Κυματίζει ο σιτοβολώνας
στο κάδρο της κουζίνας
κι εσύ μου λείπεις.
Μια αέναη κίνηση από το
βορά προς το νότο
κι εσύ ξέχασες να έρθεις
να πάρεις το σακάκι σου.
Έχει κρύο πολύ κι οι
χιονονιφάδες έχουν κηρύξει
ανένδοτο.
Δεν έχεις που να σταθείς,
κορμάκι να ζεσταθείς.
Φώλιασε ο γκιώνης και δεν
ακούγεται κι εσύ κολυμπάς
μέσα στις περγαμηνές και
στους επαίνους.
Στο οχυρό σου κανέναν
δεν δέχεσαι.
Ψηλό οχυρό με τρεις σειρές
από πολεμίστρες.
Ποιον μάχεσαι;
Ποιος δεν σε θέλει;
Για φρουρούς όρισες δυο
ύαινες.
Χτες έμαθα πως κατασπάραξαν
έναν άμοιρο κυνηγό.
Φοβάμαι τους κοπτήρες τους
μα πιο πολύ τρέμω τον
συριγμό της φωνής τους.
Δεν παλιώνει η αγάπη όσο
το αίμα διψάει ακόμα θάνατο.
Ατρόμητη θα έρθω να σε
βρω, το αποφάσισα.
Δεν μου πρέπουν τα ίσως
και ο φόβος.
Κι αν είναι να πληγώ θα είναι
από άκρατη λατρεία.
Είναι γλυκά τα βέλη τα συνήθισα.
Φτάνει να δω τα ματόκλαδα
σου να κινούνται όπως
ο σιτοβολώνας στο ξεφτισμένο
κάδρο της κουζίνας.