Στην Αλικη Πεικου
Αγαπούσε με πάθος την νύχτα.
Πλάγιαζε νωρίς για να καβαλικευει
επί ώρες πολλές το σβέλτο άλογο της.
Έρχονταν οι μούσες κι όργωναν τους
αγρούς των στίχων της.
Πρώτη και καλύτερη η Τερψιχόρη
την κερναγε τον αφρωδη οίνο των λέξεων.
Έγραφε πάντα με την πένα των εφηβικών της χρόνων.
Ο καιρός την ειχε σχεδόν καταστρέψει, χωλαινε, χύνονταν το μελάνι στην πέτρα κι αναδύονταν αίφνης μέσα απ' το έδαφος τα μαγικά ομπρελινα των ποιημάτων.
Όταν είχε άνεμο έπαιρνε τα ποιήματα
ο γαρμπης και τα αποθετε στις φωλιές των αηδονιών και δημώδη τα
έκανε άσματα.
Τα έπαιρναν οι πέρδικες στο σεργιάνι
τους και καμαρωτη τους έδιναν περπατησιά κι αέρα βουνίσιο.
Αν κάποτε τελείωνε το μελάνι στην
παλιά τα έγραφε γραφομηχανή, κειμήλιο της οικογένειας.
Πατούσε τα πλήκτρα κι ήταν σαν να
συνέθετε στο πιάνο τα ορατόρια του
λυκαυγους.
Συνήθιζε να μην τα τελειώνει μιας και τα άστρα, το φεγγάρι και το γάλα
του γαλαξία αποσπούσαν το τετραμενο χέρι της και την οδηγούσαν στις σπηλιές με τα παλίμψηστα πάνω απ' το μάτι Του Θεού.
Παρέα της κράταγαν οι γρύλοι κι οι
πασχαλίτσες που λαγοκοιμουνταν στα
εκατοφυλλα ρόδα. Δεν ένιωθε καθόλου μόνη.
Σαν έβρεχε οι οσμές του χώματος διαποτιζαν τις σελίδες της με κύτταρα από την μήτρα της γης.
Μια νύχτα εαρος που χιόνιζε, βαμβάκι
γίνονταν οι χιονονιφάδες και σταμπωναν στην καρδιά τις ωδές
για τα κορίτσια των περιβολιών.
Τα ήξερε αυτά τα κορίτσια καλά, άλλοτε μάγισσες κι άλλοτε νεράιδες.
Έφερναν ονόματα μυστηριακά: Ιοκάστη, Άρτεμις, Ροδοθεα, Μυρσίνη, Ευλαμπια και Μυρτώ.
Χαρίζονταν στην νύχτα όπως χαριζεται το καλογεροπαιδι στα λιγνα γόνατα της ελπίδας.
Έπινε τα μύρα της και τα βοτάνια της κι οι φλέβες της φούσκωναν σαν τα ψωμιά στα πεσκιρια της μάνας της πριν τα ρίξει στον ξυλοφουρνο.
Μοσχομυριστο ψωμί, αρκετό για να μην πεινάει το ποίημα, οι μούσες και τα ξυπόλητα παιδιά στις λασπωμένες παραγκουπόλεις του κόσμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου