Κάθε βράδυ κούρδιζε το ρολόι του
στις έντεκα η ώρα ακριβώς ούτε
λεπτό διαφορά.
Μια φορά ξέχασε να το κουρδίσει
Το πρωί οταν το αναζήτησε για να
το φορέσει στο χέρι ανέλπιστα
διαπίστωσε πως δεν είχε σταματήσει.
Περίμενε φαίνεται κι αυτό την ώρα του
θανάτου του να τον συντροφέψει στο
ταξιδι να μην μείνει μόνος του στα
ασφοδίλια χωρίς ίχνος ήχου που να τον
παρηγορεί.
*
Απαρηγόρητος την έκλαψε.
Του είπαν πως έφυγε πάνω στην
άνθιση της κι αυτός συμπλήρωσε
πως έφυγε ακριβώς την ίδια μέρα
που στον κήπο τους έσκασε μπουμπούκι
η αγαπημένη της εκατόφυλλη
τριανταφυλλιά από όπου μάζευε
τα πέταλα για να φτιάξει το γλυκό
του κουταλιού.
*
Το σπίτι ήταν σκαρφαλωμένο πάνω
σε έναν λόφο.
Λίγο παραπάνω ξεκινούσε ένα πυκνό
πευκοδάσος ως εδώ ερχόταν η ανάσα του.
Εκεί στο πευκοδάσος εδώ και χρόνια
είχαν στήσει τη φωλιά τους ένα ζευγάρι γερακιών.
Κατέβαιναν χαμηλά σχεδόν κάθε μέρα
για να αναζητήσουν τροφή.
Τα έβλεπε να ζυγιάζονται στον αέρα και
να κόβουν βόλτες πάντα μαζί.
Πόσο τα ζήλευε η άδεια της αγκαλιά!
Πέρασε μια δεκαετία χωρίς τον ίσκιο του
κι όμως η πληγή νωπή εξακολουθούσε
να είναι σαν το αίμα του ενός από τα
γεράκια που βρήκε μια μέρα στην πόρτα
της μπροστά σκοτωμένο.
Λυπήθηκε το ταίρι του πιότερο.
Πικρό, μελαγχολικό, γλυκό και όπως πάντα λυρικό, Ελένη μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό Σαββατοκύριακο, καλή μου φίλη.
Σε ευχαριστώ θερμά
Διαγραφή