Τα καράβια εξαφανίστηκαν κι οι
βαρκούλες χάθηκαν.
Το μικρό λιμάνι επιχωματίστηκε
και πώς θα βρεις τρόπο να έρθεις
να με συναντήσεις στο άσπρο ακρωτήρι
δίπλα στο στέκι του φαροφύλακα;
Μαίνονται άνεμοι τώρα ισχυροί.
Ένα μανταρίνι κρατώ στο χέρι
και το ξεφλουδίζω.
Η σπιρτάδα μου καίει τα μάτια.
Κάνω να σκουπιστώ μα ο γραίγος
μου έκλεψε το μαντήλι με τα χρυσά
σιρίτια.
Αφήνω τα δάκρυα να πέσουν στην
πέτρα.
Ο ήλιος τα στεγνώνει ευθύς.
Ο φαροφυλακας πίνει βαριά ποτά,
βλαστημάει και μιλά συνεχώς για
μια γυναίκα με μάτια πικραμύγδαλα.
Μου προτείνει ένα ποτήρι
με αλκοόλ, λικέρ νομίζω.
Δεν το παίρνω ξέμαθα εδώ και χρόνια
να πίνω οτιδήποτε.
Δυνάμωσαν κι άλλο οι άνεμοι.
Ο ήλιος-λεβέντης σε αλώνι μαρμάρινο-
κρύβεται πίσω από ένα μαύρο σύννεφο.
Φτάνει όπου να 'ναι καταιγίδα.
Ο φαραφυλακας φοράει ένα κόκκινο σκουφί
και φθαρμένο παντελόνι.
Στο σπιτάκι του τρίζει μια πόρτα.
Ακούω τους γλάρους, ακούω τους
τριγμούς δεν ακούω εσένα.
Πλοίο δεν φαίνεται.
Σε λιμάνια άλλα να πας εκεί που τα
καράβια βάρδια έχουν πιάσει
και τα γρι γρι ετοιμάζονται για απόπλου.
Θα σε περιμένω όσα κι αν διαβούν
χρόνια.
Άλλωστε νοερά κοντά μου βρίσκεσαι
από πάντα.
Φρόντισε μόνο πολλά να μου
φέρεις μαντήλια με χρυσά σιρίτια
τις ηλιαχτίδες να αντικαταστήσω.
Κουράστηκε η πέτρα να απορροφάει
κι άλλα δάκρυα κι ο ήλιος ξεσκέπαστο
παιδί τη μάνα του ζητάει.