Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2025

Η πέτρα της αθανασίας

Πήραμε τα αντίσκηνα στους ώμους μας
και φύγαμε. 
Καμμένη γη αφήσαμε πίσω μας.
Έπρεπε να βιαστούμε, οι σπίθες 
μας ακολουθούσαν μαζί με το βουητό 
της φωτιάς που σαν σκηνή της κόλασης 
έμοιαζε. 
Παρηγορούσαμε τους γέροντες με ιάσιμα 
λόγια κι αυτοί σιγομουρμούριζαν προσευχές. 
Τα παιδιά μας κλαίγανε, τα κρατούσαμε 
από το χέρι σφιχτά. 
Ένα από αυτά κούτσαινε, το πήραμε 
αγκαλιά. 
Ένα άλλο πάλι ζητούσε επίμονα να θηλάσει, έκλαιγε, το γάλα όμως είχε κοπεί μπροστά 
στον πύρινο που είχαμε αντικρίσει όλεθρο.
Προχωρούσαμε χωρίς να σταματάμε.
Διψάσαμε, δεν είχαμε σταλιά νερό. 
Πεινάσαμε, το ζεμπίλι όμως είχε μείνει 
στο αμπέλι που τώρα το είχε κορφολογήσει
η φωτιά.
Το κορμί μας πόθησε τον έρωτα αλλά που
καιρός και στρώμα να αφεθούμε. 
Μόνο τα απαραίτητα πήραμε μαζί μας.
Τις εικόνες, τη στεφανοθήκη, το σάισμα
της γιαγιάς και κάτι λεφτουδάκια ξεχασμένα.
Δεν προλάβαμε να πάρουμε τα βαφτιστικά 
σκουφάκια των παιδιών μας ούτε τις κάπες 
των παππούδων μας. 
Φτάσαμε δίπλα στη θάλασσα. 
Εκεί θα κατασκηνώναμε, μακριά από την οργή 
της πυρκαγιάς. 
Εκεί θα στήναμε τα χωριά μας, τα σπίτια μας
και τα μποστάνια μας. 
Η θάλασσα άλλωστε ξέρει να συγχωρεί κι εμείς 
με τις πολλές αμαρτίες στη ψυχή την είχαμε ανάγκη μεγάλη. 

Μας χώρεσε όλους η πλατιά αγκάλη της,
με τα χρόνια θα μας χάριζε και την πέτρα 
της αθανασίας που αυτή μόνο ξέρει να κρατάει 
στον αρμυρισμένο της κόρφο. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου