Έβαλε άρωμα πίσω από τα αυτιά της.
Έτσι για να αλλάξει λίγο διάθεση, έτσι
για να εισέλθει σε ένα όνειρο σχεδόν
άπιαστο.
Πόσο το επιζητούσε.
Φόρεσε και τα ξύλινα σανδάλια της
δεν την ενδιέφερε αν έκαναν θόρυβο.
Στο σπίτι έλειπαν όλοι.
Ένα σαμιαμίδι μόνο κυκλοφορούσε
που τώρα πήγε και κρύφτηκε πίσω
από τα εικονίσματα.
[Είναι ιερό έλεγε η μαμά της.
Δεν το πειράζουμε.
Ποτέ δεν έμαθε γιατί το έλεγε.
Ήταν νόμος ο λόγος της, την πίστευαν.]
Έξω είχε μαυρίσει ο ουρανός
μπουμπούνιζε και ψιλόβρεχε.
Φυσούσε ένας δυνατός αέρας βοριάς.
Ίσως και να έπαιρνε τη βροχή μακριά.
Ποιος ξέρει.
Φυσούσε κι ένας άλλος αέρας αυτός της
καρδιάς πιο δυνατός κι από τον βοριά.
Ίσως να έπαιρνε την θλίψη της μακριά
και να την ακουμπούσε στις ομπρέλες
των διαβατών ή στα κίτρινα αδιάβροχα
των μηχανοδηγών.
Βροχή και θλίψη
κι ο αέρας της καρδιάς πιο επικίνδυνος
απ' τον βοριά.
Κάποια στιγμή έξω έπαψε να φυσά
κι η βροχή δυνάμωσε.
Ο δικός της αέρας ασταμάτητος.
Δεν έπεσε αντίθετα μάλιστα
συνέχισε να βάλλει το σώμα της,
να ταλαιπωρεί τις αρτηρίες,
να φουσκώνει το αίμα και να
κινητοποιεί τη σκέψη.
Το άρμα της θλίψης με τις λασκαρισμένες
του ρόδες κατάφερνε να κανοναρχεί την
ύπαρξη της.
Βγήκε στη βροχή.
Έβρεχε κάμποσο.
Βράχηκε πολύ βάρυναν τα ρούχα της,
τα μαλλιά της, η επιδερμίδα της.
Δεν νοιάστηκε.
Έμεινε εκεί ως το βράδυ.
Χωρίς σώμα, όνειρο, αυταπάτη.
Μόνο με τις αναπνοές της, τη θλίψη της
κι εκείνο το αυτοκρατορικό λουλούδι
που έπεσε από το καλάθι της ποδηλάτισσας
και που κανένας δεν καταδέχτηκε
να πάρει να το γλυτώσει από τη συντριβή
παρά μόνο αυτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου