Πιο πολύ κι από τα μελαγχολικά σου μάτια
Αγάπησα τα βρόχινα χείλη σου
Σκληρά σαν την κρούστα του αλατιού
Στα βράχια της πατρίδας
Που κυράδες με υφαντές ποδιές
Την συλλέγουν κάθε που σημαίνουν
Οι καμπάνες του βυζαντινού παρεκκλησίου
Πιο πολύ κι από τον ήχο του κύματος
Αγάπησα τα χέρια σου
Υπάκουα σαν το βλέμμα
Του νεκρού ψαρά
Που δεν πρόφτασε να συμμαζέψει
Τα τρύπια του δίχτυα
Και βορά έγιναν στους ανέμους
Άναρχοι άνεμοι
Με τα βέλη στραμμένα στην ξέρα του θανάτου
Πιο πολύ κι από τις λόγχες του σούρουπου
Αγάπησα τα πέλματά σου
Γοργά σαν του αγέρα την κορδέλα
Όταν τρυφερά αγγίζει
Τους βοστρύχους των νεανίδων
Που με καλαθούνες στα χέρια
Ξέχειλες σταφύλια και αγριομανίταρα
Επιστρέφουν κατάκοπες απ' τους αγρούς
Ξυπόλητες να μπουν στο βάθος του σύθαμπου
Πιο πολύ κι από του ξωμάχου το υνί
Αγάπησα τις φτερούγες σου
Αδύναμες σαν των σταριών τ' άγανα
Στην αγκαλιά του πουνέντε
Ώριμα στάχυα
Έτοιμα να καμφθεί η γενειάδα τους
Απ' τους αμούστακους θεριστάδες
Στου Ιουλίου το πέτρινο αλώνι
Πιο πολύ κι από την λάμψη του φεγγαριού
Αγάπησα τους πυρόξανθους βοστρύχους σου
Όμοιοι με τους κισσούς που τυλίγουν τα αγάλματα
Που ήρθαν στην επιφάνεια μια νύχτα
Απ' τη σκαπάνη ενός γηραιού αρχαιολόγου
Στον περίβολο μιας εκκλησίας
Κάτω από το θάμπος εκατόχρονων καντηλιών
Πιο πολύ κι από τα ξύλινα παγκάκια
Αγάπησα τις φλέβες που τέμνουν το κορμί σου
Και στο σώμα σου ζωγραφίζουν ρυάκια
Με βαρκούλες πέστροφες ασημένιες
Και καβούρια που βαδίζουν ίσα στο φως
Πλούσιος ρους ασυγκράτητος
Με εκβολή στις άσπρες θάλασσες
Εκεί που ξενυχτούν τα κοτσύφια με τις τρελές οκτάβες
Πιο πολύ και απ' τη σπιρτάδα του λεμονιού
Αγάπησα τα βρεγμένα σπιρτόξυλα
Που άναβαν το πρωινό σου τσιγάρο
Νοτισμένο τσιγάρο
Απ' τις δροσοσταλίδες του γέρου πεύκου
Που σκέπαζε τη βεράντα σου με γύρη κι αρώματα
Εκεί που ακουμπούσες στοίβες τα κιτρινισμένα χειρόγραφα
Να έρθει η άνοιξη με φιλιά να τα αναστήσει
Κι αθάνατο να σε οδηγήσει στου γαλαξία το άντρο
Πιο πολύ κι απ' τα υπώρεια των βουνών
Αγάπησα της καρδιάς την κρύπτη
Εύθραυστη σαν της αμμουδιάς τα κρίνα
Που Αύγουστο μήνα σκίρτησαν στο ερωτικό σου πεντάγραμμο
Κι άλικα έγιναν τα πέταλα τους
Ελάφρωνε η καρδιά και πέταγε
Σε όρμους απόκρημνους που σκούνες πειρατών
Προσεγγίζουν καταφύγιο για να βρουν μέσα σε σπήλαια παγερά
Πιο πολύ και από τους λωτούς της άρνησης
Αγάπησα της αγκαλιάς σου το απόρθητο κάστρο
Μετρώ κάθε απόγευμα πήχη- πήχη την απόσταση
Που θα με φέρει κατακτητή στον πυργίσκο σου
Ξέρω καλά τον τόπο σου
Γνωρίζω απέξω τους κωδικούς σου
Διαβάζω καθαρά τις σβησμένες επιγραφές σου
Φτάνει μη βραχεί το πέλμα μου
Στων στίχων σου τη γαλάζια πηγή και πνιγώ
Ή πράσινο γίνω σκίνο κρυφτό για να παίζεις με τη σκιά μου