Ήρθε επιτέλους η ώρα της επιστροφής να πας
στο σπιτικό σου για να βρεθείς ξανά στην
κάμαρα σου με το σιδερένιο διπλό κρεβάτι που
πάνω του χαρίστηκες στον πρώτο έρωτα
πολύ νεαρός ακόμα.
Να βρεις εκείνες τις παλιές νυφικές
φωτογραφίες των γονιών σου κρεμασμένες
πάνω στο λαδί τοίχο να σου χαμογελούν όλο
νόημα.
Κι ακόμα να ξαναβρείς το λαβομάνο με το
σαπούνι της ελιάς και το κανάτι με το νερό
που έπλενες τα πρωινά το ωραίο πρόσωπο
σου.
Πλησίασε η ώρα της άφιξης σου να βρεθείς
ξανά στο σαλόνι σου να ανοίξεις το τάβλι ή το
σκάκι για μια παρτίδα με τα παιδιά σου λίγο
πριν κοιμηθούν αποκαμωμένα.
Να ανάψεις το τζάκι για να ζεσταθούν και να
φύγουν τα κρυοπαγήματα που έβγαλες έναν
άδικο χειμώνα πάνω στα οροπέδια.
Έπειτα να καθίσεις στην αναπαυτική πολυθρόνα
της γιαγιάς απέναντι από τη φωτιά μήπως και
ξεμπερδέψεις κάποτε το δυσκολο νήμα της
ζωής.
Έφτασες μετά από πολύμηνη απουσία στη
δράκα της γης που αγάπησες όσο οτιδήποτε
άλλο.
Να σταθείς στην κουζίνα να ψήσεις καφέ και
ζεματιστό γάλα να φτιάξεις για το πονόλαιμο.
Να βγάλεις από τη συρταριέρα το πορσελάνινο
της μάνας σου σερβίτσιο που είχε μόνο για τους
μουσαφιραίους.
Κατόπιν να μπεις μπροστά στη μασίνα
να ετοιμάσεις το γιορτινό τραπέζι, χορταστικό
πιλάφι με κρέας κι ύστερα εκείνο το γλυκό το
σιροπιαστό που πάντα πετύχαινες.
Αποκαρδιώθηκες.
Δεν βρήκες τίποτα ούτε κάμαρα, ούτε σαλόνι,
ούτε κουζίνα, ούτε καν οικογένεια.
Κουβέντα για το καναρίνι σου.
Παντού ερείπια, χαλάσματα και θάνατος.
Ένα κατάμαυρο σκοτάδι απλωμένο παντού
με την πλάνη του να απειλεί το μυαλό σου,
την καρδιά σου, την νεότητα σου και εκείνο
το χαμόγελο που κατέβαζε τις μαντήλες των
κοριτσιών χαμηλά αποκαλύπτοντας τα εβένινα
μαλλιά τους με τη χωρίστρα στη μέση
ή στ' αριστερά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου