*
Ιππεύεις τα κύματα και δεν γνοιάζεσαι
μην έρθει κάποιο δελφίνι να αναμετρηθεί
με την ομορφιά σου....
(κανείς ως τα σήμερα βέβαια δέν σε έχει
παραβγάλει.)
*
Ξημερώματα την ώρα που περνούν
τα σκουπιδιάρικα κι ενώ εσύ κοιμάσαι
σε κατοπτεύω με ένα μεγάλο μάτι
στο μέτωπο σαν του Κύκλωπα.
*
Άρχισες ένα σπαραξικάρδιο κλάμα
σαν εκείνου του παιδιού στο τσίρκο
όταν ένα πιθηκάκι ζαβολιάρικο του
άρπαξε το γλυφιτζούρι από το στόμα.
*
Ξαφνικά η βάρκα έμπασε πολλά νερά
και τα ψάρια που μόλις είχες ψαρέψει
ξαναπήραν μια τελευταία ανάσα
και μια τόσο δα μικρή παράταση ζωής.
*
Φορούσες κοντή φούστα κι άσπριζες
το πεζούλι όταν ξάφνου φύσηξε δυνατός
άνεμος κι ανέβασε τη φούστα και
φάνηκε η ελιά σου καφετιά σαν κάστανο.
*
Φορούσες κοντό φόρεμα κι άσπριζες
τη μάντρα όταν ξάφνου φύσηξε δυνατός
άνεμος κι ανέβασε το φόρεμα και
φάνηκαν οι γλουτοί σου πιο λευκοί κι
απ' το χορίδι της Λαμπρής.
*
Εσύ που τόσο αγαπούσες τα ζώα
κράταγες το λουρί του σκύλου σου
μονο με το αριστερό χέρι, είναι το χέρι
της καρδιάς αποφαίνονταν η μάνα
σου μ' αυτό να χαιρετάς κι όχι με
το επιδέξιο δεξί.
*
Με χείλη ωχρά φίλησε την εικόνα
της Παναγίας εκεί που η νονά της
είχε αφιερώσει ένα χρυσό ρολόι και
μια καδένα θυμήθηκε το παράπονο
της μάνας της, ποτέ η νονά της δεν
της πήρε ένα βαφτιστικό σταυρό,
πόσο φειδωλή ήταν απέναντι της
σκέφτηκε αποχωρώντας.
*
Ο ήλιος πριν ξεκινήσει το ταξίδι του
στον κόσμο φορά για λιγο τη βαριά
πορφύρα και βάφει κατακόκκινα
τα βουνά σαν τα νύχια της νεκρής
που ξέχασαν να τα ξεβάψουν και λες
κι αναδύουν ακόμα κάποια ψήγματα
ζωής.
*
Το τρένο ήταν ακινητοποιημένο στο
σταθμό χρόνια τώρα. Μια μέρα αποφάσισε
να μπει στο εσωτερικό του. Ξέφτια και
εγκατάλειψη παντού από την πολυκαιρία. Καθώς το ερευνούσε βρήκε μια εφημερίδα.
Είχε την ακριβή ημερομηνία γέννησης της.
Ω! Τι σύμπτωση. Αναστατώθηκε και κάτι
μέσα της σκίρτησε κι έκλαψε βουβά.
Το παράλογο σμίγει με το λογικό και η ποίηση ζωγραφίζει τις εικόνες της. Ένα ακόμα όμορφο έργο σου, Ελένη μου. Καλησπέρα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ από καρδιάς
ΑπάντησηΔιαγραφή