Κοράκια τα δυο σου χέρια
μέσα στα μαύρα γάντια
που ντύθηκαν μιαν γιορτινή
εσπέραν.
Κοράκια κι αρπακτικά πάνω
από μάχες που κάπου κάποτε
δόθηκαν με τους νεκρούς
ήρωες να σε κοιτούν με ένα
γυάλινο μάτι σαν μπίλια παιδική
που χάθηκε στον αχυρώνα
και μάταια την ψάχνεις.
Γάντια επίσημα δαντελωτά
κι αν τα βγάλεις μετά την γιορτή
θα αντικρίσεις ω του θαύματος
μπλάβο το δέρμα σου να σε
κοιτάζει και με απόγνωση
να σου ζητά μαύρα τραγούδια
να τους πεις που μανιάτισσες
μοιρολογίστρες στους
τεθνεώτες γιους τους τραγούδησαν.
Τα κανακεύεις να μην πονούν.
Φιλιά τους δίνεις το φως
να αγαπήσουν ξανά.
Χρυσό βραχιόλι περνάς στον
καρπό τους για να εξευμενίσεις
τον κρύο άνεμο που περνά
ανάμεσα από τα δάκτυλα τους.
Απείθαρχα αυτά σου ξεφεύγουν
και μύστες γίνονται του
του σκοταδιού και του ερέβους.
Κοράκια κι αρπακτικά τα χέρια
σου που μαντεψιές μοιράζουν
για ένα θάνατο που θα σε βρει
πριν ακόμα προλάβεις να ζήσεις
εκείνο το τρανό ηλιοβασίλεμα
κάπου στο Αιγαίο.
Καλησπέρα Ελένη μου. Δυνατό και αυτό σου το πόνημα. Θα το χαρακτήριζα με στοιχεία ζοφερά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλιά να έχεις.
Γράφτηκε κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες
Διαγραφή