Πέμπτη 14 Αυγούστου 2025

Συνεύρεση

Καθρεφτίστηκε το φεγγάρι στο παράθυρο 
μου κι εγώ ξάγρυπνη το παρατηρούσα και
συνομιλούσα μαζί του.
Έκανα να το πιάσω με αδεξιες κινήσεις 
κι έσπασα το τζάμι σε πολλά κομμάτια. 
Χαρακώθηκαν τα χέρια μου, αιμορραγούσα.
Βάφτηκε κόκκινο το φεγγάρι
σαν τα φανάρια των συρμών.

Πήρα να συναρμολογήσω το τζάμι 
κι αίφνης εμφανίστηκαν δεκαεφτά 
κόκκινα φεγγάρια στο παράθυρο μου.
Πού να κοιμηθώ μετά από αυτό;
Εξασθενισμένη από την αιμορραγία 
κατά το ξημέρωμα μόνο με πήρε ο ύπνος. 

Οταν ξύπνησα και κοίταξα γύρω 
ειδα άθραυστο το παράθυρο μου
μόνο στο πάτωμα ένα ρυάκι από αίμα 
δήλωνε πως είχα κοιμηθεί
με δεκαεφτά κόκκινα φεγγάρια αγκαλιά. 

Υπήρξε δίχως άλλο ο μεγαλύτερος 
πολυσχιδής έρωτας μου, αυτός που 
με σφάγιασε και που στο τέλος με 
γιατρεψε με τα μαγικά του κόλπα. 
Μπροστά σε ένα μαρμάρινο θυσιαστήριο
ήμουν η πρώτη του επιλογή και 
παραδόξως το άντεχα.  

Τρίτη 12 Αυγούστου 2025

Καταδίκη

Τώρα που το σκέφτομαι, καλύτερα 
που δεν ήρθες θα τσάκιζες 
τους ασπάλαθους που κρατούσα 
στα χέρια μου. 
Και τι δεν είχα δώσει για να αποκτήσω 
αυτό το φυτό με τα λαμπρά άνθη.
Ζωή και αίμα. 
Ιδρώτα και δάκρυ. 
Θάνατο και ανάσα κοφτή. 

Σε απρόσιτα μέρη το βρήκα αμέσως
απ' όταν εσύ έφυγες διαλέγοντας 
για αγκαλιά σου το χώμα. 
Η θωριά του με μάγεψε όπως μαγεύονται
τα παιδιά μπροστά στη θέα ενός 
κλαμμένου κλόουν ή ενός παιχνιδιού. 

Κι αν με λάβωσε, κι αν με τσίμπησε 
μιλιά δεν έβγαλα γιατί τότε 
ήταν κι η εποχή που είχαν στερέψει 
εξ ολοκλήρου τα λόγια και οι ικεσίες. 
Είχα φτάσει στο σημείο να γράφω 
δέκα ποιήματα την ημέρα για να εξιιλεωθώ.
Τα έκρυβα βαθιά κάτω απ' το στρώμα. 
Κοιμόμουν κι άκουγα να μου μιλούν. 

Πεταγόμουν πάνω και συνέχιζα στίχους 
να πλέκω με το μάτι στραμμένο 
στον σκοτεινό ακόμα ουρανό. 
Λίγος ο ύπνος μα μου έφτανε. 
Πολύς ο θόρυβος που έκαναν
οι πατημασιές σου όταν αποτολμούσες 
να έρθεις κοντά μου μα δεν παραπονέθηκα 
ποτέ 

Δίπλα σε ένα κερί που καίγονταν αργά 
και που λέκιαζε το σεντόνι μου
αναζητούσα τρόπους διαφυγής. 
Τότε ήρθαν οι ασπάλαθοι να με βγάλουν 
από το αδιέξοδο. 
Παραμένω λοιπόν εδώ με τους ασπαλαθους 
στα χέρια να σκληραίνει η καρδιά μου
σαν τα αγκάθια τους. 
Από τη αρχή να μου μαθαίνουν τρόπους 
και μέσα για να αντιμετωπίσω τη μοναξιά 
και το λησμονημένο στο χώμα φιλί. 

Μείνε μακρυά γιατί οι εραστές αν τσιμπηθούν 
από αυτά τα αγκάθια κακές αποκτούν 
συνήθειες και στο τέλος ο νους τους σαλεύει
και επικίνδυνοι γίνονται. 
Σε εκλιπαρώ γονατιστή μην έρθεις. 
Φοβάμαι μην σκοτώσεις το παιδί που
γεννάω κάθε νύχτα μαζί με τα ποιήματα
που ποτέ δεν θα διαβάσεις γιατί απλά 
καθόλου δεν σου πρέπουν. 

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2025

Η καταδίωξη

Ως τις εσχατιές του κόσμου σε έψαξα 
με όλες μου τις δυνάμεις. 
Είχα πόδια ευκίνητα και περπατούσα.
Είχα χέρια ευλύγιστα και κολυμπούσα. 
Είχα φτερά δυνατά και πετούσα. 
Είχα καρδιά μεγάλη σαν σκηνή αρχαίου 
θεάτρου και σε ονειρευόμουν. 
Είχα λαγόνες ανοιχτές και σε ερωτευόμουν
σαν το πουλί που βρίσκει το ταίρι του
στο πάνω πάνω κλαρί και του δίνεται. 

Έφτανα κοντά σου μα εσύ όλο και
απομακρυνόσουν. 
Πότε πίσω από ένα σύννεφο κρυβόσουν. 
Πότε στα νερά ενός ποταμού χανόσουν.
Πότε σε τρένα μυστηρίου έμπαινες. 
Πότε με τα αγέννητα παιδιά έσμιγες 
και έπαιζες κρυφτό. 
Πότε σε αμπέλια πολύφυλλα τρυγούσες
τους καρπούς και δεν σε έβλεπα. 

Δεν κουραζόμουν. 
Δεν τα παρατούσα ούτε τη στιγμή που 
ο άνεμος έμπαινε στα μαλλιά σου και
σε έπαιρνε μαζί του. 
Σου έστηνα καρτέρι πίσω από τις μυρτιές
και τα σκίνα. 
Έφτανα κοντά σου τόσο που η ανάσα μας 
έσμιγε και πάλι από την αρχή ξεκινούσα. 
Ήσουν ελάφι κι έφευγες. 
Ήσουν λουλούδι και καλούσες τις μέλισσες. 
Ήσουν βροχή με ασημένια κοντάρια και με
σημάδευες.
Ήσουν πλοιάριο με μπερδεμένα δίχτυα 
και μου γλιστρούσες. 
Ήσουν δέντρο αειθαλές και τη σκιά σου
όσο κι αν την ποθούσα δεν μου την χάριζες. 

Πικρά πέρασα χρόνια μακριά σου.
Έριχνα τα χαρτιά για να μάθω τι η μοίρα 
μου έγραφε. 
Μάγια σου έκανα με ψιλές κλωστίτσες
τσόφλια αυγού, νύχια αρπακτικού και
κοκκινόχωμα.
Δεν έπιαναν.
Σε ψηλό έβγαινα βουνό κι εσύ κοιλάδα 
με εσπεριδοειδή στα πόδια μου. 
Σου χάριζα το οξυγόνο μου, τα ρυάκια 
μου και το σφρίγος του σώματος μου.
Δεν σου έφταναν. 

Μου κρυβόσουν σαν θαμπό ουράνιο τόξο 
που η μνήμη δεν συγκρατεί. 
Λίγο στάσου μάνα σου θα γίνω, αδερφή 
και ερωμένη σου.
Με κορδέλες θα στολίζω τα μαλλιά σου 
και με αυτές θα δένω τον έρω­τα μας.
Σε ένα αγώνα ταχύτητας θα σε χάνω 
και θα σε βρίσκω λαχανιασμένη εγώ 
κι εσύ άστρο λαμπρό που κάποτε θα 
βρει απάγκιο στην αγκαλιά μου.

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2025

Αμαρτωλό παρελθόν

Κι ήρθαν εκείνες οι σκληρές 
νύχτες που δεν γνώρισαν ξημέρωμα. 
Χοντρές φορούσαν πατατούκες 
και με μια βελέντζα τραχιά σκεπαζαν
τα άλκιμα σώματα των νεαρών ακολούθων τους
που μέσα σε ένα μπαρ κατάφορτο θλίψη 
αυτοκράτορες γίνονταν σε ένα 
βασίλειο ξένο παιγμένο προ πολλού 
στά χαρτιά για λίγες μόνο κορώνες. 

Γύρω φυσούσε αέρας κι έκανε ένα 
φαρμακερό κρύο. 
Ο χειμώνας στο μαθητικό καλεντάρι 
είχε μακριά άσπρα γένια κι άστατα 
μαλλιά. 
Όλα γύρω γδυτά και παγωμένα. 
Ένα τρέμουλο στο σαγόνι κι ένα 
τρίξιμο των δοντιών έμοιαζαν με
τον ήχο που έκαναν εκείνες οι 
ξύλινες καστανιέτες που είχες 
αγοράσει στο πρώτο μακριά από 
την πατρίδα ταξίδι. 

Στις πύλες της νύχτας εμφανίζονταν 
ο,τι αποτρόπαιο στη ζωή υπάρχει
από καταβολής κόσμου. 
Συμμαχούσε το χάος με το έρεβος. 
Χέρι χέρι πήγαινε ο γδικιωμός με
το σκοτεινό του έρωτα σαρκίο.
Ξάπλα ξάπλα πάλευαν οι επιφανείς 
αφεντάδες με τους ποιητές που
τους στίχους τους αφιέρωναν στη 
κρυφή πλευρά της σελήνης. 
Κάνεις δεν νικούσε, κανείς δεν 
παραδίδονταν όλοι ηττημένοι. 

Ξεμαλλιασμένες γυναίκες κλείδωναν 
καλά τις πόρτες για να μην ξεμυτίσουν 
τα αγόρια τους κι αγαπήσουν 
εκείνες τις φτερωτές αμαζόνες που
σου έκλεβαν το νου.
Χτυπούσαν δυνατά τις πόρτες αυτές 
αφηνιασμένες μιας και κανένας έως τώρα 
δεν τις είχε απαρνηθεί.
Οι νύχτες επέμεναν κρατώντας καμτσίκι
και άνθη ασφόδελου. 

Κι όταν επιτέλους μετά από μακρύ
χρονικό διάστημα ήρθε το ξημέρωμα 
τίποτα δεν ήταν ίδιο. 
Σκουρόχρωμα σύννεφο κάλυπταν τον ουρανό. 
Οι εκκλησίες έπαψαν να λειτουργούν. 
Ξεχάστηκαν οι ψαλμοί. 
Μα πάνω από όλα τα αγόρια ενέδωσαν 
στις αμαζόνες και γεννήθηκαν παιδιά
με ένα αστέρι κατάστηθα να υπενθυμίζει 
το αμαρτωλό παρελθόν. 
Όλα είχαν αλλάξει. 

Η κουκκίδα

Σε φέρνω εδώ όπου κι αν είσαι. 
Μια κουκκίδα κρατώ στο χέρι 
και δεν την αφήνω να χαθεί στο άπειρο.
Μπροστά στο πατρικό σου σπίτι 
ανεβάζεις τώρα την τέντα ο αέρας 
να μπει στο σπίτι με τα γαλάζιο 
παντζούρια για να σβήσει την υγρασία 
από το πάτωμα και τα έπιπλα. 

Όλα μέσα τακτοποιημένα από
χέρι στοργικό.
Στο πιάνο απάνω μια φρεσκοκομμένη 
ανεμώνη κι ας έχει περάσει ο χειμώνας 
και στο κύκλο του καλοκαιριού 
έχουμε μπει για τα καλά. 
Αναρωτιέμαι αν εκεί που ζεις υπάρχουν 
ανεμώνες του θέρους. 
Ίσως. 
Δεν μου απαντάς.
Χρόνια κυριως αυτή η ερώτηση με παιδεύει. 
Φτιάχνω σενάριο, πλάθω ιστορίες 
δεν βοηθιέμαι όμως.
Ανασυντασομαι και περιμένω ένα σου 
έστω φωνήεν.

Ένας σβηστήρας μαθητικός απειλεί 
τη μνήμη μου.
Αυτή η πολιορκία μου κόβει τα γόνατα. 
Σπρώχνω την εξώπορτα και μπαίνω
στο σπίτι. 
Στον μαυροπίνακα δίπλα στην καλημέρα 
γραμμένο ένα γνωστό ρητό. 
Κάνω να το διαβάσω τα μάτια μου
δεν υπακούνε. 
Κάνω να το συλλαβίσω κι ένας βόμβος 
ακούγεται μόνο σαν του τρένου που 
απομακρύνεταο πέρα στα χωράφια 
με τα σιτηρά. 

Μένω απαθής να κοιτώ μια σανίδα 
φουσκωμένη και σαρακοφαγωμένη 
στο πάτωμα. 
Λέω να την σηκώσω για να δω τι κρύβεται 
από κάτω.
Δεν το αποτολμώ.
Έχει φουσκώσει η καρδιά μου σάν αυτή 
τη σανίδα μα κανένας δεν τη βλέπει. 
Μην με διαψεύδεις. 
Ήρθα απλά να σου πω μια καληνύχτα 
Κοιμήσου. 

Τρίτη 5 Αυγούστου 2025

Χέρια από πηλό

Απόγευμα βροχερό.
Στον κήπο του μουσείου 
ένας άστεγος και ένας μικροπωλητής
με πράσινο τσόχινο καπέλο. 
Πιο πέρα η λεωφόρος 
μποτιλιαρισμένη κι εξαγνισμένη.
Η βροχή στις τζαμαρίες των κουρείων 
σχηματίζει αυλάκια. 
Οι πελάτες βιαστικοί ξεχνούν 
να πληρώσουν. 
Φεύγουν χωρίς ομπρέλα βρίζοντας. 

Το πήλινο χέρι του αγάλματος 
παρά τη βροχή δεν λέει να λιώσει. 
Τους κάνει νόημα να σταματήσουν. 
Αυτοί σφυρίζουν ένα γνωστό σκοπό. 
Δεν γυρίζουν πίσω.
Μόνο μια γυναίκα με σπασμένη 
χτένα στο χέρι προθυμοποιείται
να τους απαλλάξει από τον φόρτο 
της ημέρας και από την ισόβια πλήξη.
Εκείνοι δεν πλησιάζουν ούτε μιλούν 
μεταξύ τους.

Κάπου μακριά αλυχτάει ένα σκυλί. 
Στα περίπτερα βρεγμένες 
οι εφημερίδες περιγράφουν 
με πηχιαίους τίτλους την επιδρομή 
της καταιγίδας.
Κανείς δεν αγοράζει. 
Μονο η γυναίκα διαλέγει μια 
καινούργια χτένα και την περνά 
στα μαλλιά. 
Από το στήθος της ξεπετιέται 
ένα περιστέρι με διπλό ράμφος. 

Οι άντρες τότε μόνο την κοιτούν. 
Ο ένας από αυτούς την πλησιάζει 
παίρνει το περιστέρι και μπροστά 
στα έκπληκτα της μάτια το προσφέρει 
θυσία για να κατευγνάσει την ορμή 
της μπόρας.
Το όνομα του είναι Χρήστος
και με το ένα του μάτι της κάνει σήμα 
να προσέχει τους άντρες με τα 
ξυρισμένα κεφάλια.
Γιατί απλά αυτοί ποτέ τους
δεν αγάπησαν τα πήλινα αγάλματα
με τα αρτιμελή σώματα που υπομένουν 
καρτερικά χρόνια τριάντα τις ξαφνικές 
καταιγίδες.

Τρίτη 29 Ιουλίου 2025

Έγκλειστη

Γυμνή ήμουν και ντύθηκα την προβιά
ενός άγριου ζώου. 
Λύκος ήταν, κουνάβι, αλεπού ή τσακάλι 
δεν ξέρω κι ούτε έχει σημασία. 
Εγώ αρματωσιά είχα και νύχια μακριά
σαν μαχαίρια δοκιμασμένα στο κακό. 

Παρόλα αυτά κρύωνα πολύ - μέσα χειμώνα
δύστροπου - κι άρπαξα μια χούφτα θράκα 
από τις φωτιές των άστρων. 
Φεγγάρι δεν είχε κι ο ήλιος άφαντος 
ήταν τέσσερις μήνες τώρα.
Λιγοστό το φως μα δεν παραπονέθηκε 
κανείς, συνηθίσαμε. 

Ένιωθα μόνη και συνομίλησα με ένα 
γενναίο καραγάτσι. 
Μόναχο κι αυτό σε μια γη ολοσδιόλου
καμένη. 
Τέφρα κι οι κορμοί ανέδυαν ακόμα αιθάλη 
και σκληρό μίσος. 
Τα πέλματα μου γέμισαν στάχτη μα το στόμα 
καθαρό αν και λίγο μπερδεμένο με τις 
αντωνυμίες και τα καταχρηστικά επιφωνήματα. 

Ξεχύλιζα αγάπη και ζήτησα σχεδόν ζητιάνεψα 
το φιλί σου.
Εκεί τα βρήκα σκούρα. 
Ένας γιγάντιος πύθωνας το φύλαγε. 
Ήπια σταλιά σταλιά το δηλητήριο μα το
γεύτηκα.
Παράπονο δεν έχω.
Μόνο που από τη μέρα εκείνη δεν βγαίνω 
από το σπίτι καθώς στη γωνία παραφυλάει 
ένας δράκοντας με χίλιες κεφαλές....εσύ
με χαλασμένα νεύρα και βλέμμα λοξό. 

Σάββατο 26 Ιουλίου 2025

Η σαγήνη της δημιουργίας

Κι αν έχασα για πάντα τα μάτια σου 
φρόντισα κρυφά και δέσμευσα δυο 
αστραπές τους για να φωτίζουν 
τα σκοτάδια του νου. 
Πάνω τους να τραμπαλίζεται αέναα 
η μοναξιά μουόπως μέσα στην καμπύλη 
του χρόνου ακούραστα οι μύστες 
μετέρχονται στο ιερό για να βγουν 
μονοπάτι τις πλάκες να ακουμπήσουν 
με τις απαράβατες εντολές. 

Εδώ είσαι. 
Μέσα από το φως εμπορεύεσαι
σαν νέα σελήνη στον αυγουστιάτικο 
καμβά ενός ακατοίκητου τόπου. 
Σε κρατώ σφιχτά σαν ενθύμιο 
αγαπημένο από της αγάπης την
περιοδική αγορά. 
Σε προσαρτώ δίνοντας μεγάλο 
αντίτιμο και επεκτατικούς κάνω 
πολέμους μόνο για εσένα. 
Είσαι το καινούργιο μου σύνορο. 
Η απλωσιά μου.
Η νέα χώρα της χαράς και της ευθυμίας
που αγαπούν με πάθος τα παιδιά. 

Εδώ θα είσαι για πάντα σαν άγγελος 
που ανεβοκατεβαίνει τη σκάλα και 
στο τελευταίο σκαλοπάτι σηκώνει 
φτερό μέσα στην αγκαλιά του Θεού 
να πλαγιάσει.
Θεός σου γίνομαι κι εγώ. 
και μετέχω στην αναδημιουργία σου.
Πλάστης σου μοναδικός πού σε πολλά 
σε βγάζει αντίγραφα για να μην λείψει 
από τον κόσμο ποτέ η σαγήνη του φωτός. 

(Είσαι το ποίημα που αν το ξεστομίσω
θα χαθώ δια παντός θυσία σε βωμό
αλλότριο.)

Τρίτη 22 Ιουλίου 2025

Ο λαβωμένος άγγελος

Έστω και με το ένα μου φτερό 
καταφέρνω κοντά σου να έρχομαι. 
Και που δεν με πηγαίνεις αγόγγυστα,
παντού, ακόμα και στις κάθετες 
ανηφόρες που μισούν οι ακροβολιστές 
κι οι νωχελικοί καλογέροι. 
Ανοιχτή η καρδιά σου με δέχεται 
όπως ένας προσκυνητής τον 
καθηγιασμένο άρτο από το χέρι 
του αλιέα.

Και που δεν σε βρίσκω. 
Στις πλατείες με τα αγάλματα. 
Στα λιθόστρωτα με τα ίχνη του κάρου.
Στα δάση και στις θάλασσές εκεί που 
μπορώ να μετράω το μπόι μου μπροστά 
από τα αειθαλή έλατα και απ' την 
ατελεύτητη οργή των κυμάτων. 

Φεύγεις, χάνεσαι μα πάντα επιστρέφεις 
να μου χαρίσεις τη μαντεψιά
κι εκείνο το φτεράκι του αηδονιού 
που βρήκες έξω από τη φωλιά του
κατά τη χειμερινή ισημερία.

Έστω κι έτσι λαβωμένη 
με ένα μόνο φτερό τα καταφέρνω 
μια χαρά να σε πλησιάζω κι ας 
αργοπορώ λίγο. 
Το άλλο μου φτερό είναι χρόνια 
που το έχασα. 
Παρανάλωμα έγινε στις φωτιές 
του Άι Γιάννη που πηδούσες αμάλιαγο 
παιδί ακόμη. 
Λίγο έλειψε να πάρω ολόκληρη 
φωτιά και να καώ σαν τον Κερέμ.

Φορούσες κοντά παντελονάκια κι είχες 
στα χέρια σου σφεντόνα χειροποίητη
από ξύλο οξιάς. 
Με αυτή με λάβωσες.
Το κατάλαβες.
Γελούσες σαρκαστικά. 
Έτρεξα να σου ζητήσω το λόγο,
μες στις φωτιές μπήκα να 
σε φτάσω κι εκεί απώλεσα τη δεξιά 
μου φτερούγα.

Θύμα έγινα ενός έρωτα παγαπόντη 
κι υστερόβουλου 
Σε ακολουθώ απο τότε λαχανιασμένη 
όπως ακολουθούν τα μάτια του παιδιού 
τις περιστροφές της σβούρας 
στο τελευταίο σκαλοπάτι του Αναπλιού
την ώρα που δύει ο ήλιος βάφοντας 
με κόκκινο βαθύ τις πολεμίστρες.

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2025

Διακύβευμα

    (πάει εκεί που δεν ζητήθηκε) 

Τα γκρέμισες όλα μα όλα 
τα όνειρα, τις ψευδείς αιτιάσεις,
τα χαμηλωμένα μάτια που σε
κοίταζαν με έκσταση, εκείνη 
την προτομή που σου είχα 
φτιάξει για να σε προσκυνάω
κάθε που έβγαινες από το σπίτι 
αμόλυντος να πας στο ραντεβού 
με το επέκεινα. 

Όλα τα έριξες στη φωτιά. 
Τα θυμητάρια, τις φωτογραφίες 
στο πάρκο αγκαλιά με τον Rex,
τα γυαλιά που μεγέθυναν την αγάπη 
που σου είχα, την τραταρούγα 
που έδενα ψηλά τα μαλλιά μου 
τίποτα να μην αποκρύπτεται από 
το βλέμμα μου.

Χώρια εσύ πάντα απ' όλα. 
Εγώ στο μαζί χωρίς επιφυλάξεις. 
Χτυπάς το πόδι σου στο πάτωμα 
πολύ δυνατά. 
Τρομάζω. 
Σωριάζομαι. 
Κρύβομαι πίσω από ένα δάκρυ
δεν ξέρω αν είναι το δικό μου. 
Διάφανη γίνομαι σαν ένα κομμάτι 
πάγου στη μαρκίζα του σπιτιού σου.

Φέρνεις όλες τις θάλασσες 
και τους ωκεανούς μπροστά 
στα μάτια μου. 
Πιάνομαι από ένα πτερύγιο. 
Πισωπατώ.
Μετεωρίζομαι. 

Με εγκαταλείπεις στα βαθιά. 
Πως να κολυμπήσω που τα
χέρια μου σε μαστίγια μεταβλήθηκαν
και με πονούν με ένα πόνο 
που πιότερο μοιάζει με κραυγή 
ή καλύτερα με ένα σύνθημα 
που οι επαναστάτες έχουν ξεχάσει 
προ πολλού. 
Δως μου το κλειδί.
Έμεινα απέξω να παρακολουθώ 
μια ασύντακτη πορεία κορμοράνων.

Κυριακή 20 Ιουλίου 2025

Αναπολήσεις

Τι δεν είχε δει ο ολόσωμος 
καθρέφτης της παλιάς ξύλινης 
ντουλάπας στην είσοδο του σπιτιού. 
Χρόνια στο ίδιο σημείο καρτερικά
να ζει άλλοτε μες στη ζέστη κι άλλοτε 
μέσα στο ψύχος το βαρύ πολλά 
να καταγράφει σκηνικά και στιγμιότυπα
σαν σε ταινία ημιτελή. 

Πρωτον το ξύπνημα του κορμιού 
όταν το δεκατετράχρονο κορίτσι 
ανακάλυπτει μετά την επιστροφή 
του από το χωράφι τους πρώτους 
κόκκινους λεκέδες στο παντελόνι
του κι ανυποψίαστο λέει στη μάνα 
του κλαίγοντας οτι αρρώστησε βαριά. 

Ακόμα ακόμα τη νεαρή γυναίκα 
που αλλάζει εσώρουχο και το γάλα 
ρέει στο πάτωμα και δεν μπορεί 
να θηλάσει γιατί το μωρό της έχει 
πέσει σε ένα βαρύ ύπνο όπως θάνατος. 

Επιπλέον τον ανδρισμό του αγοριού 
που κρύβει στη μασχάλη του τα πρώτα 
παράνομα περιοδικά του έρωτα
και στενάζει δίπλα στην ανοιχτή κάνουλα.

Επίσης το μόχθο του πατέρα όταν φορά 
την τραγιάσκα του μετά από μια 
κουραστική ημέρα και πάει στο 
καφενείο για μια γρήγορη παρτίδα
με τους παλιόφιλους. 

Τώρα μετά το ξεκλήρισμα 
της οικογένειας απομένει τυφλός,
στραβός, θαμπός και ανενεργής. 
Θυμάται τις δόξες του και τραντάζεται 
σύγκορμος όπως εκείνο το λιανό δέντρο 
στην καταιγίδα όταν το χτυπάει 
ξάφνου κεραυνός. 

Και τι δεν θα έδινε για να στροφάρει 
η ζωή του αλλιώς. 
Να βρει ένα καινούργιο σπίτι 
με πολλές γυναίκες, πολλά
μυξιάρικα παιδιά, παππούδες
και μουσάτους μπαμπάδες. 

Να τους καθρεφτίσει, να τους χαϊδέψει,
να τους μαλώσει αλλά και αυτοί από 
τη μεριά τους να τον χνωτίσουν, 
να τον φιλήσουν παθιασμένα καθώς 
θα αντικρίζουν τα ανοιχτά του τραύματα. 

Αυτά που πονούν πιότερο τις νύχτες. 
Αυτά που αιμορραγούν και το αί­μα 
ξεραίνεται και χάνεται τελειως η επαφή 
με τον έξω κόσμο
Αυτά που αφορμίζουν ενώ δίπλα τους
ξεσπάει ένας μεγάλος σαματάς 
και δεν μπορούν να επέμβουν
ούτε καν το δαχτυλάκι να κουνήσουν. 

Γιατί αυτός ο καθρέφτης αν και
μεγάλωσε, αν και πένθησε, γέλασε 
κι έκλαψε δεν λέει να τα παρατήσει 
Θα μείνει για πάντα η άλλη εκδοχή 
του εαυτού μας, ο βηματισμός μας 
και η ανοδική μας πορεία προς το αδηλο
αλλά και ο καταστροφικό μας εγωισμός 
κι η έρπουσα φιληδονία. 
Μια σελίδα που δεν ανοίξαμε ακόμα. 


Σάββατο 19 Ιουλίου 2025

Άτιτλο

Στο αδειανό κουτάκι της Nivea
φυλάκισε τρεις λωρίδες 
ανέφελου ουρανού. 
Ήταν Μάης μήνας που το επιχείρησε. 
Της πήρε πολύς χρόνος 
για να τις κυνηγήσει και να τις βρει
στην καλύτερη μορφή τους.
Ανέφελες.
Βαθυκύανες.
Εαρινές.
Γεμάτες από την πλησμονή του ωραίου 
και του ανέφικτου. 

Τώρα όταν πιάνει συννεφιά κι όταν 
έρχεται στη γη η βροχή, το χαλάζι, το χιόνι 
κι η ομίχλη σε αυτό το κουτάκι προσφεύγει. 
Της φτάνουν τρεις λωρίδες μαγιάτικου
ουρανού για να ντύσει τις ώρες της
με την αισιόδοξη αύρα που κάνει 
τις παπαρούνες να ανθίζουν μέσα 
σε μια νύχτα ξαφνικά. 
Κόκκινο μέσα στο οργιώδες πράσινο.
Μεθύσι κάτω από έναν ουρανό 
που ανοίγει τις πύλες του μονο σε όποιον
έμαθε να συνομιλεί κρυφά με τον Θεό. 

Το κουτάκι αυτό δεν το αφήνει 
καθόλου από τα μάτια της ειδικά 
τις μεγάλες νύχτες του Γενάρη 
που αγαπιούνται στον κόσμο
οι απαρνημένοι με τις πολλές αμαρτίες 
κλειδωμένες στα ωχρά τους χείλη. 
Μαζί του λοιπόν στη δουλειά, στον έρωτα,
στο τρεχαλητό και στην ανάπαυση. 
Στιγμή μακριά του.
Περισσεύει στόν κόσμο η αδικία 
και ο ωχαδερφισμός.
Κι αν χαθεί;
Τι;

Κι αν μια μέρα φύγει από εδώ 
στην κόρη της θα το αφήσει να 
έχει ο κόσμος ξαστεριά, ελπίδα 
κι απαντοχή για αγάπες μεγάλες. 
Σε αυτό το τσιγκίνο κουτάκι 
όλη η ανάταση του κόσμου, η Ανάσταση 
και το Άγιο Πάσχα με τις ξεμυαλίστρες 
βιολέτες και τις πασχαλιές. 
Είθε ο κόσμος όλος να προσκυνήσει 
αυτό το τόσο χρήσιμο κουτάκι
όπως η μικρή Ευτέρπη προσκυνάει 
τα ματωμένα πόδια του Ιησού στην 
σταύρωση κι αφήνει πάνω τους 
ένα δάκρυ μετάνοιας για όλους εμάς. 

Παρασκευή 18 Ιουλίου 2025

Η μαγική σφαίρα

Η τράπουλα στο τραπέζι 
ανέγγιχτη από καιρό. 
Η τσιγγάνα έχει φύγει για ταξίδι
μακρινό, σε τόπους που μυρίζουν 
κανέλα, φασκόμηλο, αγριοτριαντάφυλλο 
και βανίλια. 
Σύννεφο έγινε και τριγυρνά
σε κόσμους άλλους τώρα
με σιδερωμένο πουκάμισο. 

Το όνομά της Στεφανία 
Το έσκασε με τον αγαπητικό της
κι απαρνήθηκε τη φυλή της.
Όλα τα απαρνήθηκε. 
Τα φλοκωτά.
Τα χαλιά.
Τα εδώδιμα αποικιακά.
Τους φραμπαλάδες.
Τις μακριές φουστάνες.
Τα δακτυλίδια 
και τις κόκκινες μαντήλες 
Ειδικά αυτές. 

Στο τραπέζι η τράπουλα που
ξέχασε να πάρει μαζί της
ή μήπως σκόπιμα έγινε έτσι. 
Κλαίει ο ρήγας κούπα.
Κλαψουριζει ή ντάμα καρώ. 
Στενάζει ο ασσος δίπλα στο δύο 
το καλό 
Στάλα στάλα καταπίνω το δάκρυ τους. 
Δεν παρηγοριούνται.

Η Στεφανία αγαπούσε 
τη ζωή κι είχε δυο λεμόνια 
για στήθη. 
Όρθια και μυρωδάτα. 
Για μάτια είχε δυο κάρβουνα σβησμένα. 
Η μέση της θύμιζε τόξο γέφυρας. 
Ο λαιμός της ληνός 
που πετάγαμε τα σταφύλια. 
Και τα χέρια της αστραπές του Γενάρη 
που έσβησαν. 

Τριμμένη ή τράπουλα στις γωνίες. 
Πολλά μυστικά άφησε πίσω της
η μικρή τσιγγάνα. 
Δικά της και ξένα. 
Τίποτα δεν πήρε μαζί της. 
Ως επί τούτου. 
Απόκαμε τον καφέ και τα χαρτιά 
να λέει στα πανηγύρια. 

Ο πατέρας της την χτυπούσε αλύπητα. 
Σημάδια θα βρεις παντού
κυρίως αυτά τα εσωτερικά που 
πονούν διπλά. 
Τα αδέρφια της που έπλεκαν 
καρέκλες την υποτιμούσαν
και την έκραζαν 
γιατί δεν χαμήλωνε τη μαντήλα της
ως τα μάτια - κάρβουνα.
Αυτή ήθελε να βλέπει πέρα.

Έφυγε ένα βράδυ η μικρή Στεφανία 
Η μάνα της ζήτησε πίσω τήν τράπουλα. 
Δεν την έδωσα.
Την πήρε μαζί της είπα.
Ξινίστηκε κι έφυγε. 
Η μάνα της δεν είχε
μάτια, ούτε χέρια, ούτε πρόσωπό
παρά μονάχα ένα μεγάλο ραβδί. 
Είχε ακίδες πάνω του.
Η μικρή Στεφάνια δεν αγαπούσε 
αυτό το ραβδί 
Όμως αγαπούσε πολύ τη μάνα της.
κι ας της έφυγε μακριά.

Τώρα είναι στα ξένα και φτιάχνει 
ζαχαρωτά για τα μικρά παιδιά
και κόκκινα κοκοράκια. 
Είναι χαρούμενη 
Ο αγαπητικός της την προσέχει.
Αναζητά όμως τη μάνα της που και που.
Όμως δεν της λείπει στην ουσία 
καθώς μέσα από τη μαγική σφαίρα 
την βλέπει συνέχεια να πλένει στην 
ακροποταμιά τα ασπρόρουχα της 
προίκας της.

Τάνκα

Μες τον καθρέφτη 
πνίγηκε το φεγγάρι 
τριών ημερών 

ρίχνω δίχτυ το πιάνω 
μακελεύω ουρανούς.

*
Μέσα στη λίμνη 
στρατιές από γυρίνους 
βατράχι ένα 

θερίστηκαν τα πλήθη 
από βόλι έρωτα. 

*
Τρέχει τ' άλογο 
αστράφτουνε οι πλάκες 
σωρό οι σπίθες 

κομμένα χαλινάρια 
σφυρίζουν στον αέρα.

*
Μικρή η νύφη 
πενηντάρης ο γαμπρός 
λάμια η μάνα 

οι συγγενείς ολίγοι 
σκόρπισαν πριν την ώρα. 

*
Πυκνή ομίχλη 
το φορτηγό βογγάει 
στην ανηφόρα

ισχνό το φως στις σκάλες 
καραδοκεί ο γκρεμός. 

*
Λευκές τουλίπες 
οι κούπες για το τσάι 
ζεστός ο αχνός 

φυσάω δεν κρυώνει 
φλέγονται ουρανίσκοι.

*
Κακιά πεθερά 
μαλώνει όλη μέρα 
χωρίς αιτία 

πανέξυπνη η νύφη 
πετά πορδή την διώχνει.

*
Διπλά φυσίγγια 
στολίζουνε το στήθος 
οι κυνηγοί δύο

θα φέρουνε μπεκάτσες 
λαγούς με πετραχήλια.

*
Μες στο κουρείο 
εξέχουν οι φαλάκρες 
σαν γλόμποι λαμπροί 

ζητούν τρίχες να βάλουν 
άθλια  περοκίνια. 

*
Λαμπρά αστέρια 
πνίγηκαν στον καθρέφτη 
φωτιές ανάψαν 

απείλησαν το σπίτι 
λαμπόγυαλο να κάνουν.

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2025

Συντριβή

"Ασκήθηκα χρόνια πολλά στην πέτρα."

Χτύπησες το χέρι σου 
με δύναμη πάνω στην πέτρα. 
Διόλου δεν πόνεσες το αντίθετο 
μάλιστα ένιωσες σαν να πλησιάζεις 
και να ακουμπάς πάνω σε ατόφιο 
μετάξι ή σε έναν υμένα παρθένας. 
Το χώμα αντίθετα ήταν αυτό που 
σε πλήγωνε, σε μάτωνε και σχημάτιζε 
στο σώμα σου ανεξίτηλες σφραγίδες. 
Ως τα σήμερα αμέτρητες από αυτές 
διαπερνούν τη ζωή σου, την
προσδιορίζουν και σε ανήλιαγες 
την οδηγούν φυλακές. 

Η πέτρα απ' την άλλη αρωγός στην 
οργή σου, στην ορφάνια, στο πένθος,  
στην ατίμωση.
Η πέτρα που χτίζει, που σκεπάζει 
και δεν είναι λίγες οι φορές που 
προσκέφαλο γίνεται στον αγώνα σου 
και του έρωτα βαθύς στεναγμός. 
Μόνη σου λοιπόν φροντίδα η πέτρα 
και του κήπου τα αόμματα αγάλματα. 
Πρέπει να την προσέχεις από μάτι 
κακό που σε δυο κομμάτια την σχίζει
και προπαντός να την αγαπάς και
να την παρηγορείς όταν δάκρυα 
αναβλύζουν από τις φλέβες της.

Γιατί με τον καιρό η πέτρα δεν αντέχει,
θρύβεται σκόνη γίνεται και σε σκληρό
μεταβάλλεται χώμα και αλίμονο
τότε πώς να αντέξεις την καθημερινή 
τριβή μαζί του;
Πώς να αντισταθείς και να μην
φτιάξεις μαζί με τα μικρά παιδιά 
εκείνα τα χωμάτινα ειδώλια χωρίς 
να ανοίξεις στο σώμα σου όμως 
εκείνες τις βαθιές γρατζουνιές που
δεν λένε να κλείσουν;

Το χώμα λοιπόν ο φόβος σου, ο πανικός σου 
και η σκάλα που σε κατεβάζει στον Άδη. 
Όσο επίμονα το αποφεύγεις τόσο πιο αργά 
θα σταθείς στο μεϊντάνι με τις ξεμυαλίστρες
πορτοκαλιές που με πολλά σε παιδεύουν
καμώματα και με ακρίβεια μαθηματική 
σε οδηγούν στη συντριβή.

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2025

Τάνκα

 *
Αλεπού περνά 
η κότα κακαρίζει 
νόστιμος μεζές 

πούπουλα στον αέρα 
θρηνεί ο κοκορίκος. 

*
Πέσαν οι μύθοι 
λιοντάρια μηρυκάζουν
πετεινοί γεννούν 

ήρθαν τα πάνω κάτω 
οι νόμοι καταργούνται. 

*
Συρματόπλεγμα 
κοτέτσι μες στον κήπο 
σκλαβιά η ζωή 

ανάστατες οι κότες 
σήμερα σφάξαν μία. 

*
Παίζουν τα παιδιά 
ασκούνται στο σημάδι 
δέντρα ο στόχος 

μεγάλες πέτρες παίρνουν 
διάνα το κέντρο βρίσκουν. 

*
Άστατος καιρός 
σηκώθηκε αέρας 
τρομερός βοριάς 

τα ρούχα στην απλώστρα 
ξεκίνησαν ταξίδι. 

*
Χαλικόδρομος 
τακούνια τον διαβαίνουν 
γοπες μυτερές 

επίσημος ο γάμος 
σωριάζεται η νύφη. 

*
Μαύρα σύννεφα 
τη γη γλυκοκοιτάζουν 
τις ξερές στεριές 

οι κεραυνοί αρχίσαν
σωστή πολιορκία. 

*
Πλούσιο γεύμα 
τα φύκια μακαρόνια 
μύδια αχνιστά

Μες στην ψαροταβέρνα 
Ο κάπελας σερβίρει. 

Κυριακή 13 Ιουλίου 2025

Τάνκα για το καλοκαίρι

*
Μες στο καφάσι 
ώριμα τα κεράσια 
το ένα λείπει 

σκουλαρίκι το φοράς 
και λάμπει όλη η πλαση.

*
Τρόμος στο νερό 
επιπλέουν μέδουσες 
η κόρη κλαίει 

τις ξέβρασε το κύμα 
στο ρηχό ακρογιάλι. 

*
Καυτός ο ήλιος 
ακούσματα τζιτζικιών 
ώρα ραστώνης 

γέρνουν τα βλέφαρά μου.
χαλαρώνει το σώμα. 

*
Ώρα του δείπνου 
περνά ο ποδηλάτης 
τα φρένα πιάνουν 

με την κόρνα μας χαιρετά
τον κερνάμε πλιγούρι.

*
Άνεμος φυσά 
κουνιούνται οι βαρκούλες 
στο λιμανάκι 

περιδιαβαίνουν πάπιες 
στα νερά πλατσουρίζουν.

*
Χορεύουν στάχυα
ξύπνησε το μελτέμι 
και βγήκε βόλτα 

άγανα στον αέρα
το σκιάχτρο ξεροβήχει.

*
Η νύχτα πέφτει 
καντηλάκια στους δρόμους 
οι κωλοφωτιές

βλέπω για να περάσω 
χωρίς να τις πατήσω. 

*
Τρυφερός στύφνος 
σαλατικό με λάδι 
ζυμωτό ψωμί 

ανοίγει η όρεξη 
καταργώ το κυρίως.

Συμμετέχει  στο δρώμενο ένα ποίημα για το καλοκαίρι της φίλης Αριστέας. 

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2025

Αφανισμός

Αναρωτιέμαι τι ήμουν για σένα 
Ήμουν μήπως μια πεταλούδα με
σκουρόχρωμα φτερά που επικάθεται 
στον ανθό σου και τον τρυγάει με πάθος;
Ναι μια πεταλούδα ήμουν δίχως άλλο 
που στο τέλος αγκυλώνει το ποδαράκι της 
στο μέλι των φλεβών σου κι εσύ αγοραία 
την διεκδικείς και την κάνεις 
δική σου με έναν εγωισμό γίγαντα. 

Άλλοτε πάλι αναρωτιέμαι 
μήπως ήμουν για σένα μια
στοργική αράχνη που με επιμέλεια 
τυλίγει το σώμα σου, έρμαιο 
να μην γίνει του βοριά τις κρύες 
νύχτες του Γενάρη που σε αγάπησα. 
Ναι μια αράχνη ήμουν οπωσδήποτε 
Στερεύουν οι χυμοί της μα επιμένει
νηστική και κατάκοπη να σου δίνεται
ολοκληρωτικά.
Μέσα στους ζεστούς ιστούς της σε αφήνει 
να ζεις και να αναπνέεις ελεύθερα 
και δρόμος διαφυγής να μην υπάρχει άλλος 
παρά μόνο αυτός προς την αγάπη. 

Τέλος αναρωτιέμαι μήπως ήμουν 
για σένα ένας αδάμαστος κισσός 
που περισφίγγει τις ρίζες σου προστατευτικά,
τον κορμό σου στηρίζει στη βαθιά 
να μην πέσει χαράδρα της λησμονιάς
και σου χαρίζει απλόχερα -αχ για δες -
μια ζηλευτή κορμοστασιά!
Βέβαια ένας κισσός ήμουν με πολλούς 
κόμπους να σε γλυκοφιλώ και σφιχτά 
να δένω το σώμα σου μην λυγίσεις 
και τσακιστείς στα τσιμέντα των αλσυλίων. 

Ο,τι κι αν ήμουν....
Ο,τι κι αν υπήρξα....
Όλα περνούν κάποτε. 
Τώρα βέβηλα δάκτυλα με περικύκλωσαν. 
Φαιά έγινα τέφρα που κανένας 
δεν την ψάχνει και που μέσα σε ένα έρημο 
κοιμητήριο στα αζήτητα παραμένει 
με τον άνεμο να την απειλεί με έναν 
ολοκληρωτικό αφανισμό.

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2025

Η πεντάμορφη

Φορούσε σχεδόν πάντα ένα κατακόκκινο 
φόρεμα είχε και τα χείλη βαμμένα 
με τρεις διαβαθμίσεις πιο βαθύ 
κόκκινο χρώμα. 
Όλοι την θαύμαζαν, ήταν η πεντάμορφη,
η ονειρική κι η ανεμοπαρμένη. .
Αποπλανούσε τους άνδρες και
τα μικρά αγόρια. 
Κανείς όμως δεν την άγγιζε, τόσο 
ιερή ήταν. 

Μια μέρα την τσίμπησε ένα φίδι, οχιά 
είπαν και κάποιοι άλλοι αστρίτης. 
Δεν άντεξε, έφυγε ωραία και αμόλυντη. 
Πολλοί διατείνονταν πως μετά 
την αποδημία της την είδαν με τις
νεράιδες να λούζεται στον ποταμό 
με σώμα κρουστό, αρχαγγελικό. 
Οι γυναίκες έκρυβαν τους άνδρες 
στη σοφίτα, πέταγαν μακριά τα κοντά 
παντελονάκια των αγοριών και
τους φορούσαν μακριές σκελέες. 

Μία μέρα, άνοιξη ήταν, ο μικρός 
Μανώλης την συνάντησε στο ξωκκλήσι 
του Άι Γιώργη θαμπώθηκε, δεν άντεξε 
την άγγιξε και θέλησε να την φιλήσει.
Έτσι για την προσβολή που της έκανε 
έμεινε για δέκα χρόνια μουγκός. 
Μόνο μία λέξη πρόφερε κι αυτή όχι 
πολύ καθαρά. 
Το όνομά της: Μαρία. 
Έβγαινε στις ρούγες και την φώναζε:
Μαγία, Μαγία. 
Πουθενά καμία απόκριση. 

Δεν ξαναφάνηκε στο ποτάμι η πεντάμορφη. 
Μόνο που κάποιο χειμώνα, τότε 
που ξαναβρήκε τη μιλιά του ο Μανώλης 
άντρας τώρα πια δύο τσοπάνηδες την είδαν
στο εκκλησάκι του Άι Γιώργη πρωί πρωί 
να ψέλνει μαζί με τα πουλιά τον όρθρο. 
Στο ποτάμι έκτοτε δεν ξαναφάνηκε
μόνο στις εκκλησίες και στα ξωκκλήσια
τριγυρνούσε. 

Ο Μανώλης παντρεύτηκε και έκανε 
μια μοναχοκόρη την βάφτισε Μαρία 
Κανείς δεν σχολίασε το γιατί, όλοι 
ήξεραν.
Μια αύρα ελαφριά εκείνη την ημέρα 
στην εκκλησία τύλιξε όλο το εκκλησίασμα. 
Ήταν αυτή η πεντάμορφη, η ονειρική 
κι η ανεμοπαρμένη. 
Το χωριό δεν την φοβόνταν πια, 
την τίμησε και την ανακήρυξε Αγία παρά
τις αντιρρήσεις τοπικών αρχόντων.

Πέμπτη 3 Ιουλίου 2025

Υστεροφημία

Κι αν δεν μιλώ 
κι αν δεν χρησιμοποιώ 
εκείνες τίς θλιβερές αντωνυμίες 
εσύ με ακούς.
Κοχύλι έγινα για σένα σφραγισμένο 
να ακούς τις μέσα θάλασσες μου
και κοντά μου να έρχεσαι 
στηριγμένος σε εκείνο 
το μεσιανό κατάρτι που τόσο μα τόσο 
σου πήγαινε. 

Βρεγμένος, ποτισμένος με αρμύρα 
εκτινάξεις να κάνεις και να ανεβαίνεις 
από τους βυθούς γυμνός στην επιφάνεια. 
Συνεπαρμένη εγώ να σε κοιτώ 
και χαλίκια να πετάω επάνω σου
για να ξυπνάς από το λήθαργο,
για να ξεχνάς εκείνη τη νύχτα 
του φθινοπώρου που έμελλε 
να γίνει προσευχή στην χώρα 
των κύκνων. 

Άστεγη από χρόνια σε πλησιάζω. 
Εξαυλωμένη κι επιθετικά μόνη 
ανεβασμένη πάνω στο βράχο της 
λήθης σε καλώ για ταξίδι.
Θυμήσου είχαμε ένα δικό μας
αστέρι κάποτε. 
Ψηλά παραμένει στο στερέωμα 
και μας περιμένει μιας και η γη
με εύκαμπτες μας διώχνει λυγαριές.

Μακριά μας πετάει, μας καταδιώκει 
μετά από τη στιγμή εκείνη που
κάναμε το λάθος κι αγγίξαμε 
το καταματωμένο σώμα του έρωτα. 
Συγχώρεσε την 
Όλα τα κάνει για την υστεροφημία της.
Για εκείνο το βιβλίο που έγραψε 
πατώντας πάνω στις χαμηλές νότες μας.
Ελα κοντά μου κι ας χαθείς στο 
πρώτο πεντάλεπτο, αρκεί να σε δω.
Ξεχνάω τις φιγούρες τελευταία. 

(τον Αύγουστο εκείνο που σε λησμόνησα 
θα τον σκοτώσω και την τέφρα του
θα πετάξω στις θάλασσές μαζί του
να σμιξεις και τα πιο όμορφα 
να κάνεις παιδιά.)

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2025

Ενσταλάξεις

*
Ιππεύεις τα κύματα και δεν γνοιάζεσαι 
μην έρθει κάποιο δελφίνι να αναμετρηθεί 
με την ομορφιά σου....
(κανείς ως τα σήμερα βέβαια δέν σε έχει 
παραβγάλει.)

*
Ξημερώματα την ώρα που περνούν 
τα σκουπιδιάρικα κι ενώ εσύ κοιμάσαι 
σε κατοπτεύω με ένα μεγάλο μάτι 
στο μέτωπο σαν του Κύκλωπα.

*
Άρχισες ένα σπαραξικάρδιο κλάμα 
σαν εκείνου του παιδιού στο τσίρκο 
όταν ένα πιθηκάκι ζαβολιάρικο του 
άρπαξε το γλυφιτζούρι από το στόμα. 

*
Ξαφνικά η βάρκα έμπασε πολλά νερά 
και τα ψάρια που μόλις είχες ψαρέψει
ξαναπήραν μια τελευταία ανάσα 
και μια τόσο δα μικρή παράταση ζωής. 

*
Φορούσες κοντή φούστα κι άσπριζες
το πεζούλι όταν ξάφνου φύσηξε δυνατός 
άνεμος κι ανέβασε τη φούστα και 
φάνηκε η ελιά σου καφετιά σαν κάστανο. 

*
Φορούσες κοντό φόρεμα κι άσπριζες 
τη μάντρα όταν ξάφνου φύσηξε δυνατός 
άνεμος κι ανέβασε το φόρεμα και 
φάνηκαν οι γλουτοί σου πιο λευκοί κι 
απ' το χορίδι της Λαμπρής. 

*
Εσύ που τόσο αγαπούσες τα ζώα 
κράταγες το λουρί του σκύλου σου
μονο με το αριστερό χέρι, είναι το χέρι 
της καρδιάς αποφαίνονταν η μάνα 
σου μ' αυτό να χαιρετάς κι όχι με 
το επιδέξιο δεξί. 

*
Με χείλη ωχρά φίλησε την εικόνα 
της Παναγίας εκεί που η νονά της
είχε αφιερώσει ένα χρυσό ρολόι και 
μια καδένα θυμήθηκε το παράπονο 
της μάνας της, ποτέ η νονά της δεν 
της πήρε ένα βαφτιστικό σταυρό,
πόσο φειδωλή ήταν απέναντι της
σκέφτηκε αποχωρώντας. 

*
Ο ήλιος πριν ξεκινήσει το ταξίδι του 
στον κόσμο φορά για λιγο τη βαριά 
πορφύρα και βάφει κατακόκκινα 
τα βουνά σαν τα νύχια της νεκρής 
που ξέχασαν να τα ξεβάψουν και λες
κι αναδύουν ακόμα κάποια ψήγματα 
ζωής. 

*
Το τρένο ήταν ακινητοποιημένο στο
σταθμό χρόνια τώρα. Μια μέρα αποφάσισε 
να μπει στο εσωτερικό του. Ξέφτια και
εγκατάλειψη παντού από την πολυκαιρία. Καθώς το ερευνούσε βρήκε μια εφημερίδα. 
Είχε την ακριβή ημερομηνία γέννησης της. 
Ω! Τι σύμπτωση. Αναστατώθηκε και κάτι 
μέσα της σκίρτησε κι έκλαψε βουβά.

Τρίτη 1 Ιουλίου 2025

Χαϊκού για το καλοκαίρι

*
Στ' ακροθαλάσσι 
την κόψη των κυμάτων 
γλάροι ιππεύουν. 

*
Τζίτζικας καλεί 
μουτζούρα στο τετράδιο 
το πρώτο φιλί. 

*
Ρόγχος μηχανής
κατάλυμα του γρύλου 
μουσικό κουτί. 

*
Ιούλης μήνας
το κάρβουνο αντέχει 
μέσα στη βροχή. 

*
Καυτός άνεμος 
μπατζάκια παντελονιού 
ράθυμα κουνά 

*
Θερίζει κορμιά 
ο ανεμοστρόβιλος 
καλάμια σπάει. 

*
Ημέρα θλίψης 
το φλιτζάνι σπασμένο 
προίκα της γιαγιάς. 

*
Ζεστό ρυάκι 
καψαλισμένα χόρτα 
μπερμπάντης καιρός. 

*.
Χαμίνι μικρό 
ψάθινο κυπελάκι 
η σέλα καίει. 

*
Κοριτσόπουλο 
βαστρυχωτά τα μαλλιά 
σκαλιά ν' ανεβώ

*
Σπαθιά αχτίδες 
πυρπολημένο σώμα 
γέρνει το κερί.

*
Βγήκαν τα τζίνια 
αιώρα μες στον κήπο 
ύπνος ελαφρύς. 

Στιγμιότυπα

Ο αρραβώνας της κούκλας 

Βρέθηκε μπροστά σε μια φωτισμένη 
βιτρίνα.
Οι κούκλες φορούσαν πολύχρωμα 
φορεματα κι είχαν ένα αδιόρατο
μειδίαμα στα χείλη. 
Στάθηκε και τις παρατηρούσε
εκστατικά με ένα μέγα θάμβος στα μάτια. 
Ήταν όλες όμορφες σαν να έβγαιναν
μέσα στο έναν παραμυθένιο κόσμο. 
Μα η πιο μικρή και ντροπαλή ξεχώριζε. 
Ακούστηκε ένα δυνατό φρενάρισμα 
και μια κόρνα να στριγγλίζει. 
Αυτός μαζί με την πιο μικρή κούκλα
χόρευαν καταμεσής της ασφάλτου. 
Το όνειρο του είχε πραγματοποιηθεί,
χάριν του έρωτας είχε διακοπεί 
στη λεωφόρο η κυκλοφορία. 

*
Εύλογα ερωτήματα 

Η εμποροπανήγυρη έλαβε τέλος.
Είχε φτάσει η άχαρη στιγμή του 
αμπαλαρίσματος των προϊόντων. 
Στοίβαζαν στα φορτηγά ο,τι απούλητο 
είχε μείνει και ο,τι σκάρτο. 
Ρούχα, παιδικά παιχνίδια, χαλιά, 
τσάντες,ψεύτικα κοσμήματα  
και κάθε λογής μαντήλια.
Φασαρία γύρω και ένας απίστευτος 
οργανισμός κινητικότητας. 
Μόνο ένας πάγκος αυτός της κυρίας Ξένης 
με τις θαλασσογραφίες έμεινε όπως είχε. 
Πως να φυλακίσεις την απεραντοσύνη 
του ορίζοντα σε λίγα τετραγωνικό μέτρο;
Πως να σφαγιάσεις την ακμή των κυμάτων 
χωρίς να μελανιάσει το χέρι από τη λαβή 
του μαχαιριού που αντιστέκεται;

*
Διπλή γιορτή 

Στο καμπαναριό είχαν εδώ και χρόνια 
στήσει τη φωλιά τους δύο πελαργοί. 
Η γειτονιά τους αγαπούσε και τους
περιποιόνταν με χίλιους τροπους
ιδίως όταν κατεφθαναν τα μωρά τους
η χαρά ξεχείλιζε. 
Φέτος όμως όλα άλλαξαν. 
Στη φωλιά είχε φτάσει μόνο ένας 
πελαργός. 
Η γειτονιά πένθησε τα άλλοτε ακούραστα 
από το παιχνίδι παιδιά μαζεύονταν
άκεφα από νωρίς στο σπίτι. 
Ούτε κρυφοφιλήματα στις πλατείες 
ούτε χειροκρότηματα στις εκκλησιές. 
Ώσπου μία μέρα εμφανίστηκε η πελαργίνα. 
Την έφερε ένας φορέας άγριων πτηνών. 
Είχε ξεμείνει από δυνάμεις μαζί με δύο
πετροχελίδονα πάνω σε ένα κατάρτι. 
Έφτανε στη γη η Ανάσταση και στο μικρό 
καμπαναριό οπως και στην πόλη  είχαν 
διπλή χαρά.

Δευτέρα 30 Ιουνίου 2025

Σελίδες ιστορίας

Ταξιδέψαμε πάνω από ακύμαντες 
θάλασσες...
Είχαμε χρόνια που καρτερούσαμε
στην ακτή ένα μήνυμα να μας φέρει 
το κύμα, ένα σημάδι από το βυθό
για να συμπληρωθεί το παζλ που
θέλει την αγάπη ακέραια και την
ιστορία αλώβητη. 
Εις μάτην. 

Κουραστήκαμε.
Πόνεσαν τα γόνατα από την πορεία 
μας στην υγρή άμμο. 
Τελείωσε και το νήμα στο κουβάρι 
που πλέκαμε τη χρυσοποίκιλτη εσάρπα.
Απογοητευτήκαμε.
Χάσαμε και τα λίγα χρήματα που
θα μας ταξίδευαν μακριά.

Πήραμε την απόφαση λοιπόν να 
σαλπάρουμε με μια παροπλισμένη 
σκούνα για τις υπερβόρειες χώρες 
μήπως και μας συμπαθήσουν οι 
άνθρωποι με τις πολύχρωμες 
στολές, τα λαμπρά χαμόγελα
και τους πλούσιους μύθους. 

Παιδευτήκαμε πολύ. 
Ενάντιοι άνεμοι.
Κύματα χαλαρά. 
Σαν φτάσαμε μετά από χρόνια δεκαπέντε 
είχαμε τραγικά αλλάξει. 
Ξεχάσαμε τους στίχους που αφιερώναμε 
στους Θεούς. 
Θρυμματίστηκαν τα αγγεία που βάζαμε 
τα αρώματα. 
Μπλέκαμε τα λόγια μας και η μνήμη 
μας ατόνισε εφιαλτικά. 

Στη αρχή μάλιστα μπερδεύαμε τα βήματα 
μιας και μας είχε χρόνια ξεχάσει η στεριά. 
Ανθρώπους δεν βρήκαμε εκεί, μόνο 
μια σπασμένη λύρα και κάποια 
ακατοίκητα σπίτια.
Πήραμε τη λύρα, κατοικήσαμε τα σπίτια 
κι αρχίσαμε τη μάχη με τη βιοπάλη 
Η λύρα μας έφερε ξανά πίσω 
τους ξεχασμένους στίχους. 
Οι Θεοί μας κοίταξαν πάλι με καλό μάτι. 
Είχαμε κερδίσει το στοίχημα στη 
λοταρία της ζωής, είχαμε απεμπολήσει 
τους βαριούς ίσκιους μακριά και νέα 
γυρίζαμε σελίδα με το λήμμα της ιστορίας 
μας διανθισμένο με τις ένδοξες νίκες μας. 

Κυριακή 29 Ιουνίου 2025

Τα ανήλικα αγάλματα

Οι στίχοι που γράψαμε πάνω στο
χνώτο που αφήνει η ανασα μας 
στο παγωμένο τζάμι θα αντέξουν 
στον αιώνα!
Δεν λαθέψαμε γνωρίζαμε σαφώς 
πόσο δυνατοί ήταν καθώς μιλούσαν 
για τα μαρτυρολόγια των εφήμερων 
ερώτων και κυριως γιατί πρίν από 
εμάς ένας άγγελος τους είχε ψιθυρίσει 
στο χωνάκι του κρίνου σαν αγγελτήριο
για τη μεγάλη έλευση. 

*
Η αγάπη τους ήταν πολύ μεγάλη 
και θα ήταν άδικο να θυσιαστεί 
στα σκαλοπάτια της λήθης. 
Πήραμε λοιπόν απόφαση να την
σκαλίσουμε πάνω στο άδειο 
καβούκι μιας υπεραιωνόβιας 
χελώνας αθάνατη να γενεί. 
Μας άρεσε η ιδέα πολύ, την 
πραγματοποιήσαμε, κουμπώσαμε 
ως απάνω τα πουκάμισα μας 
και απευθυνθήκαμε ύστερα στη
διεύθυνση αρχαιοτήτων, ξέραμε 
καλά πως η πιο σωστή θέση 
θα ήταν στις προθήκες των 
μουσείων ανάμεσα στα παιδικά 
ειδώλια και τις ασημένιες πόρπες. 

*
Τρελό λιοπύρι κι ο ζητιάνος 
του σταθμού φορούσε μάλλινη 
μπλούζα, αμπέχωνο, μπότες 
ως απάνω και χοντρή τραγιάσκα. 
Ο κόσμος τον κοιτούσε περίεργα. 
Δεν ήξερε πως η μοναξιά 
των χάλκινων κερμάτων θέλει 
πολλά περιτυλίγματα για να μην
φαίνεται η απονιά και η αδιαφορία
των καλοντυμένων κυρίων.

*
Τινάζαμε την καρυδιά να πέσουν 
τα καρύδια κι ήταν φθινόπωρο 
κι γη φορούσε διπλές στρώσεις 
από χαλκοκίτρινα χαλιά. 
Ψάχναμε με τα χέρια να βρούμε 
απεγνωσμένα τους καρπούς
τους κρυμμένους κάτω από τις 
φυλλωσιές. 
Ο επιστάτης φώναζε να κάνουμε 
πιο γρήγορα. 
Κανείς δεν του είχε πει πως το
ασυντόνιστο κυνήγι των καρπών 
μοιάζει με την πρώιμη ηδονή 
των ανήλικων αγαλμάτων και 
θέλει ιδρώτα και σπουδή μεγάλη. 

*
Σου είπε τα χαρτιά, σου διάβασε 
και τον καφέ. 
Η μάγισσα είχε φορεμένο ένα 
μακρύ μαύρο φόρεμα με βαθύ 
ντεκολτέ και διακοσμημένο με
πλήθος αστέρια και μισοφέγγαρα. 
Νόμιζες πως βρέθηκες εγκλωβισμένος 
σε μια απέραντη νύχτα χωρίς 
καμιά ελπίδα να αποδράσεις. 
Αφού τελείωσε και την ευχαρίστησες 
κίνησες να πας προς την πόρτα 
για να ξεφύγεις από το έρεβος. 
αδίκως όμως δεν μπορούσες 
να κάνεις ούτε ένα βήμα. 
Παραδίπλα σιγόκαιγε η φωτιά 
με το καζάνι και το δωμάτιο μύριζε 
λιωμένη ποτάσα. 

Σάββατο 28 Ιουνίου 2025

Το τρίτο καμπανάκι

Άγριοι και αδυσώπητοι χειμώνες 
εγκαταστάθηκαν στις πύλες της 
καρδιάς μας διώχνοντας μακριά 
τα καλοκαίρια με τις μπλε θάλασσες. 
Ρίχτηκαν στο πηγάδι οι ευχές 
για μακροημέρευση κι ήρθαν 
οι χειμώνες με τα τριμμένα 
από τη χρήση υποδήματα και
τις πολλές αγκύλες με τα
παραγκωνισμένα νοήματα..
Λίγη μας έταξαν ζωή. 
Λίγη μας παραχώρησαν ανάσα. 
Λιγοστές μας προτάθηκαν χαρές. 

Κλείσαν οι πόρτες μας κι ο βοριάς 
με μανία μας έδειξε τα δόντια του. 
Χάσαμε τις εικόνες με τους Άγιους 
μας και μπροστά στη φουφού του 
καστανά λειτουργούμε τωρα τα 
πρόσφορα μας για τις ψυχές και
ψάλλουμε τα άγνωστα μέχρι χθες 
κοντάκια. 
Βαριές μας φόρεσαν κάπες και δεν 
βρίσκουμε ούτε ένα άθραυστο τζάμι 
για να ζητήσουμε λίγη ψίχα ψωμιού
και μια συγχώρεση. 

Νηστικοί και διψασμένοι γυρνάμε 
ασταμάτητα ανεβασμένοι στο καραζέλ 
του χρόνου κι ούτε ένα παιδί δίπλα μας 
να μας χαρίσει έναν ανεμόμυλο ή μια 
ζωγραφιά με τα χρώματα του δειλινού. 
Αναχωρητές γίναμε της ομορφιάς 
καθώς μία πυκνή ομίχλη κάλυψε 
όλα τα αγάλματα της πλατείας και
τώρα ποιος θα βρεθεί να μας λυπηθεί;
Χιόνια και καταιγίδες στο διάβα μας
κι η ομπρελοθήκη που άφηνε η κυρία 
Ευτέρπη την ομπρέλα της έσπασε 
στα δύο και οι κάτοχοι της είναι 
καιρός πολύς που πέθαναν από το 
κακό που τότε λέγανε σπυρί. 

Πλημμύρισαν οι ποταμοί και μας
πήραν τα μποστάνια με τους γλυκούς 
καρπούς.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά 
στο τρίτο καμπανάκι χάσαμε και 
τα σπίτια που μας υπόμεναν. 
Αυτό είναι που μας πλήγωσε πιο πολύ. 
Είναι πως μέσα σε αυτά-στη μυστική 
καταπακτή- είχαμε κρυμμένα τα πρώτα 
της ποίησης σκαριφήματα μαζί με 
εκείνα τα αθώα της νιότης μας χαμόγελα. 

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2025

Ο βίος των πουλιών

Όταν βλέπουν εφιάλτες τα πουλιά 
δονείται συνθέμελα η γη.
Έρχονται σεισμοί δυνατοί και
σωριάζεται το ετοιμόρροπο σπίτι 
που ο γέρος καντηλανάφτης έχει 
για αποκούμπι του, εκεί που ζει
ολομόναχος κι ακούραστα πλάθει 
τα κεριά της επόμενης λειτουργίας
με χέρια ροζιασμένα και μάτια στεγνά. 

*
Όταν ξενητεύονται τα πουλιά 
σταματούν οι καταρράκτες την
ασίγαστη ροη τους και τα νύχια 
των αετών μεγαλώνουν επικίνδυνα
τέσσερις πόντους φοβίζοντας τα ερίφια. 
Ηττημένα τα βουνά γέρνουν το 
κεφάλι τους και προετοιμάζονται 
για την επόμενη θυσία. 
Σπαρασσεται η φύση και το κόκκινο 
σκουφάκι της παπαρούνας -πριν ακόμα 
έρθει στη γη- βάφεται προς στιγμή μαύρο. 

*
Όταν κρυώνουν τα πουλιά σπάνε 
τα μάρμαρα των ναών σε χιλιάδες 
κομμάτια και εκτοξεύονται σε 
απόσταση πολλών χιλιομέτρων. 
Τα θραύσματα βρίσκουν μονάχα 
τους ταπεινούς στη ψυχή. 
Απειλητικό χαλάζι πέφτει καταμεσής 
του θέρους σε μέγεθος πορτοκαλιού. 
Οι σοδειές καταστρέφονται ολοσχερώς 
και άδειο από ψωμί παραμένει 
το ντουλάπι μα η καρδιά χορτάτη. 

*
Όταν κουρνιάζουν τα πουλιά 
μεγαλώνουν τα σιτηρά και παχαίνουν 
τα στάχυα στα διάσελα. 
Ζεστός αέρας παρασέρνει τα ευλύγιστα
σώματα τους σε χορό ρυθμικό. 
Ξεφλουδίζει σποράκι σποράκι τους
καρπούς η γιαγιά και ταΐζει το εγγόνι της
και είναι απόγευμα και το ασβεστωμένο 
πεζούλι είναι ακόμα ζεστό και πολύ 
φιλικό και προσμένει το δείλι για να 
ανάψουν οι φωτιές και παλι στα 
θεμέλια του.

*
Όταν ερωτεύονται τα πουλιά 
σπάνε οι άρπες στα χέρια των 
κοριτσιών και σεγόντο κρατάει 
ο μπάτης στον αμούστακο κιθαριστή.
Οι νότες ταξιδεύουν ανενόχλητες 
για τη γη του πυρός σκαρφαλωμένες 
στα φτερά των γερανών. 
Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη ακούγεται 
μουσική. 
Γαληνεύουν τα βλέμματα. 
Φτωχές οι μανάδες νοστιμίζουν 
τα παξιμάδια με νερό θαλασσινό
φωνάζοντας τα παιδιά στο σπίτι. 

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2025

Ανταπόδοση

Ο αδερφός ήταν ευθυτενής και όμορφος.
Είχε παράστημα καθώς λένε και
κάλλιστα θα μπορούσε να ήταν παραστάτης, 
σημαιοφόρος κι ακόμα ακόμα φρουρός 
στον άγνωστο στρατιώτη αν είχε μάθει να
διαβάζει το αναγνωστικό του κάτω από την
λυχνία του φεγγαριού και να ψηλαφίζει με τα
μήλα των δακτύλων τους αριθμούς και τους
τονισμούς των λέξεων. 

Σκονισμένα τα βιβλία του στη σάκα
από τις τρίπλες με τη μπάλα στο γήπεδο
λίγο πριν χτυπήσει το κουδούνι. 
Ο αδερφός αγαπούσε τη δράση, το τραγούδι 
το ποδόσφαιρο και το κλάξον του ποδηλάτου. 
Τον έβρισκε το βράδυ στο δασάκι μαζί 
με τους φίλους να καπνίζουν τα αποτσίγαρα 
των τσοπάνων και να σκαρώνουν 
στίχους για τις ομορφονιές του χωριού. 

Ο αδερφός ήταν ευθυτενής και όμορφος. 
Είχε δυο πράσινα ωραία μάτια που έλαμπαν 
σαν τη χλόη υπό την σκέπη των πρωινών
δροσοσταλίδων.
Έβλεπε μακριά ο αδερφός:
Το αδέρφι του τον Ταΰγετο.
Τον παραπονεμένο Ευρώτα.
Την ιστορική πολιτεία και τη θαλερή κοιλάδα. 
Είχε πάθος για τη ζωή κι αν λίγη του
χαρίστηκε να έχει, ξέρω καλά πως εκεί 
ψηλά που ζει ακόμα μεθάει με τα τραγούδια,
παίζει τρίπλες με το μαΐστρο, που
και που μασάει ένα κλωναράκι βασιλικό 
και ξελογιάζεται με τη φωνή της μάνας του
όταν σφιχτά τον παίρνει αγκαλιά. 

Τρίτη 24 Ιουνίου 2025

Παινέματα

Αγριοφράουλες τα χείλη σου
μικρές συνεσταλμένες που 
φύονται στο καστανόχωμα,
σε έναν τόπο με ψηλό 
υψόμετρο και βαρύ παρελθόν. 

*
Κουπιά τα χέρια σου από μια 
αρμάδα πλοίων που έρχεται από 
εκστρατεία έχοντας βάψει 
μαύρα τα πανιά σαν την ελιά 
που στολίζει το μπράτσο σου.

*
Δάσος το στήθος σου ανεξερεύνητο.
Εδώ κανείς δεν φτάνει μόνο ο άνεμος 
εισχωρεί και με τραγουδίσματα πολλά 
μαέστρος γίνεται των κοτσυφιών.

*
Πλατεία η κοιλιά σου ενός ορεινού 
χωριού όπου τα κορίτσια και τα αγόρια 
χορεύουν καγκελάρι γύρω από τον
πλάτανο ανήμερα της Παναγίας 
και περιπαθή αλλάζουν βλέμματα. 

*
Κισσός τα μαλλιά σου που ανεβαίνει 
τον κορμό του έλατου και χυμούς, 
ρετσίνι και λεβεντιά απορροφά σταλιά 
σταλιά ξέροντας καλά πως με τα χρόνια 
θα το πνίξει κι απλώς τώρα
προσωρινή του δίνει χάρη. 

*
Κίονες τα πόδια σου ενός κατεστραμμένου
ναού που τα αναθήματα του τα σύλλησαν 
πειρατές και πρωτοκαπαιτανέοι
τα χρόνια εκείνα που η σκαπάνη 
έβγαζε στο φως πλήθος αγάλματα. 

*
Πέρλες τα νύχια σου που τα κοχύλια 
σφιχτά στη σάρκα τους κρατούν
κι οι αλιείς τα σέβονται και δεν 
τα ανοίγουν μιας και οι αρραβωνιάρες 
τους άβγαλτες είναι και δέν ξέρουν 
στο λεπίδι των κύματων να χορεύουν. 

*
Γεφύρι πέτρινο η μέση σου 
με πέντε τόξα, γυναίκες 
το διαβαίνουν με μαύρα τσεμπέρια 
και χρυσά δακτυλίδια κι η πιο
μικρή από αυτές κάποτε 
είχε χτιστεί στα θεμέλια του.