Τρίτη 16 Ιουλίου 2024

Υπό τους ήχους των αηδονιών

Φύγε από τον σταθμό
Ενρίκε το τρένο της 
τελευταίας γραμμής
δεν θα έρθει ποτέ. 
Άδικα περιπλανήθηκες
από σταθμό σε σταθμό
να το περιμένεις. 
Το τρένο της τελευταίας
γραμμής, άδειο από
επιβάτες, ακύρωσε
το δρομολόγιο του 
κι έμεινε στην αφετηρία. 
Κανείς δεν το χρειάστηκε
μόνο ένα πετεινάρι έχει 
στην πρώτη κουκέτα του
για επιβάτη. 
Τυχερό υπήρξε αυτό το πτηνό. 
Ευτυχώς  έγκαιρα 
αντιλήφθηκε το τσεκούρι
και το έσκασε από τα χέρια
της μικρής μαρκησίας 
που σουπίτσα ήθελε
να το κάνει. 
Μαντεψιές κάνει τώρα
και για αλλαγή του καιρού
προειδοποιεί. 

Άδικα περιμένεις Ενρίκε
καιρός να πας σπίτι
το τρένο αποσύρθηκε. 
Αύριο έλα να πάρεις
το πρώτο τρένο της γραμμής. 
Το πετεινάρι θα είναι εκεί. 
Μόνο θέση θα έχει
αλλάξει και θα έχει
διαλέξει το τελευταίο
λαϊκό βαγόνι για κατάλυμα. 
Εκεί που λαγοκοιμούνται
οι εργάτες και τα 
κορίτσια φορούν
κλαρωτά φορέματα
πριν βγουν στο θυσιαστήριο. 
Απλόχερα τους δίνει
την αγάπη του
κι αυτοί άδολα σ' αυτό
ανταποκρίνονται. 
Το βαγόνι της τελευταίας
γραμμής σε περιμένει
Ενρίκε μαζί με το άγρυπνο
για πάντα πετεινάρι. 

Φύγε από το σταθμό 
Ενρίκε το αποψινό 
τρένο δεν θα ρθει. 
Άδικα έδωσες το τσίγκινο
κέρμα σου στον ζητιάνο
της εισόδου. 
Παραδόξως στο ψάθινο
καπέλο του είχε έναν
σωρό από ατόφιο χρυσάφι. 
Έβγαζε μάτι ανάμεσα
στον τόσο χρυσό το
δικό σου ευτελές κέρμα. 

Ο ζητιάνος θα αλλάξει
σταθμό Ενρίκε αύριο
το πρωί. 
Στον καινούργιο
σταθμό θα του ρίχνουν
αφειδώς δεσμίδες
από κολλαριστά
χαρτονομίσματα. 
Μην απορείς διόλου
έτσι είναι το γραφτό. 
Μεγιστάνας θα γίνει
ο ταπεινός ζητιάνος 
και θα διαφεντέψει 
στη μεγάλη πολιτεία. 
Αυτός σαν πρώτος άρχων
που θα στεφθεί από τον λαό
θα φτιάξει πολλές
παιδικές χαρές, επαύλεις
και μεγάλα λαϊκά στάδια
να τρέχουν τα παιδιά
που ορφάνεψαν νωρίς. 

Καρτέρεψε τον στον
πρώτο πρωινό συρμό
να τον γνωρίσεις. 
Το πετεινάρι κι ο ζητιάνος
περιμένουν στωικά εσένα
καλέ μου Ενρίκε να ρθεις
και σπαραχτικά σε ικετεύουν 
τη νύχτα να απαρνηθείς 
και τα αηδόνια της αυγής 
που κελαηδούν πλάι
στους συρμούς να διαλέξεις. 
Εκεί ο κόσμος σου
μικρέ μου, καλέ Ενρίκε.

Σάββατο 13 Ιουλίου 2024

Εκλεκτός συνοδός

Δεν ήσουν τρωτός οπώρας
αλλά άφθαρτος καρπός
ήσουν πάνω σε παραδείσιο
δέντρο που ένας
τρομακτικός δράκοντας
το φρουρεί κι έχει στη ράχη
του δυο σειρές από
χαλκοπράσινες φολίδες. 
Κανείς δεν τον φτάνει. 
Κανένας δεν τον γεύεται. 
Ζηλευτός καρπός είναι. 
Βουλιμικές γυναίκες τον κοιτούν. 
Άντρες με κοντάρια στα χέρια
ζητούν να τον κατακτήσουν. 
Οι θύρες κλειστές. 
Οι δρόμοι ανύπαρκτοι. 
Κάποιοι βούλονται να χαράξουν
μονοπάτια μα ποιος αυτός
που θα καταλύσει το άπειρο
και το ανυπέρβλητο ύψος 
του θηρίου θα δαμάσει;
Κανείς. 

Δεν ήσουν ένα ψυχρό 
χειμωνιάτικο τοπίο
αλλά μια ξερική νησίδα ήσουν
που η καυτή του ηφαιστείου
λάβα την ανέβασε στην
επιφάνεια. 
Τίποτα δεν φυτρώνει εκεί
παρά μονάχα λίγα φρύγανα
ξερά και άθλια. 
Αφιλόξενη γη που κάτοικο
δεν γνώρισε ούτε ιστορία. 
Καράβια δεν την προσεγγίζουν. 
Ναυαγοί δεν την ξέρουν. 
Μόνο μια γοργόνα κουνώντας
την ουρά της την νανουρίζει
και ταχταρίσματα της λέει. 

Δεν ήσουν κάκτος αγκαθωτός 
μήτε βάτος άκαυτη αλλά
μοσχομυριστό γιασεμί ήσουν
που αναρριχάται σε πεζούλα 
κενοταφίου. 
Μικρά κορίτσια δεν καταδέχεται. 
Ματαιοπονούν όσοι αποπειραθούν 
τα άσπρα άνθη του να μαζέψουν. 
Ναρκισσιστικό φυτό που
συνομιλεί μόνο με τους
νεκρούς και σε μελίσσια
ελεύθερα, ξέρει να χαρίζει 
τους χυμούς του. 
Οι εραστές το ζηλεύουν. 
Δωδεκάχρονα παιδιά μόνο
μια φορά το χρόνο αφήνει
να το κλαδέψουν για να
φτιάξουν το μαγιάτικο
στεφάνι την είσοδο της
εκκλησίας να στολίσουν. 

Μέσα στις αντιθέσεις υπάρχεις
και καλά κρατάς τα μυστικά
της αιωνιότητας που σε έχει
ξεχωρίσει μέσα απ' τα 
απροσδιόριστα πλήθη και 
για συνοδό της εκλεκτό 
σε έχει επιλέξει. 

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2024

Αφίξεις

Ένεκα της αγάπης σου
θα αλλαξοπιστήσω
Την παλιά θρησκεία μου
θα απαρνηθώ κι επίγειο
και γαλήνιο Θεό θα σε
ορίσω.
Από τα τάγματα της ποίησης
σταλμένος εδώ τα ιερά
και τα όσια σου θα προσκυνώ.

Μπροστά στην ωραία πύλη
της καρδιάς θα εγκαταστήσω
τον θρόνο σου.
Εκεί με θυμιατό και ένα
κλωνάρι βασιλικό στο χέρι
τα πλήθη που μας ακολουθούν
θα ευλογείς.
Γιατί πολλούς θιασώτες εσύ
από τις χώρες των ονείρων
θα φέρνεις κοντά σου.

Εδώ τα υψηλά ιδανικά και
ο δρόμος.
Εδώ τα ακαταμάχητα συνθήματα
και οι αχανείς τόποι.
Εδώ οι μεγάλες πορείες
των ανθρώπων και των αγγέλων
και οι εφτάζυμοι άρτοι.
Εδώ το πρώτο φιλί και
οι όρκοι των ηρώων.

Αυτοί οι ταγοί μας κι εσύ
-ο πρώτος των πρώτων-
με μακριά ιμάτια
το άχραντο σου σώμα
να θαυμάζω και άλω χρυσή
να σου περνώ στα μαλλιά.
Ποιήματα να φτιάχνεις και
μαζί με τα πουλιά βιβλία
να σκαρώνεις με ύμνους
εωθινούς στα πέτρινα
πεζούλια.

Κι αν κάποια στιγμή
κουραστείς το δίκιο
να διαδίδεις μόνο δεν
θα σε αφήσω.
Εγώ ιέρεια σου πιστή
και μήτρα χοϊκή
θα απλώνω τις φτερούγες
μου για να χωράς και
μέσα στους αιώνες σαν
τη φωτιά να ξαναγεννιέσαι.  

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2024

Ορεσίβιοι

Στα ασυγκράτητα να μπούμε
νερά του έρωτα μας
να δροσιστούμε.
Τι κατά την άφιξη μας
στην παραλιακή σκηνή
άναψαν πολλά φωτεινά
λαμπιόνια και το αίμα
της καρδιάς στέρεψε
ολοκληρωτικά.

Χάθηκαν οι δροσοσταλίδες
των ανθέων μας που
κοσμούσαν τους ανοιχτούς
μας πόρους και τα πλούσια
νερά που υποδέχονταν
τα καράβια μας στα ταξίδια
της ψυχής αποστραγγίστηκαν

Στις ρίζες μας να πάμε
με στρατηλάτη την αγάπη
μας κι ένα μαντήλι στη μέση.
Στα βουνά το πεπρωμένο μας.
Εκεί ο τόπος μας κι ο Θεός
μας με τη σπασμένη λήκυθο.

Κρουστές πηγές μας
υποδέχονται.
Στοιβάδες χιονιών μας καρτερούν.
Ρυάκια καλλίρρυτα τραγούδια
μας γράφουν.
Το λαούτο στο χέρι μας.
Η κιθάρα στα πόδια μας
και το ένδοξο ακορντεόν
σφραγίζει τα στήθια μας.

Ανάμεσα στα έλατα βοά
ο έρωτας μας και αποικίες
φτιάχνει στων κισσών
τα γόνατα.
Χρεμετίζει το άλογο και
μας καλεί να φύγουμε.

Στη σκηνή θα βγει
ο παρουσιαστής να αναγγείλει
την αναχώρηση μας κι ένα
μπουλούκι πολύχρωμο
ετοιμάζεται πυρετωδώς
στου έρωτα μας
τα γάργαρα νερά να βαφτιστεί
πριν η παράσταση αρχίσει
εμάς να εκθειάζει.  

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2024

Οι πελαργοί

Έρχεσαι αν και δεν σε έχω
καλέσει με αδρά βήματα
και πατάς πάνω στα
λουλούδια της αυλής μου
χωρίς διόλου να προσέχεις.
Τσαλαπατάς τα κρίνα μου,
τους πανσέδες και τα
εκατόφυλλα ρόδα μου.
Σου μιλάω, σε εγκαλώ.
Δεν αποκρίνεσαι.
Μένω να κοιτώ μουδιασμένη
τα νεκρά πέταλα των λουλουδιών
στριμωγμένα κι ακέφαλα πάνω
στα σπασμένα πλακάκια της αυλής.

Γόοι με πνίγουν.
Άρπαγα χέρια με συγκρατούν.
Λάμψεις από νέον με τυφλώνουν.
Ανασυντάσσομαι όμως και δεν εγκαταλείπω.
Δίνω τη μάχη και κερδίζω.

Παίρνω μαστίγιο από του
Ιησού τα χέρια και σε κυνηγώ.
Τα άνθη μου, που κάποτε
στόλιζαν επτά επιτάφιους
στη μικρή μου πολίχνη
σαν ύαινα μπροστά στα
μικρά της που κινδυνεύουν
υπερασπίζομαι.

Απομακρύνεσαι μαζί
με τους πελαργούς που
κάποτε σε έφεραν
σε αυτή την πόλη και την
τερατόμορφη, δύσμορφη σου
φύση απωθώ με ένα τίναγμα
του χεριού δυνατό σαν
αγώνας ζωής και θανάτου
σε παλαίστρα.

Σάββατο 6 Ιουλίου 2024

Εκ βαθέων

Στην όχθη του ποταμού
κάθονταν δυο βάτραχοι
και κόαζαν με τη βραχνή
φωνή τους.
Πλησίασες, σε αντιλήφθηκαν
και φοβισμένοι ρίχτηκαν
στα νερά.
Στην επιφάνεια του νερού
σχηματίστηκαν πολλοί
ομόκεντροι κύκλοι.
Τους παρατηρούσες σιγά-σιγά
να σβήνουν.
Έκανες μια σκέψη σύννομη
με τη μοναξιά σου.
Το άγος της ψυχής πολλοί
ομόκεντροι κύκλοι που
απλώνονται και δεν υπακούν
στην αρμονία της φύσης
κι έρχονται σε αντίθεση
και σε αντιπερισπασμό με
τα πεπραγμένα.

*
Στο μυαλό σου έρχονταν
καθαρά χρόνια τώρα ένα
σοκάκι με πυγολαμπίδες
που το βάδισες νεαρή ακόμα.
Τόσες πολλές μαζί δεν είχες
ξανασυναντήσει.
Η πόλη με τα χρόνια ξεχάστηκε.
Αυτό δεν ξεχάστηκε, αντιθέτως
μάλιστα έρχονταν κατ' επανάληψη
και φώτιζε τα όνειρα σου.
Στο στοίχημα με τη μνήμη
πρόδωσες τελικά μια πόλη
αλλά ανταμείφθηκες
με μια ονειρική εικόνα
που κάποτε θα κατακτήσει
τις φωταγωγημένες πόλεις
του μέλλοντος σου.
*
Ξημερώματα στη βόλτα με τον
σκύλο σου συναντούσες
πάντα έναν γείτονα που τάιζε
τις γάτες.
Τσούρμο αυτές γύρω του.
Άλλες χαϊδεύονταν στα πόδια του
κι άλλες πάλι νιαούριζαν ανυπόμονα.
Ποτέ δεν είχατε ανταλλάξει
κουβέντα.
Ώσπου μια μέρα σου ζήτησε
φωτιά. Έψαξες την τσέπη σου
αλλά δεν είχες τίποτα άλλο παρά
ένα κουτάκι βρεγμένα σπίρτα.
Παρόλα ταύτα σε ευχαρίστησε.
Από εκείνη τη στιγμή και
πέρα είχες πάντα μαζί σου
στεγνά σπίρτα και μια
πρόθυμη καλημέρα στα χείλη.

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2024

Πρωινά

Στη θάλασσα να πας, 
εκεί στο ακροθαλάσσι, 
στη μεριά που ρίχνει
το κύμα πόντο - πόντο
αέρινες βελονιές για
να φτιάξει την ανυπέρβλητη
ομορφιάς δαντέλα
της ακτής. 

*
Η παραμυθία σε γέννησε
και φοβάμαι να σε πιστέψω. 
Πώς να εμπιστευτώ
ένα παιδί που τρέχει μακριά
από τη μάνα του για να πάει
να ξαπλώσει στον ίσκιο
της ακακίας. 

*
Τρεμόπαιζαν οι βλεφαρίδες σου
κι ήταν σαν να άνοιγες 
μια μεγάλη βεντάλια 
για να σκιάσεις το πρόσωπο
και να το διατηρήσεις ακέραιο
από τα ακατανόητα μάτια. 

*
Οι νόμοι της ζούγκλας
μπήκαν στη ζωή μας
απ' όταν εμπιστευθήκαμε 
τα ματωμένα φεγγάρια
ενός θέρους που σφαγιάστηκε
πάνω στον ποδόγυρο
των γυναικών. 

*
Έμεινες από καύσιμα
στην ανηφόρα κι είχες
πολλά χιλιόμετρα 
να διανύσεις ώσπου
να φτάσεις στο περίπτερο
της ψυχής. 

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2024

Υπό υιοθεσία

Τη ζέστη που άφησες
στα σκαλοπάτια μου όταν
ήρθες ξανά και με βρήκες
την περιφρουρώ.
Γιατί για χρόνια ολόκληρα
τα κλαδιά του χειμώνα
περιστροφικά τύλιξαν το κορμί μου
και δεν αναπνέω.

Το χαλάζι χτύπησε τους
μύες μου, πώς να σηκωθώ
και να ξεφύγω απ' το χώμα;

Οι βροχές αφαλάτωσαν
τα δάκρυα μου, πώς να κλάψω;

Το χιόνι έκλεισε τις σήραγγες
των φλεβών μου, πώς να γυρίσω
πίσω στην καρδιά μου
να τη χαϊδέψω;

Ο πάγος θρυμμάτισε τις σελίδες
που έγραφα τα ποιήματα μου,
πώς στα τάγματα των αγγέλων
να εισέλθω ορφανή από εκείνα;

Έλα εδώ να φέρεις τον
καλό καιρό κι άνοιξε με
καλοσύνη λίγο τη στρόφιγγα
να με ζεστάνεις.

Μείνε εδώ για πάντα.
Το παιδί του πολέμου
η μικρή Τασία που πρώτευσε
στα συναξάρια του έρωτα
έμεινε ορφανή και ζητά
να την υιοθετήσουμε.

Τρομάζω να βλέπω τα λιγνά
της πόδια, θα τσακιστεί
τριγυρνώντας στον κόσμο
αυτό που ολιγωρεί
να κοιμηθεί στο χάδι.  

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2024

Μετάγγιση


Το σώμα μου
όταν σε γνώρισε μεγαλοπρεπής
ναός έγινε να έρχεσαι
να τον προσκυνάς αγάπη μου.
Στα πόδια μου τα θεμέλια του.
Βαθιά θεμέλια που σκίζουν
το ριζοβούνι κάθετα.
Εκεί οι μεγάλες ιδέες σου,
τα πιστεύω σου και οι
μελλοντικοί σου στίχοι.

Στα χέρια μου το σκουρόχρωμο
τέμπλο και η ωραία πύλη.
Προσκυνητή σε καλώ
να θυμιατίζεις του έρωτα
τη φωτεινή άλω.
Μπροστά στην πύλη στέκεσαι
με τα χρυσοποίκιλτα άμφια
και μεταλαβιά μου δίνεις
αντικρούοντας τις τόσες
αμαρτίες μου.

Στο μέτωπο μου
η κεραμοσκεπή του με τις
φωλιές των χελιδονιών.
Εκεί υψιπετής να με βλέπεις
και να με γνωρίζεις
με τους ουρανούς σου
και με τα απροσδόκητα θέλω.

Στα μάτια μου ο προαύλιος
χώρος με το κωδωνοστάσιο.
Εκεί να έρχεσαι να χτυπάς την
καμπάνα για τη λαμπρή γιορτή
και για το μέγα Πάσχα.
Μεγάλο το ποίμνιο που
σε ακολουθεί και από τις
διδαχές σου αγαλλιάται.

Τώρα που στη λήθη τάχθηκες
δεν έχω που να σταθώ
δεν έχω που να πιστέψω.
Ο θάνατος με τα λουστρινένια
παπούτσια του πατάει πάνω
στα ιερά βιβλία που μετά το
σεισμό του φευγιού σου διέσωσα.
Τα σκίζει.
Τα μαγαρίζει.
Τα ατιμάζει με τη σκοτεινή
ουρά που έχει στα σκέλια.
Το ναό απ' άκρη σ' άκρη
καταλύει στη συνέχεια.

Μένω να τον παρακολουθώ
βυζαίνοντας τη θηλή της
πίκρας και νιώθοντας στα
χείλη μου την αποκρουστική
ανάσα του που με βδελυγμία
κοντά του με καλεί βάζοντας
μου όρο αδιαπραγμάτευτο
να πληρώσω με αίμα
την είσοδο μου στο σκότος.