Κυριακή 22 Ιουνίου 2025

Ιπτάμενες λέξεις

Δεν κοιμάμαι και γράφω ποιήματα. 
Ξενυχτάω και στήνω ξόβεργες 
όχι για να πιάσω κανένα ορτύκι 
ή καμιά ανύποπτη μπεκάτσα αλλά 
για να συλλάβω τις ιπτάμενες λέξεις 
που ξεφεύγουν από τα στόματα 
των αγγέλων σαν προσευχή πριν 
πέσουν για ύπνο. 

Αναστάσιμο άγγελμα

Το κωδωνοστάσιο απείχε τριάντα 
μέτρα περίπου από το τελευταίο σπίτι.
Κάθε απόγευμα στις τρεις ή ώρα 
ακριβώς έρχονταν ένας άγγελος 
ξυπόλητος και χτυπούσε τις καμπάνες
με φρενήρη ρυθμό. 
Ξεσηκώνονταν η πόλη , ξεσηκώνονταν 
η γειτονιά και τα γύρω προάστια. 

Έτρεχε έντρομος ο κόσμος
στις πλατείες, στις εκκλησίες, 
στα καφέ για να σωθεί. 
Μην ήταν σεισμός, μην ήταν φωτιά,
μην ήταν επιστράτευση και πόλεμος;
Μεγάλος χαλασμός και μια γενικότερη 
ανακατωσούρα έπλητε την περιοχή. 

Ο νεωκόρος τραβούσε τα μαλλιά του.
Αναθεμάτιζε τον ύπνο που δεν 
τον άφησε να διώξει μακριά τον 
απρόσκλητο επισκέπτη. 
Με κεριά αναμμένα στα χέρια έκανε 
το σημείο του σταυρού προς τη μεριά 
της ανατολής. 
Δεν είναι άγγελος αυτός έλεγε αλλά 
καθαρά ο έξω από εδώ. 
Καλούσε την πόλη να προσευχηθεί. 
Καλούσε τον λαό να νηστέψει και να
ορκιστεί συνεργασία και πίστη. 

Κανείς δεν τον άκουγε. 
Η κλίμακα της φωνής του χάνονταν 
μέσα στον άλαλαγμό και στην υστερία
του πλήθους. 
Κάθε απόγευμα στις τρεις ακριβώς 
επαναλαμβάνονταν το ίδιο σκηνικό .
Ο νεωκόρος τρόχιζε μαχαίρια, έβαζε 
ξυπνητήρια, απειλούσε. 
Τίποτα όμως δεν έβγαινε, ο άγγελος 
έρχονταν ξυπόλητος πάντα και τάραζε 
τα νερά. 

Ώσπου μία μέρα ο άγγελος δεν φάνηκε. 
Ο νεωκόρος έτριβε με ικανοποίηση 
τα χέρια του κι ένα γελάκι ξέφευγε
από τα χείλη του .
Νικήθηκε το κακό αποφαίνονταν 
Η χαρά του όμως δέν κράτησε πολύ. 
Κατέφθασε η νύχτα αφέγγαρη και χωρίς 
ούτε ένα αστέρι. 
Ο κόσμος αλαλάζοντας σκόνταφτε στους 
θεοσκότεινους δρόμους. 
Οι μανάδες έκρυβαν αναστατωμένες 
τα παιδιά κάτω από τις ποδιές τους.
Το έρεβος κατοίκησε στις καρδιές. 

Κι έπειτα ήρθε η μέρα και χιόνισε 
καταμεσής του θέρους. 
Όλοι σταυροκοπιούνταν και παρακαλούσαν 
να έρθει πίσω ο άγγελος. 
Ο νεωκόρος δεν προλάβαινε να ανάβει 
τις λαμπάδες. 
Εισακούστηκαν ύστερα από ένα μήνα. 
Ο άγγελος τους επέστρεψε. 
Κανείς δεν τον φοβόταν τώρα. 
Αντίθετα μάλιστα το χτύπημα της καμπάνας 
τους χαροποιούσε σαν αναστάσιμο άγγελμα 
Ο άγγελος δεν τους εγκατέλειψε ποτέ ξανά. 
Το κωδωνστάσιο στολίστηκε με βάγια. 
Μόνο ο νεωκόρος αλλαξοπίστησε γιατί 
πολύ φοβούνταν τους αγγέλους και τις
γραφές.

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2025

Σαν όνειρο

Το φίδι ήταν κουλουριασμένο μπροστά 
απ' την αυλόπορτα.
Ξαπλωμένο κοιμόταν πάνω στις πλάκες 
της εισόδου. 
Στις πλάκες ήταν σχεδιασμένο με βότσαλα 
ένα ψηφιδωτό. 
Ένας ταύρος μαινόμενος που απ' τα ρουθούνια 
του έβγαινε -μέσα από δύο στήλες θυμού-
όλη η οργή του για τα ανθρώπινα τερτίπια. 
Οι ταύροι δεν αγαπούν ως γνωστόν 
καθόλου τα φίδια. 
Οι ταύροι τα μισούν όπως κσι το κόκκινο 
πανί της αρένας και τους ταυρομάχους. 
Ο δικός μας ταύρος σαν πήρε χαμπάρι το φίδι 
αντέδρασε αμέσως. 
Σήκωσε το αριστερό του πόδι  κι άρχισε 
να το κλωτσάει με μανία. 
Το φίδι εξακολουθούσε  να κοιμάται. 
Δεν σάλεψε, δεν πήγε παρακεί, δεν σύρθηκε 
να φύγει. 
Ο ταύρος επέμενε, μαίνονταν κι γη ταράζονταν. 
Δύο ψηφίδες αποκόπηκαν βίαια κι έφτασαν 
ως το απέναντι πεζοδρόμιο. 
Το φίδι επιτέλους σάλεψε αποχαιρετώντας 
τον μακάριο ύπνο.
Σύρθηκε κι έκανε να φύγει. 
Άλλη όμως ήταν η αιτία της αποχώρησης του.
Ακριβώς απέναντι στο παγκάκι του δρόμου 
μια μητέρα θήλαζε το μωρό της. 
Το φίδι πεινούσε πολύ. 
Ο ταύρος ρουθούνιζε ασταμάτητα. 
Η μητέρα απορροφημένη από τον θηλασμό 
δεν πρόσεξε το φίδι ούτε κι άκουσε τους 
προειδοποιητικούς βρυχηθμούς του ταύρου. 
Η μητέρα λες και ζούσε όνειρο.
Πήρε την ασφυκτική μέγγενη του φιδιού 
σαν το πλησίασμα του αντρός της.
Το μωρό δεν έκλαψε η μητέρα μόνο ούρλιαξε
δυνατά αποχαιρετώντας μας με μια κλίση 
του κεφαλιού προς τον ώμο. 

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2025

Αναμέτρηση

Τα νύχια της συχνά ξεφλούδιζαν 
 κι έσπαγαν σαν τους φλοιούς 
ενός γέρικου δέντρου στο αντίκρυ 
πάρκο. 
Δεν ήταν πως της έλειπε κάποιο
συστατικό από το σώμα, ασβέστιο 
ή κάτι άλλο.
Ήταν που θρυμμάτιζε και συσσώρευε
κρυστάλλους αλατιού στο ορυχείο 
της μνήμης από νεαρή κιόλας ηλικία. 
Ο έρωτας καλά να μένει φυλαγμένος 
στο πάνω πάνω ράφι μαζί με τα πλούσια 
εκθέματα και σε περίοπτη πάντα θέση. 
Κανένας άνεμος λησμονιάς να μην τον
πλησιάσει κι οξειδωθεί υποκύπτοντας 
στην επιδρομική πορεία της λήθης 
που μεσα σε μιαν αρχέγονη πάλη 
θάνατο σπαρακτικό μπορεί να επιφέρει 
στις κλειδώσεις.

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2025

Ένα αέναο καλοκαίρι θα σου φέρω

Σου κρατάω μια γωνιά ζεστή 
για να έρχεσαι. 
Εσύ που αντιπαθούσες τους
χειμώνες και ποτέ κρύσταλλα 
δεν φύτρωσαν στις στέγες 
των χειλιών σου, εδώ να σταθείς 
για μακρινά ταξίδια να μιλάς
κι αδιάλειπτα να με αγαπάς
σαν όπως εσύ μοναδικά γνωρίζεις. 

Κοντά μου να σταθείς. 
Σαν παιδί να παρακαλάς 
να σου χαρίσω εκείνο το τρενάκι 
με τα εφτά βαγόνια πάνω στις 
ράγες του μαζί μου να κυλάς
χωρίς μηχανοδηγό παρά μονάχα 
με τις βουλές του μυαλού σου
και την πνοή από την απαλή ανασεμιά μας.

Συγχώρεσε με αν αργοπόρησα λίγο. 
Είναι που φτυάριζα της μοναξιάς 
το χιόνι από τα σταυροδρόμια 
που κάποτε σε περίμενα. 
Άλλαξαν οι καιροί αγάπη. 
Όλα για εσένα πλέον γυρίζουν. 
Βύθισα βαθιά μες στη γη 
τις κρύες κουπαστές εκεί 
που πάνω τους κατοικοεδρευαν 
το νυσταγμένο κοράκι και
το ματωμένο από τις μάχες 
δρεπάνι μιας απεχθούς 
γενιάς που σε εκδίωξε από 
τον κύκλο της ζωής πάνε χρόνια τώρα. 

Εδώ το καλοκαίρι και η ξεγνοιασιά. 
Εδώ η πικροδάφνη και τα βαριά αρώματα. 
Δεν έχεις τίποτα λοιπόν να φοβηθείς. 
Σε έναν μεγάλο ασκό έκρυψα 
τις παγωμένες βλεφαρίδες 
του χειμώνα ίσα να με κοιτάζεις 
χωρίς εμπόδια στά μάτια
και να με θέλεις με ένα πόθο 
πρωτόφαντο χωρίς το κρύο χνώτο 
του θανάτου να μας διχάζει. 

Συμμετέχει στο δρώμενο 
" Ένα ποιημα για το καλοκαίρι."

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2025

Αντί τίτλου

Έρχεσαι πάντα νύχτα.
Κατράμι τα χέρια σου και πώς
θα βρω το μικρό σου δάκτυλο 
που σου πέρασα κάποτε 
το δακτυλίδι των αρραβώνων;
Κατράμι τα μάτια σου 
και πώς να αγγίξω τις λίμνες σου
που από μέσα τους αναδύονταν 
στοιχισμένες οι μικρές νεράιδες 
των παραμυθιών;
Κατράμι ο αυχένας σου
που πάνω του έβρισκαν χώρο άπλετο 
για να ξεκουράζονται οι πονεμένοι 
μου καρποί και τώρα πού να εφορμήσουν;
Κατράμι οι μηροί σου και με αφήνουν 
ανέραστη να παρακολουθώ 
την τρελή πορεία των οχημάτων 
σε εκείνη την λεωφόρο που
με πρωτοκοίταξες κάποιο 
μακρινό απόγευμα Κυριακής. 
Κατράμι ο θώρακας σου εκεί 
που πέρναγες τα φυσεκλίκια 
κι άναβαν στα βουνά του δειλινού 
οι φωτιές για να φωτογραφίζονται 
τα νεαρά ζευγάρια με ζωντανά 
χρώματα παρμένα απ' τις σπίθες τους.
Κατράμι τέλος η καρδιά σου 
που έβρισκαν φωλιά τα αηδόνια 
και οι κοκκινολαίμηδες κι απίθωναν 
εκεί τα αυγά τους έτσι που ο κόσμος 
να μπαίνει στο γλέντι ξανά 
και να κερδίζει πόντους η ομορφιά 
στη σκακιέρα της ζωής. 
Έρχεσαι πάντα νύχτα 
κι εγώ ξεχασμένη στην απέναντι όχθη 
ενός βουερού ποταμού πώς να
σε συναντήσω που έκοψες τα 
γεφύρια όλα με την ορμή 
των δακρύων σου;

Τρίτη 10 Ιουνίου 2025

Λουλούδι υπόσχεσης

Ασπρίσαν τα γένια σου
τα μαλλιά σου ψαρά. 
Ανοίγεις το ψυγείο 
παίρνεις ένα φρούτο. 
Κρουστή η σάρκα του
τα κουκούτσια ανυπάκουα. 
Ισχνό το κορμί σου
και μου δίνεται. 
Χωράς να περνάς 
ανάμεσα από τα δάκτυλα μου
χωρίςνα πέφτεις. . 
Σαν άρπα εγώ σε κρατώ 
που ξέρει να παίζει 
ερωτικούς μόνο σκοπούς 
και βαθυγάλαζα τραγούδια. 

*
Έσπασε ο αμφορέας 
κι από την κοιλιά του
ξεχύθηκε ρυάκι το χρυσάφι. 
Πήρα να σου φτιάξω στολίδια 
δεν τα θελήσεις. 
Κάτι σαν αργότερα 
είπες με το στόμα κλειστό. 
Αποξεχαστηκα να σε κοιτάζω. 
Μέτρησα την αξία σου 
και τρόμαξα. 
Ένα ολόκληρο μουσείο 
με αμφορείς δεν θα μου έφτανε. 

*
Περπατώ στους δρόμους 
την ώρα που ησυχάζουν 
οι λεωφόροι κι ελάχιστοι 
είναι οι πεζοί που 
αναμετριούνται 
με τη νύχτα κρατώντας 
ένα λουλούδι υπόσχεσης. 
Δεν το παίρνω γιατί 
πάντα στη πρώτη γωνία 
βρίσκω ξεπαγιασμένο 
τον καστανά με σβηστή 
τη φουφού του και εγώ 
θα πρέπει να τον ξυπνήσω 
χτυπώντας δυνατά 
παλαμάκια. 
Δυο χέρια έχω άλλωστε
και πώς να τα καταφέρω;. 

*
Δεν αγαπάω την εποχή 
που μισεύουν τα χελιδόνια. 
Κουράστηκα με τους
αποχαιρετισμούς
Από παιδί όλο και κάτι 
θα μου έφευγε...
Πότε ένας πόντος στην κάλτσα,
πότε ένα μη προγραμματισμένο 
τρένο. 
Μισώ τα φθινόπωρα  
που σε έφεραν εδώ. 
Πένητας που εκλιπαρεί 
για ένα φιλί αξόδευτο. 

Σάββατο 7 Ιουνίου 2025

Μια υπερκόσμια ήσουν λάμψη

Μια καταιγίδα από αστέρια 
έπεσε απόψε στη γη.
Αδιαφορούσα, έκανα πως
δεν έβλεπα κρυμμένη πίσω 
από τα δίχρωμα φύλλα της λεύκας. 
Ώσπου ένα από αυτά ήρθε 
και στάθηκε μέσα στην υγρή μου
παλάμη δικαιώνοντας την τρελή 
του πορεία και την απόφαση του
για ένα μη προβλέψιμο τέλος. 

Το κράτησα σφιχτά κι έλαμψαν 
τα δάκτυλα μου όπως κεριά 
αναστάσιμα σε χούφτα χωρικού. 
Ένα αστέρι διαφορετικό 
υπέρλαμπρο που έμελλε να με
φέρει πάλι πίσω στη ζωή. 
Έσταξε πνοές πάνω στα ξεψυχισμένα
μου όνειρα και ανταύγειες χρυσές 
πάνω στα ερεβώδη μονοπάτια 
της καρδιάς μου. 

Άρχισα να σφυρίζω ένα ξεχασμένο 
σκοπό κι ένιωσα καλά.
Παλλονταν η σκέψη μου 
σαν τα φύλλα της δρυός σε 
ένα τόπο με αρχαίες κολώνες 
και μαρμάρινα διαζώματα. 
Ένα αστέρι ήρθε και με βρήκε 
πυρπολώντας τη μοναξιά μου 
που αν το ονοματιζα θα του έδινα 
δίχως άλλο το δικό σου όνομά.
Ξεθαρρεψα και βγήκα 
στη σκηνή του κόσμου τις 
συλλαβές από το όνομά σου
να φωνάζω δυνατά. 

Ήσουν εδώ μέσα στη χούφτα μου
να σπαρταράς σαν ένα πουλάκι 
στην καμπή του βοριά που κι αν
και κρυώνει δεν αφήνει το τραγούδι
ούτε λεπτό. 
Ήσουν το αστέρι μου που βρήκε 
ανάπαυση ανάμεσα στα σκαμμένα 
από τα χρόνια χέρια μου και τις 
επουλωμένες μου πληγές. 
Ήσουν ο υπαίτιος μιας λάμψης 
υπερκόσμιας καθώς επίσης 
και το καντήλι που μένει αναμμένο 
ένα ολόκληρο σαρανταήμερο
μπροστά από ενα ανέφελο ενσταντανέ.