Το πικρογέλιο σου με αναστατώνει
με κάνει να θέλω να σπάσω
τα κάγκελα και τις σιδεριές
που μας χωρίζουν.
Πουθενά δεν είδα αλλού ένα τέτοιο
γέλιο, ένα τέτοιο θλιμμένο πρόσωπο
που θέλει τόσο να αποδράσει από το
ακατόρθωτο, το άβολο μη.
Να αρπάξω το χέρι σου
και να χαθούμε.
Γι' αυτό σε θέλω.
Γιατί πέρασα από όλα τα μουσεία
της γης, από όλες τις εκθέσεις
και αντίγραφο σου δεν βρήκα.
Μοναδικός και μόνος σαν πληγωμένο
από τη θαλασσοταραχή πλοιάριο
που δοκιμάζει να βγει στη στεριά
χωρίς τιμόνι και καπετάνιο.
Κι όμως επιμένει.
Να αρπάξω μια σου λέξη
και να λυτρωθώ.
Χρόνια σε σκοτώνω.
Χρόνια καθορίζω τι θα πεις, αν θα ανασάνεις
αν θα πετάξεις μακριά, αν θα χαθείς.
Ίσως κι από εκεί κι η θλίψη σου.
Αχ! Πως σου πάει όμως.
Κι εγώ που για χρόνια ολόκληρα
έζησα μέσα στα παραμύθια πώς
την θλίψη σου να γιατρέψω;
Να αρπάξω ένα σου βλέμμα
κι ας μην υπάρξω.
Ένα σου βλέμμα σου μόνο να έχω,
από το χέρι να σε βαστώ
κι απ' τα λόγια σου να κρατιέμαι.
Κι αυτό μου φτάνει.
Τίποτα άλλο.
Τότε θα είμαι ευτυχής.
Αχ! Πόσο απέλπιδα σε κυνηγώ.
Πόσο λαχταρώ μέσα στο υπερβατό
των ονείρων σου να μπω και
κατάσαρκα να τα φορώ και
σαν οξυγόνο να τα χρειάζομαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου