Η τράπουλα στο τραπέζι
ανέγγιχτη από καιρό.
Η τσιγγάνα έχει φύγει για ταξίδι
μακρινό, σε τόπους που μυρίζουν
κανέλα, φασκόμηλο, αγριοτριαντάφυλλο
και βανίλια.
Σύννεφο έγινε και τριγυρνά
σε κόσμους άλλους τώρα.
Το όνομά της Στεφανία
Το έσκασε με τον αγαπητικό της
κι απαρνήθηκε τη φυλή της.
Όλα τα απαρνήθηκε.
Τα φλοκωτά.
Τα χαλιά.
Τα εδώδιμα αποικιακά.
Τους φραμπαλάδες.
Τις μακριές φουστάνες.
Τα δακτυλίδια
και τις κόκκινες μαντήλες
Ειδικά αυτές.
Στο τραπέζι η τράπουλα που
ξέχασε να πάρει μαζί της
ή μήπως σκόπιμα έγινε έτσι.
Κλαίει ο ρήγας κούπα.
Κλαψουριζει ή ντάμα καρώ.
Στενάζει ο ασσος δίπλα στο δύο
το καλό
Στάλα στάλα καταπίνω το δάκρυ τους.
Δεν παρηγοριούνται.
Η Στεφανία αγαπούσε
τη ζωή κι είχε δυο λεμόνια
για στήθη.
Όρθια και μυρωδάτα.
Για μάτια είχε δυο κάρβουνα σβησμένα.
Η μέση της θύμιζε τόξο γέφυρας.
Ο λαιμός της ληνός
που πετάγαμε τα σταφύλια.
Και τα χέρια της αστραπές του Γενάρη
που έσβησαν.
Τριμμένη ή τράπουλα στις γωνίες.
Πολλά μυστικά άφησε πίσω της
η μικρή τσιγγάνα.
Δικά της και ξένα.
Τίποτα δεν πήρε μαζί της.
Ως επί τούτου.
Απόκαμε τον καφέ και τα χαρτιά
να λέει στα πανηγύρια.
Ο πατέρας της την χτυπούσε αλύπητα.
Σημάδια θα βρεις παντού
κυρίως αυτά τα εσωτερικά που
πονούν διπλά.
Τα αδέρφια της που έπλεκαν
καρέκλες την υποτιμούσαν
και την έκραζαν
γιατί δεν χαμήλωνε τη μαντήλα της
ως τα μάτια - κάρβουνα.
Αυτή ήθελε να βλέπει πέρα.
Έφυγε ένα βράδυ η μικρή Στεφανία
Η μάνα της ζήτησε πίσω τήν τράπουλα.
Δεν την έδωσα.
Την πήρε μαζί της είπα.
Ξινίστηκε κι έφυγε.
Η μάνα της δεν είχε
μάτια, ούτε χέρια, ούτε πρόσωπό
παρά μονάχα ένα μεγάλο ραβδί.
Είχε ακίδες πάνω του.
Η μικρή Στεφάνια δεν αγαπούσε
αυτό το ραβδί
Όμως αγαπούσε πολύ τη μάνα της.
κι ας της έφυγε μακριά.
Τώρα είναι στα ξένα και φτιάχνει
ζαχαρωτά για τα μικρά παιδιά
και κόκκινα κοκοράκια.
Είναι χαρούμενη
Ο αγαπητικός της την προσέχει.
Αναζητά όμως τη μάνα της που και που.
Όμως δεν της λείπει στην ουσία
καθώς μέσα από τη μαγική σφαίρα
την βλέπει συνέχεια να πλένει στην
ακροποταμιά τα ασπρόρουχα της
προίκας της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου