Γυμνή ήμουν και ντύθηκα την προβιά
ενός άγριου ζώου.
Λύκος ήταν, κουνάβι, αλεπού ή τσακάλι
δεν ξέρω κι ούτε έχει σημασία.
Εγώ αρματωσιά είχα και νύχια μακριά
σαν μαχαίρια δοκιμασμένα στο κακό.
Παρόλα αυτά κρύωνα πολύ - μέσα χειμώνα
δύστροπου - κι άρπαξα μια χούφτα θράκα
από τις φωτιές των άστρων.
Φεγγάρι δεν είχε κι ο ήλιος άφαντος
ήταν τέσσερις μήνες τώρα.
Λιγοστό το φως μα δεν παραπονέθηκε
κανείς, συνηθίσαμε.
Ένιωθα μόνη και συνομίλησα με ένα
γενναίο καραγάτσι.
Μόναχο κι αυτό σε μια γη ολοσδιόλου
καμένη.
Τέφρα κι οι κορμοί ανέδυαν ακόμα αιθάλη
και σκληρό μίσος.
Τα πέλματα μου γέμισαν στάχτη μα το στόμα
καθαρό αν και λίγο μπερδεμένο με τις
αντωνυμίες και τα καταχρηστικά επιφωνήματα.
Ξεχύλιζα αγάπη και ζήτησα σχεδόν ζητιάνεψα
το φιλί σου.
Εκεί τα βρήκα σκούρα.
Ένας γιγάντιος πύθωνας το φύλαγε.
Ήπια σταλιά σταλιά το δηλητήριο μα το
γεύτηκα.
Παράπονο δεν έχω.
Μόνο που από τη μέρα εκείνη δεν βγαίνω
από το σπίτι καθώς στη γωνία παραφυλάει
ένας δράκοντας με χίλιες κεφαλές....εσύ
με χαλασμένα νεύρα και βλέμμα λοξό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου