Τρίτη 27 Μαΐου 2025

Αναπότρεπτο

Τα παιδιά της Γάζας διψούν 
Κανείς δεν τους δίνει νερό.
Τα παιδιά της Γάζας πεινούν 
Κανείς δεν τους δίνει τροφή.
Τα παιδιά της Γάζας δέντρα 
που φυλλορροούν χρόνους 
δεκαοκτώ. 
Πέφτουν τα φύλλα τους στη γη
κρύβουν τη χλόη, κρύβουν 
τα περάσματα και τα μονοπάτια. 

Σώμα αδύναμο αυτά τα δέντρα 
με ολόγυμνα κλαριά. 
Πουθενά ίσκιος να σταθείς 
Πουθενά δρόμος για να υπάρξεις. 
Πουθενά χορτάρι να βουλιάζει 
το πέλμα σου.
Θρηνούν οι μανάδες κι οι
πατεράδες ακονίζουν μες στον
ύπνο τους τα μαχαίρια της μνήμης. 
Προσμένουν την ώρα
που θα φανούν τα νέα φύλλα
παχιούς να αξιωθούνε ίσκιους 
και δροσερό αεράκι. 

Στενεύει ο χρόνος. 
Μέσα σε ένα ολοσκότεινο σύμπαν 
τα παιδιά της Γάζας αστέρια 
θα γεννούν για να δείξουν 
στις επερχόμενες γενιές 
το δρόμο προς τη θέωση 
του ανθρώπου.

Επ' αφορμή της μάνας που έχασε 
τα εννιά παιδιά της

Παρασκευή 23 Μαΐου 2025

Ο όρκος

Το παιδί σκάβει στα ερείπια 
για να βρει την παιδική του 
ζωγραφιά, αυτή με τη μεγαλη
καρδιά και το ουράνιο τόξο 
που έφτιαχνε για την μαμά του
πριν τους βρει ο χαλασμός. 
Με λίγα χρώματα την έφτιαχνε 
καθισμένο στο γραφείο του.
Η μαμά στην κουζίνα τηγάνιζε
πιτάκια σκέτα με αλεύρι και νερό.

Το παιδί κλαίει και σκάβει όλο 
και πιο βαθιά χωρίς αποτέλεσμα
όμως. 
Είναι ακρωτηριασμένο από το 
δεξί χέρι. 
Το παιδί πονάει μα συνεχίζει. 
Παραπέρα στέκει το άψυχο σώμα 
της μαμάς του διαμελισμένο
και καλυμμένο από τα ερείπια. 
Το παιδί δεν ξέρει.
Δίνεται στο σκοπό του.
Επιμένει να ζητάει τη ζωγραφιά του.

Σκάβει κι εκεί που πηγαίνει να απελπιστεί 
ακούει δυνατούς σαν από ταμπούρλο 
χτύπους. 
Είναι που ζωντάνεψε η μεγάλη καρδιά 
που είχε ζωγραφίσει. 
Το παιδί σκάει ένα χαμόγελο, αναθαρρεύει. 
Πετάει πέτρες και χώματα μακριά.
Η ζωγραφιά έρχεται στο φως. 
Η καρδιά συνεχίζει να χτυπάει 
όλο και πιο δυνατά.
Το παιδί τρέχει να βρει τη μαμά του
για να της χαρίσει αυτή την παλλόμενη 
καρδιά. 
Το παιδί δεν ξέρει τίποτα για το
χαμό της

Το παιδί σκοντάφτει και πέφτει
ακριβώς πάνω στο δεξί χέρι 
που μόλις πριν λίγο ζωγράφιζε. 
Το παιδί αιμορραγεί μα σηκώνεται 
και συνεχίζει να ψάχνει τη μαμά του. 
Φωνάζει με όση δύναμη του απέμεινε. 
Κάτω από το αριστερό του χέρι έχει
κρύψει τη ζωγραφιά.
Δεν την αφήνει. 
Οι χτύποι της χάρτινης καρδιάς 
δυναμώνουν κι άλλο, κραυγάζουν.
Μάταια όμως.
Η μαμά δεν ακούει. 
Το παιδί σταματά κι αυτό να φωνάζει.
Μόνο μια καρδιά εξακολουθεί τώρα 
να χτυπάει αλλόκοτα και παραδίπλα 
καθαρό ένα ουράνιο τόξο τάσσεται 
με το λαό και όρκο δίνει μεγάλο 
να διώξει μακριά την καταχνιά. 

Τετάρτη 14 Μαΐου 2025

Οικογενειακά τραπεζώματα

Κυριακή πρωί κι η μητέρα 
έσφαξε έναν κόκορα σήμερα. 
Η μητέρα ξεχάστηκε να αλλάξει 
κι έσφαξε τον κόκορα φορώντας 
το άσπρο λινό της φόρεμα που 
το είχε για τις σχόλες. 
Πιστιλίστηκε το καλό της ρούχο 
με το αί­μα του πετεινού. 
Τώρα η μητέρα έχει ένα καινούργιο 
φόρεμα με κόκκινα πουά στον μπούστο,
στην μέση και στην ποδιά απ' το ζεστό 
αίμα του πτηνού. 

Η μητέρα δεν άλλαξε και πήγε 
στην κυριακάτικη λειτουργία 
με αυτό το πουά φόρεμα. 
Οι γειτόνισσες την κοιτούσαν 
όλο περιέργεια και την σχολίαζαν. 
Σούσουρο απλώθηκε στον γυναικωνίτη. 
Οι άντρες έστριβαν τα καγκελωτά 
μουστάκια και έστρεφαν το βλέμμα 
τους στον Παντοκράτωρα του τρούλου.
Ο ιερέας στη μετάληψη την κοιτούσε 
με φθόνο και εγκαρτέρηση.
Στο σχόλασμα έφυγε μόνη για το σπίτι. 
Σιγά σιγά ξεράθηκε το αί­μα πάνω στο φόρεμα 
και πήρε την απόχρωση της σκουριάς.

Στο σπίτι ή μητέρα όταν επέστρεψε 
έμεινε να μαγειρέψει με αυτό το 
φόρεμα. 
-Η σκουριά πάνω στο ρούχο όλο ναι βάθαινε.-
Έφτιαξε κόκορα κρασάτο με χυλοπίτες. 
Άναψε τον ξυλόφουρνο για το ψήσει.
Καπνοί έπνιξαν την μικρή αυλή. 
Η μητέρα ξεχάστηκε και δεν 
μάζεψε τα ασπρόρουχα που είχε απλώσει 
το πρωί πριν καλά καλά χαράξει. 
Καπνίστηκαν τα ρούχα και πήραν 
μυρωδιά από το φαγητό. 
(Σάλτσα ντομάτας, κρεμμύδι, σκόρδο
και μία ιδέα κανέλας.)
Πώς θα τα φορούσε τώρα η ανήλικη 
κόρη για να πάει στο κρυφό της ραντεβού 
με τον αγαπητικό;

Το φαγητό πέτυχε. 
Η μητέρα μάς κοιτούσε μέσα 
από τις σκούρες πουά κηλίδες. 
Τα μάτια της πήραν το χρώμα της σκουριάς
και μεγάλωσαν. 
Φοβηθήκαμε.
Το φόρεμα σαν το έβγαλε το βράδυ 
δεν το έπλυνε. 
Το κρέμασε έτσι λερωμένο στη ντουλάπα. 
Δεν το ξαναφόρεσε πάρα κατά καιρούς 
το έβγαζε στον ήλιο για να λιαστεί λίγο. 
-Η σκουριά πάνω στο ρούχο όλο ναι βάθαινε.-
Σήμερα κρατώ αυτό το φόρεμα 
ανέπαφο.
Η μητέρα έφυγε και στο προικιό
μού άφησε αυτό το φόρεμα να μου
θυμίζει τις μυρωδιές της Κυριακής 
με τον πετυχημένο κρασάτο πετεινό.

Κυριακή 11 Μαΐου 2025

Μητρική παρουσία

Πριν ακόμα φύγεις μητέρα μες
στου παραδείσου τους τόπους 
σεργιανούσες. 
Με σπασμένη φωνή τον γιο σου
που τόσο λίγο κανάκεψες ζητούσες.
Ήμουν κοντά σου μα δεν με έβλεπες 
το πούσι της μνήμης σου σαν πλέγμα 
ατσάλινο σε απομάκραινε. 

Τώρα μες στον παράδεισο χέρι με χέρι 
με τον πρωτότοκο σου ξέγνοιαστη 
περπατάς.
Αιωνόβια εσύ κι αυτός μικρός, χλωρός
σαν στάχυ από ψηλά μας χαιρετάτε. 
Το φαρμάκι που τον σκότωσε απομυζείς
μα δεν πεθαίνεις μητέρα, δεν χάνεσαι
το αντίθετο μάλιστα δείχνεις 
να αναγεννιέσαι σαν τα φοινικοδεντρα
της πατρίδας μέσα από στάχτη πηχτή. 

Τις νύχτες εδώ κατεβαίνεις και μες στην
αχλύ των ονείρων περιφέρεσαι.
Σε βρίσκω χαρούμενη να τραγουδάς 
με φωνή αηδονιού τα πάθη της ελιάς 
και των βουνών την άκαμπτη περηφάνια. 
Σε αφήνω ήσυχη να έρχεσαι στην
πατρική που τόσο αγάπησες πέτρα 
και σταλιά σταλιά μες στις σχισμές 
της να κρύβεις το φαρμάκι που από 
τόσο νέα ουσιαστικά σε πήρε από κοντά μας.

Παρασκευή 9 Μαΐου 2025

Δικαίωση

Γάνα έπιασαν τα χάλκινα καρφιά 
που σε σταύρωσαν και δεν το είδες.
Δημητηριάστηκε το αί­μα σου
και η καρδιά σου χτυπήθηκε βαριά. 
Ένας μικρός Χριστός εσύ με τα αγκάθια 
της ευφρόρμπιας στο μέτωπο και και το 
οξύ στο στόμα το δίκιο διαλαλείς μέσα 
από την ωραία πύλη των φρυδιών σου. 
Αιώνες τώρα παραμένεις σταυρωμένος 
πάνω σε ξύλινο σταυρό υπομένοντας 
τα αλαλάζοντα πλήθη που σε βρίζουν 
και σε χλευάζουν.
Με στωικότητα φιλοσόφου αντιτίθεσαι
στων λόγων και των έργων τους 
την άκαμπτη πραγματικότητα. 

Μέσα από συστάδες δέντρων το βήμα ανοίγω.
Εφόδια παίρνω κι έρχομαι κοντά σου. 
Ένα ένα τραβώ τα καρφιά και σε ελευθερώνω.
Τραβώντας από το αί­μα σου το δηλητήριο
στη ζωή σε δίνω. 
Τα πλήθη διαλύονται γύρω σου.
Ο σαματάς σταματάει. 
Το ποτάμι επιστρέφει στην κοίτη του.
Σου δίνω ένα στεφάνι μυγδαλιάς
να βάλεις στο κεφάλι σου όμορφος 
να δείχνεις και να μοσχοβολάς.
Στο κάτοπτρο των ματιών μου 
έλα να κοιταχτείς.
Στην ημισέληνο των χειλιών μου έλα 
να ξεδιψάσεις.
Στην καμπύλη της καρδιάς μου έλα 
να τραφείς. 
Ήρθε ο καιρός να κλείσει ο κύκλος 
των παθών σου και απ' την αρχομένη
άνοιξη τα σκήπτρα να πάρεις έτσι που
αθάνατο μες στον χρόνο δικό μου άρχοντα 
αυτή να σε ορίσει.

Κυριακή 4 Μαΐου 2025

Ετερόκλητα

Φόρεμα να φοράς ελαφρύ 
με οριζόντιες ρίγες να πλαταίνει
το στήθος σου τονίζοντας το. 
Και μη θαρρείς ότι σε παχαίνει. 
Λιγνό είναι το κορμάκι σου σαν το
το λιγνό ποδαράκι του κοτσυφιού
που μπαίνει μέσα στον ελαιώνα 
κι ασημίζουν τα φτερά του 
και γυαλίζουν τόσο δυνατά σαν εκείνα 
τα κρύσταλλα του Γενάρη 
που τα βαράει το φεγγάρι τις νύχτες
και μ' όλο χάρη ομορφαίνουν. 

*
Έξω από το χαγιάτι που κρεμάς το σάλι 
σου, λίγο πρίν κοιμηθείς, θα έρθω
απρόσκλητος για να προσκυνήσω των
αρωμάτων σου την ονειρική πανσπερμία.
Μην τραβήξεις το μάνταλο. 
Μην με διώξεις.
Μην αφήσεις τα χέρια σου να πέσουν 
αδρανή στα σκέλια σου.
Αγκάλιασε με, δείξε μου στοργή. 
Μου φτάνει ένα σου μόνο φιλί 
κι εγώ θα φύγω ευτυχισμένος 
έχοντας πλατύ το χαμόγελο 
στα χείλη σαν και του παιδιού που γυρνάει 
με φόρα στο καρουζέλ σε μια εμποροπανήγυρη 
Αύγουστο μήνα σε μέρη μακρινά. 

*
Πρωί πρωί έζεψες το άλογο σου
κι έφυγες για μια επίσκεψη στην κοντινή
πόλη. 
Είχες να αγοράσεις τούλια και κορδέλες 
νύφη για να ντυθείς στον Παντοκράτωρα. 
Εγώ σε καρτερούσα δίπλα στη βατομουριά
μεγάλα κάνοντας όνειρα. 
Δεν ήρθες. 
Ξεχάστηκες. 
Τα γρόσια δεν σου φτάσανε τούλια 
για να διαλέξεις και σε φτηνές ρίχτηκες 
απολαύσεις. 
Τρανή έγινες μοιχαλίδα πού ο ύπνος 
την παίρνει σε στρώματα ξένα. 
Όσο κι αν σε αναζήτησα δεν σε βρήκα. 
Πλούσια μου λένε έπειτα πως έγινες δίπλα 
σε έναν ξακουστό γεοκτήμονα με τα πολλά 
αμπέλια.
Το κρασί σου τώρα γεύομαι αντί για τα φιλιά σου.
Την ανάσα σου οσμίζομαι σαν το άρρωστο 
σκυλί που σκάβει κάτω από τη βατομουριά 
για να βρει το κόκκαλο που έχει κρύψει 
εκεί από παλιά. 

Της λύπης

Έτρεχε σε ένα περιβόλι. 
Σκόνταψε σε μια μηλιά.
Δεν είχε πάνω της καρπούς,
δεν ήταν η εποχή τους.
Δεν είχε μπουκέτα με άνθη, 
δεν ήταν ο καιρός τους.
Είχε μόνο φύλλα, φύλλα πολλά,
καρδιόσχημα. 
Απόρησε με το σχήμα τους.
Αποκλείεται είπε. 
Κι όμως έβλεπε καλά....δεν μπορεί να λάθευε. 
Καρδιόσχημα φύλλα έχουν 
τα κυκλάμινα, οι φράουλες και οι κισσοί.
Αποφάνθηκε. 
Ποτέ οι μηλιές. 

Ήταν μια αλλόκοτη μηλιά. 
Μηλίτσα του γκρεμού. 
Σε εκείνη είχε καταφύγει η μικρή Πανδώρα 
όταν της πέθανε ο καλός της
και κρεμάστηκε. 
Δεν μπόρεσε το δέντρο να αντέξει 
το χαμό, έκλαψε, ξεμαλλιάστηκε, θρήνησε 
ώσπου στο τέλος μέσα από την μεγάλη 
του ρίζα ανάβλυσαν δάκρυα πολλά 
στο σχήμα της καρδιάς που στη συνέχεια 
έγιναν φύλλα για να σείονται και να λαλούν στον κόσμο μοιρολόγια απόκοσμα.

Παρασκευή 2 Μαΐου 2025

Ψευδαίσθηση

Τόσο πολύ ουρανό που ατένισα 
απαρνήθηκα τα καστανά μου
μάτια και βάφτηκαν οι κόρες μου 
με μπλε χρώμα. 
Όλα γύρω γαλάζια τα βλέπω:
Το ποτήρι που πίνω το νερό μου.
Το τασάκι που σβήνω το τσιγάρο μου.
Τις άλλοτε κίτρινες μαργαρίτες κι
αυτές ακόμα τις πορτοκαλί πεταλούδες. 
Μόνο τα μάτια σου από κατράμι που 
με παίδεψαν δεν αλλάζουν. 

Τρίβω τα μάτια μήπως και λαθεύω
μα τίποτα, όλα γαλάζια γύρω σαν 
την θρυλική γάζα του ουρανού
που μου αποκαλύπτεται μέσα 
σε ένα ολόλαμπρο απομεσήμερο. 
Μόνη παραφωνία εσύ. 
Τρέχω στο δάσος σκοντάφτω σε
μια γαλάζια πέτρα αιωρούμαι στον
αέρα δεν πέφτω σαν ακροβάτης 
σε ένα αόρατο σκοινί ισορροπώ
κι άυλη αποκτώ υφή κόντρα στην
όποια βαρύτητα. 

Συναντώ ένα ελάφι,παραδόξως 
δεν με φοβάται, το παρατηρώ.
Έχει τα ίδια μπλε μάτια με εμένα 
και τα καλλίγραμμα πόδια του 
καταλήγουν σε μπλε οπλές. 
Το ακολουθώ, βγαίνουμε στο ξέφωτο 
φτάνουμε στη φωλιά του.
Τα μικρά του έχουν κι αυτά 
μπλε μάτια κι ατροφικές μπλε 
οπλές. 
Τα συμπαθώ και τα χαϊδεύω.
Νιώθω το χνώτο τους ζεστό. 
Αφήνομαι να τα παρατηρώ καθώς 
θηλάζουν μπλε γάλα. 
Με πιτσιλίζουν μπλε σταγόνες. 
Τις σκουπιζω με το μανίκι. 
Δεν κάνω βήμα μήπως και διαταρραξω 
την τρυφερότητα της στιγμής. 

Αποχωρώ μόνο όταν τελειώσουν
τον θηλασμό 
Γεύομαι ζωή. 
Γεύομαι ομορφιά. 
Γεύομαι παχύρευστους χυμούς. 
Το βράδυ στο σπίτι περιεργάζομαι 
στον καθρέφτη τη μεταμόρφωση μου.
Είμαι ωραίο σαν μαγιάτικος ουρανός. 
Όταν αποκοιμιέμαι βλέπω επιτέλους 
στο όνειρό μου το κατράμι των ματιών 
σου να μεταβάλλεται σε γαλάζιο.
Χαίρομαι κι ας μην είναι αλήθεια. 
Άλλωστε από τότε που έφυγες 
μόνο στα όνειρα πια σε συναντώ
και στης φαντασίας τους επάλληλους 
κύκλους.