(οι ξυραφιές της ιστορίας πονούν)
Ήρθε η ώρα να πας πίσω στο σπιτικό σου,
να βρεθείς ξανά στην κάμαρα σου
με το σιδερένιο διπλό κρεβάτι που πάνω
του χαρίστηκες στον πρώτο σου έρωτα.
Να βρεις εκείνες τις παλιές νυφικές
φωτογραφίες των γονιών σου κρεμασμένες πάνω στο λαδί τοίχο να σου χαμογελούν όλο νόημα.
Κι ακόμα να ξαναβρείς το λαβομάνο με το σαπούνι της ελιάς και το κανάτι με το νερό
που έπλενες τα πρωινά το ωραίο πρόσωπο σου.
Πλησίασε η ώρα να βρεθείς ξανά στο σαλόνι σου να ανοίξεις το τάβλι ή το σκάκι για μια παρτίδα με τα παιδιά σου λίγο πριν κοιμηθούν αποκαμωμένα.
Να ανάψεις το τζάκι για να ζεσταθείς να φύγουν τα κρυοπαγήματα που έβγαλες έναν
άδικο χειμώνα πάνω στα οροπέδια.
Έπειτα να καθίσεις στην αναπαυτική πολυθρόνα
της γιαγιάς μήπως και ξεμπερδέψεις κάποτε το δυσκολο νήμα της ζωής.
Έφτασες μετά από πολύμηνη απουσία στη δράκα της γης που αγάπησες όσο οτιδήποτε άλλο.
Να σταθείς στην κουζίνα να ψήσεις καφέ και ζεματιστό γάλα να φτιάξεις για το πονόλαιμο.
Να βγάλεις από τη συρταριέρα το πορσελάνινο της μάνας σου σερβίτσιο που είχε μόνο για τους μουσαφιραίους.
Κατόπιν να μπεις μπροστά στη μασίνα
να ετοιμάσεις το γιορτινό τραπέζι, χορταστικό πιλάφι με κρέας κι ύστερα εκείνο το γλυκό το σιροπιαστό που πάντα πετύχαινες.
Αποκαρδιώθηκες.
Δεν βρήκες τίποτα ούτε κάμαρα, ούτε σαλόνι,
ούτε κουζίνα, ούτε καν οικογένεια είχες.
Κουβέντα για το καναρίνι σου καμιά.
Παντού ερείπια, χαλάσματα και θάνατος.
Ένα κατάμαυρο σκοτάδι απλωμένο γύρω
με την πλάνη του να απειλεί την νεότητα σου
και εκείνο το χαμόγελο που κατέβαζε τις μαντήλες των κοριτσιών χαμηλά αποκαλύπτοντας τα εβένινα μαλλιά τους
με τη χωρίστρα στη μέση ή στ' αριστερά.
Υπέροχο, τραγικό και συνάμα άγρια αληθινό, Ελένη μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια την έγνοια σου να γράψεις για τη μαρτυρική Γάζα, δεν είχα τη παραμικρή αμφιβολία.
Είμαι περήφανος για την ευαισθησία σου.
Ότι μπορούμε κι όπως μπορούμε
Διαγραφή