Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024

Τελεσίδικες μάχες

Δώσε μου το χέρι σου. 
Είναι Σεπτέμβρης και
το καλοκαίρι με αραιή
τη λευκή γενειάδα του 
απομακρύνεται. 
Μην αρνηθείς να βαδίσουμε
μαζί στα σκαλοπάτια
του φθινοπώρου. 
Κοίταξε τα φύλλα πως τρέμουν. 
Δες τα πουλιά πως συνάζονται
στα σύρματα σαν καλόγεροι
δίπλα στο αναλόγιο για την
πρωινή προσευχή. 
Ρίξε μια ματιά στα σύννεφα
πως πήραν να φορούν τη
βαριά πανοπλία και 
ετοιμάζονται να ξεκινήσουν
την αέναη μάχη τους με τον
ήλιο. 

Απόψε που είσαι γεμάτος
με τις μυρωδιές του μούστου
έλα εδώ να μεθύσουμε. 
Μην ξεσυνερίζεσαι το 
κακιωμένο καλοκαίρι που
τριγυρνά ξυπόλητο στις
παραλίες με τις σπασμένες
ομπρέλες και τα σεβάσμια
αρμυρίκια. 
Φεύγει ο καιρός. 
Πετάει μακριά ένα ψάθινο
καπέλο αδειανό από υποσχέσεις. 
Οι πελαργοί εξετάζουν
δίβουλοι τις φωλιές τους
κι απλώνουν νύχι για να
κρατηθούν από τη σκεπή
του ουρανού. 

Σε καρτερώ κι άνοιξα
μεσίστια μια σημαία για 
να με δεις. 
Έχει τα χρώματα της ώχρας
και σχεδιασμένο πάνω της
ένα αιμοδιψές κοράκι που
μέχρι πριν λίγο κατασπάραξε
έναν ανίδεο γλάρο. 
Δεν μπορεί παρά να με 
προσέξεις. 
Ένα τραγούδι συνέθεσα
για εμάς και το τοποθέτησα
δίπλα στην παρτιτούρα που
αγαπούσες. 

Μόνη δεν μπορώ άλλο
να τραγουδώ έλα να πιάσεις 
τουλάχιστον το σιγόντο. 
Χαλάλισα τις χορδές μου 
να μιλάω για τα πάθια του
έρωτα. 
Στην κρήνη μου θα βρεις
νερό για να πλυθείς και να
λουστείς. 
Αχ τι όμορφος θα δείχνεις! 
Σαν τον κούρο θα είσαι που
τον σμίλευσαν έμπειρα χέρια. 
Δες με πως χαράσσω πάνω
του το ακριβό σου όνομα. 
Αιώνιος να προπορεύεσαι... 
Στο βιβλίο των μεγάλων
ερώτων σε περίοπτη θέση
να κατοικείς. 
Κι εγώ θα σταθώ δίπλα σου
να καταμετρώ σιωπηλά τις
μεγάλες μάχες που κέρδισες
κόντρα στη φθορά. 

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2024

Μαγγανεία

Εμείς πριν ακόμα 
μιλήσουμε μάθαμε
να τραγουδάμε. 
Πρώτο τραγούδι
το νανούρισμα της μάνας
πάνω από τα δαντελένια
κλινοσκεπάσματα. 
Τινάζαμε τις γροθιές μας, 
τη συνοδεύαμε. 
Καθησυχαστικές οι νότες
στα μέτρα μας οι στίχοι. 
Μιλούσαν για τον γενναίο
καβαλάρη που αψηφά
τους δράκους κι ελευθερώνει
την ναρκωμένη πεντάμορφη. 

Γελούσε η μάνα, χαίρονταν 
η καρδιά μας κι από 
αγάπη μούδιαζαν τα μέλη μας. 
Όταν αυτή, ξημέρωμα πια, 
αποκοιμιώνταν ήρεμη
σαν νερό που στέκει 
αμίλητο στο ποτήρι
εμείς συνεχίζαμε το τραγούδι. 
Ο καβαλάρης έφευγε
αγκαλιά με την αγαπημένη του. 
Ο πρωτομάστορας κόμιζε
στην καρδιά του τα τελευταία
λόγια της γυναικός του. 
Τα πουλιά μιλούσαν
για τη χαμένη ομορφιά
της αδερφής. 

Ξυπνούσε η μάνα από 
τις φωνούλες μας, έτριβε
τα μάτια, ξεσκέπαζε το
καναρίνι κι έπιανε το τραγούδι. 
Τότε μόνο εμείς κλείναμε
τα βαριά μας βλέφαρα
και κοιμόμασταν περιχαρείς. 
Η μάνα συνέχιζε να τραγουδάει. 

Σε όλες τις δουλειές η μάνα
τραγουδούσε:
Στην ελιά, στον τρύγο, στο
ξεβοτάνισμα, στο αλώνι. 
Αργήσαμε να μιλήσουμε
μας είχε βλέπεις απορροφήσει
οι μελωδίες. 

Στο σχολείο τραγουδιστά
μάθαμε την αλφάβητα. 
Αδαείς οι δάσκαλοι φώναζαν,
εκλιπαρούσαν για λίγη ησυχία. 
Εμείς απτόητοι συνεχίζαμε... 
Μέχρι και σήμερα βλέπουμε
στον ύπνο μας πως τραγουδάμε
μπροστά από ένα αγριεμένο
πέλαγο και με τη μαγγανεία  
των στίχων μας σώζουμε
τα παροπλισμένα καράβια
από βέβαιο πνιγμό. 

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024

Η πολιορκία

Που είσαι εσύ που με
προμήθευες μ' άστρα. 
Που είσαι εσύ τώρα;
Έπεσε σκοτάδι και δεν
βλέπουν τα όνειρα μου
τη στράτα παραπέρα. 
Σκοτεινά τ' όνειρα μου, 
κοίτα, εφιάλτες γίνονται
και με φοβίζουν. 
Δεν βρίσκω φως για να
τους φέξω και σκοντάφτουν. 

Όλες οι πηγές μου 
χαλασμένες κι ανενεργές.
Κάηκαν οι λύχνοι, έλιωσαν
τα κεριά κι εκείνο το
τσακμάκι του παππού
δεν ανάβει. 
Φταίει που δεν τα πρόσεξα, 
φταίει που δεν τα συντήρησα, 
μα πάνω από όλα φταίει
η αυτάρκεια των προηγούμενων
ημερών. 

Γιατί όπως και να το πεις
πάντα το μείζον κυνηγούσα
πάντα το υπερβατικό 
με καθόριζε. 
Όλα δυνατά κι όλα μεγάλα
σε μια ζήση υπερβάλλουσα.
Τώρα ηττημένη αποζητώ
λίγο να μου δοθεί φως. 
Μα εσύ αμίλητος μένεις 
μακριά μου κι αδιαφορείς. 

Μια ολοσκότεινη νύχτα
σε είδα να περνάς κάτω
από το παραθύρι μου 
και να σφυρίζεις. 
Βγήκα να σε ανταμώσω
μα εσύ έφυγες τρέχοντας. 
Ακατάδεκτος κοιτούσες
τ' αψήλου. 
Ένα παιχνίδι θαρρώ
πως μου έπαιζες ή μήπως
λαθεύω; 

Αν πρόσεξα καλά ένα
δισάκι φορούσες στον ώμο. 
Βαρύ θα ήταν γιατί σαν να
έγερνες απ' την αριστερή
σου πλευρά. 
Εκεί πιστεύω πως κρατάς
τον οπλισμό σου. 
Το δίκαννο και τ' αστέρια σου. 

Ολιγαρκής σε προσμένω
λίγα να μου μοιράσεις 
άστρα. 
Να πάψω να γυρίζω 
σαν χαμένη στα καλντερίμια. 
Να καθίσω στο παράθυρο
ξέγνοιαστη να σε θαρρώ
να έρχεσαι καμαρωτός 
σαν ιππότης εποχής, τα
καλούδια σου να μου δίνεις
απρόσκοπτα. 
Να σταματήσω πια 
να πολιορκώ ουρανούς
ματαιόδοξους κι εχθρικούς. 
Να ασφαλίσω τους μεντεσέδες
και με κοφτή την ανάσα
πλάι σου να υπάρξω. 

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2024

Η παρακμή μιας εποχής

Ήταν μετά από τη βροχή, 
έστεκε δίπλα σε ένα 
παγκάκι, ολομόναχος. 
Νέος ποιητής ανερχόμενος. 
Οι χούφτες του κλειστές. 
Τι να κρατούσε εκεί;
Μήπως σπόρους βασιλικού, 
άνθη καλεντούλας ή χωνάκια
γιασεμιού; 
Ποιος να ξέρει! 
Έστεκε εκεί κάτωχρος 
και βουβός. 

Πέρασε ξυστά ένας ποδηλάτης. 
Τον άγγιξε στον ώμο. 
Τραντάχτηκε, άνοιξαν
οι χούφτες του. 
Κάθε ένα του δάκτυλο αίφνης
μετουσιώθηκε σε κρίνο. 
Πήρε να γράψει ποίημα. 
Οι χούφτες τώρα ανοιχτές, 
δεν είχαν τίποτα όμως
να φανερώσουν.... 
Μόνο που λίγο πιο πέρα
ακούγονταν καθαρά μια
μελωδία αγαπημένη. 
Ο κόσμος παραμέριζε 
για να ακούσει. 
Αυτός έντυνε τη μελωδία
με στίχους. 
Κράτησε πολύ λίγο όμως
αυτή η μυσταγωγία. 

Όταν ξανάκλεισε τις χούφτες
οι πεζοί εξαφανίστηκαν, 
οι μελωδίες έπαψαν, 
τα ποιήματα παραπετάχτηκαν 
στους υπονόμους. 
Ο ποιητής αποχώρησε. 
Έμεινε μόνο στο παγκάκι
αζήτητη μια ανθοδέσμη
με ολόλευκα κρίνα. 
Ίσως αύριο κάποιος χαμάλης
την μαζέψει κι ένας καινούργιος
εμφανιστεί στίχος πέρα
από τον χρόνο και την παρακμή
του. 

(Τα ποιήματα που θα γραφτούν
από εδώ κι ως το εξής
θα μιλούν εξ ολοκλήρου
για τον ποδηλάτη που 
άργησε να 'ρθει 
να αναδιατάξει τις γραμμές 
του πενταγράμμου.
Οι μελωδίες να ξεχυθούν 
στους δρόμους κι ο κόσμος
να λικνιστεί ξανά στους 
ήχους τους, χωρίς 
να καρτεράει επίδοξους
ποιητές παρά μονάχα
αργασμένες παλάμες.) 

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2024

Ωδή σε έναν μέτριο ποιητή

Aλλοίμονον, είν’ υψηλή το
βλέπω, πολύ υψηλή της
Ποιήσεως η σκάλα"

Κ. Π. Καβάφης. 

Λέξεις και μελάνι πλέον 
δεν βρίσκω για να γράψω 
τα ποιήματα. 
Η χώρα της ποίησης που
για χρόνια πολλά μου δόθηκε 
μου ζητάει τώρα επιτακτικά
να την εγκαταλείψω. 
Βουβή βαδίζω κι ο αέρας
μου λιγοστεύει επικίνδυνα. 

Αποτάνθηκα στις αγορές
μελάνι για να βρω έστω
έναν μικρό στίχο για να γράψω. 
Με έδιωξαν κακήν κακώς
τη μετριότητα μου σαν είδαν. 
Απευθύνθηκα στη συνέχεια
στους φίλους μου μα αυτοί
ούτε καν μου έριξαν μια
ματιά. 
Απασχολημένοι ήταν με
τα τετριμμένα της ζωής
και με τις αγωνίες. 

Συντετριμμένη πήγα και
βρήκα τη μούσα μου για
να με βοηθήσει. 
Φτωχική αυτή μου έδωσε
μόνο τρεις λέξεις που στο
σάκο της είχαν περισσέψει
και μου ζήτησε τρεις να
γράψω προτάσεις που θα
αντέξουν στο χρόνο. 

Ήταν τρία ρήματα αγαπημένα. 
Το σ' αγαπώ. 
Το σε ποθώ. 
Και το σε θέλω. 
Ανέσυρα αίμα από την καρδιά
μου κι άρχισα να γράφω:
Σ' αγαπώ όπως αγαπά το
κυπαρίσσι τη σκιά του 
κοιμητηρίου κι όμορφα
λικνίζει την κορφή του
σαν να δίνεται στον έρωτα. 

Σε ποθώ όπως ποθεί ο ναύτης
μετά από ένα υπερατλαντικό
ταξίδι την καλή του και στην
τσέπη του χαϊδεύει το
δαχτυλίδι του αρραβώνα. 

Σε θέλω όπως βουλιμικά 
ζητά το μωρό τη θηλή 
της μάνας για να χορτάσει 
κι εκείνη πεθαμένη εδώ 
και μία ώρα λίγες που της 
έμειναν τελευταίες σταγόνες 
του δίνει. 

Δεν βρίσκω τίποτα άλλο
να γράψω, μίκρυναν τα φτερά
και δεν πετώ. 
Μέτριος λοιπόν θα υπάρχω 
κι από τη μούσα μου θα αντλήσω
ξανά έμπνευση μέχρι που να
απασφαλίσω τη χειροβομβίδα
επαίτης για να μπω στην
ουρά λίγη να απαιτήσω δόξα. 

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024

Ευκταίο

Με γαλότσες ως επάνω
απ' το γόνατο κυκλοφορούν 
στα νερά της βροχής
οι νεκροί μου. 
Έχουν μακριά νύχια βαμμένα
κόκκινα, άστατα μαλλιά και 
ώμους κυρτωμένους
κι ολίγον τι μαλλιαρούς. 
Αγαπούν τη βροχή, τα
σπασμένα κεραμίδια και
τις κονιορτοποιημένες 
πέτρες. 

Περπατούν στα νύχια
και κρατούν κάτι μεγάλα
μολύβια που ξεχνούν να 
ξύσουν κι έτσι άδικα θαρρώ
πως παιδεύονται να
σημειώσουν στο τετράδιο 
την ημερομηνία
της αποδημίας τους. 

Στα πανηγύρια τριγυρίζουν
αμέριμνοι και πάντα στη
λοταρία κερδίζουν τον 
πρώτο λαχνό.
Αν τους συναντήσεις
χαιρέτισε τους, μόνο
μίλα σιγανά γιατί φοβούνται
πολύ τους οξείς ήχους και
πετάγονται πάνω άναυδοι. 
Μην τους κεράσεις κρασί
γιατί όταν πιουν κλαίνε
ασταμάτητα σαν μικρά παιδιά
που τους στέρησαν το
γλειφιτζούρι. 

Άκουσε τους προσεκτικά
και τα μυστικά τους εναπόθεσε
στην καρδιά σου γιατί 
εκεί είναι το μέρος που
εμπιστεύονται να ζουν. 
Και τέλος μάθε, πως καθότι
είναι αρκετά φλύαροι, να τους
κρατάς πάντα πολύ ελεύθερο
χώρο για να μην πεθάνουν
ακαριαία από έλλειψη πάθους. 

Πλησμονή

Έχει βαριά συννεφιά
απόψε και πως θα βρουν
δίοδο για να επιστρέψουν
για λίγο στη γη οι προσφιλείς
μου νεκροί. 
Ως εδώ φτάνουν έντονες
οι διαμαρτυρίες τους. 
Ακούω τις αγανακτισμένες
φωνές τους, το σύρσιμο 
των ποδιών τους, την 
εξασθενημένη τους ανάσα, 
πίσω από την παχιά χλαμύδα
των σύννεφων, που τους 
κλείνει ερμητικά το δρόμο. 

Βροχοποιός γίνομαι και
σηκώνω τα χέρια σε ανάταση
οι ουρανοί να με σπλαχνιστούν
λίγο και βροχούλα ψιλή 
να ξεκινήσει. 
Ασημώνω εκκλησίες και τα
τάματα μου ακουμπάω ευλαβικά
στις αφανέρωτες εικόνες
των βράχων τα δάκρυα 
των νεκρών μου να φανούν 
και πάλι στο πεινασμένο μου 
σώμα σαν επίκληση έρωτα. 

Γιατί κάθε που συννεφιάζει
οι νεκροί μου γοερά κλαίνε
και να ποτίσουν ποθούν
τα μέρη που αγάπησαν. 
Σιωπηλή περιμένω, 
κοντάρια παίρνω και χτυπώ:
Η χλαμύδα να τρυπήσει, 
να υποχωρήσουν τα σύννεφα
και σαν δροσούλα πρωινή
να εμφανιστούν πάνω στην 
μαραμένη μου χλωρίδα. 

Γιατί ο άνυδρος καιρός
τελευταία έπληξε τα άνθη μου
και αδυνατώ να τους φτιάξω
στεφάνι. 
Θα περιοριστώ στα φύλλα
της μυρτιάς που ανθεί δίπλα
στη στέρνα για να ευωδιάσω
το τελετουργικό της άφιξης τους. 

Και να! 
Κοίτα πως άνοιξαν 
οι δρόμοι, πως ξεπετάχτηκαν 
οι άνεμοι σαν δράκοντες
μέσα απ' τη σπηλιά. 
Και να!  Ξανά των δικών μου 
νεκρών τα χέρια σφιχτά κρατώ 
σαν εικόνα σεπτή 
που την είχα για καιρό χαμένη. 

Βροχή οι νεκροί μου και
                          με επισκέπτονται. 

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2024

Θυσία

Ήρθε πυρπολητής
ο Σεπτέμβρης και
κατέκαψε τους καρπούς
και τα σπαρτά μου.
Δέκα δεμάτια αστραπές
κρατούσε στα χέρια
κι έσπερνε το κακό.
Κατέβαιναν τα ελάφια
από ψηλά για να φάνε
και δεν έβρισκαν.
Ανέβαινε και μια κόρη
στο μούστο πνιγμένη
λαχταρώντας λίγο σταφύλι
κι έφευγε άπραγη
χωρίς σοδειά και δώρα.

Έκανα να της μιλήσω
και δεν ήθελε.
Έκανα να την χαιρετήσω
και με αρνούνταν.
Έμενα να παρατηρώ
τα σπαρτά μου, τα δέντρα μου
που φλόγες έβγαζαν
κι η καρδιά μου χτυπούσε
σαν το ταμπούρλο
του αρλεκίνου στην άδεια
σκηνή.

Τα σκιάχτρα με συμπονούσαν
και μου έτειναν το μαντήλι
που είχαν στο λαιμό.
Τα δάκρυα πολλά
δεν ωφελούσε.
Τα χελιδόνια στριφογύριζαν
στον αέρα με κατακαμένες
τις ουρές.
Ερχόσουν κι εσύ με το
σκισμένο πουκάμισο
και τις στέρφες παλάμες
και με μάλωνες.

Άνυδρος τόπος, πυρά
και στάχτη.
Αναθυμιάσεις και τρίξιμο
οστών.
Μακριά ακούστηκε
ένα υπόκωφο μπουμπουνητό.
Αναθάρρησα.
Παρακάλεσα τη βροχή
για να έρθει αλλά ζύμωνε
ψωμί για τα δώδεκα
παιδιά της και δεν ευκαιρούσε.
Ένα από τα παιδιά της
όμως με συμπόνησε κι ήρθε.
Ήταν το πιο μικρό,
το πιο θαρραλέο.
Πήρε αλαμπρατσέτα
τον Σεπτέμβρη και κίνησαν
γι' αλλού.

Άφησαν πίσω καμένη γη
και μάρμαρα νεκρά.
Παρηγοριά μου τώρα
τα κυκλάμινα που θα
ξεμυτίσουν απ' το χώμα
κι ένα μικρό αμπέλι
που αλώβητο έμεινε.
Κρασί να φτιάξω για
να μπορέσω να ξεφυλλίσω
το βιβλίο της φύσης
από την αρχή.