Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2025

Δάκρυα χαράς και άλλα

Δάκρυα χαράς 

Είμαι εγώ αυτή που έζησε 
μες την προϊστορία κι είδε 
τα αγάλματα να δακρύζουν 
στη θέα ενός σιτοβολώνα 
που τον κυματίζει ο άνεμος.

*
Επισύναψη 

Είμαι εγώ αυτή που έζησε
στις αρχές του αιώνα και
αναθεμάτισε τη στιγμή 
που δεν συμμάχησε
με την ιλαρότητα των
πρωινών καλαηδισμών
από κοτσύφια λαβωμένα 
στο στέρνο. 

*
Εμπλοκή 

Είμαι εγώ αυτή που εζησε
στις θερμές νύχτες 
του Αυγούστου και δεν 
καταδέχτηκε να προσφερθεί 
σε χορό με τον υπέροχο 
κατά τα άλλα οικοδεσπότη
υποκρινόμενη αδιαθεσία. 

*
Μέτοικος 

Είμαι εγώ αυτή που έζησε 
στη χώρα του ποτέ 
κι είχε για φίλους
κάποια παράξενα ανθρωπάκια 
που είχαν στην ανάστροφη 
της παλάμης τους
χαραγμένο το σημείο 
του απείρου και μια 
σφηκοφωλιά.

Συνταξιδιώτες

Σε είχα κάνει Θεό μου
κι εσύ με απέφευγες. 
Μπροστά στην ωραία πύλη 
στεκόσουν και με κοιτούσες 
με βλέμμα βλοσυρό σαν του αετού 
που εποπτεύει το χώρο για να 
βρει τη λεία του γιατί πολύ 
έχει πεινάσει τον τελευταίο καιρό
περφάνια και ανταμοιβή. 

Δίβουλα τα χέρια σου στρέφονταν 
μια δεξιά μια αριστερά και δεν γνώριζα 
αν ήθελαν να με αγκαλιάσουν ή
να με διώξουν με ένα ράπισμα 
μακριά μέσα σε εκείνο το βάραθρο 
που τόσο φοβόμουν και που εσύ 
μου είχες για κατοικία ορίσει. 

Ξεκούμπωτο πουκάμισο φορούσες 
και πρόβαλλε γυμνό το στήθος σου 
εκεί που κάποτε έγερνα 
κι έδιωχνα την κούραση μακριά 
κι έβλεπα να πλαταίνει ο κόσμος,
η συνοικία, η αγορά, η πλάση
και μαζί να πλαταίνεις κι εσύ 
και να με καταλαμβάνεις σαν τον
αέρα που καταλαμβάνει τα πανιά 
και δίνει ώθηση στο καράβι.
Έτσι κι εγώ μαζί σου ταξίδευα. 

Σανδάλια φορούσες στα πόδια σου
κι είχες ξεχάσει να τα δέσεις.
Σε πλησίασα διπλό κόμπο να 
κάνω, φοβόμουν βλέπεις 
μην σκοντάψεις και πέσεις 
καθώς στο ιερό θα έμπαινες 
να πάρεις την Αγία γραφή το
απολυτίκιο να διαβάσεις του
Ανώνυμου Αγίου. 

Σε είχα κάνει Θεό μου 
κι εσύ απομακρυνόσουν.
Ανέμιζε η γενειάδα σου κι εσύ 
ψηλά ως τον θόλο έφτανες 
στην μεριά του Παντοκράτωρα,
αυστηρά να με κρίνεις και δεν λέω 
πολλά ανομήματα είχα μα σ' αγαπούσα 
με την καρδιά λέφτερη σαν εκείνου 
του Αγίου που μαρτυρά θάνατο οδυνηρό
μα ούτε μια στιγμή δεν λυγίζει. 

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2025

Καρτερία

Αγαπώ τη ζέστα του κορμιού σου
την διαφυλάττω, απεγνωσμένα διατρέχω 
κόκκινα ποτάμια ευρύκοιτα. 
Μούσκλια με πνίγουν και μια πέτρα σκληρή 
σημαδεύει την αγωνία μου. 
Περπατώ  παρακολουθώντας το πετάρισμα 
μιας μικρής χρυσόμυγας, την ακολουθώ 
πιστά κι αδιαμαρτύρητα ακροπατώντας 
με σύνεση μη και πατήσω το γούνινο γάντι
της αγριοσυκιάς ή τη σκληράδα του μαρμάρου. 

Ψηλαφίζω τις ίνες του κορμιού σου, 
απεγνωσμένα να διαβάσω τη μυστική γραφή.
Τα ψηφία όμως άγνωστα,  περίτεχνα ωσάν 
γραμμένα από σεπτά χέρια  βυζαντινών μοναχών. 
Αδυνατώ να βγάλω το όποιο νόημα. 
Θυμώνω κλωτσώντας τους κλώνους 
μιας νάρκισσης φτέρης, την ξεφυλλίζω 
με μανία - άδεια κλαδιά με δακρυσμένα 
γόνατα- κι η ανάγκη ακόρεστη.

Στέκομαι απόμερα πλάθοντας με φύλλα 
και χυμούς φτέρης μπάλες - οβίδες για το 
τελικό χτύπημα.
Σε διάσελα φτανω και στήνω εξέδρα
σημαδεύοντας με ακρίβεια τη σφυρηλατημένη
μάσκα του θανάτου.
Αγαπώ τη ζέστα του κορμιού σου. 

20/9/2003

Ακαταδεξιά

Αυτήν την ώρα εσύ κοιμάσαι 
μα εγώ ξαγρυπνώ και για τους δύο. 
Πάνω από την κλίνη της κόρης ξαγρυπνώ 
που απόψε θα πεθάνει όχι από έρωτα 
όπως αποφάνθηκες αλλά από μια μορφή 
καλπάζουσας μοναξιάς. 
Δεν θα την προλάβεις. 
Αμέτοχος πάντα εσύ κοιμάσαι 
και στο τρίτο όνειρο βρίσκεσαι τώρα.
Σε χιονισμένα τοπία περπατάς, με βασιλιάδες 
χαριεντίζεσαι κι έναν κήπο με μπλε ορτανσίες 
επισκέπτεσαι. 
Πάντα μπλε οι ορτανσίες ποτέ εκείνες 
οι ροζ οι αυθεντικές των παρελθόντων 
χρόνων που καλλιεργούσαν οι ορεσίβιες
κυράδες κι έσταζαν υγρασία. 
Η κόρη αργοπεθαίνει και της κρατώ σφιχτά 
το χέρι όπως σφιχτά κρατά τη ξεφούσκωτη
μπάλα το μικρό χαμίνι μην και τη χάσει. 
Αν ψιθυρίσω το όνομα της ίσως ξυπνήσεις. 
Πάντα αγαπούσες τα σπάνια ονόματα. 
Το κρατάω μυστικό.
Μόνο για μένα είναι. 
Ευθυμία θα την λέω κι είχε όντως πολλές 
χαρές προηγουμένως η ζωή της πριν σε
γνωρίσει και χαθεί στην παράνοια.
Όταν ξυπνήσεις δεν θα την βρεις εδώ 
θα την έχω φυγαδεύσει με το φορείο 
της μνήμης από την πίσω πόρτα στη μάνα της
για να την νεκροντύσει.
Εσένα θα σε αφήσω μόνο σου να περπατάς 
και να τρίζουν οι μπότες σου στο χιόνι,
βιαστικά να κόβεις ένα μπουκέτο ορτανσίες 
για να μου φέρεις κι εγώ να μην τις καταδέχομαι.
Αντιπαθώ το ψυχρό μπλε χρώμα έπρεπε 
να το ξέρεις όπως αντιπαθώ τους βασιλιάδες 
που εσύ προσκυνάς και μαζί τους κοιμάσαι. 

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2025

Τα φαντάσματα

Στην κάμαρα μου είναι όλα ήσυχα 
και τακτοποιημένα. 
Το κρεβάτι στρωμένο, το σκυλί 
στο χαλί, τα ρολόγια δεν χάνουν 
ούτε ένα δευτερόλεπτο, τα μπιμπελό 
καλογυαλισμένα και ο ανεμιστήρας
σαν απολιθωμένο ζώο περιμένει το θέρος. 
Όλα σε τάξη από ένα χέρι αόρατο. 

Εγώ στο γραφείο μπροστά στον υπολογιστή 
με ακατανόητες κινήσεις εισβάλω στη ζωή 
των άλλων σαν να μολεύω το απαράβατο 
της ερημίας τους.
Δεν είμαι απρεπής απλά χρειάζομαι τροφή 
για να σιτίσω τη μοναξιά. 
Δεξιά κι αριστερά δύο ντάνες με βιβλία
όλα μισοτελειωμένα με τους σελιδοδείκτες 
να με περιπαίζουν βγάζοντας μου γλώσσα. 

Παίρνω μια ερωτική ανθολογία τυχαία 
διαλέγω τη σελίδα 125 είναι ένα όμορφο 
ποίημα που μιλά για το πως το φως επηρεάζει 
τα γυμνασμένα μέλη των εραστών. 
Μου αρέσει πολύ.
Αν το είχα γράψει εγώ θα ήταν κάτω 
του μετρίου. 
Τσεκάρω με το μολύβι δύο στίχους 
και διπλώνω τη σελίδα για να το ξαναβρώ.
Σίγουρα θα το χρειαστώ, πάντα μας χρειάζεται
λίγος έρωτας σαν αντίδωρο. 

Το δικό μου σώμα δεν είναι καλά γυμνασμένο, 
μάλιστα χαλάρωσε αρκετά. 
Ποιον ενδιαφέρει θα μου πεις;
Παίρνω ένα μολύβι γράφω ένα ποίημα.
Μου αρέσει λίγο. 
Το δουλεύω καλύτερα. 
Το αποτέλεσμα δεν με ευχαριστεί. 
Στο τέλος το σκίζω. 
"Θα ήθελα να ήσουν εδώ" το τιτλοφορούσα. 

Μην μπεις στον κόπο να έρθεις δεν θα ανοίξω. 
Εγώ με το σκυλί μου θα διαβώ πάλι μια νύχτα
ατελείωτη με λίγο ύπνο και πολλά τσιγάρα. 
Ίσως κατά τη διάρκεια της να γράψω 
επιτέλους κάτι πιο δυνατό. 
Για παράδειγμα για τα φαντάσματα που
κυκλοφορούν ελεύθερα στο μπαλκόνι μου
και με κάνουν να χάνω τον ειρμό μου.
Ας είναι. 
Δεν φεύγουν. 

Δεκαεφτά σαϊτιές

Μυτερό καρφί 
ο σταυρός χωρίς σώμα 
και ποιον να κλάψεις. 

Ώριμο σύκο 
το βάζο σφραγισμένο 
βουτιές στη γλύκα. 

Κόκκινο φαρί 
ατίθαση η χαίτη 
μύγες στα σκέλια. 

Απόψε φύγε 
θησαύρισε το σώμα 
μύριες ηδονές.

Κρουστή η πηγή 
έσκυψε να πιει νερό 
μια πασχαλίτσα. 

Μες το τηγάνι 
λαμποκοπά ο γαύρος 
πρωινή ψαριά. 

Κόκκινος ήλιος 
φιλιέται με τη νύχτα. 
πριν βασιλέψει. 

Βγήκαν οι τράτες 
στρογγυλό το φεγγάρι 
στα νερά γλιστρά. 

Όνειρα γλυκά 
βάλε στο μαξιλάρι 
μια προσευχή. 

Καυτά τα φιλιά 
λούστηκαν την αρμύρα
τ' ανοιχτού πόντου.

Τα βασιλικά 
κορφολογά η κόρη 
κι απλώνουν παντού. 

Ξανθό το παιδί 
το φεγγάρι σαν τόπι 
έλα να παίξεις. 

Αχυρόστρωμα 
βούλιαξε το κορμί σου
σ' ονείρων κύκλους. 

Σκληρή κουβέντα 
προπέτης ο έρωτας
μες τα αγκάθια ζει.

Δάκρυ και αίμα 
η μάχη κι αν τέλειωσε
στην καρδιά βαστά.

Ώρα δειλινού 
μια λωρίδα ουρανού 
χρυσή βάφτηκε. 

Γελά ο κλόουν 
κορόμηλο το δάκρυ 
όταν ξεβαφτεί.

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2025

Οι φωλιές των κοτσυφιών

Από μικρή έμαθα να μιλάω 
την γλώσσα των πουλιών. 
Αποκλειστικά αυτή μεταχειριζόμουν 
στις συναναστροφές μου.
Ελάχιστοι με καταλάβαιναν 
δύο τρεις φίλοι και η μάνα μου. 
Στην υπόλοιπη οικογένεια κανείς 
δεν με καταλάβαινε, θύμωναν
και έφευγαν μακριά μου.
Αποκλεισμένη έμεινα από τη γειτονιά 
το σχολείο, την πόλη, τον έρω­τα. 

Μοναχική βάδιζα, ξέμπλεκα τις κοτσίδες 
που μου έφτιαχνε η μάνα μου το πρωί 
και χόρευα ανέμελα στον αέρα σχεδόν 
πετούσα παρέα με τους φτερωτούς 
φίλους μου. 
Δεν την εγκατέλειψα ποτέ αυτή 
τη γλώσσα ούτε όταν μετά από πολλές 
παραινέσεις οι δάσκαλοι βίαια μου δίδαξαν 
το αλφάβητο τους.
Τους καταλάβαινα μα δεν μιλούσα..
Είχα τους λόγους μου.
Η γλώσσα των πουλιών είχε για μένα 
μια απίστευτη αρμονία. 

Τώρα που μεγάλωσα και η μάνα έφυγε 
μαζί και οι φίλοι δεν έχω με ποιον 
να συνταυτιστώ και να μιλήσω. 
Αυτή ήταν κι η αιτία που γνωρίστηκα
με τους στίχους. 
Είναι η μόνη γλώσσα που τη δική μου 
γλώσσα πλησιάζει και που κατανοώ.
Αν και απείρως την αγάπησα τη γλώσσα 
των πουλιών δεν κατόρθωσα να την 
διδάξω σε κανέναν,
Τώρα που σε βρήκα ίσως μπορέσω 
να στην μάθω να έχω έναν σύντροφο 
που θα μου πλέκει το πρωί κοτσίδες 
κι εγώ να πηγαίνω πετώντας πέρα από 
τα ανθρώπινα στις φωλιές των κοτσυφιών.

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2025

Τάνκα

Στο καμπαναριό 
δεμένο το σήμαντρο 
από μια τριχιά 
θηλιά θανάτου μοιάζει 
θαρρώ πως αιωρούμαι. 

Είπα στη ροδιά 
να ανθίσει για μένα 
κι αυτή θύμωσε
κόβει κλαρί με δέρνει 
επάνω μου ξεσπάει 

Τα άσπρα κρίνα 
ανθίζουν μες στην άμμο 
στην άνυδρη γη
κόβω και φτιάχνω μάτσο 
δική σου ανθοδέσμη. 

Νωρίς το πρωί 
με ξύπνησε ο γρύλος 
ψάχνω τον βρίσκω 
κρυμμένος στο χαλάκι 
κούρδιζε το βιολί του.

Έπεσε χιόνι 
τη νύχτα που κοιμόμουν 
λευκή η αυλή 
τρέχω να παίξω λίγο 
με σταματά μια κόρνα. 

Μια παπαρούνα
στον ήλιο φανερώνει 
πέταλα λεπτά 
αίμα στάζει στη χλόη 
μια πινελιά θυσίας. 

Νωρίς το βράδυ 
διαβάζω στο βιβλίο 
στίχους της καρδιάς 
ο έρωτας μεγάλος 
απόκοσμος αλήτης 

Μια καρδερίνα 
κλεισμένη στο κλουβί της
το ρίχνει έξω 
εωθινό τραγούδι 
σπάει τη φυλακή της. 

Αίσθημα παλμών 
ακούγονται οι χτύποι 
πολύ δυνατά 
τρέχει γοργά το αί­μα 
θάλασσα που αφρίζει. 

Πάνω στο χώμα 
λαμπρό φύτρωσε άνθος 
άγρια μολόχα 
τον άχαρο το δρόμο 
ευθυτενής στολίζει. 

Έρωτος κρήνη 
σκάλισα τ' όνομα σου
στη σκληρή πέτρα 
κάνω να ξεδιψάσω 
με καίνε τα φιλιά σου. 

Βγήκε ο ήλιος 
αειθαλής η μέρα 
μοιράζει χαρές 
σκύβω και παίρνω μια
φυραίνει το σκοτάδι.

Άγνωστο δέντρο 
φύτρωσε στην αυλή μου
τ' όνομα ρωτώ 
κανείς δεν το γνωρίζει 
ανάδοχος θα γίνω. 

Τα αποθηκευμένα

Η γρια αράχνη 
γνωρίζει καλύτερα 
να πλέκει ιστούς. 

Δρεπάνι χάρου 
το τσιγάρο στο χέρι 
κι όμως φουμάρω.

Το βαλς ξεκινά 
ξαναμμένα σώματα 
στροβιλίζονται. 

Αλεπούς φωλιά 
πεταμένα πούπουλα 
κι ένας πετεινός 

Μορφή του σκιάχτρου 
αχυρένιο το σώμα 
ρούχα αμπιγέ. 

Πάνω στο τείχος 
σκαρφάλωσε η φτέρη 
κι έριξε ρίζες. 

Λευκό το χρώμα 
χωνάκι του γιασεμιού 
ξυπνάς και νεκρούς. 

Λείπουν τα δόντια 
ανάμεσα στα κενά 
άνεμος περνά. 

Μετά τη μάχη 
"κοιμούνται" οι οπλίτες 
σε τάφους υγρούς.

Τα βεγγαλικά 
λουρίδες στο σκοτάδι
μόλις έκοψαν. 

Τέλος εποχής 
άδεια η αποβάθρα 
χωρίς σούσουρο. 

Βροντά το όπλο 
αεικίνητος λαγός 
κρυφτό θα παίξει. 

Έρημο κάστρο 
τα ανοιχτά παντζούρια 
βαράν δυνατά.

Κούκος κελαηδά 
έφερε την άνοιξη 
πριν την ώρα της.

Το βέλος βρήκε
στον ύπνο τη χελώνα
δεν την λάβωσε. 

Άνθη κερασιάς 
σε μπουτονιέρα νεκρού 
ζωή μαρτυρά. 

Καημένα νιάτα 
το δόντι που έπεσε
χρόνια προσθέτει.

Δεκαεφτά στολίδια

Το σαμιαμίδι 
στο εικόνισμα πίσω 
σεμνά προσκυνά

Λιτό το μνήμα 
ολόγυρα τα άνθη 
που της άρεσαν.

Λευκή κερασιά 
το νούμερο στη μπλούζα 
μεγάλο πέφτει  

Ο αρουραίος 
στα σαγόνια της γάτας 
μεζές εκλεκτός. 

Πρωινή ώρα 
πανωφόρι έβαλα 
τα δυο σου φτερά. 

Ισχυρός βοριάς 
παρέσυρε στα βράχια 
την πεταλούδα. 

Οι μαργαρίτες 
απάντηση δεν δίνουν 
ντροπαλά γέρνουν.

Οι τράτες φεύγουν 
πάνω στο κατάστρωμα 
σκισμένα δίχτυα. 

Ζυμωτό ψωμί 
γουργουρίζουν οι κοιλιές 
ο φούρνος κλειστός. 

Μέσα στο τσίρκο 
χαμόγελα των κλόουν 
βγαίνουν στη σκηνή. 

Αχνιστά  τζάμια 
γράφω το σ' αγαπώ μου 
κι αυτό δακρύζει. 

Το ταραξάκο 
αμόλυσε τους κλέφτες 
λουκέτο βάλε.

Κάτω στον κάμπο 
ασημένιες οι ελιές 
τιμή δεν έχουν. 

Κορυφές δέντρων 
καθρεφτίζουν τα νερά 
μέσα στη λίμνη. 

Κρίμα τη χαρά 
απέτυχε το γλυκό 
έκοψ' η κρέμα.

Ξαφνική βροχή 
μουσκίδι γινήκαμε 
κλειστές οι στοές. 

Δες τα τζιτζίκια 
κι ας είναι να πεθάνουν 
πάλι τραγουδούν. 

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2025

Ο πνιγμός

Ήμουν κρυμμένη πίσω από ένα δέντρο 
και δεν με βρήκες όσο κι αν έψαχνες. 
Οι ρίζες του με προστάτεψαν, οι φυλλωσιές, 
ο κορμός του και τα κλαδιά με φύλαξαν 
για να γίνω αθέατη, ένα μικρό σημαδάκι 
σε ένα άγνωστο σύμπαν, πολύ μακριά σου.
Ζητούσα επιτακτικά να μπορέσω να υπάρξω
χωρίς σου. 
Φιλί πεταμένο σε κάποιες ράγες ενός τρένου
παροπλισμένου που ξέχασε τις διαδρομές
κι εσύ ωστόσο συνεχίζεις να το καρτερείς.

Εκεί κάτω από το δέντρο μετρούσα παλμούς. 
Οι βαθιές ρίζες του έδεσαν τα πόδια μου
με τη γη για να μην έρθω κοντά σου όσο 
κι αν το λαχταρούσα.
Ο κορμός και τα κλαδιά μού πρόσφεραν 
τη σκιά τους και τη φροντίδα τους.
Οι φυλλωσιές μού μουρμούριζαν στίχους 
για μια αγάπη ανεκπλήρωτη. 
Παθιαζόμουν κι έστρεφα τα μάτια ψηλά 
πέρα από την επικράτεια σου μη τυχόν 
ανακαλύψεις τη λάμψη τους.

Κράτησε ώρες αυτό το περιστατικό. 
Σε έβλεπα καθώς περνούσες μα η καρδιά
σφαλιστή δεν μίλαγε.
Συντρόφευσα το δέντρο και φίλος 
μου έγινε αχώριστος, η φυλακή μου.
Ένα πράγμα μόνο δεν υπολόγισα:
Εκείνα τα καυτά δάκρυα που στο κοντινό 
μέλλον θα ξεράνουν σίγουρα εσένα κι εμένα. 
Τα δάκρυα πολλά κι απορώ πώς ακόμα 
επιζείς και δεν πνίγηκες μέσα στα κανάλια 
που δημιουργήθηκαν κι εγώ χέρια ελεύθερα 
δεν έχω για να σε σώσω.

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2025

17σύλλαβα σύνολα

Ήρθε η νύχτα 
με τ' ακριβά πασούμια 
λευκά σαν χιόνι. 

Βρυχηθμός ζώου 
η ώρα για να δέσω 
τα κορδόνια μου. 

Κάτω στον κάμπο
θυμιατά με λιβάνι 
οι νεραντζανθοί

Ο χρόνος περνά
αγέραστη η ψυχή 
κάρβουνο καίει 

Βγήκε ο ήλιος 
στ' αρχονταρίκι κερνούν 
υποβρύχιο. 

Σοκάκι νησιού 
οι γάτες αλητεύουν
ναργιλέ ζητούν. 

Η δαμασκηνιά 
στο πρώτο αεράκι 
παλτουδιά ζητά. 

Δριμύ το κρύο 
έκλεψα το σακάκι 
από το σκιάχτρο. 

Μέρες ανίας 
οι πειρατές ξεπλέκουν 
τις κοτσίδες τους.

Άνθισες πάλι 
στις μυρτιές όταν πήγες 
απελπισμένος.

Σκληρός αχάτης 
η πέτρα των ματιών σου 
ασυγκίνητη. 

Πυγολαμπίδες 
κι ανέβηκα τη σκάλα 
χωρίς λυχνάρι. 

Μικρούλα ροδιά
τροφαντοί οι καρποί σου
πώς τους έδεσες;

Από στο κάστρο 
φύγαν τα φαντάσματα 
άναψαν πυρσοί.

Συριγμός φιδιού 
εξοπλισμός της γάτας 
μ' αιχμηρά νύχια. 

Βραδινό χιόνι 
έφτιαξα χιονάνθρωπο
πριν βγει ο ήλιος. 

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2025

Γάζα ώρα μηδέν (οι ξυραφιές της ιστορίας πονούν)

(οι ξυραφιές της ιστορίας πονούν)

Ήρθε η ώρα να πας πίσω στο σπιτικό σου, 
να βρεθείς ξανά στην κάμαρα σου 
με το σιδερένιο διπλό κρεβάτι που πάνω 
του χαρίστηκες στον πρώτο σου έρωτα.
Να βρεις εκείνες τις παλιές νυφικές
φωτογραφίες των γονιών σου κρεμασμένες πάνω στο λαδί τοίχο να σου χαμογελούν όλο νόημα. 
Κι ακόμα να ξαναβρείς το λαβομάνο με το σαπούνι της ελιάς και το κανάτι με το νερό 
που έπλενες τα πρωινά το ωραίο πρόσωπο σου. 

Πλησίασε η ώρα να βρεθείς ξανά στο σαλόνι σου να ανοίξεις το τάβλι ή το σκάκι για μια παρτίδα με τα παιδιά σου λίγο πριν κοιμηθούν αποκαμωμένα. 
Να ανάψεις το τζάκι για να ζεσταθείς να φύγουν τα κρυοπαγήματα που έβγαλες έναν 
άδικο χειμώνα πάνω στα οροπέδια. 
Έπειτα να καθίσεις στην αναπαυτική πολυθρόνα 
της γιαγιάς μήπως και ξεμπερδέψεις κάποτε το δυσκολο νήμα της ζωής. 

Έφτασες μετά από πολύμηνη απουσία στη δράκα της γης που αγάπησες όσο οτιδήποτε άλλο. 
Να σταθείς στην κουζίνα να ψήσεις καφέ και ζεματιστό γάλα να φτιάξεις για το πονόλαιμο. 
Να βγάλεις από τη συρταριέρα το πορσελάνινο της μάνας σου σερβίτσιο που είχε μόνο για τους μουσαφιραίους. 
Κατόπιν να μπεις μπροστά στη μασίνα 
να ετοιμάσεις το γιορτινό τραπέζι, χορταστικό πιλάφι με κρέας κι ύστερα εκείνο το γλυκό το σιροπιαστό που πάντα πετύχαινες. 

Αποκαρδιώθηκες.
Δεν βρήκες τίποτα ούτε κάμαρα, ούτε σαλόνι,
ούτε κουζίνα, ούτε καν οικογένεια είχες.
Κουβέντα για το καναρίνι σου καμιά. 
Παντού ερείπια, χαλάσματα και θάνατος. 
Ένα κατάμαυρο σκοτάδι απλωμένο γύρω 
με την πλάνη του να απειλεί την νεότητα σου 
και εκείνο το χαμόγελο που κατέβαζε τις μαντήλες των κοριτσιών χαμηλά αποκαλύπτοντας τα εβένινα μαλλιά τους 
με τη χωρίστρα στη μέση ή στ' αριστερά.

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2025

Αναστάσιμο

Ήταν μαβιά τα μάτια σου 
σαν τις μαβιές ίριδες που φυτρώνουν 
στις όχθες της πατρίδας παραμονές 
του Πάσχα. 
Απρίλη έβγαιναν πάντα, πάνω 
στο τρελό μεθύσι του έρωτα.
Καμαρωτές και με λιγωτικά
αρώματα ξάφνιαζαν τα κορίτσια 
που κινούσαν να πάνε 
στις εκκλησίες για να ακούσουν 
τα τροπάρια και τους ύμνους 
του Μεγαλοβδόμαδου. 

Έτσι και τα δικά σου μάτια 
ακόμα και σήμερα 
μικρά κοριτσόπουλα παιδεύουν 
κι ας έχει φτάσει η ώρα 
να αγναντεύσουν τον κόσμο μέσα 
από βάρκες που κινούν για τις χώρες 
του βυθού εκεί που οι ίριδες 
είναι άγνωστο ακόμα είδος. 

Οι ευαίσθητες ίριδες δεν μένουν 
για πολύ στη γη, κάνουν ανάσταση 
μαζί μας και με του Μαγιού 
το ξάφνιασμα φεύγουν μακριά.
Παίρνουν τα αρώματα, φοράνε 
τα κρινολίνα τους και βαστώντας 
τα λευκά ομπρελίνα τους αποχωρούν. 
Μην τις κατσαδιάσεις που 
μας απαρνιούνται και μόνους 
μας αφήνουν να λιώνουμε με κόπο 
το κάρβουνο απ' τα χείλη 
των μονάδων. 

Στους πλανήτες που πάνε έχουν 
κατοίκους με καρδιές γλυκιές 
σαν το μήλο και σαν το λωτό.
Ευγενικούς ανθρώπους που
τις αγαπούν με πάθος τόσο 
για τα χρώ­ματα τους κι όσο κυρίως 
για την αποστολή τους που δεν 
είναι άλλη παρά η διαρκής ανάσταση
χωρίς πάθη, δάκρυα και ξύλινους 
σταυρούς αλλά μονάχα με χαρμόσυνα 
συμβάντα και κωδωνοκρουσίες. 

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2025

Τυχαιότητα

Η πεταλούδα ήρθε και στάθηκε 
πάνω στη φούστα της. 
Κοντή η φούστα τής έφτανε ψηλά 
ως τους σφριγιλούς μηρούς. 
Να παρασύρθηκε από τα ψεύτικα 
λουλούδια που είχε το ρούχο πανω του
ή να την υποδοϋλωσαν τα αρώματα 
του σώματος της στις νότες της βανίλιας,
της κανέλας και του σανταλόξυλου που
βάρυναν αυτήν την απόφαση της.

Ζαλισμένη από τα αρώματα η πεταλούδα 
έμεινε εκεί τρία ολόκληρα λεπτά 
χρόνος ικανός για να την δει καλά και 
να την θαυμάσει.
Ήταν μεγάλη με λευκά και σιέλ 
χρώματα. μα δεν ζύγιζε παραπάνω 
από μια ουγγιά.
Την κοίταξε με βλέμμα γεμάτο έξαψη 
όπως ένας εραστής περιεργάζεται 
τις πτυχές του έρωτα στα χείλη της
ερωμένης του.

Την σαγήνευσε τόσο η ομορφιά της 
που θέλησε να την αγγίξει.
Να αισθανθεί το βελούδο της και να
αιχμαλωτίσει κάτι από το μεγαλείο της.
Δεν το αποτόλμησε όμως την εμπόδισε 
η εύθραυστη φύση της κι εκείνες οι
μικροσκοπικες της κεραίες που άδραζαν
περιπαθώς τα αρώματα. 
Την άφησε να φύγει και αυτή πέταξε 
τινάζοντας με χάρη τα φτερά της 
σαν να την χαιρετούσε. 

Όταν έφτασε σπίτι δεν άλλαξε ρούχα, 
δεν έβγαλε τη επίμαχη φούστα. 
Της ήταν πολύ δύσκολο να απελευθερωθεί
από το μαγικό της άγγιγμα που ακόμα 
το ένιωθε πανω της σαν θεσπέσια πλάνη.
Το βράδυ άλλωστε θα έβγαινε βόλτα με 
τον φίλο της κι ήθελε απόψε να την 
περιβάλλει κάτι το μαγικό. 

Όντως εκείνη τη νύχτα αυτός της
εξομολογηθηκε πως ποτέ άλλοτε η 
επιδερμίδα της δεν ήταν τόσο απαλή 
και σχεδόν βελουδένια σαν τα φτερά μιας
πεταλούδας όπως είπε χαρακτηριστικά. 
Ήξερε κάτι ή μιλάμε για μια απλή τυχαιότητα;
Αυτή πάντως δεν μαρτύρησε τίποτε από 
τη σαγήνη που είχε το απόγευμα νιώσει 
το έβρισκε σαν μεγάλη προδοσία. 

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2025

17σύλλαβες βολές

*
Μονάχος φεύγω 
ξωπίσω η σκιά μου 
οικτρή παγίδα. 

*
Ήρθα κοντά σου 
μαντήλι μουσκεμένο 
δάκρυα χαράς.

*
Ψητό μπιφτέκι 
ο σκύλος ρουθουνίζει 
χραπ το αρπάζει. 

*
Στο πρωτοβρόχι 
σκίστηκε η ομπρέλα 
πονούν τα πλευρά. 

*
Μες στο στρατώνα
περίσσευσαν δύο όπλα.
τόσοι κι οι νεκροί. 

*
Στου σκαντζόχοιρου
τη μυτερή βελόνα 
κλωστή πέρασα. 

*
Όλα σωπαίνουν 
η φωνή του κόρακα 
σχίζει τα βουνά. 

*
Στου σκαντζόχοιρου 
το μυτερό το ρύγχος 
γάντζο πέταξα. 

*
Τρελό ζαρκάδι 
γλύτωσες το σφαγείο 
στο παρά τρίχα.

*
Εύκολα μετρώ 
μες στης λίμνης τα νερά 
εκατό πάπιες. 

Οι αχυράνθρωποι

Είναι κάποιοι άνθρωποι που δεν είναι 
φτιαγμένοι από οστά και σάρκα 
παρά μόνο από άχυρα και σωρούς ξυλαράκια.
Είναι οι γνωστοί αχυράνθρωποι. 
Συχνάζουν σε σαλόνια, σε τυπογραφεία, σε
κοιμητήρια κι άλλοτε στη σφαίρα του μυαλού.
Όταν εκτεθούν στον δυνατό άνεμο 
αποσυγκροτούνται και τα υλικά τους 
πετάνε στα τέσσερα σημεία 
του ορίζοντα. 
Είναι αδιανόητο πόσα πολλά χιλιόμετρα 
διασχίζουν μόλις στις ριπές του αέρα μπουν.
Θα είσαι τυχερός να μην βρεθείς εκεί κοντά.
Κι αν όχι, πρόσεξε. 
Τα υλικά τους θα σε πλήξουν πολλές 
φορές ανεπανόρθωτα .
Ακίδες τα άχυρα τους θα στοχεύσουν 
πρώτα τα μάτια σου κι ύστερα τα ευαίσθητα 
σου ώτα. 
Βεργούλες τα ξυλαράκια θα πληγώσουν 
στήθος, μέτωπο, γάμπες κι ωμοπλάτη. 
Όσο κι αν το αμφισβητείς έτσι είναι. 
Πίστεψε με το έχω υποστεί. 
Έχε μαζί σου χάλκινες πανοπλίες 
για να σωθείς από τη λαίλαπα. 
Κι αν αυτό δεν φτάνει πάρε άλλα μέτρα
πιο δραστικά. 
Δούρειους ίππους κατασκεύασε 
που θα σε γλυτώσουν από ένα 
βέβαιο θάνατο ή από μια μόνιμη τύφλωση.
Τρανό παράδειγμα εγώ. 

Πλημμυρίδα

Αν μ' αγαπούσες θα άδειαζες 
τη σάρκα του καρπουζιού και
στο κοίλο μέρος του θα έβαζες
κεράκια ρεσώ για να φέγγουν 
τις νύχτες μου μα και νά βλέπω 
τα καλοσυνάτα μάτια των νεκρών 
που έπιασαν πρόωρα στασίδι
στα σύννεφα. 

Αν μ' αγαπούσες θα έσπαγες με μια
κίνηση του χεριού στα δυο το πεπόνι 
Εγώ θα σε θαύμαζα και θα αφαιρούσα 
τα κουκούτσια, κρατώ πολύ χώμα 
από τις πεζούλες της πατρίδας
γόνιμο πολύ και θα φυτρώσουν. 
Πεινούν τα παιδιά στους καταυλισμούς.

Αν μ' αγαπούσες θα έβγαζες από 
τα αθλητικά μου παπούτσια τα 
κορδόνια.
Όχι για να τα πλύνεις ή για να τα
κοντύνεις αλλά για να με προστατέψεις 
από κάθε απονενοημένη κίνηση. 
Βλέπεις οι ράγες μου πέφτουν μακριά
και με παπούτσια χωρίς κορδόνια δεν
τις φτάνω.

Αν μ' αγαπούσες θα καλλιτεχνούσες 
πάνω στην άμμο το όνομα μου κι ας 
το σβιούσε το κύμα γρήγορα. 
Εγώ θα είχα πάρει το σήμα και θα
σε προσκαλούσα να έρθεις στο άλογο 
που έχω δέσει στο κοντινότερο 
αρμυρίκι από χθες το πρωί. 

Αν μ' αγαπούσες θα μου έπλεκες 
ένα καλάθι από καλάμια και λυγαριές. 
Εκεί να βάλω τις πέτρες μου, τα 
αρώματα μου, τα σαπούνια μου, τα τρία 
μου κεντήματα και τα είδη ραπτικής.
Ειδικά τα είδη ραπτικής γιατί κοίταξε 
πώς ξηλώθηκε από το πέτο του κόσμου 
η μπουτονιέρα που έβαζα τη γαρδένια 
Δεν του αρμόζει καθόλου η ασχήμια δεν 
συμφωνείς;

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2025

Ο αναγνώστης

Εσύ ποτέ δεν με ανέβασες 
στον έβδομο ουρανό. 
Στα ερέβη με άφηνες και 
σε τοπία πνιγμένα στο κρύσταλλο 
και στο βρώμικο χιόνι. 
Κρυώνω σου έλεγα,
φοβάμαι τα σκοτάδια. 
Δεν απαντούσες παρά μόνο 
γύριζες σελίδα στο βιβλίο 
που χωμένος διάβαζες.
Αδιάφορος σαν το νόμισμα 
που άσκοπα πέταγες στη λίμνη. 
Τι κι αν εγώ σου έλεγα 
πόσο μου αρέσουν οι ευχές. 
Ποτέ δεν μ' άκουγες. 
Και δεν ήταν δα και τόσο ανέφικτες
"Χρόνια πολλά και του χρόνου."
"Να ζήσεις σαν τα ψηλά βουνά."
"Βίον ανθόσπαρτον" και τα τοιαύτα. 
Καθημερινά πράγματα 
χιλιοειπωμένα.
Μα εσύ αδιάφορος γύριζες απλά 
σελίδα στο βιβλίο ή κυνηγούσες 
μια θεότρελη πεταλούδα. 
Άλλοτε πάλι σκόνταφτες πάνω μου 
και με ύφος καρδιναλίων μού 
έλεγες που κρύβω τον εραστή μου.
Εσύ που στα ερέβη με άφηνες 
ζητούσες και το λόγο. 
Εγώ όμως ποτέ δεν πρόδωσα.
Ούτε έπαιρνα 
προφυλάξεις. 
Τον εραστή εγώ τον έκρυβα 
στη ψυχή, στην καρδιά,
στο μυαλό. 
Αυτός μονάχα με πηγαίνει 
στον έβδομο ουρανό όταν 
εσύ ανοίγεις την ταμπακιέρα 
αδιάφορα ή γυρίζεις σελίδα 
στο ίδιο πάντα γνωστό βιβλίο
που δεν λέει να τελειώσει. 

Παραλείψεις

Ένα μηχανικό μολύβι κρατούσε 
στα χέρια της με αυτό υπογράμμιζε 
τους στίχους που την κέρδιζαν πριν 
τους αποστηθίσει κάτι που συνήθιζε. 
Με αυτό επίσης έγραφε κάθε μέρα στο 
βιβλίο των απόντων ένα καινούργιο όνομα 
κι ήταν τόσα πολλά ως τα τώρα. 
Απόψε έγραψε το δικό της κι αποφασισμένη 
πήρε από το κομοδίνο το φαρμάκι που είχε 
αναμείξει με την ανθρακούχα πορτοκαλάδα.
Έπειτα έπεσε γελαστή για ύπνο φορώντας 
μια πολυμεταχειρισμένη μπλούζα με στάμπα 
ένα μεγάλο γυάλινο μάτι που τα έβλεπε όλα. 
Γιατί ως γνωστόν το σκοτάδι ακονίζει 
κατά πολύ τη σκέψη και την ενόραση. 

*
Από την ψυχιατρική μονάδα που είχε 
νοσηλευτεί-:πάνε χρόνια- είχε αποκομίσει 
σαν λάφυρο ένα χρυσό δακτυλίδι. 
Της το είχε δώσει για ένα πακέτο Marlboro 
ένας ωραίος τρελός, Ιεροκλή τον έλεγαν. 
Τι σπάνιο όνομα είχε αναφωνήσει όταν 
της συστήθηκε.
Ήταν ψηλός γεροδεμένος, με αχτένιστα 
κατσαρά μαλλιά και με ένα αθώο βλέμμα παιδιού. 
Το δακτυλίδι ως τα σήμερα δεν το έβγαλε 
ποτέ από το δάκτυλο της. 
Κι όταν πούλησε στο ενεχυροδανειστήριο 
και το τελευταίο της χρυσό κομμάτι αυτό 
δεν το έδωσε θα πρόδιδε τον Ιεροκλή αυτόν 
τον ωραίο τρελό που ίσως κρυφά να είχε αγαπήσει. 

*
Είχε μια μεγάλη συλλογή από πένες. 
Ποτέ δεν τις γέμισε με μελάνι, φοβόταν 
το κρύο μπλε χρώμα πάνω στο λευκό χαρτί. 
Αυτή έγραφε με μολύβι λες κι ήθελε 
πάντα κάτι να διορθώσει και δεν ήταν 
λίγες οι φορές που το έκανε. 
Ένα επίθετο περίσσευε, ένα ρήμα έπρεπε 
να προστεθεί. 
Μια μέρα αποφάσισε να γράψει ένα ποίημα 
με το ανεξίτηλο μελάνι της πένας.
Τα κατάφερε, το χέρι πήγαινε μόνο του.
Ήταν ένα στιχούργημα που μιλούσε για την 
άνοιξη δηλαδή ήταν ένα αισιόδοξο ποίημα 
το μόνο που είχε γράψε ως τώρα με αυτή 
τη χροιά. 
Όταν τελείωσε χαμογέλασε κι έβαλε 
την πένα στην μολυβοθήκη πλάι στα 
μηχανικά μολύβια ίσως να την 
ξαναχρειαζόνταν, ο ξανθός Απρίλης δεν 
ήταν μακριά κι ήταν βαθιά ερωτικός.

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2025

Ένα αλλιώτικο λουλούδι

Έβαλε άρωμα πίσω από τα αυτιά της.
Έτσι για να αλλάξει λίγο διάθεση, έτσι 
για να εισέλθει σε ένα όνειρο σχεδόν 
άπιαστο. 
Πόσο πολύ το επιζητούσε. 
Φόρεσε και τα ξύλινα σανδάλια της
δεν την ενδιέφερε αν έκαναν θόρυβο. 
Στο σπίτι έλειπαν όλοι.
Ένα σαμιαμίδι μόνο κυκλοφορούσε 
που τώρα πήγε και κρύφτηκε πίσω 
από τα εικονίσματα. 
[Είναι ιερό έλεγε η μάνα της. 
Δεν το πειράζουμε. 
Ποτέ δεν έμαθε γιατί το έλεγε. 
Ήταν νόμος ο λόγος της, την πίστευαν.]

Έξω είχε μαυρίσει ο ουρανός 
μπουμπούνιζε και ψιλόβρεχε.
Φυσούσε ένας δυνατός αέρας βοριάς. 
Ίσως και να έπαιρνε τη βροχή μακριά. 
Ποιος ξέρει. 
Φυσούσε κι ένας άλλος αέρας αυτός της
καρδιάς πιο δυνατός κι από τον βοριά. 
Ίσως να έπαιρνε την θλίψη της μακριά 
και να την ακουμπούσε στις ομπρέλες 
των διαβατών ή στα κίτρινα αδιάβροχα 
των μηχανοδηγών. 

Βροχή και θλίψη 
κι ο αέρας της καρδιάς πιο επικίνδυνος 
απ' τον βοριά.
Κάποια στιγμή έξω έπαψε να φυσά 
κι η βροχή δυνάμωσε. 
Ο δικός της αέρας ασταμάτητος.
Δεν έπεσε αντίθετα μάλιστα 
συνέχισε να βάλλει το σώμα της,
να ταλαιπωρεί τις αρτηρίες, 
να φουσκώνει το αί­μα και να 
κινητοποιεί τη σκέψη.
Το άρμα της θλίψης με τις λασκαρισμένες 
του ρόδες κατάφερνε να κανοναρχεί την
ύπαρξη της.

Βγήκε στη βροχή. 
Έβρεχε κάμποσο. 
Βράχηκε πολύ βάρυναν τα ρούχα της, 
τα μαλλιά της, η επιδερμίδα της.
Δεν νοιάστηκε.
Έμεινε εκεί ως το βράδυ. 
Χωρίς σώμα, όνειρο, αυταπάτη.
Μόνο με τις αναπνοές της, τη θλίψη της
κι εκείνο το αυτοκρατορικό λουλούδι 
που έπεσε από το καλάθι της ποδηλάτισσας
και που κανένας δεν έσκυψε να πάρει 
να το γλυτώσει από τη σύνθλιψη 
παρά μόνο αυτή. 

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2025

Αν είχα

Αν είχα νύχια σουβλερά
τα μάγουλα σου θα κατέβαζα 
την ομορφιά σου να τσάκιζα 
σαν πικραμύγδαλο σε χωράφι ξένο .

Αν είχα γεμάτες τις τσέπες 
νομίσματα θα έριχνα 
στο βυθό της λίμνης 
ο έρωτας μας να πραγματώσει 
την πορεία του προς το φέγγος. 

Αν είχα σώμα εφηβικό 
σε νοτερά σεντόνια θα ξάπλωνα 
μαζί με τους ερωτιδείς της μπατανίας 
για να κυοφορήσω το υγιές 
μωρό της αγάπης. 

Αν είχα δρασκελιά μεγάλη 
σε στάδια θα έμπαινα 
στους διαδρόμους των δρομέων 
πρώτη να έκοβα το νήμα
που στην αγκαλιά σου θα με έφερνε. 

Αν είχα στέρνο πλατύ 
σε αλώνια θα έβγαινα 
το τρίκοκκο σιτάρι να θερίσω
ψωμί να μην λείψει ποτέ 
απ' το τραπέζι του αχθοφόρου. 

Αν είχα ακόνι για μυαλό 
τα ποιήματα που μου έγραψες 
θα αποστήθιζα 
στα αηδόνια να τα απάγγελνα 
κάθε αυγή.

Αν είχα πλούσια μαλλιά 
σκάλες θα έριχνα 
να φτάσω τον Θεό 
τις αμαρτίες σου να του εκθέσω 
μήπως και σε συγχωρήσω.

Αν είχα αμόλυντη ψυχή 
σε πηγές θα πήγαινα 
και σε απόκρημνους χειμάρρους 
να ξεδιψάσω κι εγώ μια φορά 
απ' την αρμύρα της αγάπης σου. 

Αν είχα πέτρα την καρδιά 
θα αψηφούσα το φιλί σου
που ως τα τώρα τις νύχτες 
τα όνειρα μου παιδεύει. 

Αν είχα όραση καθαρή 
σε μουσεία θα πήγαινα 
κρατώντας υπό μάλης 
την προσωπογραφια σου
δίπλα στα αγάλματα να την τοποθετήσω.

Αν δάκτυλα πιανίστα
μέσα στα πεντάγραμμα θα κατοικούσα 
τραγούδια να σου γράφω 
και συνθέσεις ονειρικές 
μαζί με την ορχήστρα των πουλιών.

Αν είχα βαρύ οπλισμό 
σε πεδία μαχών θα πήγαινα 
απ' τους εχθρούς να σε κερδίσω 
φωνάζοντας αέρα και 
"στάχτη να γίνεις σατανά."

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2025

Εκστρατεία

Πήρα πετονιά τ' αγκίστρι να δέσω 
για να μπορέσω να σε πιάσω. 
Μα εσύ μου ξέφευγες, βουρκώνεις, κλαις 
θολώνουν τα νερά και σε χάνω. 
Πόση θλίψη, πόσος πόνος
μέσα σου ζει;

Δάκρυα ποτάμια κι εγώ ξαστοχώ
Πούθε να σε πετύχω που διάφανος γίνεσαι 
σαν μέδουσα;

Άλλοτε πάλι στα απόνερα των πλοίων 
καταφεύγεις.
Ο κυματισμός μεγάλος και μου ξεγλιστράς.
Σ' ακολουθώ και κοπιάζω χωρίς ελπίδα. 
Με τα χέρια χωνί σου φωνάζω.

Στις βραχονησίδες καταφεύγεις 
καμουφλάζ με τα φύκια κάνεις, 
δεν σε βρίσκω. 
Βυθίζεσαι και ξάφνου ανεβαίνεις
ξερνάς αρμύρα, εκτινάξεις κάνεις 
και χορευτικά νούμερα σαν δελφίνι 
και να σε συλλάβω δεν μπορώ. 

Θα μείνω με την ανάμνηση σου,
βουτιές θα κάνω, κοράλλια θα ανεβάζω,
θησαυρούς σε κασέλες μα ποτέ εσένα.
Απομακρύνεσαι. 
Και να Θεός σε βλέπω να γίνεσαι τρίαινα 
να κρατάς και μέσα στις φουρτούνες
να με πνίγεις αργά δίχως έλεος 
με πεινασμένο στο στόμα φιλί.

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2025

Με το φως της αστραπής

Έναν κύκλο σχημάτισες γύρω σου, έναν 
κύκλο μικρής διαμέτρου κι ήρθε μια 
πεταλούδα και σου έφερε λιχνιστό το φως. 
Δες την πως χτυπιέται στα τοιχώματα 
και λάμψεις σκορπάει σαν λαμπάδα δίμετρη 
στο μανουάλι της άνοιξης.
Κοίταξε ακόμα πως λαμπυρίζει το σώμα 
σου, αρμαθιά από πυγολαμπίδες στη χλόη 
του Αυγούστου. 
Μια πεταλούδα μόνο έφερε κοντά σου μια ολόκληρη ηλεκτρισμένη πολιτεία, μια δενδροστοιχία από λεύκες ντάλα στον ήλιο κατορθώνοντας με μια κίνηση των φτερών 
να σκορπίσει μακριά τα όποια σκοτάδια. 

*
Ο στρατώνας ήταν άδειος.
Όλοι είχαν καταλύσει στα γύρω μικρομάγαζα.
Ακούγονταν το τσούγκρισμα των ποτηριών 
και τα τραγούδια. 
Οι μόνοι που έμειναν πίσω ήταν οι φρουροί.
Έβλεπες να βγαίνουν καθρεφτάκια 
από τις τσέπες, ξεδοντιασμένες χτένες,
νυχοκόφτες κι ασπρόμαυρες φωτογραφίες. 
Η ώρα κυλούσε αργά. 
Αυτοί απλοί φαντάροι απολάμβαναν την
μουσική που έρχονταν έως εδώ και ζήλευαν.
Μεθούσαν με το κρασί των άλλων κι όταν 
πήρε να παίζει τις βεργούλες το χόρεψαν
αντρίκια μπροστά από τη σκοπιά τους.
Μαχαίρια δέν έλαμψαν, το θηκάρι ευτυχώς
παρέμεινε γεμάτο. 

*
Αναθεμάτισε το φθινοπωρινό χαλί.
Μόλις είχε πέσει φαρδιά πλατιά στο έδαφος. 
Λέρωσε το λευκό της παντελόνι και το φουλάρι 
σκίστηκε στα δυο. 
Σηκώθηκε με δυσκολία, τον ουρανό διέσχισε 
μια αστραπή. 
Έπρεπε να φτάσει στο αυτοκίνητο επειγόντως. 
Εφτασε πώς θα οδηγούσε όμως που δεν μπορούσε;
Έβγαλε την κουβέρτα και κοιμήθηκε εκεί.
Χαράματα ήρθε ο σύντροφος της για να την
παραλάβει. 
Ένα χαλί φθινοπωρινό έκανε μεγάλη ζημιά:
Τρία κατάγματα, ένα στραμπούληγμα και
μια πτώση σπονδύλου. 
Μπαταρισμένη βγήκε από το χειρουργείο 
και παρά το ότι ήταν ζαλισμένη έγραψε 
πάνω στον γύψο έναν στίχο κάτι για πτώσεις
φύλλων και οστών μιλούσε. 

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2025

Το πολύχρωμο έντομο σε γνωρίζει

Τις μεγαλύτερες στιγμές της ζωής μου 
τις πέρασα μαζί σου.
Πες μου πώς γίνεται δύο μόνο ώρες
να ισούνται με μήνες, χρόνια κι ακόμα
ακόμα με χιλιετίες;
Πες μου ακόμα πώς είναι δυνατόν ένα 
μόνο φιλί να μαγεύει και να παραλύει 
το σώμα για τόσα χρόνια;
Δεν λυγίζω, σε συλλογίζομαι σαν έναν 
ώριμο λωτό που όσο κι αν τον γεύομαι 
τόσο τον αποζητώ. 
Έτσι κι η αγάπη σου. 
Μεγάλη σαν την κοιλάδα της πατρίδας
και γλυκιά σαν ένα όνειρο στο προσκέφαλο 
του Πρωτομάη. 

Είσαι ο σιδηροδρομικός σταθμός που 
κάτω από τους φανοστάτες του σμίγουν
φλύαρα ζευγαράκα. 
Πρόσεξε την Ξένια, την Αλίκη, την Μυρσίνη  
τον Αγησίλαο, τον Κωστή και τον Ορφέα 
με τι περιπάθεια κοιτάζονται κι αν έρθεις 
πιο κοντά θα δεις τα φτερά που φυτρώνουν
στους ώμους τους.
Άγγελοι γίνονται σε μια χώρα που δεν 
ξεχνά τους ήρωες της αλλά αντίθετα 
επιμένει να δένει βραχιολάκια για να 
θυμάται πεντακάθαρα τις μορφές τους. 
Μες τους ήρωες κι εσύ. 

Και τώρα αν δεν έρχεσαι λίγο με πικραίνει. 
Απλώνω το σάλι μου, ξεδιπλώνω σεντόνια, 
κόβω τα νύχια μου και ακούω συνεχώς 
βήματα απέξω. 
Ξέρω πως είναι μικρών παιδιών αλλά 
βαυκαλίζομαι πως είναι τα δικά σου. 
Αυταπάτη θα πεις μα αλίμονο είναι 
μονόδρομος.
Ψευδαίσθηση θα αντιτείνεις αλλά το 
πολύχρωμο έντομο που έχει γαντζωθεί 
στην κουρτίνα μου επιμένει να έχει 
άλλη άποψη κι αυτό σε γνωρίζει πιο καλά
απ' όλους και το πιστεύω. 

Πρωινή συντροφιά

Η κούπα που έπινες τον πρωινό 
σου καφέ έμεινε άθικτη εδώ.
Ξεράθηκε το κατακάθι στο βάθος.
Τα σχέδια στα τοιχώματα δυσδιάκριτα
μένουν κι εξήγηση ζητούν. 
Μια μάγισσα ή μια καφετζού θέλουν 
να τα βάλει σε τάξη. 
Δρόμοι, πολλοί δρομοι και στο επάνω 
μέρος μια καρδιά που εξακολουθεί 
να χτυπάει, η δική σου καρδιά. 

Ολοζώντανη εδώ την άφησες. 
Απορώ πώς κυκλοφορείς τώρα 
χωρίς αυτή. 
Πώς συντονίζεις το βήμα σου 
χωρίς τους χτύπους της.
Πώς κοντράρεσαι με το βοριά 
χωρίς τη δύναμη της. 
Και τέλος πως παραδίνεσαι (τάχατες)
στον έρωτα χωρίς τις αυταπάτες της
και σκληρά της ψεύδη. 

Μια καρδιά που τώρα μου ανήκει. 
Με όλου του κόσμου το χρυσάφι 
δεν θα την άλλαζα. 
Σε έχω.
Σε διατηρώ ακέραιο.
Σε σκουντώ για να ξυπνήσεις
και στην παραζάλη μου μέσα να μπεις.
Αχ πόσο θα ήθελα:
να με ακολουθούσες έστω μια φορά 
χωρίς προσκόμματα με το αμπέχωνο 
σου στον ώμο ριγμένο. 

Δεν θα σου την επιστρέψω. 
Σε ομηρεία θα την έχω.
Την διαφεντεύω όπως ένας κυνηγός 
την κάνη του όπλου του.
Όπως ένα παιδί το καινούργιο του
παιχνίδι. 
Όπως ένας λιποτάχτης τη φυγή του.
Δίδυμη την έκανα παρουσία μου. 
Με αυτήν αναπνέω. 
Με αυτήν ξεμπερδεύω τον μίτο
των ονείρων. 

Κι αν χαθώ μαζί μου θα την πάρω. 
Κοίτα πως έγιναν κάρβουνο τα χέρια 
με το να την κρατώ. 
Δεν θα τα παρατήσω όμως, οι πληγές 
με τον καιρό θα γιάνουν μα εσύ 
αν πάλι μου το σκάσεις, ούτε λόγος,
θα σε χάσω ολοκληρωτικά και τότε 
με ποιον θα πίνω τον πρωινό μου καφέ
και για ποιον θα μηδενίζω το κοντέρ
της λύπης;

Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2025

Εγκατάλειψη

Είμαι σαν ένα ερημοκκλήσι που
παλιά συχνά το λειτουργούσαν.
Ήταν περιποιημένο και καλαίσθητο. 
Κάθε που έμπαινε η άνοιξη το 
ασβέστωναν με χάρη, το
δάπεδο του το έπλεναν με περισσή 
επιμέλεια και από τις κανδήλες του
φρόντιζαν να μη λείπει ποτέ το λάδι 
και το φυτίλι.
Παπάδες με πετραχήλια και χρυσούς 
σταυρούς το επισκέπτονταν τακτικά 
και το έβγαζαν από την αφάνεια. 

Με τα χρόνια εγκαταλείφθηκε 
άγνωστο γιατί. 
Κάποιοι μίλησαν για ένα χωριό 
που καταποντίστηκε. 
Κανείς τώρα πια δεν το καθαρίζει 
και δεν το ασβεστώνει, κανείς δεν αγγίζει 
το σήμαντρο του και τα άγια βιβλία του. 
Έτσι έγιναν οι γωνίες του και το ιερό 
του βήμα καταφύγιο αραχνών και
τρωκτικών.

Στο έλεος της φύσης ζει.
Παγκάρι πια δεν έχει να αφήσεις 
τον οβολό σου.
Κεριά δεν διαθέτει για να στείλεις 
ψηλά την προσευχή. 
Κι ούτε λόγος για ευαγγέλια με 
κατάνυξη να κοιτάξεις τον ουρανό 
πέρα και πάνω από τα θόλο του.

Μόνο μια αγέλη λύκων κάποτε 
πριν χρόνια έφτασε εδώ και 
φωλιά έστησε εκεί κοντά. 
Τσαλαπατήθηκαν οι εικόνες του.
Έσπασαν τα στασίδια του.
Το τέμπλο του στο σαράκι παραδόθηκε. 
Και η ιερή του πύλη γέμισε 
φύλλα και ακαθαρσίες. 

Έτσι κι η ψυχή μου
με αυτό το ερημοκκλήσι μοιάζει. 
Σκέπη δεν έχω να απαγκιάσω και 
να ακουμπήσω το φόβο μου.
Το σήμαντρο του κατέρρευσε 
κι η καμπάνα του θάφτηκε στη γη.
Πώς να καλέσω σε βοήθεια;
Αντίδωρο πώς να μοιράσω τώρα 
που ο ουρανός οικτρά με εγκατέλειψε 
και στα θηρία βορά με παρέδωσε.

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2025

Αξόδευτα ποιήματα

Στο στρίφωμα του φουστανιού μου
κρύβω τα ποιήματα.
Αυτά που δεν θέλω να διαβάσεις. 
Τα επικηρυγμένα ίσως και τα καλύτερα. 
Γι αυτό με βλέπεις να καμμπουριαζω
όταν φτάνω να μπω στο μονοπάτι σου.
Με τραβάει η γη.
Με ζητάει το χώμα 
Θα τους ξεφύγω τάχατες;

*
Κόλλησε το χέρι μου στο πόμολο 
της εξώπορτας. 
Λες κι είχα αγγίξει μέλι ή ρετσίνι
ή κόλλα αλευριού που φτιάχναμε 
τους χαρταετούς κάποτε. 
Δεν μπορούσα να το πάρω από εκεί. 
Έμεινα λοιπόν ώρες να παρακολουθώ 
τις κινήσεις σου πίσω από την κουρτίνα. 
Σήκωνες τα χέρια ψηλά και πέρα-δώθε 
σαν να διεύθυνες μια φανταστική ορχήστρα.
Κι όμως να που το έκανες.
Η μουσική κατά κύματα έφτανε ως εδώ
σάν το ρυάκι στο χωμάτινο δρομο
Τράβηξα το χέρι με δύναμη από το πόμολο, 
λεφτερώθηκα 
Έπαψε η μουσική 
Είχες φύγει τρέχοντας από την πίσω πόρτα. 

*
Ήταν μια υγρή μέρα. 
Είχε βρέξει για τα καλά τη νύχτα. 
Στα όνειρα μου είχαν έρθει οι κεραυνοί
και τα είχαν αποψιλώσει από το σώμα μου.
Τα χρειαζόμουν τόσο πολύ αυτήν την χωρίς
ήλιο μέρα.
Κυρίαρχος εσύ παντού στα νυχτερινά 
μου περπατήματα. 
Μόνη τώρα προσπαθώ να τα συναρμολογήσω. 
Είμαι κακή στο μοντάζ όμως. 
Ίσως να φταίνε και τα πουλιά που
τα τσιμπολογούν ασταμάτητα. 
Φοβάμαι μην πεθάνουν θάνατο γλυκύ
σαν κι αυτόν τον δικό μου.

Ο κάκτος μου πέταξε ένα εντυπωσιακό 
ροζ λουλούδι, ένα χωνάκι υπόσχεσης. 
Ζει μόνο μια μέρα. 
Άδικο να χάνεται έτσι τόσο γρήγορα 
η ομορφιά, να σβήνει το χνάρι της
σαν στιγμιαία αιώρηση πεταλούδας.
Αν ζούσα μια μέρα κι εγώ όπως αυτό
θα την αφιέρωνα αποκλειστικά 
στην ποίηση των αφανών και στην
ποδηλασία κι ας μην είμαι καθόλου όμορφη. 

Το γιατρικό

Και το πιο μικρό νυχάκι σου
μου ανήκει. 
Και το τελευταίο κύτταρο σου
είναι δικό μου. 
Σε ορίζω.
Σε ελέγχω. 
Μα να σε διαβάσω δυσκολεύομαι. 
Γραφή πυκνή δυσανάγνωστη. 
Την ερευνώ δεν μου δίνεται.
Σαν κείμενο αρχαίο την πλησιάζω,
αρχαιολόγος ριγμένος στα κιτάπια του.
Μα δεν μπορώ φωτεινό πάλι να σε έχω. 

Κάποτε ανοιχτό ήσουν βιβλίο,
πεντακάθαρο.
Σε ήξερα καλά 
Σε αποστήθιζα με την πρώτη. 
Τώρα το μαστίγιο του χρόνου 
σε άλλαξε ολοκληρωτικά. 
Προσπαθώ να το παραμερίσω,
να το δω να φεύγει, να το πετάξω 
μακριά, να το φυγαδεύσω στο άγνωστο. 
Δεν τα καταφέρνω. 
Αντίθετα το νιώθω να με χτυπά 
και να με καταδιώκει να μην με αφήνει
στην πηγή σου μπροστά να σταθώ 
και αχ πόσο σε διψάω. 

Δίψα σφοδρή. 
Ξερά τα χείλη. 
Τσιγάρο που τελειώνει κι αφήνει 
μια στυφάδα στο στόμα. 
Σε διψάω δίπλα. 
Πικραίνομαι, πισωπατώ μα δεν
απομακρύνομαι .
Δεν ξέρω αν θα σε κατακτήσω 
αλλά θα έρχομαι, άρρωστος που 
ζητάει γιατρειά πέρα από τα φάρμακα 
και τις συνταγές. 
Το γιατρικό εσύ 
Η ίαση το φιλί που δεν σου έκλεψα. 

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2025

Οξυγόνο

Το πικρογέλιο σου με αναστατώνει 
με κάνει να θέλω να σπάσω 
τα κάγκελα και τις σιδεριές 
που μας χωρίζουν.
Πουθενά δεν είδα αλλού ένα τέτοιο 
γέλιο, ένα τέτοιο θλιμμένο πρόσωπο 
που θέλει τόσο να αποδράσει από το 
ακατόρθωτο, το άβολο μη.

Να αρπάξω το χέρι σου
και να χαθούμε. 

Γι' αυτό σε θέλω.
Γιατί πέρασα από όλα τα μουσεία
της γης, από όλες τις εκθέσεις 
και αντίγραφο σου δεν βρήκα. 
Μοναδικός και μόνος σαν πληγωμένο 
από τη θαλασσοταραχή πλοιάριο 
που δοκιμάζει να βγει στη στεριά 
χωρίς τιμόνι και καπετάνιο.
Κι όμως επιμένει. 

Να αρπάξω μια σου λέξη 
και να λυτρωθώ.

Χρόνια σε σκοτώνω.
Χρόνια καθορίζω τι θα πεις, αν θα ανασάνεις 
αν θα πετάξεις μακριά, αν θα χαθείς. 
Ίσως κι από εκεί κι η θλίψη σου.
Αχ! Πως σου πάει όμως. 
Κι εγώ που για χρόνια ολόκληρα 
έζησα μέσα στα παραμύθια πώς 
την θλίψη σου να γιατρέψω;

Να αρπάξω ένα σου βλέμμα
κι ας μην υπάρξω. 

Ένα σου βλέμμα σου μόνο να έχω,
από το χέρι να σε βαστώ
κι απ' τα λόγια σου να κρατιέμαι
κι αυτό μου φτάνει. 
Τίποτα άλλο. 
Τότε θα είμαι ευτυχής.
Αχ! Πόσο απέλπιδα σε κυνηγώ. 
Πόσο λαχταρώ μέσα στο υπερβατό 
των ονείρων σου να μπω και 
κατάσαρκα να τα φορώ και 
σαν οξυγόνο να τα χρειάζομαι. 

Imayo με "σπάσιμο"

Δύο ποιήματα σε ένα 
με συλλαβισμό 7/5, 7/5, 7/5, 7/5.

Πυκνή πλέξη στη μπλούζα-
πλεξίδα μονή 
αρχοντική η υφή 
καθαρό σχήμα 
νοσταλγικό το ρούχο 
έργο θαυμαστό 
καμαρωτό κορίτσι 
τα χέρια άξια. 

*
Αραιή η πλέξη του-
το χρώμα λευκό 
μεγάλο έργο τέχνης
μουσειακό είδος 
προβάλλουν καρδούλες 
μπάλες και ρόμβοι 
των ματιών καταφύγιο
επίπλων ξόμπλι. 

*
Θαυματουργά τα χέρια-
καρέ και σεμέν 
γεμάτα τα συρτάρια 
οι πλέξεις σφιχτές 
προικιά της πρώτης κόρης 
το χρώμα λευκό 
θαυμάζει η γειτονιά 
Ο κόπος πολύς.

*
Αεικίνητα χέρια-
το νήμα τρέχει 
καμαρωτά τα μάτια 
η πλέξη πυκνή 
καινούργιος ένας πόντος
σφιχτό το σχήμα 
απαλές οι κινήσεις 
σχέδιο με άνθη.

*
Παραμύθια μας λέει-
πλούσια τα λόγια 
γιαγιά δίπλα στο τζάκι 
η πλέξη πυκνή 
ζακέτα για το κρύο 
χρώμα του χαλκού 
πολύπλοκο το σχέδιο 
όμορφη όψη. 

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2025

Η κιβωτός

Θάμπωσαν τα κρύσταλλα των ματιών μου 

Έρχεται χειμώνας βαρύς 
Στράγγιξα φως του ήλιου 
από τις θελκτικές ηλιαχτίδες του Ιούλη 
και το έκλεισα ερμητικά 
σε μωβ δαντελένια σακουλάκια 
για να το φέρνω κοντά μου 
όταν απειλεί τη ζωή μου η συννεφιά. 
και το κακό της θλίψης πετράδι 
παράπλευρα την βάλλει. 

Έρχεται κρύο πρωτόγνωρο 
Έδρεψα ευωδιές από το γιασεμί και το 
νυχτολούλουδο κατά τις βραδινές 
εξόδους μου στα θερινά σινεμά 
και τις έκλεισα σε πήλινους 
αμφορείς για να μοσχοβολάν οι κήποι
μου όταν το χαλάζι και το χιόνι 
θα ρημάζει τους τόπους της φαιδράς
πορτοκαλέας. 

Έρχονται πλημμύρες και λασποβροχές 
Μάζεψα χρυσάφι από τους ηλίανθους 
και απ' τα στάχυα και το έκλεισα
σε σταμνιά χωμάτινα για να μπορέσω 
να επιζήσω όταν τη ζωή μου 
θα την απειλεί το ψυχρό χέρι του θανάτου 
μα κι όταν το καπνισμένο από το φούμο 
προσωπείο του σκότους θα παρεισφύει 
στη γαλήνη του σπιτικού μου. 

Τέλος άφησα τους σπόρους. 
Δεν ξέχασα τους σπόρους τους έμπιστους 
μου φίλους. 
Συνέλλεξα πολλές αρμαθιές. 
Αυτούς τους έβαλα κατευθείαν 
στην κιβωτό της καρδιάς για να μην 
ξεμείνει στιγμή το περιβόλι του κόσμου 
και τα παιδιά ολης της γης απ' τα κάθε
λογής καλούδια και τα πολλά μυρωδικά. 

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2025

Ο μόνος σύμμαχος

Στο είπαν οι μαντατοφόροι 
πως όσο και να τρίψεις την πέτρα 
δεν λευκαίνει. 
Τι κι αν την μουλιάζεις στο νερό
για να αφαιρέσεις τα μούσκλια 
και την παχιά λάσπη τίποτα δεν 
καταφέρνεις παρά μόνο να την
πληγώσεις ανεπανόρθωτα. 
Από την πολλή σαστιμάρα πρόσεξε 
καθώς την πλησιάζεις 
σε δυο κομμάτια μην την κόψεις. 
Άλλαξε ρότα. 
Κάνε την καρδιά σου πέτρα 
και χάιδεψε την ως άλλη ερωμένη. 

Πονούν πιότερο τα πράγματα 
κι από τον δικό σου πόνο. 
Τις φλέβες της κράτησε τες ακέραιες.
Παίξε μαζί της αμάδες. 
Ζωγράφισε την.
Πλάγιασε την στο κεφάλι προσκέφαλο 
σου να γίνει κι όνειρο. 
Αυτή σου χαρίστηκε προσώρας. 
Δικό της γίνε σώμα και μέσα στη
φθαρτή σου φύση μπες κι ανέπνευσε 
βαθιά μέσα από τους πόρους της.
Μπορείς. 
Μόνο μην προσπαθήσεις να την στύψεις. 
Άλλος δεν θα σου δοθεί σύμμαχος 
συμπαγής στο ταξίδι σου προς την γλυκιά 
αυταπάτη εκτός από αυτήν 
Γλύπτης της γίνε και συμπαίκτης
και συγχώρεση ζήτα της κι αυτή θα τρέξει. 

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2025

Οι θάλασσες των ματιών σου


                για τα γενέθλια σου

Στα δυο γαλάζια μάτια σου 
κοριτσάκι μου συναντήθηκαν 
δυο θαλάσσια ρεύματα. 
Το ένα ψυχρό να σε δροσίζει 
και να σου καθαρίζει το ελεύθερο 
σου πνεύμα αποβάλλοντας κάθε 
τι ευτελές. 
Και το άλλο θερμό να σε ζεσταίνει 
τις κρύες νύχτες του Γενάρη και
μάγικα να σε πηγαίνει σε μέρη 
αίθρια που έχει πάντα καλοκαίρι
και ένα συνεχές τρεχαλητό πάνω 
στην χρυσή σαν κι εσένα άμμο. 

Όμορφα τα συνταιριαζεις κοριτσάκι 
με τον αλάνθαστο δείκτη του μυαλού σου
και με την ακριβή σου ζυγαριά. 
Δεν φοβάσαι προχωράς με βηματισμό 
νεαρού ελαφιού .
Στις δροσερές ανάσες μέσα ζεις 
και υπάρχεις με ένα λεπτό ζακετάκι 
στον ώμο να μην κρυώσεις κοριτσάκι 
και μου λυπηθείς.
Στις καυτές νεφέλες πηγαίνεις 
μα δεν πλανάσαι 
με ένα κοχύλι στο χέρι για οδηγό 
και για πυξίδα εξερευνάς ο,τι εγώ 
δεν σου έμαθα ακόμη ή δεν αξιώθηκα. 
Όλα για μένα εσύ.
Όλα για σένα εγώ.
Μια κρύπτη στην καρδιά μου σου φυλάω 
εκεί να έρχεσαι κι από τα θησαυρίσματα σου
περηφάνια να γεμίζω και χαρά. 

Σχεδιάσματα 17σύλλαβες ανάσες

                             στην κόρη μου 

Σαν περιστέρι 
που ψάχνει να βρει ταίρι 
σκιρτά το κορμί. 

*
Κίτρινα φύλλα 
χαλί του φθινοπώρου 
χρατς χρουτς ο ήχος. 

*
Γλυκός ο ύπνος 
αηδονάκι της νύχτας 
νανούρισέ με.

*
Χρυσός ο σταυρός 
πολύτιμη η πέτρα
λευκός ο λαιμός. 

*
Πλέουν καράβια 
το κύμα θυμωμένο
θε' να τα πνίξει. 

*
Μια ανεμώνη 
σε παιδικό χεράκι 
τίποτα άλλο.

*
Το άγαλμα ζει 
χρόνια μόνο στο πάρκο 
συντρόφεψέ το.

*
Πλέκει γαϊτάνι 
μικρή μια αραχνούλα 
τη φυλακή της.

*
Κόντρα στο ρεύμα 
του ποταμού πηγαίνει 
κι απλωτές χτυπά. 

*
Μες απ' τα κάδρα 
ακοίμητες γιαγιάδες 
παραμύθια λεν. 

*
Μέσα στα δάσος
οι κότσυφες λαλούνε 
άρπες του Θεού. 

*
Ξυλίκι παίζουν 
παιδιά μέσα στους δρόμους 
χρόνι' αλλοτινά.

*
Μάτια σαΐτες 
ανελέητα χτυπούν 
άοπλες καρδιές.

*
Δεν ξημερώνει 
χρωματιστά η νύχτα 
γάντια απλώνει. 

*
Μωβ κυκλάμινο 
μέσα στο θυσιαστήριο 
ο αμνός λείπει. 

*
Γεύση κανέλας 
στο δέρμα που άγγιξα 
καημούς ξυπνάει. 

*
Κόκκινη γραμμή 
ακινητεί το πόδι 
μπροστά ο γκρεμός 

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2025

Θετικοί δεν υπάρχουν δρόμοι αν δεν ψαχτείς

Πρόσεχε το σώμα σου. 
Μην το αφήνεις να κατρακυλήσει 
στην αδηφάγα λήθη.
Στη λήθη τα σώματα πεθαίνουν 
διπλό θάνατο και ύστερα για χρόνια 
ολόκληρα σέρνονται στο στερέωμα 
αδρανή, αδιάφορα και άκαμπτα. 
Κάνεις δεν βρίσκει την τόλμη 
ή την παλικαριά να τα ενταφιάσει
για να γλιτώσουν από τη σήψη
και τον εκμαυλισμό.

*
Μην κόβεις τις ανεμώνες του χειμώνα. 
Είναι τα σκουφάκια που φορούν 
τα νεκρά παιδιά για να ζεσταίνονται. 
Δεν έχει ήλιο εκεί που ζουν παρά 
μονάχα έναν διαρκή συννεφιασμένο ουρανό. 
Πώς να ζήσουν λοιπόν αν τους
πάρεις τα λουλούδια την μόνη τους
απαντοχή που με το μητρικό 
μοιάζουν χάδι και με το πατρικό φιλί. 

*
Μάθε να κλαις. 
Τα δάκρυα εκτός από ασπίδα και λύτρωση
σε βοηθούν να δεις με το δυνατό φακό τους
πίσω από τα σκοτάδια σου.
Αν δεν λυγίσεις, γρήγορα από μπουνάτσα 
θα το γυρίσει σε τρικυμία κι εσύ 
αγκυροβόλιο δεν θα βρίσκεις παρά 
με βαρκάκι θα μοιάζεις που αδυνατεί 
με κόντρα άνεμο να μπει στο λιμάνι
για να ξεφορτώσει την καλή ψαριά. 

*
Μάθε να δίνεσαι ολοκληρωτικά
στον έρωτα, στη ζωή, στο θάνατο 
και στη δημιουργία. 
Μην διαλέγεις τον πλάγιο δρόμο 
παρά μόνο την διπλοφωτισμένη ευθεία
να ακολουθείς που γυμνό θα σε οδηγήσει 
στα άγια επί γης πάθη εξυψώνοντας σε 
πέρα και πολύ πάνω από τις ανθρώπινες 
που σου έμαθαν συνθήκες. 

*
Να ξυπνάς πάντα πριν τα χαράματα. 
Μην αφήνεις τον ύπνο να σου στερήσει 
το καταπραϋντικό λυκαυγές. 
Στο λυκαυγές και κάτω από τη συμφωνική 
ορχήστρα των κοτσυφιών γράφονται 
τα πιο αληθινά ποιήματα μακριά πολύ 
από το λουστραρισμένο ψεύδος των λέξεων
που καταποντίζουν έξωθεν το πνεύμα. 

Να φοβάσαι τα ποιήματα που δεν γράφτηκαν 
και λαρυγγισμοί γίνονται στον ύπνο σου.