Απόψε η καρδιά αποσπάστηκε από το σώμα
και σταθερά βάδιζε πάνω στα ακροδάχτυλα
μιας πολιτείας που ξάγρυπνη ζούσε εκεί έξω
για πολύ καιρό.
Παραμονές γιορτής κι όλα γύρω ευτυχούσαν.
Χρωματιστά λαμπιόνια αναβόσβηναν
τυλιγμένα από μια υπόνοια μουσικής.
Μυρωδιές από σπιτικές πίτες κατέκλυζαν
τους δρόμους, πεινούσαν τα αγάλματα
κι άρπαζαν το γωνιακό κομμάτι.
Παιδιά έτρεχαν στα στενά με χαρούμενα
πρόσωπα και πόδια ξυλιασμένα από το κρύο.
Δεν πτοούνταν καθόλου κάποια μάλιστα
με τρομπέτες στα χέρια άναβαν τους χορούς.
Βαρύθυμη η καρδιά βάδιζε στην αρχή
περιχαρακωμένη από τα πάθη της.
Ζώντας όμως μέσα σε αυτή την παραζάλη
και τη μαγεία αλάφρωσε το βάδισμα της.
Ανέμελη έσμιξε με τα χρωματιστά λαμπιόνια,
τις πλάνες μυρωδιές και κυρίως με τα παιδιά
που αν και νύχτα βαθιά ξαμολιόνταν
στους δρόμους στήνοντας χορούς κυκλωτικούς.
Άνοιξε έτσι διάπλατα τα μάτια της η καρδιά
για να ζήσει δυνατά τη μέθεξη της γιορτής.
Πέταξε μακριά το παρελθόν της, πήρε
τα μεράκια της και τα έκανε χαρές.
Για μια νύχτα μόνο θα διαρκούσε αυτό της
το ταξίδι κι έπρεπε να τολμήσει.
Το πρωί προτού καλά χαράξει θα επέστρεφε
στο φυλάκιο της, στα απαλά στήθη που την λαχταρούσαν για να τους αποδώσει μερίδιο
από τη χαρά που είχε συναντήσει.
Γιατί οι καρδιές είναι οι μόνες που κρατούν
κλειδιά που βγάζουν στην έπαυλη των ονείρων.
Είναι αυτές που ξέρουν πως να διαχειρίζονται
τα σκοτάδια κι από απειλητικά να τα μεταμορφώνουν σε στιγμές ξαναμμένες
και παραδομένες στα πυροτεχνήματα της γιορτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου