Τρίτη 12 Αυγούστου 2025

Καταδίκη

Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα 
που δεν ήρθες θα τσάκιζες 
τους ασπάλαθους που κρατούσα 
στα χέρια μου. 
Και τι δεν είχα δώσει για να αποκτήσω 
αυτό το φυτό με τα λαμπρά άνθη.
Ζωή και αίμα. 
Ιδρώτα και δάκρυ. 
Θάνατο και ανάσα κοφτή. 

Σε απρόσιτα μέρη το βρήκα αμέσως
απ' όταν εσύ έφυγες διαλέγοντας 
για αγκαλιά σου το χώμα. 
Η θωριά του με μάγεψε όπως μαγεύονται
τα παιδιά μπροστά στη θέα ενός 
κλαμμένου κλόουν ή ενός παιχνιδιού. 

Κι αν με λάβωσε, κι αν με τσίμπησε 
μιλιά δεν έβγαλα γιατί επιπλέον τότε 
ήταν κι η εποχή που είχαν στερέψει 
εξ ολοκλήρου τα λόγια και οι ικεσίες. 
Είχα φτάσει στο σημείο να γράφω 
δέκα ποιήματα την ημέρα για να εξιιλεωθώ.
Τα έκρυβα βαθιά μέσα στο στρώμα. 
Κοιμόμουν κι άκουγα να μου μιλούν. 

Πεταγόμουν πάνω και συνέχιζα στίχους 
να πλέκω με το μάτι στραμμένο 
στον σκοτεινό ακόμα ουρανό. 
Λίγος ο ύπνος μα μου έφτανε. 
Πολύς ο θόρυβος που έκαναν
οι πατημασιές σου όταν αποτολμούσες 
να έρθεις κοντά μου μα δεν παραπονέθηκα 
ποτέ 

Δίπλα σε ένα κερί που καίγονταν αργά 
και που λέκιαζε το σεντόνι μου
αναζητούσα τρόπους διαφυγής. 
Τότε ήρθαν οι ασπάλαθοι να με βγάλουν 
από το αδιέξοδο. 
Παραμένω λοιπόν εδώ με τους ασπαλαθους 
στα χέρια να σκληραίνει η καρδιά μου
σαν τα αγκάθια τους. 
Από τη αρχή να μου μαθαίνουν τρόπους 
και μέσα για να αντιμετωπίσω τη μοναξιά 
και το λησμονημένο στο χώμα φιλί. 

Μείνε μακρυά γιατί οι εραστές αν τσιμπηθούν 
από αυτά τα αγκάθια κακές αποκτούν 
συνήθειες και στο τέλος ο νους τους σαλεύει
και επικίνδυνοι γίνονται. 
Σε εκλιπαρώ γονατιστή μην έρθεις. 
Φοβάμαι μην σκοτώσεις το παιδί που
γεννάω κάθε νύχτα μαζί με τα ποιήματα
που ποτέ δεν θα διαβάσεις γιατί απλά 
καθόλου δεν σου πρέπουν. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου