Στην αποβάθρα παρότι
καλοκαίρι ακόμα οι στρατιώτες
φορούσαν μακριές, χοντρές
χλαίνες.
Ο κόσμος γύρω αδιαφορούσε μόνο
εγώ ήμουν σκεφτική.
Τους πλησίασα και τους ρώτησα
το γιατί.
Πάμε στο μέτωπο μου είπαν κι εκεί
τα βόλια δεν σηκώνουν αστεία.
Βαριά είναι και διαπερνούν
τις ελαφριές στολές.
Εμείς που αγαπάμε τη ζωή και
γυρίζουμε τον τροχό της για
να επιβιώσουμε πρέπει να φοράμε
χοντρά, μακριά ρούχα που απωθούν
εν μέρει τις ριπές.
Τους αποχαιρέτησα βάζοντας στο
πέτο τους ένα κλαράκι γιασεμί που
προορίζονταν γι αλλού.
Σίγουρα αυτοί είχαν τώρα
προτεραιότητα..
Όταν κατέφθασε το τρένο χαμογελούσαν
κι ήταν σαν να πήγαιναν καμαρωτοί σε
αρραβώνα στολισμένοι με τα άνθη μου.
*
Σου μίλησα για τις μέρες μου.
Σου εμπιστεύτηκα τα μυστικά μου.
Ένιωσα σαν μικρό παιδί που
καταφεύγει στον δάσκαλο του
για να του πει το παράπονο του.
Με κοιτούσες αφηρημένα κι εγώ
συνέχισα να σου παραθέτω
ό,τι έως τώρα ξαφνιαζε τη ζωή μου.
Το κραγιόν είχε φύγει από τα χείλη
μου μετά από τα τόσα που ειχα
ξεστομίσει λόγια.
Έβαλα καινούργιο.
Κοίταξα το καθρεφτάκι και τότε
συνειδητοποίησα πως οι κόγχες
των ματιών μου βάθυναν τόσο πολύ
που σχεδόν με εμπόδιζαν να βλέπω.
Έβγαλα το κραγιόν ταραγμένη
και σταμάτησα να σου μιλάω.
Είχες φύγει.
*
Το σκυλί έθαψε το κόκκαλο του
κάτω από την καρυδιά.
Ακριβως εκεί που πριν μια διετία
είχα θάψει την μάνα του.
Όταν γύρισε στο σπίτι μου φάνηκε
πως διέκρινα ένα δάκρυ στο αριστερό
του μάτι.
Συγκινήθηκα και σκουπίστηκα
προσεκτικά για να μη με δει.
Εκείνη τη μέρα δεν έφαγε ούτε
ξεδίψασε.
Ήταν πολύ νευρικό.
Τη νύχτα άκουσα θόρυβο, το σκυλί
στην αυλή γάβγιζε το σκιάχτρο
στο ύψος της καρυδιάς.
Το πρωί δεν φάνηκε πουθενά.
Όταν πήγα κάτω από την καρυδιά
διαπίστωσα πως έλειπε το κόκκαλο.
Έκανε δέκα μέρες να ρθει και
όταν του ξαναέδωσα κόκκαλο
το αρνήθηκε κι άρχισε να αλυχτάει
και να κλαίει σπαρακτικά.
Το συμπόνεσα.
Είχε καταλάβει τα πάντα.
*
Τρύγισα τα χείλη σου κι από
τους χυμούς τους έφτιαξα
ό,τι πιο ακριβό μπόρεσα.
Πολλά βάζα με μέλι ευωδιαστό
και εύγευστο.
Όταν μου ζήτησαν να το αγοράσουν
αρνήθηκα κι ας έδιναν πολλά.
Το έβαλα στις προθήκες της καρδιάς
μου σαν μουσειακό είδος να περνούν
τα παιδιά και να αναψοκοκκινίζουν
από χαρά και σύγκορμα να τρέμουν
από την τόση ομορφιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου