Είναι μακρύς ο δρόμος και συνεχώς
πρέπει να κάνεις στάσεις.
Τη μια για δέσεις τα κορδόνια σου
Την άλλη για να ξεδιψασεις από το
γυλιό σου.
Κι έτσι καθώς κοντοστέκεσαι για μια στιγμή
σε βάζει σημάδι μια πεταλούδα.
Ερωτεύεσαι την ελευθερία της.
Ζηλεύεις τα φτερά της.
Σε παίρνει μαζί της.
Είναι μακρύς ο δρόμος και τα φτερά
αραχνοΰφαντα αλλά σε αντέχουν.
*
Στο μπαρμπέρικο μιλούσαν για το
χθεσινοβραδυνό ματς .
Ανέλυσαν, εκφέραν γνώμη, αναπαριστούσαν.
Ο κουρέας ήταν ευθυτενής κι ολίγο απόμακρος.
Είχε τους βοστρύχους ως τους ώμους κι ένα
μικρό ψαλίδισμένο μουστάκι.
Φορούσε άσπρη ποδιά και μια επιγονατίδα
στο δεξί πόδι.
Ο Λουκάς ήθελε ξύρισμα.
Ο Τάσος κούρεμα .
Κι ο κυρ Βάϊος μια θεραπεία για τα αραιά
του μαλλιά
Ο κουρέας ήταν γλυκομίλητος και εγγλέζος
στα ραντεβού του.
Τη νύχτα στα όνειρα του έβλεπε πάντα να
χορεύει όχι όμως γύρω από την καρέκλα
του κομμωτηρίου αλλά σε μια αχανή έκταση
γεμάτη παπαρούνες.
*
Η αμυγδαλιά πέταξε τα λευκά της πέπλα
και ντύθηκε την πράσινη τσόχα των φύλλων.
Τα πουλιά ποντάριζαν παθιασμένα σε αυτήν.
Τα έντομα φοβούνταιν πάρα πολύ το ασσόδυο.
Οταν έρχονταν η σειρά των πεταλούδων
στο σκορ πάντα προηγούνταν τα πουλιά.
Τα έντομα ζουζούνιζαν νευρικά για την
ήττα τους
Όταν πλησίασε ο Μάρκος συνεχίστηκε το
παιχνίδι αδιαλείπτως
Απτόητοι οι παίχτες δεν το εγκατέλειψαν.
Ήξεραν καλά τον Μάρκο τον μισότρελο
του χωριού που γνώριζε απέξω και
ανακατωτά τη γλώσσα των φτερωτών του
φίλων.
Είναι εντυπωσιακό το άπλωμα που επιχειρείς σε εικόνες και θέματα μέσα σε αυτό το ποίημα, Ελένη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣίγουρα έχει λιγότερο λυρισμό από άλλα σου, στρέφεται πιο στενά προς το πεζο-ποίημα, διατηρώντας τη φαντασία πάντα σε εγρήγορση.
Την καλησπέρα μου.
Σε ευχαριστώ πολύ
Διαγραφή