Παρασκευή 29 Αυγούστου 2025

Η τυραννία του ύψους

Ποτάμια χύνονται στις φλέβες μου
κι αραιώνουν το αίμα μου.
Κοίτα με μυρίζω έλατο, καμμένο 
πεύκο, μέντα και αλιφασκιά.
Τρέμει το σώμα, χωλαίνει το πόδι
και δεν βρίσκω που να κρυφτώ 
για να ξεφύγω από τα επικίνδυνα ερπετά
που αναιδέστατα με πλησιάζουν.

Ένα βουητό ανεβαίνει από τους πόρους 
του δέρματος και με ξεκουφαίνει.
Βλαστημάω, βογγάω, νιώθω την ανάσα 
μου να επιταχύνεται σαν να τρέχει 
σε δρόμους ανώμαλους, ανηφορικούς. 
Δεν έχω που να κοντοσταθώ.
Δεν έχω σε ποιον να μιλήσω. 
Ψευδίζω, πετάω φράσεις ασυνάρτητες.
Δεν με καταλαβαίνω,  γίνομαι μια άλλη. 

Μία πέστροφα εισβάλει στην κεντρική 
αρτηρία και αναπηδάει 
Δες με χορεύω ανεβασμένη πάνω 
σε τεντωμένο σκοινί.
Από κάτω μου βαθιές χαράδρες, απόλυτο 
κενό κι αν πέσω θα τσακιστώ σε χίλια 
κομμάτια. 
Πιάνομαι από ένα σύννεφο, κρατιέμαι 
από μια κορφή και πάλι κι έτσι ο φόβος 
δεν περνά. 

Για μια στιγμή νιώθω σαν μικρός θεός 
που προσπαθεί να αποκτήσει κάποιο 
ακροατήριο. 
Τα λόγια μου όμως δέν πείθουν. 
Γράφω ακατανόητα κείμενα, μπερδεύω 
επίθετα με ουσιαστικά. 
Έπειτα ρίχνομαι απελπισμένη στα ρήματα. 
Εκεί βρίσκεται το καλύτερο μου χαρτί. 
Φωνάζω.
Ουρλιάζω. 
Εκλιπαρώ. 
Κανείς όμως δεν με ακούει. 

Συνεχίζω να χορεύω σε ρυθμούς
εξωφρενικούς.
Εξακολουθώ να πηγαίνω σύμφωνα 
με την ρότα του νερού. 
Κουράζομαι. 
Θέλω να εκβάλλω στη θάλασσα.
Τραβάω κουπί με τα χέρια που έχουν 
μεταβληθεί σε μυλόπετρες.
Κάποια στιγμή βρίσκω απάνεμο μέρος.
Το κατοικώ. 

Το γαλάζιο με ξεκουράζει.
Δίπλα μου αγριοβιολέττες και κρινάκια.
Στον φλοίσβο παραδίνομαι. 
Περνάει καράβι, το χαιρετώ, με παίρνει 
μαζί του. 
Χαϊδεύω έναν γλάρο και σε αυτόν 
μόνο εμπιστεύομαι την περιπέτεια μου.
Αυτός αμέσως με καταλαβαίνει.
Δεν χρειάζομαι άλλο ακροατήριο. 
Κάτι τσακίζεται μέσα μου.
Ένας μικρός θεός πεθαίνει και με
απελευθερώνει από την τυραννία του ύψους
και απ' το μαρτύριο της σκέψης. 

Πέμπτη 28 Αυγούστου 2025

Επάνοδος χωρίς όρους

            Ξεχάστηκα εδώ για να θρηνώ 

Στο τσίνορο με βρήκε το βέλος σου.
Ακριβώς στο σημείο που είχα 
μια βαθιά ουλή από παιδικό τραύμα. 
(Ακόμα θυμάμαι τον πετροπόλεμο
που παίζαμε κάτω από την εποπτεία 
των άστρων.)
Πόνεσα, ήμουν στα βάθη της θάλασσας 
και κολυμπούσα πλάι σε ένα παιχνιδιάρικο 
δελφίνι. 
Κύλησε το αί­μα μου κι έβαψε το γαλάζιο. 
Το δελφίνι αναστατώθηκε και με το
πτερύγιο του φρόντισε την πληγή μου.
Βούρκωσα και το ευχαρίστησα. 

Είχα πολλή απόσταση να διασχίσω μέχρι 
να βγω στην ακτή. 
Έπρεπε  να δράσω πριν με βρει η νύχτα. 
Αδημονούσα να σε βρω, να σε πετύχω 
πίσω από τα αρμυρίκια και το λόγο 
της επίθεσης να σου ζητήσω. 
Λιγοστές οι δυνάμεις μου μάκραιναν 
την απόσταση. 
Το δελφίνι από κοντά μου θαλάσσιους 
μου άνοιγε δρόμους και με επικουρούσε. 

Ανοιχτή η πληγή και με βασάνιζε. 
Μεγάλο το πέλαγος και με πολιορκούσε. 
Δεν είχα Άγιο να παρακαλέσω. 
Δεν είχα μάνα να με γνοιαστεί. 
Μου έλειπε και το κερί απ' το χέρι 
πάνω στην αιχμή του κύματος 
να το ανάψω. 
Έμεινα πιασμένη από το πτερύγιο 
του δελφινιού να ατενίζω την 
απομακρυσμένη ακτή. 

Όταν κάποτε ύστερα από ώρες 
βγήκα έξω κανείς δεν ήταν στην ακτή. 
Είχε κι ένα φεγγάρι κατακόκκινο
να με κοιτάζει ύποπτα. 
Συνεργός σου ήταν δίχως άλλο. 
Πάντα τα φεγγάρια του Αυγούστου 
με βασάνιζαν.
Έψαυσα την πληγή μου.
Πήρα το βέλος και το  πέταξα στη θάλασσα 
πέτυχε το δελφίνι και το σκότωσε.

Τώρα είχα να θρηνήσω δύο θανάτους,
τον δικό σου και του δελφινιού. 
Κατάμονη άπλωσα της λησμονιάς 
το σημαία μήπως κάποιος με δει.
Τίποτα. 
Χρόνια δέκα παραμένω στο ίδιο σημείο 
μαζί με τα αυγουστιάτικα φεγγάρια 
να πενθώ και να ζητιανεύω την επάνοδο 
σου χωρίς όρους στον κόσμο.

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2025

Το χρονικό ενός ανεπιβεβαίωτου θανάτου

Βρέθηκα σε ένα σπίτι που τα πολλά  
ρίχτερ το ανέβασαν στην επιφάνεια 
τραβώντας το από τα βάθη μιας 
πανάρχαιος λίμνης.
Ένα σπίτι εφτάκλειστο χωρίς πόρτες 
και παράθυρα παρά μονάχα με μια 
στέγη που περιστρέφονταν διαρκώς 
σαν τη μπαλαρίνα των υπαίθριων λούνα 
παρκ. 
Ζαλιζόμουν και φωνή δεν είχα 
να ζητήσω βοήθεια ή έστω κάπου 
να αποτανθώ για να ελευθερωθώ
από την αιώνια καταδίκη.

Έγκλειστη έμενα να θρηνώ τους 
αποτρόπαιους θανάτους όλων των  
συγγενών μου που η σεισμική δόνηση 
τους πήρε μακριά μου.
Χάθηκε η μάνα τα αδέρφια κι όλο 
το οικογενειακό μου δέντρο ξεκληρίστηκε.
Άλλα σπίτια πάλι γύρω δεν υπήρχαν.
Είχαν όλα κατρακυλήσει στον
πυρήνα της γης και παρανάλωμα 
έγιναν από το μάγμα της.

Μονάχη έμεινα να μετρώ τις πληγές 
που σαν φίδια έζωναν το σώμα μου. 
Σκάλιζα με τα νύχια την πέτρα 
μα τίποτα, χτυπούσα με μανία τα πόδια
το πάτωμα να υποχωρήσει αλλά 
άδικος ο κόπος. 
Βαριά τα αγκωνάρια του σπιτιού 
και πώς να τα παραμερίσω;
Το πήρα απόφαση πως αυτός ήταν 
ο τάφος μου και πως ως εδώ έφτανε 
η αποστολή μου. 
Τρεφόμουν με λειχήνες και με κάποια 
μονοπύρηνα όντα που ως τώρα αγνοούσα. 

Καταδικασμένη όπως ήμουν
κατέφυγα στα βιβλία κι έμαθα 
απέξω πάρα πολλά ποιήματα και ακόμα 
ακόμα πολλά πολυσέλιδα μυθιστορήματα .
Συντροφιά μου υπήρξαν ήρωες τους,
παρηγοριά μου ακριβή οι στίχοι που 
για θέμα τους είχαν μόνο τον έρω­τα. 
Ξιφουλκώ τον αέρα για να νιώθω ζωντανή.
Ενθυμούμαι τον ποιητή που μίλησε 
για τα θεόρατα τείχη που περιβάλλουν 
τώρα τον κόσμο μου όλον και που με
αποσπούν διαρκώς από την οχλαγωγή 
και την ποταπότητα. 

Παρασκευή 22 Αυγούστου 2025

Ο παλμογράφος

Σαν το λαγωνικό μ' ακολούθησες. 
Γοργά βήματα, πλακόστρωτα 
που έτρεμαν στο διάβα σου.
Ο αέρας μύριζε σαπούνι καραβάκι 
και σανταλόξυλο.
Κάποιο πλυσταριό θα υπήρχε εκεί κοντά. 
Το άρωμα σου αντιθέτως ασθενικό δεν
έφτανε ως εμένα, αντιστεκόμουν,
έβρισκα τρόπους να σε ξεγελάω και
να μην σου παραδίνομαι. 

Σου κρύφτηκα πίσω από τη φλαμουριά
δεν με βρήκες. 
Σε έβλεπα που περνούσες δίπλα μου
κι επιτάχυνες κάθε τόσο το βήμα σου
για να με βρεις, δεν τα καταφερνες
όσο κι αν η ανάσα μου καυτή και γρήγορη
καθώς ήταν εύκολα με πρόδιδε.
Με ελάφι έμοιαζες που πηγαίνει μπροστά 
στην πηγή μα σκοντάφτει και ούτε μια σταλιά 
νερό δεν δροσίζεται. 

Είχες ανοιχτές τις καρδιάς τις αντένες 
μα εγώ ατάραχη συνομιλούσα με το
είδωλο σου.
Αυτό μονάχα με άφησες να γνωρίσω
πιο πολύ. 
Γι' αυτό τις νύχτες βλέπω όνειρα παράξενα. 
Σπασμένες προθήκες με βαλσαμωμένα
πουλιά. 
Πελάγη με ανοιχτοπράσινα νερά, 
φοινικόδεντρα υψιτενή κι ασημένιους 
ουρανούς. 
Κι εσύ εκεί, παρών πάντα, να χορεύεις 
ασίκικους χορούς και να διαγράφεις 
σαν τον παλμογράφο στο χαρτί 
τα εφήμερα σήματα του έρωτα που 
έμελλε να μας σταυρώσουν για πάντα.

Πέμπτη 14 Αυγούστου 2025

Συνεύρεση

Καθρεφτίστηκε το φεγγάρι στο παράθυρο 
μου κι εγώ ξάγρυπνη το παρατηρούσα και
συνομιλούσα μαζί του.
Έκανα να το πιάσω με αδεξιες κινήσεις 
κι έσπασα το τζάμι σε πολλά κομμάτια. 
Χαρακώθηκαν τα χέρια μου, αιμορραγούσα.
Βάφτηκε κόκκινο το φεγγάρι
σαν τα φανάρια των συρμών.

Πήρα να συναρμολογήσω το τζάμι 
κι αίφνης εμφανίστηκαν δεκαεφτά 
κόκκινα φεγγάρια στο παράθυρο μου.
Πού να κοιμηθώ μετά από αυτό;
Εξασθενισμένη από την αιμορραγία 
κατά το ξημέρωμα μόνο με πήρε ο ύπνος. 

Οταν ξύπνησα και κοίταξα γύρω 
ειδα άθραυστο το παράθυρο μου
μόνο στο πάτωμα ένα ρυάκι από αίμα 
δήλωνε πως είχα κοιμηθεί
με δεκαεφτά κόκκινα φεγγάρια αγκαλιά. 

Υπήρξε δίχως άλλο ο μεγαλύτερος 
πολυσχιδής έρωτας μου, αυτός που 
με σφάγιασε και που στο τέλος με 
γιατρεψε με τα μαγικά του κόλπα. 
Μπροστά σε ένα μαρμάρινο θυσιαστήριο
ήμουν η πρώτη του επιλογή και 
παραδόξως το άντεχα.  

Τρίτη 12 Αυγούστου 2025

Καταδίκη

Τώρα που το σκέφτομαι, καλύτερα 
που δεν ήρθες θα τσάκιζες 
τους ασπάλαθους που κρατούσα 
στα χέρια μου. 
Και τι δεν είχα δώσει για να αποκτήσω 
αυτό το φυτό με τα λαμπρά άνθη.
Ζωή και αίμα. 
Ιδρώτα και δάκρυ. 
Θάνατο και ανάσα κοφτή. 

Σε απρόσιτα μέρη το βρήκα αμέσως
απ' όταν εσύ έφυγες διαλέγοντας 
για αγκαλιά σου το χώμα. 
Η θωριά του με μάγεψε όπως μαγεύονται
τα παιδιά μπροστά στη θέα ενός 
κλαμμένου κλόουν ή ενός παιχνιδιού. 

Κι αν με λάβωσε, κι αν με τσίμπησε 
μιλιά δεν έβγαλα γιατί τότε 
ήταν κι η εποχή που είχαν στερέψει 
εξ ολοκλήρου τα λόγια και οι ικεσίες. 
Είχα φτάσει στο σημείο να γράφω 
δέκα ποιήματα την ημέρα για να εξιιλεωθώ.
Τα έκρυβα βαθιά κάτω απ' το στρώμα. 
Κοιμόμουν κι άκουγα να μου μιλούν. 

Πεταγόμουν πάνω και συνέχιζα στίχους 
να πλέκω με το μάτι στραμμένο 
στον σκοτεινό ακόμα ουρανό. 
Λίγος ο ύπνος μα μου έφτανε. 
Πολύς ο θόρυβος που έκαναν
οι πατημασιές σου όταν αποτολμούσες 
να έρθεις κοντά μου μα δεν παραπονέθηκα 
ποτέ 

Δίπλα σε ένα κερί που καίγονταν αργά 
και που λέκιαζε το σεντόνι μου
αναζητούσα τρόπους διαφυγής. 
Τότε ήρθαν οι ασπάλαθοι να με βγάλουν 
από το αδιέξοδο. 
Παραμένω λοιπόν εδώ με τους ασπαλαθους 
στα χέρια να σκληραίνει η καρδιά μου
σαν τα αγκάθια τους. 
Από τη αρχή να μου μαθαίνουν τρόπους 
και μέσα για να αντιμετωπίσω τη μοναξιά 
και το λησμονημένο στο χώμα φιλί. 

Μείνε μακρυά γιατί οι εραστές αν τσιμπηθούν 
από αυτά τα αγκάθια κακές αποκτούν 
συνήθειες και στο τέλος ο νους τους σαλεύει
και επικίνδυνοι γίνονται. 
Σε εκλιπαρώ γονατιστή μην έρθεις. 
Φοβάμαι μην σκοτώσεις το παιδί που
γεννάω κάθε νύχτα μαζί με τα ποιήματα
που ποτέ δεν θα διαβάσεις γιατί απλά 
καθόλου δεν σου πρέπουν. 

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2025

Η καταδίωξη

Ως τις εσχατιές του κόσμου σε έψαξα 
με όλες μου τις δυνάμεις. 
Είχα πόδια ευκίνητα και περπατούσα.
Είχα χέρια ευλύγιστα και κολυμπούσα. 
Είχα φτερά δυνατά και πετούσα. 
Είχα καρδιά μεγάλη σαν σκηνή αρχαίου 
θεάτρου και σε ονειρευόμουν. 
Είχα λαγόνες ανοιχτές και σε ερωτευόμουν
σαν το πουλί που βρίσκει το ταίρι του
στο πάνω πάνω κλαρί και του δίνεται. 

Έφτανα κοντά σου μα εσύ όλο και
απομακρυνόσουν. 
Πότε πίσω από ένα σύννεφο κρυβόσουν. 
Πότε στα νερά ενός ποταμού χανόσουν.
Πότε σε τρένα μυστηρίου έμπαινες. 
Πότε με τα αγέννητα παιδιά έσμιγες 
και έπαιζες κρυφτό. 
Πότε σε αμπέλια πολύφυλλα τρυγούσες
τους καρπούς και δεν σε έβλεπα. 

Δεν κουραζόμουν. 
Δεν τα παρατούσα ούτε τη στιγμή που 
ο άνεμος έμπαινε στα μαλλιά σου και
σε έπαιρνε μαζί του. 
Σου έστηνα καρτέρι πίσω από τις μυρτιές
και τα σκίνα. 
Έφτανα κοντά σου τόσο που η ανάσα μας 
έσμιγε και πάλι από την αρχή ξεκινούσα. 
Ήσουν ελάφι κι έφευγες. 
Ήσουν λουλούδι και καλούσες τις μέλισσες. 
Ήσουν βροχή με ασημένια κοντάρια και με
σημάδευες.
Ήσουν πλοιάριο με μπερδεμένα δίχτυα 
και μου γλιστρούσες. 
Ήσουν δέντρο αειθαλές και τη σκιά σου
όσο κι αν την ποθούσα δεν μου την χάριζες. 

Πικρά πέρασα χρόνια μακριά σου.
Έριχνα τα χαρτιά για να μάθω τι η μοίρα 
μου έγραφε. 
Μάγια σου έκανα με ψιλές κλωστίτσες
τσόφλια αυγού, νύχια αρπακτικού και
κοκκινόχωμα.
Δεν έπιαναν.
Σε ψηλό έβγαινα βουνό κι εσύ κοιλάδα 
με εσπεριδοειδή στα πόδια μου. 
Σου χάριζα το οξυγόνο μου, τα ρυάκια 
μου και το σφρίγος του σώματος μου.
Δεν σου έφταναν. 

Μου κρυβόσουν σαν θαμπό ουράνιο τόξο 
που η μνήμη δεν συγκρατεί. 
Λίγο στάσου μάνα σου θα γίνω, αδερφή 
και ερωμένη σου.
Με κορδέλες θα στολίζω τα μαλλιά σου 
και με αυτές θα δένω τον έρω­τα μας.
Σε ένα αγώνα ταχύτητας θα σε χάνω 
και θα σε βρίσκω λαχανιασμένη εγώ 
κι εσύ άστρο λαμπρό που κάποτε θα 
βρει απάγκιο στην αγκαλιά μου.

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2025

Αμαρτωλό παρελθόν

Κι ήρθαν εκείνες οι σκληρές 
νύχτες που δεν γνώρισαν ξημέρωμα. 
Χοντρές φορούσαν πατατούκες 
και με μια βελέντζα τραχιά σκεπαζαν
τα άλκιμα σώματα των νεαρών ακολούθων τους
που μέσα σε ένα μπαρ κατάφορτο θλίψη 
αυτοκράτορες γίνονταν σε ένα 
βασίλειο ξένο παιγμένο προ πολλού 
στά χαρτιά για λίγες μόνο κορώνες. 

Γύρω φυσούσε αέρας κι έκανε ένα 
φαρμακερό κρύο. 
Ο χειμώνας στο μαθητικό καλεντάρι 
είχε μακριά άσπρα γένια κι άστατα 
μαλλιά. 
Όλα γύρω γδυτά και παγωμένα. 
Ένα τρέμουλο στο σαγόνι κι ένα 
τρίξιμο των δοντιών έμοιαζαν με
τον ήχο που έκαναν εκείνες οι 
ξύλινες καστανιέτες που είχες 
αγοράσει στο πρώτο μακριά από 
την πατρίδα ταξίδι. 

Στις πύλες της νύχτας εμφανίζονταν 
ο,τι αποτρόπαιο στη ζωή υπάρχει
από καταβολής κόσμου. 
Συμμαχούσε το χάος με το έρεβος. 
Χέρι χέρι πήγαινε ο γδικιωμός με
το σκοτεινό του έρωτα σαρκίο.
Ξάπλα ξάπλα πάλευαν οι επιφανείς 
αφεντάδες με τους ποιητές που
τους στίχους τους αφιέρωναν στη 
κρυφή πλευρά της σελήνης. 
Κάνεις δεν νικούσε, κανείς δεν 
παραδίδονταν όλοι ηττημένοι. 

Ξεμαλλιασμένες γυναίκες κλείδωναν 
καλά τις πόρτες για να μην ξεμυτίσουν 
τα αγόρια τους κι αγαπήσουν 
εκείνες τις φτερωτές αμαζόνες που
σου έκλεβαν το νου.
Χτυπούσαν δυνατά τις πόρτες αυτές 
αφηνιασμένες μιας και κανένας έως τώρα 
δεν τις είχε απαρνηθεί.
Οι νύχτες επέμεναν κρατώντας καμτσίκι
και άνθη ασφόδελου. 

Κι όταν επιτέλους μετά από μακρύ
χρονικό διάστημα ήρθε το ξημέρωμα 
τίποτα δεν ήταν ίδιο. 
Σκουρόχρωμα σύννεφο κάλυπταν τον ουρανό. 
Οι εκκλησίες έπαψαν να λειτουργούν. 
Ξεχάστηκαν οι ψαλμοί. 
Μα πάνω από όλα τα αγόρια ενέδωσαν 
στις αμαζόνες και γεννήθηκαν παιδιά
με ένα αστέρι κατάστηθα να υπενθυμίζει 
το αμαρτωλό παρελθόν. 
Όλα είχαν αλλάξει. 

Η κουκκίδα

Σε φέρνω εδώ όπου κι αν είσαι. 
Μια κουκκίδα κρατώ στο χέρι 
και δεν την αφήνω να χαθεί στο άπειρο.
Μπροστά στο πατρικό σου σπίτι 
ανεβάζεις τώρα την τέντα ο αέρας 
να μπει στο σπίτι με τα γαλάζιο 
παντζούρια για να σβήσει την υγρασία 
από το πάτωμα και τα έπιπλα. 

Όλα μέσα τακτοποιημένα από
χέρι στοργικό.
Στο πιάνο απάνω μια φρεσκοκομμένη 
ανεμώνη κι ας έχει περάσει ο χειμώνας 
και στο κύκλο του καλοκαιριού 
έχουμε μπει για τα καλά. 
Αναρωτιέμαι αν εκεί που ζεις υπάρχουν 
ανεμώνες του θέρους. 
Ίσως. 
Δεν μου απαντάς.
Χρόνια κυριως αυτή η ερώτηση με παιδεύει. 
Φτιάχνω σενάριο, πλάθω ιστορίες 
δεν βοηθιέμαι όμως.
Ανασυντασομαι και περιμένω ένα σου 
έστω φωνήεν.

Ένας σβηστήρας μαθητικός απειλεί 
τη μνήμη μου.
Αυτή η πολιορκία μου κόβει τα γόνατα. 
Σπρώχνω την εξώπορτα και μπαίνω
στο σπίτι. 
Στον μαυροπίνακα δίπλα στην καλημέρα 
γραμμένο ένα γνωστό ρητό. 
Κάνω να το διαβάσω τα μάτια μου
δεν υπακούνε. 
Κάνω να το συλλαβίσω κι ένας βόμβος 
ακούγεται μόνο σαν του τρένου που 
απομακρύνεταο πέρα στα χωράφια 
με τα σιτηρά. 

Μένω απαθής να κοιτώ μια σανίδα 
φουσκωμένη και σαρακοφαγωμένη 
στο πάτωμα. 
Λέω να την σηκώσω για να δω τι κρύβεται 
από κάτω.
Δεν το αποτολμώ.
Έχει φουσκώσει η καρδιά μου σάν αυτή 
τη σανίδα μα κανένας δεν τη βλέπει. 
Μην με διαψεύδεις. 
Ήρθα απλά να σου πω μια καληνύχτα 
Κοιμήσου. 

Τρίτη 5 Αυγούστου 2025

Χέρια από πηλό

Απόγευμα βροχερό.
Στον κήπο του μουσείου 
ένας άστεγος και ένας μικροπωλητής
με πράσινο τσόχινο καπέλο. 
Πιο πέρα η λεωφόρος 
μποτιλιαρισμένη κι εξαγνισμένη.
Η βροχή στις τζαμαρίες των κουρείων 
σχηματίζει αυλάκια. 
Οι πελάτες βιαστικοί ξεχνούν 
να πληρώσουν. 
Φεύγουν χωρίς ομπρέλα βρίζοντας. 

Το πήλινο χέρι του αγάλματος 
παρά τη βροχή δεν λέει να λιώσει. 
Τους κάνει νόημα να σταματήσουν. 
Αυτοί σφυρίζουν ένα γνωστό σκοπό. 
Δεν γυρίζουν πίσω.
Μόνο μια γυναίκα με σπασμένη 
χτένα στο χέρι προθυμοποιείται
να τους απαλλάξει από τον φόρτο 
της ημέρας και από την ισόβια πλήξη.
Εκείνοι δεν πλησιάζουν ούτε μιλούν 
μεταξύ τους.

Κάπου μακριά αλυχτάει ένα σκυλί. 
Στα περίπτερα βρεγμένες 
οι εφημερίδες περιγράφουν 
με πηχιαίους τίτλους την επιδρομή 
της καταιγίδας.
Κανείς δεν αγοράζει. 
Μονο η γυναίκα διαλέγει μια 
καινούργια χτένα και την περνά 
στα μαλλιά. 
Από το στήθος της ξεπετιέται 
ένα περιστέρι με διπλό ράμφος. 

Οι άντρες τότε μόνο την κοιτούν. 
Ο ένας από αυτούς την πλησιάζει 
παίρνει το περιστέρι και μπροστά 
στα έκπληκτα της μάτια το προσφέρει 
θυσία για να κατευγνάσει την ορμή 
της μπόρας.
Το όνομα του είναι Χρήστος
και με το ένα του μάτι της κάνει σήμα 
να προσέχει τους άντρες με τα 
ξυρισμένα κεφάλια.
Γιατί απλά αυτοί ποτέ τους
δεν αγάπησαν τα πήλινα αγάλματα
με τα αρτιμελή σώματα που υπομένουν 
καρτερικά χρόνια τριάντα τις ξαφνικές 
καταιγίδες.