 
διαλέγω τη σελίδα 125 είναι ένα όμορφο 
ποίημα που μιλά για το πως το φως επηρεάζει 
τα γυμνασμένα μέλη των εραστών. 
Μου αρέσει πολύ.
Αν το είχα γράψει εγώ θα ήταν κάτω 
του μετρίου. 
Τσεκάρω με το μολύβι δύο στίχους 
και διπλώνω τη σελίδα για να το ξαναβρώ.
Σίγουρα θα το χρειαστώ, πάντα μας χρειάζεται
λίγος έρωτας σαν αντίδωρο. 

Το δικό μου σώμα δεν είναι καλά γυμνασμένο, 
μάλιστα χαλάρωσε αρκετά. 
Ποιον ενδιαφέρει θα μου πεις;
Παίρνω ένα μολύβι γράφω ένα ποίημα.
Μου αρέσει λίγο. 
Το δουλεύω καλύτερα. 
Το αποτέλεσμα δεν με ευχαριστεί. 
Στο τέλος το σκίζω. 
"Θα ήθελα να ήσουν εδώ" το τιτλοφορούσα. 

Μην μπεις στον κόπο να έρθεις δεν θα ανοίξω. 
Εγώ με το σκυλί μου θα διαβώ πάλι μια νύχτα
ατελείωτη με λίγο ύπνο και πολλά τσιγάρα. 
Ίσως κατά τη διάρκεια της να γράψω 
επιτέλους κάτι πιο δυνατό. 
Για παράδειγμα για τα φαντάσματα που
κυκλοφορούν ελεύθερα στο μπαλκόνι μου
και με κάνουν να χάνω τον ειρμό μου.
Ας είναι. 
Δεν φεύγουν. 

Δεκαεφτά σαϊτιές

Μυτερό καρφί 
ο σταυρός χωρίς σώμα 
και ποιον να κλάψεις. 

Ώριμο σύκο 
το βάζο σφραγισμένο 
βουτιές στη γλύκα. 

Κόκκινο φαρί 
ατίθαση η χαίτη 
μύγες στα σκέλια. 

Απόψε φύγε 
θησαύρισε το σώμα 
μύριες ηδονές.

Κρουστή η πηγή 
έσκυψε να πιει νερό 
μια πασχαλίτσα. 

Μες το τηγάνι 
λαμποκοπά ο γαύρος 
πρωινή ψαριά. 

Κόκκινος ήλιος 
φιλιέται με τη νύχτα. 
πριν βασιλέψει. 

Βγήκαν οι τράτες 
στρογγυλό το φεγγάρι 
στα νερά γλιστρά. 

Όνειρα γλυκά 
βάλε στο μαξιλάρι 
μια προσευχή. 

Καυτά τα φιλιά 
λούστηκαν την αρμύρα
τ' ανοιχτού πόντου.

Τα βασιλικά 
κορφολογά η κόρη 
κι απλώνουν παντού. 

Ξανθό το παιδί 
το φεγγάρι σαν τόπι 
έλα να παίξεις. 

Αχυρόστρωμα 
βούλιαξε το κορμί σου
σ' ονείρων κύκλους. 

Σκληρή κουβέντα 
προπέτης ο έρωτας
μες τα αγκάθια ζει.

Δάκρυ και αίμα 
η μάχη κι αν τέλειωσε
στην καρδιά βαστά.

Ώρα δειλινού 
μια λωρίδα ουρανού 
χρυσή βάφτηκε. 

Γελά ο κλόουν 
κορόμηλο το δάκρυ 
όταν ξεβαφτεί.

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2025

Οι φωλιές των κοτσυφιών

Από μικρή έμαθα να μιλάω 
την γλώσσα των πουλιών. 
Αποκλειστικά αυτή μεταχειριζόμουν 
στις συναναστροφές μου.
Ελάχιστοι με καταλάβαιναν 
δύο τρεις φίλοι και η μάνα μου. 
Στην υπόλοιπη οικογένεια κανείς 
δεν με καταλάβαινε, θύμωναν
και έφευγαν μακριά μου.
Αποκλεισμένη έμεινα από τη γειτονιά 
το σχολείο, την πόλη, τον έρω­τα. 

Μοναχική βάδιζα, ξέμπλεκα τις κοτσίδες 
που μου έφτιαχνε η μάνα μου το πρωί 
και χόρευα ανέμελα στον αέρα σχεδόν 
πετούσα παρέα με τους φτερωτούς 
φίλους μου. 
Δεν την εγκατέλειψα ποτέ αυτή 
τη γλώσσα ούτε όταν μετά από πολλές 
παραινέσεις οι δάσκαλοι βίαια μου δίδαξαν 
το αλφάβητο τους.
Τους καταλάβαινα μα δεν μιλούσα..
Είχα τους λόγους μου.
Η γλώσσα των πουλιών είχε για μένα 
μια απίστευτη αρμονία. 

Τώρα που μεγάλωσα και η μάνα έφυγε 
μαζί και οι φίλοι δεν έχω με ποιον 
να συνταυτιστώ και να μιλήσω. 
Αυτή ήταν κι η αιτία που γνωρίστηκα
με τους στίχους. 
Είναι η μόνη γλώσσα που τη δική μου 
γλώσσα πλησιάζει και που κατανοώ.
Αν και απείρως την αγάπησα τη γλώσσα 
των πουλιών δεν κατόρθωσα να την 
διδάξω σε κανέναν,
Τώρα που σε βρήκα ίσως μπορέσω 
να στην μάθω να έχω έναν σύντροφο 
που θα μου πλέκει το πρωί κοτσίδες 
κι εγώ να πηγαίνω πετώντας πέρα από 
τα ανθρώπινα στις φωλιές των κοτσυφιών.