Ως τις εσχατιές του κόσμου σε έψαξα
με όλες μου τις δυνάμεις.
Είχα πόδια ευκίνητα και περπατούσα.
Είχα χέρια ευλύγιστα και κολυμπούσα.
Είχα φτερά επίμονα και πετούσα.
Είχα καρδιά μεγάλη σαν σκηνή αρχαίου
θεάτρου και σε ονειρευόμουν.
Είχα λαγόνες ανοιχτές και σε ερωτευόμουν
σαν το πουλί που βρίσκει το ταίρι του
στο πάνω πάνω κλαρί και του δίνεται.
Έφτανα κοντά σου μα εσύ όλο και απομακρυνόσουν.
Πότε πίσω από ένα σύννεφο κρυβόσουν.
Πότε στα νερά ενός ποταμού χανόσουν.
Πότε σε τρένα μυστηρίου έμπαινες.
Πότε με τα αγέννητα παιδιά έσμιγες
και έπαιζες κρυφτό.
Πότε σε αμπέλια πολύφυλλα τρυγούσες
τους καρπούς και δεν σε έβλεπα.
Δεν κουραζόμουν.
Δεν τα παρατούσα ούτε τη στιγμή που
ο άνεμος έμπαινε στα μαλλιά σου και
σε έπαιρνε μαζί του.
Σου έστηνα καρτέρι πίσω από τις μυρτιές
και τα σκίνα.
Έφτανα κοντά σου τόσο που η ανάσα μας
έσμιγε και πάλι από την αρχή ξεκινούσα.
Ήσουν ελάφι κι έφευγες.
Ήσουν λουλούδι και καλούσες τις μέλισσες.
Ήσουν βροχή με ασημένια κοντάρια και με
σημάδευες.
Ήσουν πλοιάριο με μπερδεμένα δίχτυα
και μου γλιστρούσες.
Ήσουν δέντρο αειθαλές και τη σκιά σου
όσο κι αν την ποθούσα δεν μου την χάριζες.
Πικρά πέρασα χρόνια μακριά σου.
Έριχνα τα χαρτιά για να μάθω τι η μοίρα
μου έγραφε.
Μάγια σου έκανα με ψιλές κλωστίτσες
τσόφλια αυγού, νύχια αρπακτικού και κοκκινόχωμα.
Δεν έπιαναν.
Σε ψηλό έβγαινα βουνό κι εσύ κοιλάδα
με εσπεριδοειδή στα πόδια μου.
Σου χάριζα το οξυγόνο μου, τα ρυάκια
μου και το σφρίγος του σώματος μου.
Δεν σου έφταναν.
Μου κρυβόσουν σαν θαμπό ουράνιο τόξο
που η μνήμη δεν συγκρατεί.
Λίγο στάσου μάνα σου θα γίνω, αδερφή
και ερωμένη σου.
Με κορδέλες θα στολίζω τα μαλλιά σου
και με αυτές θα δένω τον έρωτα μας.
Σε ένα αγώνα ταχύτητας θα σε χάνω
και θα σε βρίσκω λαχανιασμένη εγώ
κι εσύ άστρο λαμπρό που κάποτε θα
βρει απάγκιο στην αγκαλιά μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου