Αν έρθεις στο σπίτι μου και ξύσεις
με το νύχι σου την επιφάνεια του
τοίχου στην κάμαρα μου θα βρεις
τρεις στρώσεις μπογιάς:
Μια λουλακί.
Μια ροζ.
Μια λευκή.
Το λουλακί αντιστοιχεί στους
χρόνους που απομονωμένη έζησα
κοντά στη θάλασσα εκεί όπου στα ύστερα,
στης άμπωτης τους καιρούς, σάβανο
τη φόρεσα μπρος στα απανωτά πένθη
της οικογένειας και στις δικές μου μικρές
αποδημίες.
Το ροζ αντιστοιχεί στους εφηβικούς
έρωτες που μούσκευαν το μαξιλάρι μου
κι η μαμά το έπαιρνε και το στέγνωνε
στον ήλιο κι άλλοτε πάλι με την ιδια την
ανάσα της χωρίς ποτέ να ξεστομίσει λέξη.
Το λευκό αντιστοιχεί στις λευκές μου
νύχτες όταν νυχοπατούσα κι έβγαινα
στο μπαλκόνι να δω την πανσέληνο κι
αυτή γενναιόδωρα μου χάριζε μια δέσμη
με αχτίδες που ως τα σήμερα τις φυλάω
μέσα στα κλειστά σεντούκια της εισόδου
που εσύ αδικαιολόγητα κρατάς τα κλειδιά.
Ίσως να φοβάσαι τα ολόγιομα φεγγάρια
αλλά ίσως κι εμένα που δεν θα άντεχες
ποτέ να με δεις φωταγωγημένη σαν τις
εκκλησιές τότε που καταφθάνει το φως
από τους ουρανούς με τη συνδρομή των
άσπρων περιστεριών που σαν παιδί
σημάδευες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου