Τετάρτη 30 Απριλίου 2025

Τελική έκβαση

Βρισκόσουν καταμεσής του πελάγου 
ανίσχυρος, μόνος κι απροστάτευτος 
να παλεύεις με τα κύματα. 
Πουθενά ούτε μια ιδέα στεριάς 
για να ακουμπήσει το μάτι μιαν ελπίδα. 
Γύρω μόνο μαύρα νερά, κύματα βουνά  
και σιωπηλές περιπολίες γλάρων
σαν κουστωδίες ηττημένων στρατιωτών. 
Ασφυκτιούσες.
Παράδερνες.
Αρνιόσουν να συνταχθείς με το τέλος.

Πάλευες με όλα τα στοιχεία ένα 
κομμάτι γης για να βρεις που να σου
αρμόζει, ένα φυλαχτό να πάρεις από το 
χέρι της μάνας που να σε φυλάει. 
Επί ώρες εκεί.
Ουρανός και θάλασσα.
Θάλασσα και ουρανός. 
Πουθενά ούτε ένα πλεούμενο που να περνάει. 
Απόκαμες να παλεύεις με τα κύματα. 
Απόκαμες να ζητάς βοήθεια από τον Θεό. 
Απόκαμες να συνομιλείς με τους γλάρους. 
Μια σανίδα σωτηρίας ζητούσες που θα 
σε έσμιγε με τη στεριά που θα σε κάρφωνε 
ξανά στο κάδρο της ζωής. 

Σαν να μην έφταναν όλα αυτά είχες 
και τους πνιγμένους ναυτικούς να 
αντιμετωπίσεις.
Σε καλούσαν κοντά τους.
Σε δελέαζαν με ωραία λόγια. 
Σε παραμύθιαζαν με ιστορίες δικές τους 
και ξένες. 
Ένας μάλιστα ο πιο μεγάλος με μία ατίθαση 
γενειάδα άρχισε να σου απαριθμεί 
των βυθών την απεριόριστη ομορφιά. 
Είχε στο κεφάλι του πάνω τοποθετημένο 
εν είδει φορτίου ένα χρυσό κασελάκι.
Από εκεί έβγαζε με κινήσεις αργές 
όλους τους θησαυρούς και τα καλούδια 
της θάλασσας. 
Μαργαριτάρια, κοχύλια, κοράλλια κι
χρυσοπράσινα φύκια.
Στα πρόσφερε για να τον ακολουθήσεις. 

Εσύ ταγμένος στη ζωή δεν έπαιρνες από 
λόγια και δέλεαρ.
Αλύγιστος συνέχιζες να παλεύεις και 
τα αυτιά να κλείνεις στις σειρήνες 
που άρχισαν να καταφθάνουν κι αυτές 
εκεί κοντά σου. 
Ώσπου τελικά σχεδόν πάνω στο χαμό σου
είδες έναν άγγελο με ένα ζευγάρι φτερών 
στα χέρια να σε πλησιάζει.
Τον αναγνώρισες.
Ήταν ο άγγελος της παιδικής σου ηλικίας 
που αποκοιμιόταν δίπλα σου.
Πήρες τα φτερά και πέταξες πάνω από 
τα κύματα, μακριά από τους πνιγμένους 
ναυτικούς και τους θησαυρούς τους.
Μακάριος σε ένα καταπράσινο τώρα ζεις 
νησί παρέα με τον σωτήρα άγγελο σου και 
τα καλοκαμωμένα φτερά του που σε 
σεργιανάν σε κόσμους ανείδωτους
σιντεφένιους. 

Δευτέρα 28 Απριλίου 2025

Το δακτυλίδι

Το δακτυλίδι έπεσε στο πηγάδι. 
Βαθύ πηγάδι πέτρινο στο μέσο 
της αυλής. 
Πήρες τον κουβά κι ανέβασες 
δέκα κουβάδες νερό γλυφό, πηγαδίσιο.
Πουθενά το δακτυλίδι. 
Στον ενδέκατο κουβά ανέβασες το κόσμημα.
Τίποτα όμως δέν ήταν όπως πριν. 
Το νερό είχε λειάνει τις γωνίες 
του δακτυλιδιού και τις είχε επιμελώς 
στρογγυλέψει.

Χάθηκε το εξάγωνο σχήμα του κι ήρθαν 
οι καμπύλες να το διαφοροποιήσουν. 
Και κάτι ακόμα πιο σοβαρό. 
Το μέγεθος του είχε αλλάξει κι είχε 
φαρδύνει αρκετά. 
Τώρα έπλεε στον δείκτη που το
φορούσες πάντα. 
Ταίριαζε γάντι μόνο στον μέσο.
Στο δάκτυλο που χρησιμοποιούσες
για να σιχτιρίζεις όλα τα ανομήματα 
του κόσμου και κάθε τι που αποστρεφόσουν. 

Ευχαριστήθηκες πολύ κι έσκασε λίγο 
γέλιο το χειλάκι σου.
Σύμμαχοι σου το νερό και το πηγάδι 
σε αναμετρούσαν με το άδικο και την
παραφθορά με το κακό και τις επιβουλές. 
Κατείχες πλέον ολάκερο τον οπλισμό σου 
και σαν αστακός έμπαινες στη μάχη
της καθημερινότητας. 
Ζωσμένος τα άρματα σου να αντιμετωπίσεις 
τα απεχθή κεφάλια της Λερναίας Ύδρας.

Σάββατο 26 Απριλίου 2025

Το μέγα αγίασμα

Είναι η ώρα των ανθέων σήμερα. 
Χτυπούν χαρμόσυνο οι καμπάνες 
τα άνθη ετοιμάζονται για το μεγάλο 
θαύμα πάνω στη γη.
Ώρα μαγική, ώρα της Ανοίξεως. 
Τα άνθη προσέρχονται στο έρημο 
ξωκκλήσι πάνω στο βουνό για να
δώσουν το μεγάλο παρόν. 

Πρώτες ήρθαν οι πασχαλιές με 
τα λεπτά αρώματα .
Ακολουθούν τα λάγνα ρόδα, οι
ευαίσθητες παπαρούνες, οι 
ακριβοδίκαιες μαργαρίτες, κι οι
σεμνές κάλλες με τα άσπρα φορέματα. 
Λαμπραίνει ο χώρος κι ανθοστόλιστος 
βυθίζεται στην ηδονή. 

Η λειτουργία ξεκινά. 
Αηδόνια και κοτσύφια ψαλλουν το
απολυτίκιο της Άνοιξης. 
Οι ψαλμωδίες φτάνουν ως το
μικρό χωριό με τα ασβεστωμένα 
σπίτια. 
Σε λίγο θα έρθουν τα κορίτσια 
πρώτα αυτά για νά μεταλάβουν 
χυμούς της ζωής. 
Τα αγόρια κλεισμένοι στα σπίτια 
θα αδημονούν οργιαστικά να μπουν 
στο χορό. 

Τα κορίτσια θα πάρουν άνθη για 
να πλέξουν της πρώτης του Μάη στεφάνια. 
Τα μαλλιά τους με αυτά θα κοσμούν όπως 
κοσμεί το δακτυλίδι του αρραβώνα 
το δάκτυλο της μικρής Ευτέρπης.
Όρκο θα δώσουν μπροστά στα εικονίσματα 
για αιώνια αγάπη. 
Το θαύμα θα έχει επέλθει κι ο κόσμος 
πνιγμένος στα αρώματα και τα χρώματα 
θα προσέρχεται κατά ομάδες για 
να προσκυνήσει και να πάρει το 
μέγα αγίασμα που θα κάνει 
τα σώματα άτρωτα μέσα στην δίνη 
του χρόνου κι αθάνατα μπρος στις
σκληρές επιβουλές του.

Παρασκευή 25 Απριλίου 2025

Τεθνεώτες

Κοράκια τα δυο σου χέρια 
μέσα στα μαύρα γάντια 
που ντύθηκαν μιαν γιορτινή 
εσπέραν. 
Κοράκια κι αρπακτικά πάνω
από μάχες που κάπου κάποτε 
δόθηκαν με τους νεκρούς 
ήρωες να σε κοιτούν με ένα 
γυάλινο μάτι σαν μπίλια παιδική 
που χάθηκε στον αχυρώνα
και μάταια την ψάχνεις. 

Γάντια επίσημα δαντελωτά 
κι αν τα βγάλεις μετά την γιορτή 
θα αντικρίσεις ω του θαύματος 
μπλάβο το δέρμα σου να σε 
κοιτάζει και με απόγνωση 
να σου ζητά μαύρα τραγούδια 
να τους πεις που μανιάτισσες 
μοιρολογίστρες στους
τεθνεώτες γιους τους τραγούδησαν. 

Τα κανακεύεις να μην πονούν.
Φιλιά τους δίνεις το φως
να αγαπήσουν ξανά. 
Χρυσό βραχιόλι περνάς στον
καρπό τους για να εξευμενίσεις 
τον κρύο άνεμο που περνά 
ανάμεσα από τα δάκτυλα τους. 
Απείθαρχα αυτά σου ξεφεύγουν 
και μύστες γίνονται του 
του σκοταδιού και του ερέβους.
Κοράκια κι αρπακτικά τα χέρια 
σου που μαντεψιές μοιράζουν 
για ένα θάνατο που θα σε βρει 
πριν ακόμα προλάβεις να ζήσεις 
εκείνο το τρανό ηλιοβασίλεμα 
κάπου στο Αιγαίο. 

Τετάρτη 23 Απριλίου 2025

Το πορτοφόλι

Βρισκόμουν στο δεύτερο βαγόνι πατέρα 
πριν από λίγο. 
Ήθελα καφέ και ένα σνακ να τσιμπήσω.
Εκεί κατάλαβα πως δεν πήρα μαζί μου 
το πορτοφόλι. 
Αφηρημάδα πες το, καλή τύχη ή απόλυτη 
δυστυχία. 
Επέστρεψα λοιπόν  στο βαγόνι μου και
τότε ακούστηκε ένα τεράστιο μπαμ
σαν σεισμός πέντε Ρίχτερ μας φάνηκε
κι ίσως παραπάνω. 

Βγήκαμε από τα παράθυρα πατέρα 
Εγώ κρατούσα ακόμα το πορτοφόλι. 
Αυτό που με κράτησε ζωντανό
ή μήπως θλιμμένα απών;
Τεράστιες φλόγες τύλιγαν τα μπροστινά 
βαγόνια πατέρα. 
Τα παιδιά φώναζαν απελπισμένα:
Θέλω οξυγόνο.
Βοήθεια.
Καιγόμαστε. 
Εγώ με το πόδι σπασμένο έφτασα ως εκεί. 
Αδύναμος ένιωσα μπροστά 
στην απόλυτη καταστροφή. 
Ανίκανος να βοηθήσω. 
Τα καζάνια της κόλασης μου φάνηκαν 
λιγότερο τραγικά από αυτό 
που ξετυλίγονταν μπροστά μου. 

Τώρα δύο χρόνια μετά με καταδιώκουν 
φλόγες  κι απελπισμένες φωνές. 
Το πορτοφόλι που ήταν ο σωτήρας μου
δεν το ξαναχρησιμοποίησα.
Στο εικόνισμα το έβαλα δίπλα 
στην Παναγία, την Αγία Κυριακή 
και τον Μέγα Βασίλειο. 
Η μάνα μου το προσκυνάει σαν εικόνα 
θαυματουργή. 
Εγώ αποφεύγω να το κοιτάζω. 
Τα νεύρα μου στραπατσαρισμένα.
Την καρδιά μου τρυπούν πενήντα 
εφτά καρφιά και δικαίωση ζητούν. 
Μια άσπρη τούφα απέκτησα εκείνο 
το βράδυ και με πηγαίνει συνεχώς 
στο παρελθόν.
Γέρασα πατέρα πριν ζήσω. 

Έλαβε μέρος στο 33ο Συμπόσιο Ποίησης που
διοργάνωσε η Αριστέα μας 

Δευτέρα 21 Απριλίου 2025

Επίκληση

Μου κόβεται η ανάσα μαμά 
θέλω οξυγόνο. 
Εσύ που πάντα με έστεργες 
και πύρινα φιλιά σκορπούσες 
γύρω στο λαιμό μου πως γίνεται 
να μην με ακούς;
Θέλω οξυγόνο, πνίγομαι, η ζωή 
μια παλάμη ανοιχτή και με κοροϊδεύει.

Μαμά μην γυρνάς πλευρό και
μην κοιμάσαι μέσα από σωρούς 
με συντρίμμια και δρεπάνια κοφτερά 
σου φωνάζω:
Έλα εδώ με ένα βρεγμένο μαντήλι 
να μου σκουπίσεις τα δάκρυα. 
Έλα να με πάρεις μαμά. 
Όλα γύρω φλέγονται.
Τα είκοσι χρόνια μου επαναστατούν 
και φωνάζουν δυνατά 
ζητούν απελπισμένα οξυγόνο. 

Κοράκια πετούν πάνω από τα κεφάλια 
μας μαμά έλα να τα διώξεις. 
Δεν αντέχω να ακούω τους κρωγμούς
τους και ούτε να θωρώ τα μαύρα τους
φτερά μπορώ. 
Πνίγομαι μαμά. 
Το καλό μου τζιν που μολις χτες μου
έπλυνες και μου σιδέρωσες μαμά 
καίγεται. 
Η σάρκα μου καίγεται. 
Βάζω τα χέρια σαν χωνί στο στόμα 
και σου φωνάζω. 
Έλα να μας ελευθερώσεις μαμά 
πριν το πηγάδι μας καταπιεί. 

Ο κάμπος σκοτεινός. 
Φεγγάρι δεν βγήκε απόψε μαμά. 
Αστεράκι έγινα στον ουρανό μαμά. 
Δεν μπορεί παρά να με βλέπεις,
αλλά κι εδώ ησυχία δεν βρίσκω 
πάλι πνίγομαι μου λείπει το οξυγόνο.
Άγγελοι μας συντροφεύουν. 
Θεοί μας συμπονούν.
Άγιοι με γενειάδες μακριές μας
συμπαραστέκονται.
Δεν φτάνει. 
Έλα εδώ μαμά με το χτενάκι σου,
να με ομορφύνεις μαμά 
στον χάρο να μην δωθώ απεριποίητη. 

Έλαβε μέρος στο 33ο Συμπόσιο Ποίησης 
που διοργάνωσε η Αριστέα μας 
μαζί με άλλες υπέροχες συμμετοχές 


Τετάρτη 16 Απριλίου 2025

Το δάκρυ της ήττας

Πάει μια δεκαετία χωρίς εσένα. 
Το μολυβένιο στρατιωτάκι
το έσκασε από τη συσκευασία 
κι ατάραχο τώρα περιπολεί
τα ανοιχτά σύνορα της χώρας
που διαμένω.
Το μολυβένιο στρατιωτάκι είναι 
η ψυχή σου που απόδρασε από 
το σώμα και ήρθε και με βρήκε 
σε ένα ραντεβού κλεισμένο προ πολλού 
από τις φάλαγγες του παραδείσου. 

Φοράει παλάσκες και άρματα κρατεί
Είναι λουσμένο στο αστρικό φως
και με μια ράβδο χτυπάει 
τη γη για να βρει νερό καθηγιασμένο
από τους μύστες και τους ποιητές. 
Ηγείται ενός μεγάλου επιτελείου 
και για φρουρούς έχει δυο παιδιά 
που απόκαναν μακριά από τη μάνα τους
κι επιζητούν να επιστρέψουν
στην άθικτη από χρόνια κάμαρα τους.

Τα παιδιά αυτά είναι παιδιά 
του πολέμου που μέσα από τα 
συντρίμμια σύρθηκαν νεκρά.
Σε ομαδικούς τάφους θάφτηκαν 
και σπάνια κανείς τους φέρνει 
ένα λουλούδι ή λίγο στάρι για να
μην πεινούν κι απροστάτευτα μένουν. 
Σε έχουν στην επίβλεψη τους
εσύ το μολυβένιο στρατιωτάκι κι αυτά 
οι έμπιστοι σου φίλοι που
κοσκινίζουν το σώμα για να κοιμάσαι 
ανάλαφρα τις νύχτες και με χωρίς 
εφιάλτες. 

Αγάπη τους δείχνω κι απάνω στο 
τραπέζι του σπιτιού τους ακουμπάω 
δύο καρφάκια λιβάνι κι ένα ματσάκι 
από ζουμπούλια που από θαύματα ξέρουν. 
Σε καλούν να παίξετε μαζί 
και πάντα σε αφήνουν να κερδίσεις 
το δάκρυ της ήττας μη στάξει
από τα μάτια σου και πεις πως 
σε ξέχασα. 
Εδώ εσύ, εδώ κι οι η στρατιά σου.
Εδώ οι φρουροί σου κι εδώ ο Απρίλης σου.
Μόνο πρόσεξε ειρηνικό να είσαι τάγμα 
μισώ τους πολέμους και τις
πολυβολαρχίες που με αίμα τρέφονται
και καμμένη σάρκα αναδύουν.

Κυριακή 13 Απριλίου 2025

Η πήλινη κόρη

Κι από ψηλά να αγναντέψεις 
τη θάλασσα σε παίρνει μαζί της.
Σε πλησιάζει με το ακαταμάχητο 
χρώμα της και τις καυχησιάρικες 
της προθέσεις. 
Κοντά σου έρχεται με τα καράβια, 
την αρμύρα, τον παφλασμό της 
και τα ηφαιστειογενή της νησιά. 

Κρεμάει στο λαιμό σου γιορντάνι
με μπλε ματόχαντρα κακό μάτι 
να μη σε βρει. 
Στο κάδρο μαζί με την φωτογραφία 
σου μπαίνει για να ταξιδέψει 
σε ταξίδια ονειρικά εκεί που 
ο καυτός ήλιος στεγνώνει 
την πήλινη κόρη του αγγειοπλάστη. 
Στην αγκαλιά της σε χώνει 
προστατευτικά όπως χώνει 
 ή μάνα το παιδί κάτω από τη φούστα 
της για να το γλυτώσει από 
τις φοβίες του.

Την πήλινη κόρη της ερωτεύεσαι 
με τη πρώτη ματιά κι ένας κεραυνός 
σχίζει στα δυο την καρδιά σου. 
Κομματιάζεσαι.
Την δέχεσαι στην κλίνη σου.
Την ποθείς σαν ρόδο εκατόφυλλο. 
Την βάζεις στα στενά της μοίρας 
σου μονοπάτια. 
Σε προσέχει και σου δίνεται σιωπηλά. 
Ανάβουν τα μάγουλα σου απ' τον 
έρωτα κι είναι σαν να μην έχεις 
πλαγιάσει ποτέ άλλοτε με γυναίκα.
Τόση η θερμή.
Τόση η ηδονή. 
Τόσο το περιώνυμο της αγάπης καμίνι. 

Σε βλέπουν στις στράτες κι απορούν 
πόσο όμορφος έγινες. 
Οι άντρες σε προσπερνούν με τη χάντρα 
του ματιού να πλέει μες στη ζήλια. 
Οι γυναίκες σε βασκάνουν και ψεύτικα 
χύνουν δάκρυα για ανύπαρκτα πένθη. 
Εσύ φεύγεις μπροστά κι επίλεκτος 
νιώθεις να είσαι στρατιώτης. 
Τρέχεις και σμίγεις με τα κύμα
και βαφτίζεσαι όνομα θεϊκό. 
Βρέχεται η πήλινη κόρη μα δεν 
λιώνει γιατί αγαπητικιά σου έγινε 
γυναίκα και σταθμός της ζωής σου
ύστερος και μοναδικός. 

Σάββατο 12 Απριλίου 2025

Τάνκα

Στην Mak Phaedrus 

Ταπεινό άνθος 
η αυλή πλακόστρωτη
το χώμα βαρύ 
παίρνω το σκαλιστήρι
βραγιές στη γη ανοίγω.

*
Μανόλιας άνθος 
του ανέμου ομπρέλα 
η γη γόνιμη 
οι μέλισσες συρρέουν 
ζουζούνισμα και βόμβοι.

*
Μυστικό άνθος 
φυτρώνει στην αυλή σου
τα χείλη σμιχτά 
είπα να το κλαδέψω 
τα μαλλιά να στολίσω. 

*
Άνθη στο βάζο 
αναπολούν τον κάμπο 
τις κρύες βρύσες 
έρημο το δωμάτιο 
κανείς δεν τα θαυμάζει. 

*
Άνθη της πέτρας 
σκληροτράχηλο χώμα 
νερό λιγοστό 
σκύβω να τα μυρίσω 
άοσμα όμως είναι. 

*
Ματσάκια ανθη 
πουλάει το κορίτσι 
ζουμπούλια λευκά 
πολύβουοι οι δρόμοι 
γεμάτο το πανέρι. 

*
Κίτρινα άνθη 
χαλί θαρρείς απλώνουν 
στρώμα χαράς 
ανεβαίνω στ' αλώνι 
πολλές οι μαργαρίτες. 

*
Κόκκινο κρίνο 
λεπτό άνθος του κήπου 
ευωδιά σκορπά 
μένω να το θαυμάζω 
σ' απόμακρη γωνία. 

Παρασκευή 11 Απριλίου 2025

Επαυξημένα

Είναι μακρύς ο δρόμος και συνεχώς 
πρέπει να κάνεις στάσεις. 
Τη μια για δέσεις τα κορδόνια σου
Την άλλη για να ξεδιψασεις από το 
γυλιό σου.
Κι έτσι καθώς κοντοστέκεσαι για μια στιγμή 
σε βάζει σημάδι μια πεταλούδα. 
Ερωτεύεσαι την ελευθερία της.
Ζηλεύεις τα φτερά της. 
Σε παίρνει μαζί της. 
Είναι μακρύς ο δρόμος και τα φτερά
αραχνοΰφαντα αλλά σε αντέχουν. 

*
Στο μπαρμπέρικο μιλούσαν για το
χθεσινοβραδυνό ματς .
Ανέλυσαν, εκφέραν γνώμη, αναπαριστούσαν. 
Ο κουρέας ήταν ευθυτενής κι ολίγο απόμακρος. 
Είχε τους βοστρύχους ως τους ώμους κι ένα
μικρό ψαλίδισμένο μουστάκι. 
Φορούσε άσπρη ποδιά και μια επιγονατίδα 
στο δεξί πόδι. 
Ο Λουκάς ήθελε ξύρισμα.
Ο Τάσος κούρεμα .
Κι ο κυρ Βάϊος μια θεραπεία για τα αραιά 
του μαλλιά 
Ο κουρέας ήταν γλυκομίλητος και εγγλέζος 
στα ραντεβού του.
Τη νύχτα στα όνειρα του έβλεπε πάντα να
χορεύει όχι όμως γύρω από την καρέκλα 
του κομμωτηρίου αλλά σε μια αχανή έκταση 
γεμάτη παπαρούνες. 

*
Η αμυγδαλιά πέταξε τα λευκά της πέπλα 
και ντύθηκε την πράσινη τσόχα των φύλλων. 
Τα πουλιά ποντάριζαν παθιασμένα σε αυτήν.
Τα έντομα φοβούνταιν πάρα πολύ το ασσόδυο.
Οταν έρχονταν η σειρά των πεταλούδων 
στο σκορ πάντα προηγούνταν τα πουλιά. 
Τα έντομα ζουζούνιζαν νευρικά για την 
ήττα τους
Όταν πλησίασε ο Μάρκος συνεχίστηκε το
παιχνίδι αδιαλείπτως
Απτόητοι οι παίχτες δεν το εγκατέλειψαν. 
Ήξεραν καλά τον Μάρκο τον μισότρελο 
του χωριού που γνώριζε απέξω και
ανακατωτά τη γλώσσα των φτερωτών του 
φίλων. 

Πέμπτη 10 Απριλίου 2025

Στιγμές

Τα φυσίγγια ήταν αδειανά 
κατρακύλησε ο έρωτας 
παροπλισμένος ανάμεσα 
στις φτέρες και ξεψύχησε. 

*
Ο φούρναρης έβγαλε ζεστό 
το ψωμί από τη λαμαρίνα. 
Η μυρωδιά του σκέπασε 
την αυλή, το δρόμο, την
προκυμαία κι έφερε κοντά του
τα πεινασμένα σπουργίτια
ψίχουλα να τσιμπήσουν 
από την ανοιχτή του παλάμη. 

*
Στο δρόμο με τις πικροδάφνες 
πέρασε το φορτηγό φορτωμένο 
με φρούτα εποχής. 
Η Μαρία ζήλευε τα κεράσια 
αλλά ο καιρός τους δεν είχε 
έρθει ακόμη.
Πήρε να κλαίει με δάκρυα κορόμηλα.
Αυτά έμελλε να γευματίσει 
εκείνο το προχωρημένο δείλι.

*
Στην ασβεστωμένη μάντρα 
κάθονταν δυο παιδιά με τις 
ξύλινες σφεντόνες στα χέρια. 
Δεν σημάδευαν πουλιά. 
τουναντίον είχαν βάλει στόχο 
τα λεμόνια της ασφάλτου. 
Τα κίτρινα λεμόνια που η Μαρία 
είχε στον κόρφο. 

*
Ο δρόμος που οδηγούσε 
στην εκκλησία ήταν αδειανός.
Μοναχά ένας σαλεπιτζής διαλαλούσε 
την πραμάτεια του.
Ύστερα ήρθε ένας πιστός 
άφραγκος και τον προσπέρασε.
Έντονα μύριζε το σαλέπι τρυπώντας
τα ρουθούνια του.
Πήρε κλεφτά ένα ταληρο από το 
παγκάρι.
Το σαλέπι ξάφνου έχασε τη γεύση του.

Δωδέκατη ώρα

Από τριπλό πεθαίνω έρωτα 
και καθελκύω το κορμί μου
να ψηθεί σε ήλιου πέτρα. 
Έρωτας για τα κλαριά που
υψώνονται σε περγιάλι 
δαντελένιο, εκεί που η λήθη 
στιβαρά τραβά μια γραμμή 
για να ξεπλυθεί κατόπιν από το κύμα
που μηνύματα ηδονικά φέρνει 
στους εραστές του Αυγούστου. 
Κλαριά από αρμυρίκια και δάφνες 
που παχύ ίσκιο προσφέρουν 
στους μοναχικούς περιπατητές
που βαδίζουν δυο δυο 
δίπλα στις άγριες βιολέτες 
και στα βότσαλα. 

Έρωτας για εσένα που πριν 
ακόμα χαράξει μου ξέφυγες
και για χρόνια αμέτρητα 
περιπλανιέσαι μόνος 
σε κήπους ανθισμένους που
η μνημοσύνη τους κρατά ζωντανούς. 
Εδώ η πασχαλιά κι η ευωδιά 
του επιταφίου. 
Εδώ το κρίνο της Παναγίας 
κι η δόξα της πρωίας. 
Εδώ η κοσμική γαρδένια 
και το άδειο καλάθι του 
αλχημιστή σε κέντρο απόμερο
πνιγμένο στην αιθάλη. 
Σε μυρίζομαι και σε θέλω 
Σε ακουμπάω και σπαράσσω 
Σε κλείνω στη φούχτα 
σαν δίδραχμο φτωχού. 

Έρωτας για τους σπογγαλιείς
των λέξεων που ανεβάζουν 
μέσα από βυθούς κοραλλένιους 
στο φως πάνω στιχουργήματα 
και τραγούδια για την κόρη 
που κοιμήθηκε ένα βράδυ με 
τα αγάλματα και βάφτηκε 
κόκκινο το φόρεμα της από 
το κρασί του πόθου. 
Άκου το τραγούδι, δικό της είναι. 
Μέθυσε από το πάθος του.
Δοκίμασε το πουκάμισο του
που για το κορμί σου μονάχα 
ράφτηκε τη μαγική για να κρύψεις 
εκεί λέξη της αυταπάτης.
Από τριπλό χάνομαι έρωτα 
και κουρδίζω το ρολόι 
να χτυπήσει στη δωδέκατη 
ώρα το φιλί να μην χαθεί.

Τετάρτη 9 Απριλίου 2025

Το ατόπημα

Γύρισες σελίδα αφήνοντας αδιάβαστα 
τρία λήμματα στην εγκυκλοπαίδεια.
Παραμέλησες ό,τι πιο ακριβό 
είχε το βιβλίο για να μην πονέσεις. 
Πήγες παρακάτω για να χαθείς 
σε εδάφια άγνωστα κι υπερτιμημένα.
Βυθίστηκες σε δανεικούς ποιητικούς 
οίστρους τόσο που τα μάτια δάκρυσαν
και το μυαλό ακινητοποιήθηκε 
ανάμεσα σε μια αρχή κι ένα άδοξο 
τέλος. 

Δεν εβλεπες μακριά και τα κοντινά 
σε φόβιζαν όπως φοβούνται τα παιδιά 
τα μαγικά φίλτρα και τις ιπτάμενες σκούπες. 
Στυλό κρατούσες στο χέρι και σημείωνες 
στα περιθώρια ερωτήσεις κι παράταιρα 
νοήματα.
Πήρες ύστερα να γράψεις ένα ποίημα 
δεν γνώριζες ότι τα ποιήματα 
δεν γράφονται με μελάνι αλλά με αίμα 
από φλέβες που αστόχησαν 
στον έρωτα και στις αρχέγονες αλήθειες. 
Παραδίπλα το καναρίνι σιωπούσε.
Δεν είχε οξυγόνο να τιτιβίσει ή να 
πλάσει νέες μελωδίες.

Ήρθε το βράδυ κι οι λέξεις πονούσαν
φριχτά. 
Εκείνες κυρίως που προσπέρασες βιαστικά .
Έκλαιγαν νομίζω με ένα κλάμα βουβό,
εξοντωτικό και αφορμισμένο.
Το φιλί.έμεινε ορφανό και πενθούσε.
Η αγάπη έγινε επαίτης και ζητιάνευε. 
Η πατρίδα έχασε μέρος από τα σύνορα της.
Ήσουν υπαίτιος για όλο αυτό το ατόπημα 
Πάνω σε ξύλινο πάγκο με ακονισμενο 
το μπαλτά εξοβέλισες από το χάρτη, 
του έρωτα τις κρυφές συνάψεις. 

Δευτέρα 7 Απριλίου 2025

Νεφέλη

Φίλντισι θα σου κρεμάσω 
στο λαιμό και λεμονάνθια 
θα στρώσω στα λυτά μαλλιά σου.
Όμορφη να τριγυρνάς στην άνω πόλη 
και τα αρσενικά να σκανδαλίζεις. 
Πρωτοξαδέρφη σε λέω της Άνοιξης
με τα μακριά σου δάχτυλα 
συνομιλείς με τους ίσκιους 
του καταμεσήμερου. 
Απίθανοι σχηματισμοί που θορυβούν,
μπρος στο κέρινο φιλί σου, έρωτα
μοσχοβολιστό.

Αγαπιέσαι και δεν αγαπάς. 
Σε θέλουν μα δεν δίνεσαι. 
Αέρινη ξεφεύγεις και οι ιστοί 
μιας αόρατης αράχνης δεν σε πιάνουν
ποτέ. 
Στις προκυμαίες καταφεύγεις 
και το μικρό ναυτόπουλο συναντάς 
το αίνιγμα να σου λύσει της ζωής. 
Πολλά έχεις ερωτήματα. 
Πολλές έχεις να μάθεις λέξεις. 
Αρκετά έχεις να ξεσηκώσεις τραγούδια. 
Αρμενίζεις στις ιστορικές σελίδες 
μαζί με τους πυρπολητές.

Η μάνα σου σε σταυρώνει τρεις φορές
και σε παρακαλάει ένα φυλαχτό να σου 
βάλει στόν κόρφο. 
Τα αδέλφια σου καβαλικεύουν 
τα άλογα και στο κατόπι σε παίρνουν. 
Άνεμος εσύ δεν πιάνεσαι.
Αγναντεύεις τη θάλασσα και τα
κύματα μετράς για να γαληνέψει 
λίγο η ψυχή. 
Τα βραδινά σου σεντόνια αγαπητικός 
δεν τα κοιμήθηκε ούτε ξένος. 

Στους ναούς συχνάζεις κι από 
τις εικόνες δάκρυα μαζεύεις και
μικρά διαμαντάκια.
Ύστε­ρα στους σταθμούς των τρένων 
πηγαίνεις τα δώρα σου να προσφέρεις
στους κλειδούχους κοντινά για να νιώσουν 
τα θαύματα. 
Ταξίδια δεν κάνεις και αφήνεσαι μόνο 
στα όνειρα τους χάρτες να σου δείξουν 
του σύμπαντος. 
Εκεί η πατρίδα σου και το αρχοντικό σου. 
Εγώ θα σε καλώ με το μικρό σου όνομα 
Νεφέλη - κόρη της Άνοιξης.- 
Θα ήθελα να λύσω τους γρίφους που
σε δυσκολεύουν και κοντά σου να με πάρεις 
στον αλαβάστρινο να πεθάνω λαιμό σου
παραδομένος στα λυγμικά σου τραγούδια. 

Σάββατο 5 Απριλίου 2025

Χαϊκού

Ξύπνησα νωρίς 
κι είπα να ξεψαχνίσω
αλλιώς τη μέρα.

*
Στην προκυμαία 
σπαράζουν τα κύματα 
και οι βοριάδες. 

*
Σαν ανεβαίνεις 
πάνω απ' τα σύννεφα 
πες μου μια λέξη.

*
Γρατζουνισμένη
η κοιλιά του σύννεφου 
ξεσπά σε βροχή. 

*
Χαροκαμμένη 
γύρνα η χελιδόνα
στ' άδειο της σπίτι. 

*
Δυο καλεντούλες
σ' οργώμενο χωράφι 
ψήγματα ζωής.

*
Σπείρε σιτάρι 
περιμένουν οι νεκροί 
ανθρώπων δώρα. 

*
Στ' ανεμοβόρι
κρύφτηκαν τα κοτσύφια
κάτω απ' το πεύκο. 

*
Ψύχρα σήμερα 
μια αγκαλιά απλώνω 
σ' άστεγο πουλί. 

*
Πεζούλι λευκό 
κάθονται τα κορίτσια 
και γνέθουν νήμα.

Πέμπτη 3 Απριλίου 2025

Υποδοχή

Ένα φως καίει στο μπαλκόνι
ώρα περασμένη μεταμεσονύχτια.
Θα έρθεις ίσως;
Τα παχύφυτα υγρασία αποταμιεύουν
στους μίσχους και στα φύλλα για να 
λουλουδίσουν.
Έχουν καιρό να βγάλουν εκείνα 
τα κόκκινα σαν μακριές βελόνες άνθη. 
Άοσμα μεν εντυπωσιακά δε.
Οι μέλισσες δεν τα εκτιμούν. 
Οι πεταλούδες τα αποφεύγουν. 
Οι μπούρμπουνες τα προσπερνούν.
Μόνο πρόπερσι την άνοιξη είδα
ένα ζευγάρι πασχαλίτσες να τα
πλησιάζουν. 
Λαχταριστός μεζές τα μαμούνια
φαίνεται. 

Πάμε παρακάτω.
Δεν θα κλείσω το φως.
Θα σκοντάψεις στο πλατύσκαλο και
θα χτυπήσεις την δεξιά σου φτέρνα. 
Ποιος να σε περιθάλψει τότε;
Εγώ δουλεύω ολημερίς στον αργαλειό
και στα κηπευτικά.
Φυτεύω, ξεριζώνω, σκάβω και ποτίζω. 
Έχω κι εκείνη την μισοτελειωμένη κουβέρτα
να αποσώσω.
Αν είσαι τώρα κάπου εδώ κοντά θα ακούσεις 
τα χτένια να χτυπούν. 
Το τραγούδι μου μόνο δεν θα ακούσεις 
έμαθα να μουρμουρίζω τα λόγια 
της αγάπης χαμηλόφωνα. 
Αν τα φωνάξω δυνατά οι μούσες 
θα θυμώσουν και δεν θα ξανάρθουν. 

Καθυστερείς πες μου γιατί.
Απόψε σε καρτερώ περισσότερο
από όλες τις νυχτιές.
Δεν με χωράει το στρώμα. 
Ύπνος δεν με παίρνει. 
Η κουρτίνα έχει μπλαβί χρώμα. 
Πνίγομαι. 
Πλέκω τα χέρια καλαθάκι καί πονάω. 
Δεν θα κοιμηθώ, το αποφάσισα. 
Γέμισα το δωμάτιο με καπνούς. 
Καπνίζω ακόμα εκείνα τα βαριά τσιγάρα 
από τότε που με είχες γνωρίσει. 

Πρέπει να βγω έξω.
Λιγοστεύει επικίνδυνα ο αέρας
εδώ πέρα. 
Ανοίγω τις πόρτες, ένα πετούμενο
μπαίνει μέσα. 
Μια νυχτερίδα. 
Δεν την διώχνω. 
Αυτή με προτίμησε, εσύ ποτέ. 
Ανοίγω ένα βιβλίο του Πόε.
Δεν φοβάμαι. 
Διαβάζω διψασμένη τρεις σελίδες. 
Δεν ακούω βήματα. 
Περνά ένα απορρηματοφόρο.
Τρέχω στο μπαλκόνι, βαριά συννεφιά 
κρύβει τα αστέρια. 
Ίσως να έρθεις αύριο με το πρώτο 
ξάφνιασμα της αυγής.
Καλύτερα τότε δεν θα χρειαστεί να ανάψω 
και φώτα και κάτι μου λέει πως τα
παχύφυτα θα ετοιμάζονται να ανθίσουν
ήρθε ο καιρός να σε υποδεχτούν. 

Τετάρτη 2 Απριλίου 2025

Χορευτικές επιδόσεις

Πως βρέθηκε στα ουράνια 
μονοπάτια ούτε που το κατάλαβε.
Κάποιοι είπαν πως με ποδήλατο 
ανέβηκε μια μια τις αχτίδες 
του φεγγαριού πατώντας 
ορθοπεταλιά.
Κάποιοι άλλοι πάλι είπαν πως ένα 
αστέρι τον φορτώθηκε στη πλάτη του
και τον έφερε ως εκεί πάνω. 

Λυτρωμένος τώρα γυρίζει στις άγνωρες 
στράτες και από όλα τα γήινα αποχωρεί. 
Μονάχα ένα κλαδάκι δυόσμου 
τον πηγαίνει πίσω στη ζωή
και στην αλήτικη παρέα. 
Στα χέρια το κρατάει με λατρεία 
όπως μια μικρομάνα κρατά το βρέφος 
της ακριβώς μετά τον τοκετό. 

Με δάκρυα το συντηρεί ζωντανό.
Που και που μασάει κανένα φυλλαράκι
γεμίζοντας την ανάσα του με
τη δροσιά των δρυμών 
εκεί που μόλις χτες έτρεχε. 
Ωραιότερος γίνεται. 
Τον βλέπουν οι άγγελοι και σιωπούν
ένοχα. 

Νέος ακόμα με το σφρίγος της χαράς
στο κατατμημένο του σώμα.  
Συγκολλητική δεν βρίσκει ουσία 
να ενωθεί και πάλι. 
Κυρίως την καρδιά του επιθυμεί
σφόδρα να ξαναφέρει στο στέρνο. 
Ακούει τους χτύπους της από  μακριά 
και τρελαίνεται. 
Είναι σαν να ακούει ταμπούρλο σε μια
υπό διάλυση παρέλαση. 

Σπιτικό στήνει στα σύννεφα. 
Ρίχνει το δυόσμο σε μια γούρνα 
από νερό. 
Ξαναζωντανεύει το φυτό. 
Καλεί πάλι την καρδιά που τον πρόδωσε 
κοντά του όπως ένα αφεντικό 
προστάζει τον γερασμένο του σκύλο 
να έρθει σιμά. 
Μετά από πολλές προσπάθειες έρχεται. 
Κοιμάται αμέριμνος τότε. 
Ζει μια δεύτερη ζωή με διάχυτη γύρω 
του την ευωδιά του δυόσμου και με
καρδιά λεβέντικη να σέρνει τις δίπλες 
του χορού στο πανηγύρι του δεκαπενταύγουστου
πλάι στις ξεμυαλισμένες κοπελιές
με τα αλλόκοτα χείλη. 

Τρίτη 1 Απριλίου 2025

Το αθάνατο νερό

Είναι καιρός τώρα που βαδίζεις 
πάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί
σε δυσθεώρητα ύψη δεμένο. 
Πώς και δεν φοβάσαι στο κενό 
μην πέσεις και σπάσει η στάμνα 
που κρατάς στα χέρια σου;
Ή μήπως πάλι πώς και δεν 
νοιάζεσαι μην ακρωτηριαστείς πέφτοντας 
πάνω στην καυτή ανάσα της ασφάλτου
πριν προλάβει κάποιος να σε
συγκρατήσει μέσα σε δίχτυ σφιχτό;

Σε θωρώ και τρέμω.
Τρέχω προς τα εσένα. 
Τα καινούργια φοράω λουστρίνια 
και δοκιμάζω την ισορροπία μου
πάνω στους μίσχους των λουλουδιών. 
Από ψηλά εσύ με παρακολουθείς.
Μάλιστα σαν να ακούω να ψιθυρίζεις 
μια μελωδία για αγάπες περασμένες.
Σε ακολουθώ. 
Μόνο πώς να σε αφήσω;

Μάνα δεν έχεις να σε παρακαλέσει 
να κατέβεις ή έστω ένας πατέρας. 
Αδερφή δεν υπάρχει να σε συμβουλέψει.
Μόνο εγώ σε γνοιάζομαι.
Μάνα, αδερφή, φίλος και πατέρας μαζί. 
Απλώνω τα χέρια.
Πηδάω ψηλά, τεντώνομαι.
Πώς να σε φτάσω;
Με τα σύννεφα συγγένεψες και με τα
ουράνια τόξα συνομιλείς.

Το αποφάσισα.
Εκεί δεν θα σε αφήσω να μείνεις.
Πέτρες θα παίρνω και θα σου πετώ.
Βέλη θα φτιάχνω και θα σου στέλνω. 
Σφαίρες θα ρίχνω την άτρωτη σάρκα σου
να βρίσκουν. 
Με μπάλες κανονιών θα σε πολιορκώ. 
Εδώ να έρθεις να σου αλλάξω την παλιά 
φορεσιά και με το λινό να σε ντύσω κοστούμι.
Να ζηλεύουν οι κοπελιές. 
Στις ρούγες να μιλούν για εσένα οι κυράδες
κι εγώ να στέκομαι δίπλα σου και να
κορδώνομαι όχι γιατί μόνο σε έχω κοντά μου
αλλά γιατί κάτοχος έγινα της στάμνας 
με το αθάνατο νερό.