Τρίτη 29 Ιουλίου 2025

Έγκλειστη

Γυμνή ήμουν και ντύθηκα την προβιά
ενός άγριου ζώου. 
Λύκος ήταν, κουνάβι, αλεπού ή τσακάλι 
δεν ξέρω κι ούτε έχει σημασία. 
Εγώ αρματωσιά είχα και νύχια μακριά
σαν μαχαίρια δοκιμασμένα στο κακό. 

Παρόλα αυτά κρύωνα πολύ - μέσα χειμώνα
δύστροπου - κι άρπαξα μια χούφτα θράκα 
από τις φωτιές των άστρων. 
Φεγγάρι δεν είχε κι ο ήλιος άφαντος 
ήταν τέσσερις μήνες τώρα.
Λιγοστό το φως μα δεν παραπονέθηκε 
κανείς, συνηθίσαμε. 

Ένιωθα μόνη και συνομίλησα με ένα 
γενναίο καραγάτσι. 
Μόναχο κι αυτό σε μια γη ολοσδιόλου
καμένη. 
Τέφρα κι οι κορμοί ανέδυαν ακόμα αιθάλη 
και σκληρό μίσος. 
Τα πέλματα μου γέμισαν στάχτη μα το στόμα 
καθαρό αν και λίγο μπερδεμένο με τις 
αντωνυμίες και τα καταχρηστικά επιφωνήματα. 

Ξεχύλιζα αγάπη και ζήτησα σχεδόν ζητιάνεψα 
το φιλί σου.
Εκεί τα βρήκα σκούρα. 
Ένας γιγάντιος πύθωνας το φύλαγε. 
Ήπια σταλιά σταλιά το δηλητήριο μα το
γεύτηκα.
Παράπονο δεν έχω.
Μόνο που από τη μέρα εκείνη δεν βγαίνω 
από το σπίτι καθώς στη γωνία παραφυλάει 
ένας δράκοντας με χίλιες κεφαλές....εσύ
με χαλασμένα νεύρα και βλέμμα λοξό. 

Σάββατο 26 Ιουλίου 2025

Η σαγήνη της δημιουργίας

Κι αν έχασα για πάντα τα μάτια σου 
φρόντισα κρυφά και δέσμευσα δυο 
αστραπές τους για να φωτίζουν 
τα σκοτάδια του νου. 
Πάνω τους να τραμπαλίζεται αέναα 
η μοναξιά μουόπως μέσα στην καμπύλη 
του χρόνου ακούραστα οι μύστες 
μετέρχονται στο ιερό για να βγουν 
μονοπάτι τις πλάκες να ακουμπήσουν 
με τις απαράβατες εντολές. 

Εδώ είσαι. 
Μέσα από το φως εμπορεύεσαι
σαν νέα σελήνη στον αυγουστιάτικο 
καμβά ενός ακατοίκητου τόπου. 
Σε κρατώ σφιχτά σαν ενθύμιο 
αγαπημένο από της αγάπης την
περιοδική αγορά. 
Σε προσαρτώ δίνοντας μεγάλο 
αντίτιμο και επεκτατικούς κάνω 
πολέμους μόνο για εσένα. 
Είσαι το καινούργιο μου σύνορο. 
Η απλωσιά μου.
Η νέα χώρα της χαράς και της ευθυμίας
που αγαπούν με πάθος τα παιδιά. 

Εδώ θα είσαι για πάντα σαν άγγελος 
που ανεβοκατεβαίνει τη σκάλα και 
στο τελευταίο σκαλοπάτι σηκώνει 
φτερό μέσα στην αγκαλιά του Θεού 
να πλαγιάσει.
Θεός σου γίνομαι κι εγώ. 
και μετέχω στην αναδημιουργία σου.
Πλάστης σου μοναδικός πού σε πολλά 
σε βγάζει αντίγραφα για να μην λείψει 
από τον κόσμο ποτέ η σαγήνη του φωτός. 

(Είσαι το ποίημα που αν το ξεστομίσω
θα χαθώ δια παντός θυσία σε βωμό
αλλότριο.)

Τρίτη 22 Ιουλίου 2025

Ο λαβωμένος άγγελος

Έστω και με το ένα μου φτερό 
καταφέρνω κοντά σου να έρχομαι. 
Και που δεν με πηγαίνεις αγόγγυστα,
παντού, ακόμα και στις κάθετες 
ανηφόρες που μισούν οι ακροβολιστές 
κι οι νωχελικοί καλογέροι. 
Ανοιχτή η καρδιά σου με δέχεται 
όπως ένας προσκυνητής τον 
καθηγιασμένο άρτο από το χέρι 
του αλιέα.

Και που δεν σε βρίσκω. 
Στις πλατείες με τα αγάλματα. 
Στα λιθόστρωτα με τα ίχνη του κάρου.
Στα δάση και στις θάλασσές εκεί που 
μπορώ να μετράω το μπόι μου μπροστά 
από τα αειθαλή έλατα και απ' την 
ατελεύτητη οργή των κυμάτων. 

Φεύγεις, χάνεσαι μα πάντα επιστρέφεις 
να μου χαρίσεις τη μαντεψιά
κι εκείνο το φτεράκι του αηδονιού 
που βρήκες έξω από τη φωλιά του
κατά τη χειμερινή ισημερία.

Έστω κι έτσι λαβωμένη 
με ένα μόνο φτερό τα καταφέρνω 
μια χαρά να σε πλησιάζω κι ας 
αργοπορώ λίγο. 
Το άλλο μου φτερό είναι χρόνια 
που το έχασα. 
Παρανάλωμα έγινε στις φωτιές 
του Άι Γιάννη που πηδούσες αμάλιαγο 
παιδί ακόμη. 
Λίγο έλειψε να πάρω ολόκληρη 
φωτιά και να καώ σαν τον Κερέμ.

Φορούσες κοντά παντελονάκια κι είχες 
στα χέρια σου σφεντόνα χειροποίητη
από ξύλο οξιάς. 
Με αυτή με λάβωσες.
Το κατάλαβες.
Γελούσες σαρκαστικά. 
Έτρεξα να σου ζητήσω το λόγο,
μες στις φωτιές μπήκα να 
σε φτάσω κι εκεί απώλεσα τη δεξιά 
μου φτερούγα.

Θύμα έγινα ενός έρωτα παγαπόντη 
κι υστερόβουλου 
Σε ακολουθώ απο τότε λαχανιασμένη 
όπως ακολουθούν τα μάτια του παιδιού 
τις περιστροφές της σβούρας 
στο τελευταίο σκαλοπάτι του Αναπλιού
την ώρα που δύει ο ήλιος βάφοντας 
με κόκκινο βαθύ τις πολεμίστρες.

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2025

Διακύβευμα

    (πάει εκεί που δεν ζητήθηκε) 

Τα γκρέμισες όλα μα όλα 
τα όνειρα, τις ψευδείς αιτιάσεις,
τα χαμηλωμένα μάτια που σε
κοίταζαν με έκσταση, εκείνη 
την προτομή που σου είχα 
φτιάξει για να σε προσκυνάω
κάθε που έβγαινες από το σπίτι 
αμόλυντος να πας στο ραντεβού 
με το επέκεινα. 

Όλα τα έριξες στη φωτιά. 
Τα θυμητάρια, τις φωτογραφίες 
στο πάρκο αγκαλιά με τον Rex,
τα γυαλιά που μεγέθυναν την αγάπη 
που σου είχα, την τραταρούγα 
που έδενα ψηλά τα μαλλιά μου 
τίποτα να μην αποκρύπτεται από 
το βλέμμα μου.

Χώρια εσύ πάντα απ' όλα. 
Εγώ στο μαζί χωρίς επιφυλάξεις. 
Χτυπάς το πόδι σου στο πάτωμα 
πολύ δυνατά. 
Τρομάζω. 
Σωριάζομαι. 
Κρύβομαι πίσω από ένα δάκρυ
δεν ξέρω αν είναι το δικό μου. 
Διάφανη γίνομαι σαν ένα κομμάτι 
πάγου στη μαρκίζα του σπιτιού σου.

Φέρνεις όλες τις θάλασσες 
και τους ωκεανούς μπροστά 
στα μάτια μου. 
Πιάνομαι από ένα πτερύγιο. 
Πισωπατώ.
Μετεωρίζομαι. 

Με εγκαταλείπεις στα βαθιά. 
Πως να κολυμπήσω που τα
χέρια μου σε μαστίγια μεταβλήθηκαν
και με πονούν με ένα πόνο 
που πιότερο μοιάζει με κραυγή 
ή καλύτερα με ένα σύνθημα 
που οι επαναστάτες έχουν ξεχάσει 
προ πολλού. 
Δως μου το κλειδί.
Έμεινα απέξω να παρακολουθώ 
μια ασύντακτη πορεία κορμοράνων.

Κυριακή 20 Ιουλίου 2025

Αναπολήσεις

Τι δεν είχε δει ο ολόσωμος 
καθρέφτης της παλιάς ξύλινης 
ντουλάπας στην είσοδο του σπιτιού. 
Χρόνια στο ίδιο σημείο καρτερικά
να ζει άλλοτε μες στη ζέστη κι άλλοτε 
μέσα στο ψύχος το βαρύ πολλά 
να καταγράφει σκηνικά και στιγμιότυπα
σαν σε ταινία ημιτελή. 

Πρωτον το ξύπνημα του κορμιού 
όταν το δεκατετράχρονο κορίτσι 
ανακάλυπτει μετά την επιστροφή 
του από το χωράφι τους πρώτους 
κόκκινους λεκέδες στο παντελόνι
του κι ανυποψίαστο λέει στη μάνα 
του κλαίγοντας οτι αρρώστησε βαριά. 

Ακόμα ακόμα τη νεαρή γυναίκα 
που αλλάζει εσώρουχο και το γάλα 
ρέει στο πάτωμα και δεν μπορεί 
να θηλάσει γιατί το μωρό της έχει 
πέσει σε ένα βαρύ ύπνο όπως θάνατος. 

Επιπλέον τον ανδρισμό του αγοριού 
που κρύβει στη μασχάλη του τα πρώτα 
παράνομα περιοδικά του έρωτα
και στενάζει δίπλα στην ανοιχτή κάνουλα.

Επίσης το μόχθο του πατέρα όταν φορά 
την τραγιάσκα του μετά από μια 
κουραστική ημέρα και πάει στο 
καφενείο για μια γρήγορη παρτίδα
με τους παλιόφιλους. 

Τώρα μετά το ξεκλήρισμα 
της οικογένειας απομένει τυφλός,
στραβός, θαμπός και ανενεργής. 
Θυμάται τις δόξες του και τραντάζεται 
σύγκορμος όπως εκείνο το λιανό δέντρο 
στην καταιγίδα όταν το χτυπάει 
ξάφνου κεραυνός. 

Και τι δεν θα έδινε για να στροφάρει 
η ζωή του αλλιώς. 
Να βρει ένα καινούργιο σπίτι 
με πολλές γυναίκες, πολλά
μυξιάρικα παιδιά, παππούδες
και μουσάτους μπαμπάδες. 

Να τους καθρεφτίσει, να τους χαϊδέψει,
να τους μαλώσει αλλά και αυτοί από 
τη μεριά τους να τον χνωτίσουν, 
να τον φιλήσουν παθιασμένα καθώς 
θα αντικρίζουν τα ανοιχτά του τραύματα. 

Αυτά που πονούν πιότερο τις νύχτες. 
Αυτά που αιμορραγούν και το αί­μα 
ξεραίνεται και χάνεται τελειως η επαφή 
με τον έξω κόσμο
Αυτά που αφορμίζουν ενώ δίπλα τους
ξεσπάει ένας μεγάλος σαματάς 
και δεν μπορούν να επέμβουν
ούτε καν το δαχτυλάκι να κουνήσουν. 

Γιατί αυτός ο καθρέφτης αν και
μεγάλωσε, αν και πένθησε, γέλασε 
κι έκλαψε δεν λέει να τα παρατήσει 
Θα μείνει για πάντα η άλλη εκδοχή 
του εαυτού μας, ο βηματισμός μας 
και η ανοδική μας πορεία προς το αδηλο
αλλά και ο καταστροφικό μας εγωισμός 
κι η έρπουσα φιληδονία. 
Μια σελίδα που δεν ανοίξαμε ακόμα. 


Σάββατο 19 Ιουλίου 2025

Άτιτλο

Στο αδειανό κουτάκι της Nivea
φυλάκισε τρεις λωρίδες 
ανέφελου ουρανού. 
Ήταν Μάης μήνας που το επιχείρησε. 
Της πήρε πολύς χρόνος 
για να τις κυνηγήσει και να τις βρει
στην καλύτερη μορφή τους.
Ανέφελες.
Βαθυκύανες.
Εαρινές.
Γεμάτες από την πλησμονή του ωραίου 
και του ανέφικτου. 

Τώρα όταν πιάνει συννεφιά κι όταν 
έρχεται στη γη η βροχή, το χαλάζι, το χιόνι 
κι η ομίχλη σε αυτό το κουτάκι προσφεύγει. 
Της φτάνουν τρεις λωρίδες μαγιάτικου
ουρανού για να ντύσει τις ώρες της
με την αισιόδοξη αύρα που κάνει 
τις παπαρούνες να ανθίζουν μέσα 
σε μια νύχτα ξαφνικά. 
Κόκκινο μέσα στο οργιώδες πράσινο.
Μεθύσι κάτω από έναν ουρανό 
που ανοίγει τις πύλες του μονο σε όποιον
έμαθε να συνομιλεί κρυφά με τον Θεό. 

Το κουτάκι αυτό δεν το αφήνει 
καθόλου από τα μάτια της ειδικά 
τις μεγάλες νύχτες του Γενάρη 
που αγαπιούνται στον κόσμο
οι απαρνημένοι με τις πολλές αμαρτίες 
κλειδωμένες στα ωχρά τους χείλη. 
Μαζί του λοιπόν στη δουλειά, στον έρωτα,
στο τρεχαλητό και στην ανάπαυση. 
Στιγμή μακριά του.
Περισσεύει στόν κόσμο η αδικία 
και ο ωχαδερφισμός.
Κι αν χαθεί;
Τι;

Κι αν μια μέρα φύγει από εδώ 
στην κόρη της θα το αφήσει να 
έχει ο κόσμος ξαστεριά, ελπίδα 
κι απαντοχή για αγάπες μεγάλες. 
Σε αυτό το τσιγκίνο κουτάκι 
όλη η ανάταση του κόσμου, η Ανάσταση 
και το Άγιο Πάσχα με τις ξεμυαλίστρες 
βιολέτες και τις πασχαλιές. 
Είθε ο κόσμος όλος να προσκυνήσει 
αυτό το τόσο χρήσιμο κουτάκι
όπως η μικρή Ευτέρπη προσκυνάει 
τα ματωμένα πόδια του Ιησού στην 
σταύρωση κι αφήνει πάνω τους 
ένα δάκρυ μετάνοιας για όλους εμάς. 

Παρασκευή 18 Ιουλίου 2025

Η μαγική σφαίρα

Η τράπουλα στο τραπέζι 
ανέγγιχτη από καιρό. 
Η τσιγγάνα έχει φύγει για ταξίδι
μακρινό, σε τόπους που μυρίζουν 
κανέλα, φασκόμηλο, αγριοτριαντάφυλλο 
και βανίλια. 
Σύννεφο έγινε και τριγυρνά
σε κόσμους άλλους τώρα
με σιδερωμένο πουκάμισο. 

Το όνομά της Στεφανία 
Το έσκασε με τον αγαπητικό της
κι απαρνήθηκε τη φυλή της.
Όλα τα απαρνήθηκε. 
Τα φλοκωτά.
Τα χαλιά.
Τα εδώδιμα αποικιακά.
Τους φραμπαλάδες.
Τις μακριές φουστάνες.
Τα δακτυλίδια 
και τις κόκκινες μαντήλες 
Ειδικά αυτές. 

Στο τραπέζι η τράπουλα που
ξέχασε να πάρει μαζί της
ή μήπως σκόπιμα έγινε έτσι. 
Κλαίει ο ρήγας κούπα.
Κλαψουριζει ή ντάμα καρώ. 
Στενάζει ο ασσος δίπλα στο δύο 
το καλό 
Στάλα στάλα καταπίνω το δάκρυ τους. 
Δεν παρηγοριούνται.

Η Στεφανία αγαπούσε 
τη ζωή κι είχε δυο λεμόνια 
για στήθη. 
Όρθια και μυρωδάτα. 
Για μάτια είχε δυο κάρβουνα σβησμένα. 
Η μέση της θύμιζε τόξο γέφυρας. 
Ο λαιμός της ληνός 
που πετάγαμε τα σταφύλια. 
Και τα χέρια της αστραπές του Γενάρη 
που έσβησαν. 

Τριμμένη ή τράπουλα στις γωνίες. 
Πολλά μυστικά άφησε πίσω της
η μικρή τσιγγάνα. 
Δικά της και ξένα. 
Τίποτα δεν πήρε μαζί της. 
Ως επί τούτου. 
Απόκαμε τον καφέ και τα χαρτιά 
να λέει στα πανηγύρια. 

Ο πατέρας της την χτυπούσε αλύπητα. 
Σημάδια θα βρεις παντού
κυρίως αυτά τα εσωτερικά που 
πονούν διπλά. 
Τα αδέρφια της που έπλεκαν 
καρέκλες την υποτιμούσαν
και την έκραζαν 
γιατί δεν χαμήλωνε τη μαντήλα της
ως τα μάτια - κάρβουνα.
Αυτή ήθελε να βλέπει πέρα.

Έφυγε ένα βράδυ η μικρή Στεφανία 
Η μάνα της ζήτησε πίσω τήν τράπουλα. 
Δεν την έδωσα.
Την πήρε μαζί της είπα.
Ξινίστηκε κι έφυγε. 
Η μάνα της δεν είχε
μάτια, ούτε χέρια, ούτε πρόσωπό
παρά μονάχα ένα μεγάλο ραβδί. 
Είχε ακίδες πάνω του.
Η μικρή Στεφάνια δεν αγαπούσε 
αυτό το ραβδί 
Όμως αγαπούσε πολύ τη μάνα της.
κι ας της έφυγε μακριά.

Τώρα είναι στα ξένα και φτιάχνει 
ζαχαρωτά για τα μικρά παιδιά
και κόκκινα κοκοράκια. 
Είναι χαρούμενη 
Ο αγαπητικός της την προσέχει.
Αναζητά όμως τη μάνα της που και που.
Όμως δεν της λείπει στην ουσία 
καθώς μέσα από τη μαγική σφαίρα 
την βλέπει συνέχεια να πλένει στην 
ακροποταμιά τα ασπρόρουχα της 
προίκας της.

Τάνκα

Μες τον καθρέφτη 
πνίγηκε το φεγγάρι 
τριών ημερών 

ρίχνω δίχτυ το πιάνω 
μακελεύω ουρανούς.

*
Μέσα στη λίμνη 
στρατιές από γυρίνους 
βατράχι ένα 

θερίστηκαν τα πλήθη 
από βόλι έρωτα. 

*
Τρέχει τ' άλογο 
αστράφτουνε οι πλάκες 
σωρό οι σπίθες 

κομμένα χαλινάρια 
σφυρίζουν στον αέρα.

*
Μικρή η νύφη 
πενηντάρης ο γαμπρός 
λάμια η μάνα 

οι συγγενείς ολίγοι 
σκόρπισαν πριν την ώρα. 

*
Πυκνή ομίχλη 
το φορτηγό βογγάει 
στην ανηφόρα

ισχνό το φως στις σκάλες 
καραδοκεί ο γκρεμός. 

*
Λευκές τουλίπες 
οι κούπες για το τσάι 
ζεστός ο αχνός 

φυσάω δεν κρυώνει 
φλέγονται ουρανίσκοι.

*
Κακιά πεθερά 
μαλώνει όλη μέρα 
χωρίς αιτία 

πανέξυπνη η νύφη 
πετά πορδή την διώχνει.

*
Διπλά φυσίγγια 
στολίζουνε το στήθος 
οι κυνηγοί δύο

θα φέρουνε μπεκάτσες 
λαγούς με πετραχήλια.

*
Μες στο κουρείο 
εξέχουν οι φαλάκρες 
σαν γλόμποι λαμπροί 

ζητούν τρίχες να βάλουν 
άθλια  περοκίνια. 

*
Λαμπρά αστέρια 
πνίγηκαν στον καθρέφτη 
φωτιές ανάψαν 

απείλησαν το σπίτι 
λαμπόγυαλο να κάνουν.

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2025

Συντριβή

"Ασκήθηκα χρόνια πολλά στην πέτρα."

Χτύπησες το χέρι σου 
με δύναμη πάνω στην πέτρα. 
Διόλου δεν πόνεσες το αντίθετο 
μάλιστα ένιωσες σαν να πλησιάζεις 
και να ακουμπάς πάνω σε ατόφιο 
μετάξι ή σε έναν υμένα παρθένας. 
Το χώμα αντίθετα ήταν αυτό που 
σε πλήγωνε, σε μάτωνε και σχημάτιζε 
στο σώμα σου ανεξίτηλες σφραγίδες. 
Ως τα σήμερα αμέτρητες από αυτές 
διαπερνούν τη ζωή σου, την
προσδιορίζουν και σε ανήλιαγες 
την οδηγούν φυλακές. 

Η πέτρα απ' την άλλη αρωγός στην 
οργή σου, στην ορφάνια, στο πένθος,  
στην ατίμωση.
Η πέτρα που χτίζει, που σκεπάζει 
και δεν είναι λίγες οι φορές που 
προσκέφαλο γίνεται στον αγώνα σου 
και του έρωτα βαθύς στεναγμός. 
Μόνη σου λοιπόν φροντίδα η πέτρα 
και του κήπου τα αόμματα αγάλματα. 
Πρέπει να την προσέχεις από μάτι 
κακό που σε δυο κομμάτια την σχίζει
και προπαντός να την αγαπάς και
να την παρηγορείς όταν δάκρυα 
αναβλύζουν από τις φλέβες της.

Γιατί με τον καιρό η πέτρα δεν αντέχει,
θρύβεται σκόνη γίνεται και σε σκληρό
μεταβάλλεται χώμα και αλίμονο
τότε πώς να αντέξεις την καθημερινή 
τριβή μαζί του;
Πώς να αντισταθείς και να μην
φτιάξεις μαζί με τα μικρά παιδιά 
εκείνα τα χωμάτινα ειδώλια χωρίς 
να ανοίξεις στο σώμα σου όμως 
εκείνες τις βαθιές γρατζουνιές που
δεν λένε να κλείσουν;

Το χώμα λοιπόν ο φόβος σου, ο πανικός σου 
και η σκάλα που σε κατεβάζει στον Άδη. 
Όσο επίμονα το αποφεύγεις τόσο πιο αργά 
θα σταθείς στο μεϊντάνι με τις ξεμυαλίστρες
πορτοκαλιές που με πολλά σε παιδεύουν
καμώματα και με ακρίβεια μαθηματική 
σε οδηγούν στη συντριβή.

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2025

Τάνκα

 *
Αλεπού περνά 
η κότα κακαρίζει 
νόστιμος μεζές 

πούπουλα στον αέρα 
θρηνεί ο κοκορίκος. 

*
Πέσαν οι μύθοι 
λιοντάρια μηρυκάζουν
πετεινοί γεννούν 

ήρθαν τα πάνω κάτω 
οι νόμοι καταργούνται. 

*
Συρματόπλεγμα 
κοτέτσι μες στον κήπο 
σκλαβιά η ζωή 

ανάστατες οι κότες 
σήμερα σφάξαν μία. 

*
Παίζουν τα παιδιά 
ασκούνται στο σημάδι 
δέντρα ο στόχος 

μεγάλες πέτρες παίρνουν 
διάνα το κέντρο βρίσκουν. 

*
Άστατος καιρός 
σηκώθηκε αέρας 
τρομερός βοριάς 

τα ρούχα στην απλώστρα 
ξεκίνησαν ταξίδι. 

*
Χαλικόδρομος 
τακούνια τον διαβαίνουν 
γοπες μυτερές 

επίσημος ο γάμος 
σωριάζεται η νύφη. 

*
Μαύρα σύννεφα 
τη γη γλυκοκοιτάζουν 
τις ξερές στεριές 

οι κεραυνοί αρχίσαν
σωστή πολιορκία. 

*
Πλούσιο γεύμα 
τα φύκια μακαρόνια 
μύδια αχνιστά

Μες στην ψαροταβέρνα 
Ο κάπελας σερβίρει. 

Κυριακή 13 Ιουλίου 2025

Τάνκα για το καλοκαίρι

*
Μες στο καφάσι 
ώριμα τα κεράσια 
το ένα λείπει 

σκουλαρίκι το φοράς 
και λάμπει όλη η πλαση.

*
Τρόμος στο νερό 
επιπλέουν μέδουσες 
η κόρη κλαίει 

τις ξέβρασε το κύμα 
στο ρηχό ακρογιάλι. 

*
Καυτός ο ήλιος 
ακούσματα τζιτζικιών 
ώρα ραστώνης 

γέρνουν τα βλέφαρά μου.
χαλαρώνει το σώμα. 

*
Ώρα του δείπνου 
περνά ο ποδηλάτης 
τα φρένα πιάνουν 

με την κόρνα μας χαιρετά
τον κερνάμε πλιγούρι.

*
Άνεμος φυσά 
κουνιούνται οι βαρκούλες 
στο λιμανάκι 

περιδιαβαίνουν πάπιες 
στα νερά πλατσουρίζουν.

*
Χορεύουν στάχυα
ξύπνησε το μελτέμι 
και βγήκε βόλτα 

άγανα στον αέρα
το σκιάχτρο ξεροβήχει.

*
Η νύχτα πέφτει 
καντηλάκια στους δρόμους 
οι κωλοφωτιές

βλέπω για να περάσω 
χωρίς να τις πατήσω. 

*
Τρυφερός στύφνος 
σαλατικό με λάδι 
ζυμωτό ψωμί 

ανοίγει η όρεξη 
καταργώ το κυρίως.

Συμμετέχει  στο δρώμενο ένα ποίημα για το καλοκαίρι της φίλης Αριστέας. 

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2025

Αφανισμός

Αναρωτιέμαι τι ήμουν για σένα 
Ήμουν μήπως μια πεταλούδα με
σκουρόχρωμα φτερά που επικάθεται 
στον ανθό σου και τον τρυγάει με πάθος;
Ναι μια πεταλούδα ήμουν δίχως άλλο 
που στο τέλος αγκυλώνει το ποδαράκι της 
στο μέλι των φλεβών σου κι εσύ αγοραία 
την διεκδικείς και την κάνεις 
δική σου με έναν εγωισμό γίγαντα. 

Άλλοτε πάλι αναρωτιέμαι 
μήπως ήμουν για σένα μια
στοργική αράχνη που με επιμέλεια 
τυλίγει το σώμα σου, έρμαιο 
να μην γίνει του βοριά τις κρύες 
νύχτες του Γενάρη που σε αγάπησα. 
Ναι μια αράχνη ήμουν οπωσδήποτε 
Στερεύουν οι χυμοί της μα επιμένει
νηστική και κατάκοπη να σου δίνεται
ολοκληρωτικά.
Μέσα στους ζεστούς ιστούς της σε αφήνει 
να ζεις και να αναπνέεις ελεύθερα 
και δρόμος διαφυγής να μην υπάρχει άλλος 
παρά μόνο αυτός προς την αγάπη. 

Τέλος αναρωτιέμαι μήπως ήμουν 
για σένα ένας αδάμαστος κισσός 
που περισφίγγει τις ρίζες σου προστατευτικά,
τον κορμό σου στηρίζει στη βαθιά 
να μην πέσει χαράδρα της λησμονιάς
και σου χαρίζει απλόχερα -αχ για δες -
μια ζηλευτή κορμοστασιά!
Βέβαια ένας κισσός ήμουν με πολλούς 
κόμπους να σε γλυκοφιλώ και σφιχτά 
να δένω το σώμα σου μην λυγίσεις 
και τσακιστείς στα τσιμέντα των αλσυλίων. 

Ο,τι κι αν ήμουν....
Ο,τι κι αν υπήρξα....
Όλα περνούν κάποτε. 
Τώρα βέβηλα δάκτυλα με περικύκλωσαν. 
Φαιά έγινα τέφρα που κανένας 
δεν την ψάχνει και που μέσα σε ένα έρημο 
κοιμητήριο στα αζήτητα παραμένει 
με τον άνεμο να την απειλεί με έναν 
ολοκληρωτικό αφανισμό.

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2025

Η πεντάμορφη

Φορούσε σχεδόν πάντα ένα κατακόκκινο 
φόρεμα είχε και τα χείλη βαμμένα 
με τρεις διαβαθμίσεις πιο βαθύ 
κόκκινο χρώμα. 
Όλοι την θαύμαζαν, ήταν η πεντάμορφη,
η ονειρική κι η ανεμοπαρμένη. .
Αποπλανούσε τους άνδρες και
τα μικρά αγόρια. 
Κανείς όμως δεν την άγγιζε, τόσο 
ιερή ήταν. 

Μια μέρα την τσίμπησε ένα φίδι, οχιά 
είπαν και κάποιοι άλλοι αστρίτης. 
Δεν άντεξε, έφυγε ωραία και αμόλυντη. 
Πολλοί διατείνονταν πως μετά 
την αποδημία της την είδαν με τις
νεράιδες να λούζεται στον ποταμό 
με σώμα κρουστό, αρχαγγελικό. 
Οι γυναίκες έκρυβαν τους άνδρες 
στη σοφίτα, πέταγαν μακριά τα κοντά 
παντελονάκια των αγοριών και
τους φορούσαν μακριές σκελέες. 

Μία μέρα, άνοιξη ήταν, ο μικρός 
Μανώλης την συνάντησε στο ξωκκλήσι 
του Άι Γιώργη θαμπώθηκε, δεν άντεξε 
την άγγιξε και θέλησε να την φιλήσει.
Έτσι για την προσβολή που της έκανε 
έμεινε για δέκα χρόνια μουγκός. 
Μόνο μία λέξη πρόφερε κι αυτή όχι 
πολύ καθαρά. 
Το όνομά της: Μαρία. 
Έβγαινε στις ρούγες και την φώναζε:
Μαγία, Μαγία. 
Πουθενά καμία απόκριση. 

Δεν ξαναφάνηκε στο ποτάμι η πεντάμορφη. 
Μόνο που κάποιο χειμώνα, τότε 
που ξαναβρήκε τη μιλιά του ο Μανώλης 
άντρας τώρα πια δύο τσοπάνηδες την είδαν
στο εκκλησάκι του Άι Γιώργη πρωί πρωί 
να ψέλνει μαζί με τα πουλιά τον όρθρο. 
Στο ποτάμι έκτοτε δεν ξαναφάνηκε
μόνο στις εκκλησίες και στα ξωκκλήσια
τριγυρνούσε. 

Ο Μανώλης παντρεύτηκε και έκανε 
μια μοναχοκόρη την βάφτισε Μαρία 
Κανείς δεν σχολίασε το γιατί, όλοι 
ήξεραν.
Μια αύρα ελαφριά εκείνη την ημέρα 
στην εκκλησία τύλιξε όλο το εκκλησίασμα. 
Ήταν αυτή η πεντάμορφη, η ονειρική 
κι η ανεμοπαρμένη. 
Το χωριό δεν την φοβόνταν πια, 
την τίμησε και την ανακήρυξε Αγία παρά
τις αντιρρήσεις τοπικών αρχόντων.

Πέμπτη 3 Ιουλίου 2025

Υστεροφημία

Κι αν δεν μιλώ 
κι αν δεν χρησιμοποιώ 
εκείνες τίς θλιβερές αντωνυμίες 
εσύ με ακούς.
Κοχύλι έγινα για σένα σφραγισμένο 
να ακούς τις μέσα θάλασσες μου
και κοντά μου να έρχεσαι 
στηριγμένος σε εκείνο 
το μεσιανό κατάρτι που τόσο μα τόσο 
σου πήγαινε. 

Βρεγμένος, ποτισμένος με αρμύρα 
εκτινάξεις να κάνεις και να ανεβαίνεις 
από τους βυθούς γυμνός στην επιφάνεια. 
Συνεπαρμένη εγώ να σε κοιτώ 
και χαλίκια να πετάω επάνω σου
για να ξυπνάς από το λήθαργο,
για να ξεχνάς εκείνη τη νύχτα 
του φθινοπώρου που έμελλε 
να γίνει προσευχή στην χώρα 
των κύκνων. 

Άστεγη από χρόνια σε πλησιάζω. 
Εξαυλωμένη κι επιθετικά μόνη 
ανεβασμένη πάνω στο βράχο της 
λήθης σε καλώ για ταξίδι.
Θυμήσου είχαμε ένα δικό μας
αστέρι κάποτε. 
Ψηλά παραμένει στο στερέωμα 
και μας περιμένει μιας και η γη
με εύκαμπτες μας διώχνει λυγαριές.

Μακριά μας πετάει, μας καταδιώκει 
μετά από τη στιγμή εκείνη που
κάναμε το λάθος κι αγγίξαμε 
το καταματωμένο σώμα του έρωτα. 
Συγχώρεσε την 
Όλα τα κάνει για την υστεροφημία της.
Για εκείνο το βιβλίο που έγραψε 
πατώντας πάνω στις χαμηλές νότες μας.
Ελα κοντά μου κι ας χαθείς στο 
πρώτο πεντάλεπτο, αρκεί να σε δω.
Ξεχνάω τις φιγούρες τελευταία. 

(τον Αύγουστο εκείνο που σε λησμόνησα 
θα τον σκοτώσω και την τέφρα του
θα πετάξω στις θάλασσές μαζί του
να σμιξεις και τα πιο όμορφα 
να κάνεις παιδιά.)

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2025

Ενσταλάξεις

*
Ιππεύεις τα κύματα και δεν γνοιάζεσαι 
μην έρθει κάποιο δελφίνι να αναμετρηθεί 
με την ομορφιά σου....
(κανείς ως τα σήμερα βέβαια δέν σε έχει 
παραβγάλει.)

*
Ξημερώματα την ώρα που περνούν 
τα σκουπιδιάρικα κι ενώ εσύ κοιμάσαι 
σε κατοπτεύω με ένα μεγάλο μάτι 
στο μέτωπο σαν του Κύκλωπα.

*
Άρχισες ένα σπαραξικάρδιο κλάμα 
σαν εκείνου του παιδιού στο τσίρκο 
όταν ένα πιθηκάκι ζαβολιάρικο του 
άρπαξε το γλυφιτζούρι από το στόμα. 

*
Ξαφνικά η βάρκα έμπασε πολλά νερά 
και τα ψάρια που μόλις είχες ψαρέψει
ξαναπήραν μια τελευταία ανάσα 
και μια τόσο δα μικρή παράταση ζωής. 

*
Φορούσες κοντή φούστα κι άσπριζες
το πεζούλι όταν ξάφνου φύσηξε δυνατός 
άνεμος κι ανέβασε τη φούστα και 
φάνηκε η ελιά σου καφετιά σαν κάστανο. 

*
Φορούσες κοντό φόρεμα κι άσπριζες 
τη μάντρα όταν ξάφνου φύσηξε δυνατός 
άνεμος κι ανέβασε το φόρεμα και 
φάνηκαν οι γλουτοί σου πιο λευκοί κι 
απ' το χορίδι της Λαμπρής. 

*
Εσύ που τόσο αγαπούσες τα ζώα 
κράταγες το λουρί του σκύλου σου
μονο με το αριστερό χέρι, είναι το χέρι 
της καρδιάς αποφαίνονταν η μάνα 
σου μ' αυτό να χαιρετάς κι όχι με 
το επιδέξιο δεξί. 

*
Με χείλη ωχρά φίλησε την εικόνα 
της Παναγίας εκεί που η νονά της
είχε αφιερώσει ένα χρυσό ρολόι και 
μια καδένα θυμήθηκε το παράπονο 
της μάνας της, ποτέ η νονά της δεν 
της πήρε ένα βαφτιστικό σταυρό,
πόσο φειδωλή ήταν απέναντι της
σκέφτηκε αποχωρώντας. 

*
Ο ήλιος πριν ξεκινήσει το ταξίδι του 
στον κόσμο φορά για λιγο τη βαριά 
πορφύρα και βάφει κατακόκκινα 
τα βουνά σαν τα νύχια της νεκρής 
που ξέχασαν να τα ξεβάψουν και λες
κι αναδύουν ακόμα κάποια ψήγματα 
ζωής. 

*
Το τρένο ήταν ακινητοποιημένο στο
σταθμό χρόνια τώρα. Μια μέρα αποφάσισε 
να μπει στο εσωτερικό του. Ξέφτια και
εγκατάλειψη παντού από την πολυκαιρία. Καθώς το ερευνούσε βρήκε μια εφημερίδα. 
Είχε την ακριβή ημερομηνία γέννησης της. 
Ω! Τι σύμπτωση. Αναστατώθηκε και κάτι 
μέσα της σκίρτησε κι έκλαψε βουβά.

Τρίτη 1 Ιουλίου 2025

Χαϊκού για το καλοκαίρι

*
Στ' ακροθαλάσσι 
την κόψη των κυμάτων 
γλάροι ιππεύουν. 

*
Τζίτζικας καλεί 
μουτζούρα στο τετράδιο 
το πρώτο φιλί. 

*
Ρόγχος μηχανής
κατάλυμα του γρύλου 
μουσικό κουτί. 

*
Ιούλης μήνας
το κάρβουνο αντέχει 
μέσα στη βροχή. 

*
Καυτός άνεμος 
μπατζάκια παντελονιού 
ράθυμα κουνά 

*
Θερίζει κορμιά 
ο ανεμοστρόβιλος 
καλάμια σπάει. 

*
Ημέρα θλίψης 
το φλιτζάνι σπασμένο 
προίκα της γιαγιάς. 

*
Ζεστό ρυάκι 
καψαλισμένα χόρτα 
μπερμπάντης καιρός. 

*.
Χαμίνι μικρό 
ψάθινο κυπελάκι 
η σέλα καίει. 

*
Κοριτσόπουλο 
βαστρυχωτά τα μαλλιά 
σκαλιά ν' ανεβώ

*
Σπαθιά αχτίδες 
πυρπολημένο σώμα 
γέρνει το κερί.

*
Βγήκαν τα τζίνια 
αιώρα μες στον κήπο 
ύπνος ελαφρύς. 

Στιγμιότυπα

Ο αρραβώνας της κούκλας 

Βρέθηκε μπροστά σε μια φωτισμένη 
βιτρίνα.
Οι κούκλες φορούσαν πολύχρωμα 
φορεματα κι είχαν ένα αδιόρατο
μειδίαμα στα χείλη. 
Στάθηκε και τις παρατηρούσε
εκστατικά με ένα μέγα θάμβος στα μάτια. 
Ήταν όλες όμορφες σαν να έβγαιναν
μέσα στο έναν παραμυθένιο κόσμο. 
Μα η πιο μικρή και ντροπαλή ξεχώριζε. 
Ακούστηκε ένα δυνατό φρενάρισμα 
και μια κόρνα να στριγγλίζει. 
Αυτός μαζί με την πιο μικρή κούκλα
χόρευαν καταμεσής της ασφάλτου. 
Το όνειρο του είχε πραγματοποιηθεί,
χάριν του έρωτας είχε διακοπεί 
στη λεωφόρο η κυκλοφορία. 

*
Εύλογα ερωτήματα 

Η εμποροπανήγυρη έλαβε τέλος.
Είχε φτάσει η άχαρη στιγμή του 
αμπαλαρίσματος των προϊόντων. 
Στοίβαζαν στα φορτηγά ο,τι απούλητο 
είχε μείνει και ο,τι σκάρτο. 
Ρούχα, παιδικά παιχνίδια, χαλιά, 
τσάντες,ψεύτικα κοσμήματα  
και κάθε λογής μαντήλια.
Φασαρία γύρω και ένας απίστευτος 
οργανισμός κινητικότητας. 
Μόνο ένας πάγκος αυτός της κυρίας Ξένης 
με τις θαλασσογραφίες έμεινε όπως είχε. 
Πως να φυλακίσεις την απεραντοσύνη 
του ορίζοντα σε λίγα τετραγωνικό μέτρο;
Πως να σφαγιάσεις την ακμή των κυμάτων 
χωρίς να μελανιάσει το χέρι από τη λαβή 
του μαχαιριού που αντιστέκεται;

*
Διπλή γιορτή 

Στο καμπαναριό είχαν εδώ και χρόνια 
στήσει τη φωλιά τους δύο πελαργοί. 
Η γειτονιά τους αγαπούσε και τους
περιποιόνταν με χίλιους τροπους
ιδίως όταν κατεφθαναν τα μωρά τους
η χαρά ξεχείλιζε. 
Φέτος όμως όλα άλλαξαν. 
Στη φωλιά είχε φτάσει μόνο ένας 
πελαργός. 
Η γειτονιά πένθησε τα άλλοτε ακούραστα 
από το παιχνίδι παιδιά μαζεύονταν
άκεφα από νωρίς στο σπίτι. 
Ούτε κρυφοφιλήματα στις πλατείες 
ούτε χειροκρότηματα στις εκκλησιές. 
Ώσπου μία μέρα εμφανίστηκε η πελαργίνα. 
Την έφερε ένας φορέας άγριων πτηνών. 
Είχε ξεμείνει από δυνάμεις μαζί με δύο
πετροχελίδονα πάνω σε ένα κατάρτι. 
Έφτανε στη γη η Ανάσταση και στο μικρό 
καμπαναριό οπως και στην πόλη  είχαν 
διπλή χαρά.