Εννιάμηνη η αποχή της σκαιάς πέτρας
Αναπολούσε το αδήριτο φως
Πλάι στο εικονοστάσι
Με τα μαύρα κοτσύφια στα πλαϊνά μέρη
Το ποίημα διωγμένο
Κυνηγημένο θα έλεγες
Από τις απειλές
Του μυθικού Νέστορα
Περπατούσε σκυθρωπό
Με ευγενικές κινήσεις
Και με βαμμένα κόκκινα τα χείλη
-φίλιο κόκκινο από το αίμα του πρωτομάστορα-
Έψαχνε το βάζο με τα μαραμένα ρόδα
Ρόδα του Μαγιού
Ανέδυαν αρώματα πικρά
Στην πυκνή ύφανση της κουρτίνας
Το πιάνο μελαγχολικό
Κι ο καλόγερος αδυνατούσε
Να συγκρατήσει τη βαρυθυμία σου
Ψηλαφούσα στα σκοτεινά
Το δόκανο που επιχείρησες
Να κρύψεις μια νυχτιά
Στην σχισμή της γκορτσιάς
Ή μήπως στη θύρα
Του υπέργηρου γείτονα
Για να ανασυντάξεις κρυφά
Τις αυταπάτες της μοίρας σου
Τυχαίο δεντράκι περιέβαλλε
Τη μοναξιά της μεθυστικής μουσικής
Με το πλατύ του ίσκιο
Κι εσύ εκστόμιζες φτηνούς σκοπούς
Και βλαστήμιες βδελυρές
Αναριγούσε ο βυθός
Με τα σκαλιστά μονοπάτια
Εκεί που ασίγαστα και ταπεινά
Περπατούσαν δυο-δυο στη σειρά
Οι πνιγμένοι σπογγαλιείς
Έτοιμοι να απολαύσουν το τελευταίο
Βραδινό τους περίπατο
Βγήκα στην επιφάνεια μουδιασμένη
Ο καπνός και οι πνοές του ανέμου
Κύκλωναν σφιχτά τα πόδια
Των άφτερων ακόμα νεοσσών
Κι εσύ γυμνή ήσουν όπως πάντα απουσία
Στα μάτια του γρέγου πλάταινε ο φόβος
Καρδιά ανάλαφρη πόζαρε
Στον σπασμένο καθρέπτη της εισόδου
Κάποτε θα ανθίσουν οι λειμώνες του βυθού
Κι εγώ θα κρατώ γερά
Του Μέγα Σποριά το υπέροχο σείστρο
Πρέπει ξέρεις να τραφούν τα στήθη
Της ωραίας κόρης
Και οι αφανισμένοι αστερισμοί
Να εμφανιστούν καθαρά στο στερέωμα
Αργά στην οθόνη ξημερώματα
Περνούσε η "νηοπομπή"
Των χλωμών κύκνων
Που απεριόριστα αγάπησες
Πριν διάπλατα ανοίξεις τον κύκλο του χάους και χαθείς
Το ποίημα σιωπούσε στο ρήγμα του στέρνου με τη θηλή στο στόμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου