Απόψε θα φορέσω τα καινούργια τα σανδάλια
και θα βγω στην πολιτεία.
Τα σανδάλια που αγόρασα στη λαϊκή πανήγυρι
του Αγίου Αντρέα ένα απόγευμα που έβρεχε
διαρκώς κι οι πανηγυριώτες έβριζαν την τύχη
τους και τον Θεό (κυρίως τον Θεό.)
Τα σανδάλια της βροχής λοιπόν θα βάλω
έτσι που μεγάλα να γίνονται τα βήματα
και μικρές να γίνονται οι αποστάσεις.
Να θησαυρίζει ο νους εικόνες κι αθέατες
σκέψεις κι οι φλέβες να στασιάζουν οργή
και θυμό.
Κι αν είναι χειμώνας κι αν ο κόσμος
με κοιτάζει περίεργα εγώ θα περπατάω
κορδωτά σαν να έμεινα η τελευταία πάνω
στον κόσμο ύπαρξη.
Θα χωθώ σε ένα μαγαζί του κέντρου, σε ένα
ξενυχτάδικο να πιω τζιν δυνατό ανόθευτο.
Θα έχει ακόμα τέσσερις πελάτες στα σκαμπό.
Ένα φλύαρο ζευγάρι, έναν μοναχικό άντρα με
χάρτες στα χέρια και μια φοιτήτρια από μια
μακρινή επαρχία.
( μάρτυρας της καταγωγής της το κόκκινο
της μάγουλο)
Κι όταν μεθύσω, μετά το πέμπτο ποτό, θα τους
κεράσω όλους μια γυροβολιά.
Θα ζητήσω από τον μπάρμαν να βάλει δυνατά
τη μουσική για να κινηθώ στους ρυθμούς
ενός εξοντωτικού ροκ.
Θα ιδρώσω μα θα μ' αρέσει.
Θα ξελυθούν τα σανδάλια μου κι εγώ με μια
κίνηση ελευθερίας θα τα πετάξω μακριά
από την πίστα.
Ίσως τα μαζέψει η φοιτήτρια με τα κόκκινα
μάγουλα, σίγουρα θα της πηγαίνουν.
Ίσως πάλι τα βρει ο μπάρμαν και τα πετάξει
στα σκουπίδια.
Είναι η ώρα που περνάει το πρώτο πρωινό
αποριμματοφόρο κι εκεί μπορεί να καταλήξουν.
Απογειωμένη από τον χορό και χωρίς περιττά
στολίδια, ξυπόλυτη θα χαθώ ύστερα στα
στενάκια της βρώμικης πολιτείας.
Κάποιον, δεν μπορεί, θα συναντήσω άνδρα
με το ίδιο νούμερο με εμένα που θα φιλοτιμηθεί
να μου δώσει τα σκισμένα του παπούτσια.
Πάγωσαν τα πόδια μου κι η καρδιά λαχτάρησε
μια ανάσα που θα μυρίζει παρουσία και βαρύ
χαρμάνι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου